Τα γευστικά, αρωματικά και ξεροψημένα κουλούρια, που κόστιζαν πέντε λεπτά, ήταν για τους Aθηναίους -πριν από εκατό χρόνια- μια από τις μικρές απολαύσεις της καθημερινότητας. Το επάγγελμα του κουλουρά ασκούσαν κυρίως Ηπειρώτες από τις περιφέρειες Κουρέντων, Πωγωνίου, Ζαγορίου, Συράκου και σποραδικά από άλλα μέρη της χώρας. Συνήθως επρόκειτο για ανήλικους νέους, γέροντες ή ανάπηρους που πωλούσαν το προϊόν τους στην ύπαιθρο (δρόμους, πλατείες, λιμάνια, εκκλησίες κ.ά.). Πολλοί από τους πλανόδιους αυτούς κουλουροπώλες εξασκούσαν την εργασία τους μόνον κατά τον χειμώνα αφήνοντας τα χωριά τους και κατεβαίνοντας στα αστικά κέντρα.
Τα καλοκαίρια συνήθως γυρνούσαν στα χωριά τους για να αφοσιωθούν στις αγροτικές εργασίες τους. Όσοι όμως συνέχιζαν και τις καλοκαιρινούς μήνες να πωλούν κουλούρια είχαν συγκεκριμένο ωράριο. Η πρώτη έξοδός τους γινόταν στις 5 το πρωί, η δεύτερη στις 4 το απόγευμα, η τρίτη στις 8-9 το βράδυ και η τελευταία περίπου τα μεσάνυχτα για τους ξενύχτηδες, οι οποίοι εμφανίζονταν ως οι ενθερμότεροι υποστηρικτές της… βιομηχανίας!
Δέκα φούρνοι παρήγαγαν κουλούρια, ενώ ένας εξ αυτών, στη συμβολή των οδών Γλάδστωνος και Γαμβέττα, εργαζόταν νυχθημερόν παράγοντας μόνον κουλούρια. Το καλοκαίρι ο φούρνος αυτός παρήγαγε περίπου 6 έως 8 χιλιάδες κουλούρια καθημερινά, ενώ διπλασίαζε την παραγωγή του τον χειμώνα και τις περιόδους των εκλογών. Οι φούρνοι πωλούσαν τα κουλούρια τους στους μεταπωλητές 3,30 δραχμές τα εκατό κουλούρια! Είκοσι κουλούρια ζύγιζαν μία οκά, ενώ ο μεταπωλητής ωφελούνταν στα 100 κουλούρια 1,70 δραχμές. Δεν πωλούσε όμως μόνον εκατό κουλούρια. Ακόμη και ο μικρότερος κουλουράς στις τέσσερις εξόδους του πωλούσε 200 έως 300 κουλούρια. Κατά μέσο όρο στην Αθήνα κυκλοφορούσαν περίπου εκατό κουλουροπώλες περιπατητικοί, πέραν εκείνων που είχαν δικά τους «πόστα» σε διάφορες κεντρικές γωνίες της πόλης.
Τα καλοκαίρια συνήθως γυρνούσαν στα χωριά τους για να αφοσιωθούν στις αγροτικές εργασίες τους. Όσοι όμως συνέχιζαν και τις καλοκαιρινούς μήνες να πωλούν κουλούρια είχαν συγκεκριμένο ωράριο. Η πρώτη έξοδός τους γινόταν στις 5 το πρωί, η δεύτερη στις 4 το απόγευμα, η τρίτη στις 8-9 το βράδυ και η τελευταία περίπου τα μεσάνυχτα για τους ξενύχτηδες, οι οποίοι εμφανίζονταν ως οι ενθερμότεροι υποστηρικτές της… βιομηχανίας!
Δέκα φούρνοι παρήγαγαν κουλούρια, ενώ ένας εξ αυτών, στη συμβολή των οδών Γλάδστωνος και Γαμβέττα, εργαζόταν νυχθημερόν παράγοντας μόνον κουλούρια. Το καλοκαίρι ο φούρνος αυτός παρήγαγε περίπου 6 έως 8 χιλιάδες κουλούρια καθημερινά, ενώ διπλασίαζε την παραγωγή του τον χειμώνα και τις περιόδους των εκλογών. Οι φούρνοι πωλούσαν τα κουλούρια τους στους μεταπωλητές 3,30 δραχμές τα εκατό κουλούρια! Είκοσι κουλούρια ζύγιζαν μία οκά, ενώ ο μεταπωλητής ωφελούνταν στα 100 κουλούρια 1,70 δραχμές. Δεν πωλούσε όμως μόνον εκατό κουλούρια. Ακόμη και ο μικρότερος κουλουράς στις τέσσερις εξόδους του πωλούσε 200 έως 300 κουλούρια. Κατά μέσο όρο στην Αθήνα κυκλοφορούσαν περίπου εκατό κουλουροπώλες περιπατητικοί, πέραν εκείνων που είχαν δικά τους «πόστα» σε διάφορες κεντρικές γωνίες της πόλης.