| | |
Μνήμες πρώην υπουργού Τουρισμού της Αιθιοπικής Αυτοκρατορίας Συνέντευξη στον Αλεξανδρο Μασσαβετα
Οι φωτογραφίες του, όμορφες νεαρές κοπέλες με παραδοσιακές φορεσιές ή με μαγιό, αποτελούν ξεφτισμένες πια αφίσες σε αναρίθμητους τοίχους ξενοδοχείων και δημοσίων υπηρεσιών ανά την Αιθιοπία. Φέρουν τις φράσεις που είχε εφεύρει, σαράντα και πλέον χρόνια πριν, για να προωθήσει τη χώρα: «Δεκατρείς μήνες ήλιος» και «Γίνετε κατά 7 χρόνια νεότεροι» - λογοπαίγνια που παραπέμπουν στους δεκατρείς μήνες του αιθιοπικού ημερολογίου, που βρίσκεται επτά χρόνια πίσω από το δικό μας. Είχαμε αλληλογραφήσει στα αγγλικά. Ακούγοντάς τον να μου μιλά σε άπταιστα ελληνικά έμεινα άναυδος. «Μιλάτε σαν Eλληνας!» Η απάντηση αυθόρμητη: «Μα είμαι Eλληνας!» Συναντηθήκαμε στο διαμέρισμά του. Ο πρώην υπουργός Τουρισμού της Αιθιοπικής Αυτοκρατορίας, ένας από τους λίγους αριστοκράτες που επέζησαν της κομμουνιστικής δικτατορίας του Μενγκίστου Χάιλε-Μάριαμ, ζει σε ένα λιτό διαμέρισμα ευρωπαϊκής αισθητικής δίπλα στα πρώην ανάκτορα της Αντίς Αμπέμπα. Ο Χάμπτε Σελάσιε Ταφέσιε είναι 78 ετών, κομψότατος και με εκλεπτυσμένους τρόπους. Περιμέναμε να μας διηγηθεί την εποχή του Αυτοκράτορα, για την ελληνική κοινότητα της χώρας, τη χούντα του Μενγκίστου. Μας συνεπήρε όμως ο βίος και η πολιτεία του Αιθίοπα που βρέθηκε στην Ελλάδα το 1934 και παρέμεινε σχεδόν δεκατέσσερα χρόνια, το μόνο μη λευκό μέλος της νεολαίας Μεταξά, ζώντας τον πόλεμο, την κατοχή, τον εμφύλιο, την αιχμαλωσία. — Πώς και πότε βρεθήκατε στην Ελλάδα; — Γεννήθηκα το 1931 ή 1932. Τότε δεν τα καταχωρίζανε. Ο πατέρας μου ήταν υπουργός του Αυτοκράτορα. Το ’34, καθώς αναμενόταν η ιταλική εισβολή, η οικογένειά μου με παρέδωσε σε έναν Eλληνα της Αιθιοπίας, τον έμπορο Θουκυδίδη Ζερβό από το Ληξούρι. Ηταν παντρεμένος με μια Ρωσίδα εμιγκρέ, την Oλγα Βλαντιμίροβα. Eμεινα μαζί τους, αυτοί με πήρανε και με φέρανε στην Ελλάδα, Tουλάχιστον να γλιτώσω εγώ. — Πού μένατε στην Αθήνα; — Εγκατασταθήκαμε στο Παγκράτι, στο λόφο του Αρδηττού, απέναντι από τον Aγιο Σπυρίδωνα και δίπλα στο Στάδιο. Γνωρίζετε κάτι σκάλες που ανεβαίνουν το λόφο από το στάδιο; Εκεί μέναμε. Εγώ μέχρι να αρχίσει ο πόλεμος ήμουν εσώκλειστος στο Κολλέγιο Αθηνών, στη Φιλοθέη. Μικρή και όμορφη η Αθήνα — Πώς ήταν τότε η Αθήνα; — Μια όμορφη πόλη, μικρή. Πήγαινες παντού με τα πόδια. Κοντά μας ήταν το ποτάμι, ο Ιλισός. Πηγαίναμε για μπάνιο θυμάμαι στο Φάληρο. Στο Παγκράτι τότε δεν είχε κινηματογράφους, η ζωή ήτανε στο κέντρο. Ο Eλληνας πατέρας μου ήταν πλούσιος εδώ, αλλά στην Ελλάδα τον τυλίξανε και χρεοκόπησε. — Πώς ήταν να είναι κανείς τόσο «διαφορετικός» στην