Η Βίκυ Μοσχολιού έφυγε νωρίς. Γεμάτη απ’ τη λατρεία του κόσμου, από επιτυχίες και αναγνώριση, έχοντας γευτεί πολλές από τις χαρές της ζωής,
τη μητρότητα, την ιδιότητα της γιαγιάς που απολάμβανε με την καρδιά της,
τα ταξίδια στην Ελλάδα και το εξωτερικό, τις πλούσιες και λαμπερές συνεργασίες της, τα μεγάλα της τραγούδια. Έφυγε νωρίς αλλά με το κεφάλι ψηλά.
Όπως μου είχε πει πριν το τέλος, αλλά στα καλά της, όταν ατένιζε το μέλλον με πολύ χαμόγελο και αισιοδοξία «Τι τα θες, αγόρι μου. Δυο λέξεις είναι η ζωή του ανθρώπου: Δυο πόρτες έχει η ζωή/άνοιξα μια και μπήκα./Περπάτησα ένα πρωινό/κι ώσπου να βγει το δειλινό/από την άλλη βγήκα».
Η Μοσχολιού ήταν, είναι και παραμένει αληθινή Τραγουδίστρια με Τ κεφαλαίο.
Οι νεότεροι συνάδελφοί της, αν θέλουν να έχουν έναν επαγγελματικό οδηγό για το παρόν και το μέλλον τους, πρέπει να φάνε με το κουτάλι κάθε τι που έχει σχέση μαζί της. Κάθε συλλαβή, φράση, προσέγγιση, τεχνοτροπία της. Να ακούσουν όλη την εργογραφία της -τέτοιοι τραγουδιστές παράγουν έργο, δεν αποδίδουν απλά- και να προβληματιστούν για την ουσιαστική παρουσία της στον χώρο. Γιατί τα τραγούδια που ερμήνευσε η Μοσχολιού είναι ισομερώς εκατό τοις εκατό τραγούδια της Μοσχολιού και εκατό τοις εκατό τραγούδια αυτών που έγραψαν τους στίχους και τα μελοποίησαν. Η φωνή της, ο τρόπος ερμηνείας της, παραμένουν ορόσημα αστραφτερά που θα φωτίζουν τον δρόμο του καλού τραγουδιού, τόσο για τους πολυπληθείς θαυμαστές της και γενικότερα τα ευήκοα ώτα αλλά και για όσους θελήσουν να τον ακολουθήσουν.
Η Μοσχολιού αποτελεί ένα από τα κεντρικά ζύγια του τραγουδιού μας. Απ’ τα βαριά και καλά μέτρα και σταθμά. Σφράγισε μια ολόκληρη εποχή δημιουργίας, εξέλιξης και ουσιαστικής ανανέωσης τους λαϊκού -με την ευρύτερη και βαθιά έννοια της λέξης- τραγουδιού και ταυτόχρονα της ελληνικής κοινωνίας. Είναι φωνή γενναιότητας, θάρρους, δωρικής αισθαντικότητας, πάθους και φωτιάς ψυχής. Είναι φωνή ερωτική και ανατρεπτική, φωνή στιβαρή, δυνατή και ευάλωτη μαζί, θηλυκιά αλλά και αντρίκεια στην αλήθεια και στη δύναμή της. Είναι πολλά ακόμη η φωνή της Μοσχολιού, που θα τα συνειδητοποιούμε περισσότερο όσο μεγαλώνουν οι μέρες της απουσίας της. Η Αρετή Γκόρντον υπήρξε στενή φίλη και έμπιστη συμπαραστάτρια της Βίκυς Μοσχολιού από το 1977 μέχρι και το πρόωρο φινάλε της, στις 16 Αυγούστου 2005, σε ηλικία 62 ετών. Ήταν εκείνη που φρόντιζε την ίδια τη Μοσχολιού, τον μύθο της και τις υποχρεώσεις που επιβάλλει η διαχείρισή του. Γεννημένη στο Κόρτλαντ της Νέας Υόρκης, κάτοχος πτυχίου Κοινωνιολογίας και μεταπτυχιακών Διεθνούς Ιστορίας και Πολιτικών Επιστημών, και μετέπειτα καθηγήτρια σε λύκειο στο Συρακούς, σπούδασε παράλληλα πιάνο και αγάπησε με πάθος τη μουσική. Το καλοκαίρι του 1977 εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα και ξεκίνησε συνεργασία με το περιοδικό Athenian ως αρθρογράφος και υπεύθυνη δημοσίων σχέσεων και διαφήμισης. Τότε γνώρισε