Εμαθε να μιλάει με στίχους και να εμπνέεται τα τραγούδια του μέσα από τη ζωή. Μετρώντας έναν αιώνα ζωής, ο Σταύρος Καραμανιώλας, ο πιο παλιός ρεμπέτης εν ζωή, μιλάει στην «Εspresso» για τη ζωή του, για τα καλά χρόνια της ελληνικής μουσικής, αλλά και για το πώς έγινε κολλητός φίλος με το μπουζούκι του...
Γεννήθηκε το 1911 στο Καζαβίτι της Θάσου. Η επαγγελματική του σταδιοδρομία είχε πολλούς σταθμούς. Εργάστηκε ως καπνεργάτης, ψαράς, καλαθοποιός, εξορυκτής κάρβουνου και χοροδιδάσκαλος. Από μικρό παιδί όμως έπαιζε μπουζούκι και έγραφε στίχους.
Συνεργάστηκε με τα μεγαλύτερα ονόματα του ρεμπέτικου τραγουδιού, μεταξύ των οποίων και τον Μάρκο Βαμβακάρη. Εχει συνεργαστεί και με το συγκρότημα Χειμερινοί Κολυμβητές, ενώ μερικά από τα πιο γνωστά του τραγούδια είναι «Ο ποδηλατιστής», «Ο Σίμος ο δασικός», «Ψες το βράδυ», «Μια βραδιά στη Σαλονίκη».
«Το πρώτο τραγούδι το έγραψα σε ένα μικρό κομμάτι χαρτί το 1926 και είναι “Ο ποδηλατιστής”» μας λέει, σιγοτραγουδώντας λίγους από τους στίχους: «Εχω ποδήλατο καλό, όπου κι αν θέλεις πάει / σαν πεις, κι ο ποδηλατιστής σαν το πουλί πετάει».
Ο κ. Καραμανιώλας γυρίζει πολλά χρόνια πίσω και θυμάται τις καλές εποχές του τραγουδιού: «Ο Μάρκος Βαμβακάρης, ο Απόστολος Καλδάρας, ο Δημήτρης Γκόγκος ή Τρελομπακατιέρας ήταν εκείνοι που έγραφαν και τραγουδούσαν με την ψυχή τους. Αληθινά τραγούδια, βγαλμένα από την ελληνική κοινωνία.
»Δεν νομίζω πλέον ότι υπάρχει ελληνικό τραγούδι, δεν γράφει κάνεις πια. Τότε υπήρχαν οι μεγάλοι, όπως ο Νίκος Γούναρης, που είχαν τη δυνατότητα να αποτυπώνουν τον πόνο, τη χαρά, το μεράκι, το σαράκι του Ελληνα». Αυτοδίδακτος στο μπουζούκι, ο κ. Σταυρός θυμάται: «Μικρός άκουγα ξένα τραγούδια και μας έλεγαν Βαλέδες... Οταν άκουσα πρώτη φορά τη φωνή του Μάρκου Βαμβακάρη, κάτι άλλαξε μέσα μου. Ο Μάρκος μ’ έκανε ρεμπέτη, έγραψε πολλές σελίδες στην ιστορία του ελληνικού τραγουδιού».
Ζητώντας του να θυμηθεί την πρώτη του συνάντηση με τον Μάρκο Βαμβακάρη, ο κ. Καραμανιώλας αρχίζει να τραγουδά: «Θυμάμαι κάποτε κι εγώ σαν ήμουν παλικάρι, σε κάποιο κέντρο εξοχικό βρήκα τον Βαμβακάρη, του 'πα πως ήμουν λάτρης του και θαυμαστής του φόλα / είμαι απ' τη Θάσο και με λεν Σταύρο Καραμανιώλα / Κάθισε, μάγκα, μου 'κανε, γουστάρω να κεράσω, να πω σαν πάω στον Πειραιά πως μάγκες έχει κι η Θάσος».
Ακόμη και σήμερα ο αιωνόβιος ρεμπέτης δεν μπορεί να ξεχάσει την πρώτη φορά που άκουσε τα δικά του τραγούδια στο γραμμόφωνο: «Τα άκουσα πρώτη φορά στην Καβάλα, εγώ τότε δεν είχα. Θυμάμαι ότι ένας χωροφύλακας, ο Κώστας, που έμενε στο πάνω δωμάτιο από το δικό μου, είχε. Συγκινήθηκα, δεν το πίστευα, δεν θα το ξεχάσω ποτέ...»
Ο κ. Σταυρός, όπως μας εξομολογείται, πριν από μερικά χρόνια, εμπνευσμένος από την πολιτική σκηνή της χώρας, είχε γράψει: «Δεν θα είμαι στο εξής Νεοδημοκράτης, ΠΑΣΟΚτζής, σε όλους θα ρίχνω μαύρο και ψηφίζω τον Σταύρο / Ψέματα λένε οι βουλευταί, μην τους πιστέψετε πότε, ό,τι και να σας πούνε / γιατί σας ξεγελούνε / Μόλις θα μπούνε στη Βουλή και καβαλήσουν την καλή, όλα τα λησμονούνε, ό,τι υποσχεθούνε / Γι’ αυτό τους ρίχνω μαύρο και θα ψηφίζω Σταύρο»!