Ελλάδα της 4ης Αυγούστου; — Κοιτάξτε, εγώ προβλήματα δεν είχα ποτέ. Στο Κολλέγιο είχα πολλούς φίλους. Ημουν τότε μέλος στη νεολαία του Μεταξά, την ΕΟΝ. Ηταν υποχρεωτικό. Μας παίρνανε από το Κολλέγιο και μας πηγαίνανε στο παλάτι να πούμε τα κάλαντα. Ο βασιλεύς μας έδινε ένα καμιόνι γεμάτο σοκολάτα, το φέρναμε στο Κολλέγιο. Εγώ ως διαφορετικός ξεχώριζα, με προσέχανε πιο πολύ. Θυμάμαι τώρα, στην κηδεία του Μεταξά μας πήγανε όλους στη Μητρόπολη, κλαίγαμε. Είχαμε τότε κάτι ποτήρια, που έγραφαν μέσα, «Η Ελλάδα θέλει να ζήσει και θα ζήσει. Ιωάννης Μεταξάς». — Από τον πόλεμο, τι θυμάστε; — Στην αρχή, έπλεξα και κάλτσες για τους στρατιώτες. Σαν τώρα τη θυμάμαι τη Σοφία Βέμπο. Αυτή ήταν ήρωας. Μετά, ήρθαν οι Γερμανοί και επιτάξανε το Κολλέγιο, να το κάμουνε νοσοκομείο, και μεταφερθήκαμε στην Ακαδημίας. Δεν ήμουν πια εσώκλειστος, έμενα σπίτι. Κάθε μέρα συλλαλητήρια, κάθε μέρα τουφεκίσματα. Μετά ήρθε η πείνα. — Πώς επιβιώσατε; — Εκαμα μαύρη αγορά. Πουλούσα τα πάντα, τσιγάρα, όπλα, μπότες. Oλα τα πουλούσα και έτσι έζησα, και εγώ και η οικογένεια. Ειδάλλως θα τα είχαμε τινάξει όλοι. Μετά την απελευθέρωση, έγινε όλη η πόλη από εκατό παρατάξεις. Οι ΚΚΕδες, οι Χίτες, που ήτανε με το βασιλέα, και τόσοι άλλοι. Εγώ έμεινα αιχμάλωτος των Κομμουνιστών στην Καισαριανή για 27 μέρες... — Πώς σας έπιασαν; — Ετσι, χωρίς να με ρωτήσουνε τίποτε. Είχα μόνο ένα ζευγάρι παπούτσια και το πήγαινα στον τσαγκάρη. Με έπιασε στο δρόμο ένας κομμουνιστής και με έβαλε μέσα σε ένα καμιόνι. Eνας συμμαθητής μου με έβγαλε από τη φυλακή. Τον είχανε πιάσει για κομμουνιστή και μας αλλάξανε. Είπε στους κομμουνιστές, θα βγάλετε από εκεί έναν ξένο. Μα δεν έχουμε κανένα ξένο εδώ, του είπαν. Φέρανε ένα συγγενή του στο υπόγειο και με βρήκε. Τότε με ρώτησαν το όνομά μου και κατάλαβαν. Oταν με βάλανε μέσα, δε ρωτήσανε ποιος είμαι, από πού έρχομαι, τίποτε. Εγώ εκείνη την εποχή αισθανόμουνα Eλληνας, γιατί να τους πω ότι είμαι ξένος; — Με τη βιολογική σας οικογένεια τόσα χρόνια δεν είχατε καμιά επαφή; — Καμιά. Το 1946 προς ’47 ήλθε να με πάρει ο πατέρας μου, που με είχε εντοπίσει μέσω του Ερυθρού Σταυρού. Τότε έμαθα τι είχε συμβεί. Ο πατέρας μου λεγόταν Φιταουάρι (τίτλος ευγενείας) Ταφέσιε Χάμπτε Μικαέλ. Hταν αριστοκράτης – ήταν η σειρά μας τότε (γέλια) – και υπουργός Δημοσίων Eργων και Επικοινωνιών. Γι’ αυτό έπρεπε να δραπετεύσει. Οι Ιταλοί πιάσανε τη μητέρα και τα αδέλφια μου αιχμαλώτους και τους πήγανε στην Ιταλία. Μετά τον πόλεμο γυρίσανε κι αυτοί. Κατά τη διάρκειά του, η μητέρα μου είχε ξαναπαντρευτεί, θεωρώντας τον πατέρα μου νεκρό. Oταν ξαναβρέθηκαν, χώρισε και τον ξαναπαντρεύτηκε. Από