τη Βίκυ Μοσχολιού που της παραχώρησε συνέντευξη, και ουσιαστικά έγιναν αχώριστες. Η κυρία Γκόρντον περίπου 5 χρόνια μετά τη φυγή της φίλης της αποφάσισε να καταγράψει και να εκδώσει θύμησες και στάγματα από το πολύτιμο αρχείο της ερμηνεύτριας, το οποίο η ίδια συγκρότησε και διαχειριζόταν. Το αποτέλεσμα είναι ένα απολαυστικό ντοκουμέντο στο οποίο καταγράφονται αναλυτικά οι εμφανίσεις, οι δισκογραφικές καταθέσεις, τα ανθρώπινα, και φυσικά η δραματική μάχη της Βίκυς Μοσχολιού με την επάρατη νόσο. Το βιβλίο είναι γραμμένο με διακριτικότητα και σεβασμό στη μνήμη της. Σίγουρα η κυρία Γκόρντον ξέρει και πολλά περισσότερα αλλά αναφέρει όσα πρέπει και αξίζει να καταγραφούν. Η ιδιαίτερη αυτή κατάθεση (εκδόσεις Φερενίκη) συνοδεύεται από φωτογραφικό υλικό, μέρος του οποίου παρουσιάζουμε, καθώς και από αναλυτική δισκογραφία της καλλιτέχνιδος. Ακολουθεί χαρακτηριστικό απόσπασμα: << Τελειώνοντας την καλοκαιρινή δουλειά με τον Ζαμπέτα το 1972, η Βίκυ μού είχε πει αμέτρητες φορές ότι έκανε ένα από τα πιο σημαντικά βήματα της καριέρας της. Αποφάσισε να φύγει από τα μεγάλα, καλά μαγαζιά της παραλίας. Εκεί ο κόσμος άρχισε να διασκεδάζει με έναν διαφορετικό τρόπο: ενδιαφερόταν πια να δει τι φοράει η «φίρμα», από ποιόν οίκο μόδας ήταν τα ρούχα της και να πετάξει λουλούδια ή να σπάσει πιάτα. Το τραγούδι – και ειδικά το ποιοτικό τραγούδι – το είχε πια σε δεύτερη μοίρα. Παρόλο που τα μεροκάματα στα μεγάλα κέντρα ήταν πολύ υψηλά, η Βίκυ αποφάσισε να πάρει το ρίσκο και να κατεβεί στην Πλάκα, που τα μεροκάματα ήταν πολύ μικρότερα. Η ίδια έλεγε: «Πήρα αυτή την απόφαση, γιατί μου άρεσε να λέω πολύ ωραία τραγούδια, να κάνω ωραία προγράμματα και να προσφέρω στη νεολαία». Έτσι η Βίκυ έγινε η πρώτη μεγάλη λαϊκή φωνή που κατέβηκε σε μπουάτ στην Πλάκα. Εκεί έκανε μια δεύτερη καριέρα. Η απόφασή της ήταν ρίσκο, αλλά ο χρόνος απέδειξε ότι η κίνηση αυτή ήταν όχι μόνον έξυπνη, αλλά και σωστή. Χρόνια αργότερα η Στέλλα Βλαχογιάννη θα γράψει γι’ αυτό: «Και μια ωραία νύχτα τα βρόντηξε και πήγε στην Πλάκα, για να της ξαναδώσει την παλιά της αίγλη ως συνοικία των θεών, προσφέροντας εκείνη πρώτη μια δεύτερη ευκαιρία πολιτισμού στη ζωντανή παρουσίαση του ελληνικού τραγουδιού, με τις μπουάτ να ξανανοίγουν την κατεβασμένη από χρόνια αυλαία τους». Τον Οκτώβρη του 1972 άρχισε τη νέα της καριέρα στην Πλάκα, στην μπουάτ ZOOM του Γιάννη και της Ελένης Χρονοπούλου, με τον Αντώνη Καλογιάννη και τον Δήμο Μούτση. Εκεί ακούστηκαν τα καινούργια τους τραγούδια από το δίσκο του Μούτση Συνοικισμός Α’, το Άσπρα κόκκινα κίτρινα μπλε, που έγινε το πρώτο τραγούδι εκείνης της χρονιάς, το Έτσι είναι η ζωή, Η κορδέλα και το Ρε πατριωτάκι, όλα σε στίχους του Γιάννη Λογοθέτη. Μαζί της στο δίσκο αυτό τραγούδησε και ο Αντώνης Καλογιάννης. «Ερχόταν κόσμος που πήγαινε στα μπουζούκια, αλλά μέσα στις μπουάτ είχαν άλλη συμπεριφορά. Μόνο άκουγαν, τίποτα άλλο», έλεγε η Βίκυ. Στις