Δύο απορίες
- Γιατί τόση αντίδραση για την ΕΡΤ; Τόσες χιλιάδες μικρές ιδιωτικές επιχειρήσεις που έκλεισαν, τόσοι άνεργοι, τόσοι απολυμένοι, έχουν διαφορετικό στομάχι από τους υπαλλήλους της «δημόσιας» τηλεόρασης; Πεινάνε λιγότερο, δεν πληρώνουν ενοίκια, δεν έχουν παιδιά, γονείς με μηδαμινή σύνταξη;
- Τι διαφορά έχει το «εγέρθητω» των ηλιθίων, από το μανιφέστο του Σαμαρά και, μάλιστα, χωρίς συλλογικότητα;
Ρητορικές ερωτήσεις, δίχως απάντηση που να μη γνωρίζω.
Το να έχεις τηλεόραση τη δεκαετία του '70 ήταν, αν μη τι άλλο, πολυτέλεια. Εμείς δεν είχαμε. Σε μια γειτονιά στην Ακαδημία Πλάτωνος εδώ που τα λέμε, θα ήταν περίεργο να είχαμε. Όλα τα παιδιά των φτωχών-μεσαίων οικογενειών απλά είχαμε ακούσει οτι υπάρχει ένα μαγικό κουτί που έχει μέσα ανθρωπάκια. Περιττό να αναφέρω ότι είχα σκυλιάσει που δεν είχα, γιατί είχα ακούσει ότι δείχνει και τη Βουγιουκλάκη κάθε τόσο σε συνεντεύξεις, ασπρόμαυρες και έδινε ευχές σε όλο τον κόσμο πριν τα Χριστούγεννα.
Στην οδό Αλικαρνασσού λοιπόν, παίζαμε τα μήλα κάθε απόγευμα μπροστά από μια μονοκατοικία με μαρμάρινες σκάλες και πίσω από την πράσινη ξύλινη πόρτα με τα μαντεμένια σκαλιστά παράθυρα, βλέπαμε ένα κεφάλι ενός κοριτσιού, μεγαλύτερο από εμάς, να μας παρακολουθεί. Κάθε μέρα, κάθε απόγευμα. Είχε απόγνωση και λαχτάρα το βλέμμα της. Τόλμησα και πήγα και της μίλησα. Και λέω τόλμησα γιατί το σπίτι παραήταν «ακριβό» για την περιοχή. Και οι ιδιοκτήτες του ακόμη πιο ακριβοθώρητοι. Βγαλμένο σαν από ελληνική ταινία. Το κορίτσι αυτό ήταν αυτιστικό. Δεν του επιτρεπόταν να παίξει μαζί μας. Δεν το δεχόμουν με τίποτα. Σίγουρα όχι με σκέψη, ενστικτωδώς. Θα ήμουν 12 στα 13. Απλά δεν μου άρεσε η απομόνωσή της.
Τη ζάλισα την καημένη την Κατερίνα: «Έλα να παίξουμε» και «έλα να παίξουμε», κάθε απόγευμα, κάθε μέρα. Άναρθρες φωνούλες έβγαιναν απ' το κόκκινο βαμμένο στόμα της. Δεν μπορούσα να καταλάβω και επέμενα!
Βγήκε η μητέρα της κάποια μέρα, ελαφρώς θυμωμένη... αλλά πώς να αντισταθεί στην επιμονή ενός παιδιού που εκλιπαρούσε να αφήσει την κόρη της να παίξει μαζί μας; Η επιμονή μου και η υπομονή μου είναι τα δυο χαρίσματά μου. Κέρδισα, φυσικά.
Βγήκε από το φρούριο η Κατερίνα. Καθόταν στα σκαλιά και γελούσε μαζί μας σαν μωράκι, 30 χρονών γυναίκα. Άλλαξε η ζωή της. Και η δική μας, σε πολύ μικρότερο βαθμό.
Και μπήκαμε εμείς στο φρούριο σιγά-σιγά. Είχαν πόνο οι άνθρωποι και επιφύλαξη. Μα δεν γελάσαμε. Αγκαλιάσαμε, φιλήσαμε, μάθαμε το διαφορετικό να το αγαπάμε, μας έκαναν πάρτι για χάρη της Κατερίνας. Και μας άφησαν να δούμε το μαγικό κουτί.
Τεράστιο. Το κουτί! Γιατί το γυαλί του δεν ήταν και τόσο μεγάλο. Σε μια ειδική κατασκευή, με ντουλάπι από κάτω και με τρύπες για να παίρνει αέρα χαζεύαμε τα ανθρωπάκια να μιλούν, να χορεύουν, να περπατάνε, να τραγουδούν. Ασπρόμαυρα. Αυτό μου έκανε πιο πολύ εντύπωση.