Γεννήθηκε το 1911 στο Καζαβίτι της Θάσου. Η επαγγελματική του σταδιοδρομία είχε πολλούς σταθμούς. Εργάστηκε ως καπνεργάτης, ψαράς, καλαθοποιός, εξορυκτής κάρβουνου και χοροδιδάσκαλος. Από μικρό παιδί όμως έπαιζε μπουζούκι και έγραφε στίχους.
Συνεργάστηκε με τα μεγαλύτερα ονόματα του ρεμπέτικου τραγουδιού, μεταξύ των οποίων και τον Μάρκο Βαμβακάρη. Εχει συνεργαστεί και με το συγκρότημα Χειμερινοί Κολυμβητές, ενώ μερικά από τα πιο γνωστά του τραγούδια είναι «Ο ποδηλατιστής», «Ο Σίμος ο δασικός», «Ψες το βράδυ», «Μια βραδιά στη Σαλονίκη».
«Το πρώτο τραγούδι το έγραψα σε ένα μικρό κομμάτι χαρτί το 1926 και είναι “Ο ποδηλατιστής”» μας λέει, σιγοτραγουδώντας λίγους από τους στίχους: «Εχω ποδήλατο καλό, όπου κι αν θέλεις πάει / σαν πεις, κι ο ποδηλατιστής σαν το πουλί πετάει».
Ο κ. Καραμανιώλας γυρίζει πολλά χρόνια πίσω και θυμάται τις καλές εποχές του τραγουδιού: «Ο Μάρκος Βαμβακάρης, ο Απόστολος Καλδάρας, ο Δημήτρης Γκόγκος ή Τρελομπακατιέρας ήταν εκείνοι που έγραφαν και τραγουδούσαν με την ψυχή τους. Αληθινά τραγούδια, βγαλμένα από την ελληνική κοινωνία.
»Δεν νομίζω πλέον ότι υπάρχει ελληνικό τραγούδι, δεν γράφει κάνεις πια. Τότε υπήρχαν οι μεγάλοι, όπως ο Νίκος Γούναρης, που είχαν τη δυνατότητα να αποτυπώνουν τον πόνο, τη χαρά, το μεράκι, το σαράκι του Ελληνα». Αυτοδίδακτος στο μπουζούκι, ο κ. Σταυρός θυμάται: «Μικρός άκουγα ξένα τραγούδια και μας έλεγαν Βαλέδες... Οταν άκουσα πρώτη φορά τη φωνή του Μάρκου Βαμβακάρη, κάτι άλλαξε μέσα μου. Ο Μάρκος μ’ έκανε ρεμπέτη, έγραψε πολλές σελίδες στην ιστορία του ελληνικού τραγουδιού».
Ζητώντας του να θυμηθεί την πρώτη του συνάντηση με τον Μάρκο Βαμβακάρη, ο κ. Καραμανιώλας αρχίζει να τραγουδά: «Θυμάμαι κάποτε κι εγώ σαν ήμουν παλικάρι, σε κάποιο κέντρο εξοχικό βρήκα τον Βαμβακάρη, του 'πα πως ήμουν λάτρης του και θαυμαστής του φόλα / είμαι απ' τη Θάσο και με λεν Σταύρο Καραμανιώλα / Κάθισε, μάγκα, μου 'κανε, γουστάρω να κεράσω, να πω σαν πάω στον Πειραιά πως μάγκες έχει κι η Θάσος».
Ακόμη και σήμερα ο αιωνόβιος ρεμπέτης δεν μπορεί να ξεχάσει την πρώτη φορά που άκουσε τα δικά του τραγούδια στο γραμμόφωνο: «Τα άκουσα πρώτη φορά στην Καβάλα, εγώ τότε δεν είχα. Θυμάμαι ότι ένας χωροφύλακας, ο Κώστας, που έμενε στο πάνω δωμάτιο από το δικό μου, είχε. Συγκινήθηκα, δεν το πίστευα, δεν θα το ξεχάσω ποτέ...»
Ο κ. Σταυρός, όπως μας εξομολογείται, πριν από μερικά χρόνια, εμπνευσμένος από την πολιτική σκηνή της χώρας, είχε γράψει: «Δεν θα είμαι στο εξής Νεοδημοκράτης, ΠΑΣΟΚτζής, σε όλους θα ρίχνω μαύρο και ψηφίζω τον Σταύρο / Ψέματα λένε οι βουλευταί, μην τους πιστέψετε πότε, ό,τι και να σας πούνε / γιατί σας ξεγελούνε / Μόλις θα μπούνε στη Βουλή και καβαλήσουν την καλή, όλα τα λησμονούνε, ό,τι υποσχεθούνε / Γι’ αυτό τους ρίχνω μαύρο και θα ψηφίζω Σταύρο»!