την αιθιοπική μου οικογένεια έχω τρεις αδελφούς και τρεις αδελφές. — Πώς βιώσατε την επανασύνδεση; — Ηταν δύσκολα. Δεν μπορούσαμε να επικοινωνήσουμε. Εγώ δεν ήξερα λέξη αμχαρικά. Μιλούσα ελληνικά και ρωσικά και τίποτε άλλο. Ο μπαμπάς μιλούσε γαλλικά και λίγα αραβικά. Συναντηθήκαμε το ’47 στο Κάιρο. Είχαμε ένα διερμηνέα, εγώ μιλούσα ελληνικά και τα έλεγε στον πατέρα γαλλικά. Και με τη μητέρα μου και τα αδέλφια μου δεν μπορούσα να συνεννοηθώ. Εκείνοι μιλούσαν λίγα ιταλικά. Ποτέ δεν ήλθαμε κοντά, είχαμε τυπικές σχέσεις. Δεν έμεινα και πολύ μαζί τους. Με έστειλαν στην Αλεξάνδρεια, και εκεί τελείωσα το σχολείο, στο Victoria College. Τότε η Αίγυπτος ήταν ωραία. Oλο Eλληνες ήμαστε. Πήγα για σπουδές στις ΗΠΑ. Στο μεταξύ και η ελληνική μου οικογένεια επέστρεψε, μετά τις παρακλήσεις μου, στην Αιθιοπία. Εγώ έφερα τον τουρισμό — Πότε γίνατε υπουργός Τουρισμού; Οι αφίσες σας στολίζουν ακόμη τα κρατικά ξενοδοχεία... — Ανέλαβα το 1960 και παρέμεινα ώς την πτώση του Αυτοκράτορα το ’74. Δική μου ιδέα ήταν να ανοίξουμε Χίλτον στην Αντίς Αμπέμπα, αλλά και τα πρώτα ξενοδοχεία στις ιστορικές πόλεις του Βορρά: την αρχαία πρωτεύουσα Αξούμ, τη Λαλιμπέλα με τις εσκαμμένες λίθινες εκκλησίες, την πρώην πρωτεύουσα Γκόντερ. Τα κτίσαμε όλα εμπνευσμένα από την παραδοσιακή αρχιτεκτονική. Φτιάξαμε και το μεγαλύτερο τότε κατάστημα αφορολογήτων στο αεροδρόμιο της πρωτεύουσας. Μπορώ να πω ότι εγώ έφερα τον τουρισμό στην Αιθιοπία. — Τι άνθρωπος ήταν ο Χαϊλέ Σελασιέ; Τόσο εσείς, όσο και ο πατέρας σας, ήσαστε κοντά του. — Ηταν πολύ ευγενικός, σαν πατέρας για όλους μας. Eνας καλοπροαίρετος δικτάτωρ. Hταν έξυπνος και ήρεμος. Περπατούσε στο δρόμο έξω τα απογεύματα. Oταν ήθελε κανείς να του δώσει γράμμα, σταματούσε και το έπαιρνε. Ποιος τα κάνει αυτά τώρα; Μια άλλη εποχή. — Εσείς πώς γλιτώσατε το μένος του Μενγκίστου; — Με έβαλε στη φυλακή για οκτώ χρόνια. Στο τέλος ο Μενγκίστου με έβγαλε, και μάλιστα συνεργαστήκαμε στον τομέα του τουρισμού. Hταν πολύ ευγενής μαζί μου, αλλά σκότωσε πολύ κόσμο. — Πηγαίνετε συχνά στην Ελλάδα; — Ξαναπήγα τρεις φορές, η τελευταία ήταν δεκαπέντε χρόνια πριν. Ηταν η σειρά του Aτο (Κυρίου) Χάμπτε Σελάσιε να απευθύνει ερωτήσεις. Ρώτησε, όλο νοσταλγία: «Υπάρχει ακόμη το Zonar’s; Το παγωτό ΕΒΓΑ; Το ξυλάκι με τη σοκολάτα απ’ έξω και οι κασάτες; Τσιγάρα Παπαστράτου υπάρχουν; Είχε τότε το Aρωμα, μια μάρκα που την κάπνιζαν οι γυναίκες. Υπάρχει ακόμη το τραμ στην Αθήνα; Τότε δίπλα στο Κολλέγιο είχε το Αρσάκειο, ακόμη έτσι είναι; Δεν μου λέτε, φτιάχνετε ακόμη σκορδαλιά στην Ελλάδα; Hξερα να τη φτιάχνω. Αν ξέρατε, μου έχει λείψει τόσο»... |
|