Εννοείται πως έπιασα στασίδι, κάθε μέρα, κάθε απόγευμα. Μπας και πετύχω την Αλίκη. Έβλεπα άλλες ξανθιές θεές. Σακκάκου με την υπέροχη χροιά να λέει ειδήσεις. Και η Νάκη Αγάθου έτοιμη για οργασμό κάθε φορά. Αν την έβλεπα σήμερα για πρώτη φορά, θα έβαζα στοίχημα πως κάτι σαν εξόγκωμα θα έχει η καρέκλα της από κάτω. Αλλά τότε... Τότε με μάγευαν όλα αυτά. Ούτε την πονηράδα είχα για δεύτερες σκέψεις.
Και την πέτυχα ένα βράδυ με τον Φρέντυ Γερμανό. Παρέα με την Κατερίνα που δεν καταλάβαινε γιατί είχα τέτοια τρέλα με την Αλίκη, παρέα με τη μητέρα της να με κοιτάει μέσα απ' τα γυαλιά της με ευγνωμοσύνη, που έκανα παρέα στην κόρη της, έστω και προς όφελός μου.
Και την πέτυχα ένα βράδυ με τον Φρέντυ Γερμανό. Παρέα με την Κατερίνα που δεν καταλάβαινε γιατί είχα τέτοια τρέλα με την Αλίκη, παρέα με τη μητέρα της να με κοιτάει μέσα απ' τα γυαλιά της με ευγνωμοσύνη, που έκανα παρέα στην κόρη της, έστω και προς όφελός μου.
Μετά χάθηκα. Έψαξα την «Αλίκη» στην πραγματική ζωή! Στη χώρα των θαυμάτων και των τραυμάτων...
Πέρασα πριν δυο χρόνια από εκεί. Έτρεμε το χέρι μου όταν χτύπησα το κουδούνι. Πέθανε ο κ. Δημήτρης με το γλυκό χαμόγελο και τα κάτασπρα μαλλιά. Πάντα μου έδινε καραμέλες, κρυφά από τα άλλα παιδιά. Ήξερε πόσο αγαπούσα το παιδί του. Μου άνοιξε η κα Γιώτα την πόρτα. Γερασμένη, φυσικά. Δεν με γνώρισε. Ένα αγοράκι15 χρονών αποχωρίστηκε και τώρα έβλεπε μπροστά της, αυτό που βλέπετε κι εσείς. Δάκρυσε, με αγκάλιασε και με πήγε στο ίδιο δωμάτιο. Με άλλη τηλεόραση, πλάσμα και, φυσικά, με χρώματα.
Κι όμως η Κατερίνα... με γνώρισε. Βούρκωσα απ' την επιβεβαίωση των συναισθημάτων, μετά από τόσα πολλά χρόνια; Βούρκωσα επειδή ήταν... ολόιδια; Επειδή το πρόσωπό της, ο χώρος, η μυρωδιά, έφεραν σαν ταινία ένα παιδάκι στη γωνία να περιμένει με τα χέρια στο πηγούνι αδημονώντας να δει την Αλίκη του; Δεν ξέρω. Έκλαψα αγκαλιά με την παιδικότητά μου. Θυμηθήκαμε, γελάσαμε, αναθεματίσαμε με τους δικούς μας κώδικες. Ο καθένας απ' το δικό του «περιθώριο».
Σήμερα η σχέση μου με την τηλεόραση είναι σαν τον γκόμενο που μ' έχει απατήσει αλλά έχει παραμείνει σαν μια ερωτική -και ουχί σεξουαλική- εξάρτηση. Ούτε καν ειδήσεις. Καμιά φορά τη Στάη για να θαυμάσω τα ελληνικά της και κάνα καινούριο lifting.
Για την ταμπακέρα δεν έχω να πω σχεδόν τίποτα. Μίλησαν και έγραψαν οι ειδήμονες επί παντός του επιστητού! Οι ίδιοι που γράφουν για πολιτικά θέματα οι ίδιοι γράφουν και μάλιστα με την ίδια σοβαρότητα αν η Μπεζαντάκου έφαγε ραδίκια ή σταμναγκάθι.
Κλείνω μόνο με γλυκές σκέψεις. Την Κατερίνα μου να γελάει με κείνο το παράξενα καθαρό απόκοσμο γέλιο, την Αλίκη μου να λάμπει ακόμη και ασπρόμαυρη και την Κέλλυ Σακκάκου που πρόσφατα έγινε «φίλη» μου στο fb. Αν ήταν χρυσοπληρωμένη η δουλειά της, τότε που τη γνώρισα, ούτε το ήξερα, ούτε με ενδιέφερε. Η Ιστορία από ανθρώπους χαράσσεται, έτσι κι αλλιώς.
Άννα Κουρουπού
Protagon
Protagon