© Μαριάννα Ρουμελιώτη |
© Κώστας - Αγ. Ειρήνη |
Ο πατέρας μου έχει βγει πια σε σύνταξη. Όσοι φίλοι του ακόμα κατεβαίνουν στα μαγαζιά τους, τριγυρνάνε στα στενά και πιάνουν κουβέντα με τους γιούς και τους υπαλλήλους των άλλων επιχειρήσεων.
Γύρω-γύρω βρίσκονται μαγαζιά με υφάσματα, κάλτσες, καπέλα, λευκά είδη και είδη νεωτερισμού. Τα περισσότερα μετράνε 30 και 40 χρόνια ύπαρξης. Ο Παναγιώτης Γρηγοριάδης, εργάζεται ως μεταφορέας στην ευρύτερη περιοχή της «Πολυκλείτου, Ευριπίδου, Αθηνάς» από το 1988. Διαδέχτηκε τον πατέρα του, στην «ας-την-πούμε επιχείρηση» όπως μου είπε ο ίδιος, η οποία ξεκίνησε μεταφέροντας εμπορεύματα με μια χειράμαξα το 1952. Ο Γιώργος Ξιξής, ο πιο παλιός της παρέας, έχει το μαγαζί με τα είδη νεωτερισμού από το 1963. Ο Τάκης Στουρνάρας τα Ανδρικά Υφάσματα από το 1964 και ο Κυριάκος Δεσύπρης εργάζεται από το 1983 σε επιχείρηση που εμπορεύεται κάλτσες. Όλοι τους έχουν δει την πλατεία, την περιοχή γύρω από την πλατεία να αλλάζει, να μεταμορφώνεται από μια καθαρά εμπορική περιοχή, σε σημείο συνάντησης των πιο νέων. Άλλαξε κάτι για αυτούς; Όχι ιδιαίτερα, θα μου πουν. Τα είδη τους, οι επιχειρήσεις τους δεν έχουν να κάνουν με τη λιανική άρα όσος κόσμος και να μαζευτεί για καφέ στην Αγία Ειρήνη δεν αλλάζει κάτι. Το βράδυ που η πλατεία γεμίζει, εκείνοι έχουν φύγει.
© Γ. Ξιξής |
© Στουρνάρας - Υφάσματα |
Ρωτάω να μάθω πως ήταν παλιότερα η πλατεία, πριν τις καφετέριες, πως τη θυμούνται εκείνοι. Μαθαίνω πως τα περισσότερα από τα παλιά μαγαζιά της πλατείας έκλεισαν πολύ πριν την κρίση. Τα περισσότερα έκλεισαν γύρω στο 2000 είτε από έλλειψη διαδοχής της επιχείρησης, είτε γιατί είχαν ξεκινήσει για τα καλά οι εισαγωγές και οι ελληνικές βιοτεχνίες έκλειναν η μια μετά την άλλη. Αφού η ελληνική παραγωγή μειωνόταν και οι εισαγωγές ήταν υποχρεωτική επιλογή, τα παιδιά των παλιών καταστηματαρχών δεν είχαν πια λόγους να συνεχίσουν την οικογενειακή επιχείρηση. Τα τσαντάδικα και τα υφασματάδικα δεν ήταν πια μια καλή επιλογή.
Αναρωτιέμαι τι άλλο είναι διαφορετικό, τι άλλο βλέπουν αυτοί οι άνθρωποι που είναι τόσα χρόνια εκεί διαφορετικό. «Έχουν αλλάξει οι σχέσεις των ανθρώπων, αυτό έχει αλλάξει» μου λέει ο Παναγιώτης Γρηγοριάδης. «Η γενιά του πατέρα σου ήταν αλλιώς» μου λέει. Μια ζωή θυμάμαι τον πατέρα μου να φεύγει από το σπίτι στις 5:30. Τα μαγαζί άνοιγε στις 8 αλλά κατέβαινε δυο ώρες πριν για να καθίσει με τους άλλους μαγαζάτορες στο υπόγειο του κυρ-Γιάννη του καφετζή. Κάθε πρωί για χρόνια. «Τώρα, σου λέει ο απέναντι γεια και σκέφτεσαι πως κάτι άλλο θέλει από κάτω» συνεχίζει ο Παναγιώτης. Ο κος Ξιξής, που ανήκει στη γενιά των παλιών, μιλάει για «αναβάθμιση της πλατείας 5000 τα εκατό επάνω» και τελειώνει λέγοντας «από το να είναι πεθαμένη, καλύτερα να είναι έτσι», παρόλο που για την επιχείρηση του και τον ίδιο, λόγω ηλικίας, τίποτα δεν άλλαξε ουσιαστικά.
