Ιστορίες του πολέμου και της παλιάς Αθήνας
Λοταρτζήδες
Ξεσκονίζανε τα σύνεργα, τα μαζεύανε, γράφανε με μπογιά τους αριθμούς, ένα εφτάρι μεγάλο, μεγάλο στη μέση, σημαδεύανε στο ποδηλατάκι της τράπουλας από ένα μικρό σημάδι να τους δείχνει κι από την αντίθετη όψη τι χαρτί ξεσκεπάζει το φύλλο, και πηγαίνανε σαν καλοί Χριστιανοί να δοκιμάσουνε τέτοιες μέρες την Τύχη!
Στην οδό Αθηνάς, εκεί κοντά στη Δημαρχία, γινότανε το μεγαλύτερο υπαίθριο παιγνίδι για το καλό του καινούριου του χρόνου. Εκεί μαζευότανε κάθε καρυδιάς - καρύδι από τις πιο κεντρικές ή απόκεντρες συνοικίες της Αθήνας - από του Ψυρρή, την Πλάκα, τους Αγιαπόστολους, του Τσακαγιάννη, τα Εξάρχεια, τη Νεάπολη, την Κασσίδα, τη Γούβα - και σ' αυτό το μέρος στήνανε τα σύνεργά τους όλα τα καλά και τα τίμια παιδιά, ένας κι ένας! Αλλος μια λοταρία με ρολόγια, ξυπνητήρια, καθρέφτες, άλλος το σιδεράκι που έφερνε βόλτα και σταματούσε πότε σ' ένα πακέτο καπνό ή σ' ένα κουτί με λουκούμια ή και σε καμιά πλάκα ξερή «τσικολάτα». Εκεί λοιπόν κάθε χρόνο πιάνανε τα «πόστα» κ' οι δυο παλιοί κι αγαπημένοι μας φίλοι: ο Σταμάτης της Χρίσταινας, ένας άντρας, θηρίο, με αραιά ξεφτισμένα σαν του γάτου μουστάκια, κι ο ψηλός ο Ξυλάρας με το υγρό χαλασμένο μάτι.
Πιάνανε συνήθως τη γωνία που αντικρίζει το μέγαρο της Δημαρχίας και που αν τραβήξεις το δρόμο ίσια κάτω θα βγεις δεξιά σ' ένα παράξενο σπίτι που ενώνει στην ίδια σκεπή του τη ζωή και το θάνατο, τη χαρά και τη θλίψη. Ισως να το ξέρεις ή να τόχεις ακουστά.
Στο υπόγειο είναι η «Μπελ-Βυ», το γνωστό παμπάλαιο καφέ-αμάν με τις χαρούμενες και πάντα πεταχτές πεταλούδες που φοράνε τα πράσινα βελουδένια με τις κεντητές ολόχρυσες πούλιες και στο απάνω είναι το φερετροποιείο του κυρ Γιώργη Βεντούρη με τα λογής λογής νεκροσέντουκα, θέλεις για μωρά παιδιά, νέους και νέες, θέλεις για μεγάλους, γεροντοκόρες, παντρεμένες και γέρους. Χαρά και πόνος, όπως στη ζωή ενωμένα!
Στη γωνία λοιπόν, που είπαμε, στήνανε οι δυο μακαντάσηδες τη μηχανή τους. Αρχίζανε από την παραμονή της Πρωτοχρονιάς και τελειώνανε με τα Θεοφάνια. Τους έδιωχνε, θαρρείς, σαν τους καλικάντζαρους, η αγιαστούρα του παπά.
Οταν πιάνανε τα «πόστα» αμέσως οι δυο φίλοι, γινόντουσαν εχτροί. Γιατί κατά βάθος, ήταν κάτι περισσότερο από αδέρφια, συνεννοημένοι, ξηγημένοι σε όλα, εντάξει. Η επιχείρηση όμως ζητούσε το παιγνίδι αυτό, την έχτρητα και το πάθος, το μίσος.
