Και καλοκαίριαζε και Σάββατο σούρουπο το ταβερνάκι της γειτονιάς γέμιζε....
δηλαδή η αυλή του....παλιό σπίτι και σε ένα δωμάτιο έμενε και ο ιδιοκτήτης
ορκισμένο γεροντοπαλίκαρο.
Για όλα τα βαλάντια οι τιμές και έδινες παραγγελία χωρίς φόβο και χωρίς πάθος.
Μια αλιάδα με μπόλικο σκόρδο καμμιά ελιά...σαλάτα....πιάζ...σαρδέλες
και για τον άμαχο πληθυσμό μπιφτεκάκια στα κάρβουνα με ένα βουνό
τηγανιτές πατάτες.
Όλο και κάτι θα άφηναν τα πιτσιρίκια και οι μεγάλοι θα γυάλιζαν τα πιάτα
στη συνέχεια.
Ποιά ντροπή όλοι το ίδιο έκαναν.....
Και η ρετσίνα από το βαρέλι ....
Να γεμίζουν τα ποτήρια και εβίβα και καλή καρδιά....
Αν γλάρωνε κανένα πιτσιρίκι το πήγαιναν στο δωμάτιο του κάπελα
για ύπνο....οικογενειακή υπόθεση....άνθρωπος της γειτονιάς και αυτός.
Δεν αργούσε να πιάσει δουλειά και ο καλλιτέχνης με το τριμμένο κοστούμι.
Καθότανε σε μια γωνιά σε ένα τραπεζάκι και έβαζε μια μπουκιά στο στόμα του
δωρεά του καταστήματος... το νυχτοκάματο ήταν υπόθεση δική του.
Με την κιθάρα και το τσίγκινο πιατάκι άρχιζε την δουλειά του από τραπέζι
σε τραπέζι....με τραγούδια της εποχής.
Έτσι κάπως περνούσαν τότε στην γειτονιά...Σάββατο και απόβραδο.
πίσω στα παλιά