© Γρηγοριάδης - μεταφορικό όχημα |
Νιώθω, όσο μιλάω μαζί τους, μια νοσταλγία για αυτές τις άλλες εποχές της Βορέου , της Αθηναίδος, της Μιλτιάδου. Θυμώνω που παρατήθηκαν στο έλεος της καφετεριοποίησης. Μου λένε πως όταν η περιοχή του Ψυρρή αναβαθμίστηκε, οι τοξικομανείς και οι λαθρέμποροι ανέβηκαν στην πλατεία της Αγ. Ειρήνης. Τα βράδια ήταν σκοτεινά και έρημα, «εγώ δεν πήγαινα» μου λέει ο Τάκης Στουρνάρας. Μόλις φτήνυνε η περιοχή, τότε άρχισαν να ξεπετάγονται οι καφετέριες. Ο Παναγιώτης μου μιλάει για easy money, ο Τάκης μου λέει πως αν κάτι έφερε η αναβάθμιση της πλατείας, είναι η εκδοχή του να ασχοληθούν και οι ίδιοι με ανάλογες επιχειρήσεις.
Η κατηφόρα για όλο αυτό το κομμάτι της αγοράς ξεκινά προ κρίσης. Μου λένε για το 2004, για το 2007, για τα «υπέρογκα δημοτικά τέλη» που πληρώνουν, για τους «απατεώνες», «τις απεργίες», «τις πεζοδρομήσεις» που ευνοούν τους περαστικούς αλλά όχι τους έμπορους. Μου μιλάνε για τις «υποσχέσεις των δημάρχων», για μια συνολική «υποβάθμιση του εμπορικού κέντρου», για το «μικροέγκλημα» που εμφανίστηκε στην περιοχή αφού άνοιξαν οι καφετέριες και τα μπαρ. «Κάθε πρωί βλέπουμε σπασμένα τζάμια από αυτοκίνητα, έξω από το μαγαζί» λέει ο Κυριάκος Δεσύπρης.
© Τ. Στουρνάρας |
© Κ. Δεσύπρης |
Η πλατεία της Αγ. Ειρήνης ζωντάνεψε τα τελευταία χρόνια, άλλαξε φυσιογνωμία και ωράριο και αυτό δεν το αμφισβητεί κανένας τους. Όλοι μιλάνε για αναβάθμιση είτε τους αρέσει είτε όχι, είτε πηγαίνουν για καφέ εκεί, είτε όχι. Σκέφτομαι αυτές τις περιοχές στο εξωτερικό που φροντίζουν να τις διατηρούν στο ίδιο ύφος και αυτό από μόνο του είναι αξιοθέατο. Νεοέλληνες και σε αυτό σκέφτομαι. Να ξεπουλήσουμε, να πλουτίσουμε. Μου ‘ρχεται στο μυαλό αυτό το easy money που μου ‘πε ο Παναγιώτης.
Στο όνομα μιας δήθεν ανάπτυξης, μιας δήθεν αναβάθμισης, περιοχές γεμίζουν από κόσμο μέχρι τα μαγαζιά να γίνουν περισσότερα. Το είδαμε στο Θησείο, στου Ψυρρή, στο Γκάζι. Μέχρι να φτάσει η στιγμή που όλες αυτές οι αναβαθμισμένες περιοχές καίγονται από μόνες τους. Τη μια δεν πας γιατί δε βρίσκεις να παρκάρεις, την άλλη γιατί είναι σαν την Χασιά χωρίς το κοψίδι, την τρίτη δεν το σκέφτεσαι καν.
Κανένας γενικότερος σχεδιασμός. Ανάπτυξη πάντα σήμαινε εύκολο χρήμα σε αυτή τη χώρα. Το έχεις δει στα νησιά, στην επαρχία, στο κέντρο της Αθήνας. Ανάπτυξη σημαίνει καφετέρια.
Σκέφτομαι τους ανθρώπους που μίλησα και αισθάνομαι πως κάτι δεν κάναμε καλά ως κοινωνία. Σαν να μην τους φροντίσαμε όσο έπρεπε, σαν να μην τους σεβαστήκαμε όσο έπρεπε. Νιώθω σαν να πρέπει να υπερασπιστώ τις προσπάθειες των γονιών τους, τους κόπους του κου Ξιξή, την τιμή του πατέρα του Παναγιώτη, μη σου πω. Στα λόγια τους, σε αυτά που μου είπαν όταν έκλεινα το μαγνητοφωνάκι, διέκρινα μια εντιμότητα που χάνεται όπως οι υφασματάδες στην Αγίας Ειρήνης. Εκεί, στα παράλληλα δρομάκια της Αιόλου υπάρχουν ζωντανές ιστορίες ανθρώπων που με πολύ κόπο έφτασαν εκεί. Ιστορίες για το πριν και το κάποτε. Ιστορίες των μπαμπάδων μας, ένα κομμάτι δικό μας. Γι’ αυτό, την επόμενη φορά που θα ψάχνεις να παρκάρεις στην Αγάθωνος κοίτα τι γράφουν οι ταμπέλες των μικρών μαγαζιών. Γυναικεία μόδα από το 1950.
© Πλατεία Αγ. Ειρήνης |