Ο Σταμάτης έστηνε το ξυλένιο μικρό τραπεζάκι και άπλωνε απάνω του το ταμπλό της λοταρίας. Περνούσε το σακάκι στο αριστερό του μανίκι και με το δεξί του χέρι, ελεύτερο, κουνούσε τα ζάρια και φώναζε:
-- Εδώ, Κύριοι, άλλος, το τυχερόν και αθώον παιγνίδιον του Μεγάλου Ναπολέοντος! Τόσα βάζετε, τόσα παίρνετε. Ολ' η γραμμή κερδίζει, το εφτάρι χάνει!
Και έφερνε τα ζάρια έτσι, που αν επέμενες λίγο στο παιγνίδι πήγαινε στα σίγουρα το κέρδος σ' εκείνον.
Μάζευε δεκάρες χάλκινες, νικελένια εικοσαράκια, δραχμές ασημένιες. Φτάνει να μη του έκοβε την πελατεία ο Ξυλάρας οπότε αρχίζανε μεταξύ τους τον καυγά, τη βλαστήμια.
Ο Ξυλάρας υποχωρούσε στο τέλος κ' έστελνε τους μουστερήδες στο Σταμάτη.
-- Πηγαίνετε, ρε παιδιά, σε δαύτον το μουρμούρη να μην έχουμε αίματα χρονιάρικη μέρα.
Και τούτο γιατί, αυτός δεν μπορούσε να ξεγελάσει με την «πασέτα» τα μικρά παιδιά, τη μαρίδα, που δεν είχανε γνώση μεγάλη πότε να βάλουνε στο φάντε και πότε στον άσο!
Το βράδυ μοιράζανε μεταξύ τους το κέρδος ή πηγαίνανε και τα παίζανε όλα στου Γώγου το μεγάλο παιγνίδι. Πολλές φορές όταν κερδίζανε, κατεβαίνανε στο μεσαίο να πιούνε μαζί με τα «κορίτσια» κανένα ποτήρι μπίρα ή αν είχανε περισσότερο κέφι ν' ανοίξουνε καμιά μποτίλια «σίδερο», να τους κάψει τα σπλάχνα. Οταν τα χάνανε όλα - κι αυτό γινότανε κάποτε, η σφαίρα γυρίζει! - φεύγανε σα ζεματισμένοι, με υγρό δακρυσμένο ο Ξυλάρας το μάτι, με πιο αραιά τα μουστάκια ο Σταμάτης, βλαστημώντας όλη την οδό Λυκούργου με το κοφτήριο εκείνο, Αιόλου γωνία!
Την άλλη μέρα ξαναστήνανε τη «μηχανή τους» για να βρούνε καινούρια ψιμάρια.
Ο Ξυλάρας σάλιωνε τα δάχτυλά του στην άκρη και αρχίναγε «τέρτσο-τίρο» πασέτα. Πολλοί πηγαίνανε για να βρούνε την καλή, μα τότε αυτός τους έφερνε «στον πρώτο λύκο το ρήγα» ή «στη φάτσα τη ντάμα» και το κέρδος τους ξέφευγε πάλι.
Στη ράχη της γωνίας ο Σταμάτης κανόνιζε το άλλο παιγνίδι. Τα ζάρια φέρνανε ανάλογα, πότε «ντόρτια», πότε «εφτάρι». Και άμα ερχόταν εφτάρι, τότε «το τυχερόν και αθώον παιγνίδιον του Μεγάλου Ναπολέοντος» τα σάρωνε όλα.
Μετά τις γιορτές, τα σύνεργα πηγαίνανε μαζεμένα στην πάντα. Αρχιζε ο καιρός της δουλειάς. Δεν είχανε πέραση πια, ούτε τα ζάρια με το «διάργυρο» μέσα, ούτε οι σημαδεμένες κολτσίνες. Θα τα ξαναβρίσκανε πάλι του χρόνου όταν θάταν να 'ρθουνε όπως τώρα οι αγιασμένες χαρούμενες μέρες. Τότε που θα ξαναγέμιζε η Αθήνα λοταρίες, παιγνίδια, και όλοι θάχανε κέφι να δοκιμάσουν την Τύχη!