αρχές του 1973 έκανε το δεύτερο προσωπικό της δίσκο με τον Δήμο Μούτση, με τίτλο Στροφές και τα πασίγνωστα τραγούδια Εγώ είμαι εγώ, Στους μπαξέδες, και Και γεια χαρά (γνωστό σε όλους ως Πάω στη μάνα μου στη Σαλονίκη), Αγκαλιά και πλάι πλάι (στίχοι Πυθαγόρα) και το Μια βραδιά στη Λάρισα (στίχοι Νίκου Γκάτσου). Τον ίδιο χρόνο, στο ντοκιμαντέρ του Βασίλη Μάρου Το Μπουζούκι, η Βίκυ τραγούδησε ζωντανά από το ΖΟΟΜ το Χάθηκε το φεγγάρι. Ήταν επτά μηνών έγκυος στο αγοράκι που περίμενε. Στο ντοκιμαντέρ ήταν συγκλονιστική η ερμηνεία και η εικόνα της μέσα από το ΖΟΟΜ. Στην ταινία του Μάρου έλαβε μέρος κι ο πατέρας της, χορεύοντας ένα γνήσιο, λεβέντικο ζεϊμπέκικο. Το Ντοκιμαντέρ βραβεύτηκε στις Κάννες την ίδια χρονιά. Η Μαρία Παπαδοπούλου έγραψε στον ΤΑΧΥΔΡΟΜΟ στις 17 Αυγούστου του 1973: «Ανεπιφύλακτο θαυμασμό έδειξαν οι ξένοι για τη Βίκυ Μοσχολιού, που πραγματικά ακολουθεί τα χνάρια των μεγάλων λαϊκών τραγουδιστριών με εφόδια την εξαίσια φωνή της και την πολυτιμότητα μιας γνησιότητας σπάνιας πια. Απλή, σύμβολο και αρχέτυπο της λαϊκής Ελληνίδας, ανεπιτήδευτη και ακέραιη, εμφανίζεται στο φιλμ όπως είναι, έγκυος πολλών μηνών – νόμιμη μάνα, πολύ πρωτότυπη πια μέσα στη μόδα των παράνομων – αχ – μητέρων – και λέει το τραγούδι της όπως και οι παλιές, ραγίζοντας πέτρες». Ήταν θριαμβευτικές οι βραδιές στο ΖΟΟΜ για τη Βίκυ. Ο δημοσιογράφος Μανώλης Αντώναρος μετά από σχεδόν τριάντα χρόνια θυμάται μια βραδιά που είχε πάει στο ΖΟΟΜ: «Τη θυμάμαι σαν τώρα εκείνη τη βραδιά ( Απρίλης 1973). Το μαγαζί ήταν σκοτεινό και γεμάτο καπνούς… Καθίσαμε σ’ ένα τραπέζι δίπλα στην πίστα. Κλείσανε τα φώτα και η ατμόσφαιρα έγινε μαγική. Άναψε ένας προβολέας στην τόση δα πίστα και φώτισε τη μεγάλη τραγουδίστρια που ήταν έγκυος στο αγόρι της. Πρέπει να ήταν τουλάχιστον 7-8 μηνών. Όλοι καπνίζανε σαν τρελοί… η ατμόσφαιρα ήταν αποπνικτική, καθώς τα μηχανήματα εξαερισμού θα τα ανακάλυπτε η Ελλάδα μετά από μια δεκαπενταετία. Η Μοσχολιού είπε τρία – τέσσερα τραγούδια στο μικρόφωνο και ξαφνικά, με μια κίνηση του χεριού της, σταμάτησε την ορχήστρα. Απόλυτη σιωπή… “Άμα σβήσετε τα τσιγάρα, θα σας τραγουδήσω χωρίς αυτό το μαραφέτι”, μας είπε με την μπάσα φωνή της, δείχνοντας το μικρόφωνο…
Τα τασάκια γεμίσανε καύτρες και τότε εκείνη όρθια μπροστά μου, με το μικρόφωνο κάτω…, με την κοιλιά τούρλα, έβγαζε μια φωνή απ’ το Θεό και όταν κουράστηκε όρθια είπε στο φίλο μου το Δημήτρη που καθόταν δίπλα στην πίστα, “για κάνε λίγο στην άκρη, ρε παλικάρι, γιατί πιαστήκανε τα πόδια μου…” και αμέσως μετά κάθισε στην άκρη του τραπεζιού, έφερε το μικρόφωνο στο ύψος των λυγισμένων γονάτων της και μας είπε τραγούδια του Ξαρχάκου, του Ζαμπέτα, του Τσιτσάνη … Ανάμεσα σε κάθε τραγούδι έπινε 2-3 γουλιές από ένα ποτήρι νερό που έσπευδε να φρεσκάρει κάθε φορά ο φίλος μου ο Δημήτρης… Εγώ εκείνο το βράδυ ερωτεύτηκα τη φωνή της που, όπως έχουν πει πιο ειδικοί από μένα, μοιάζει με βιολοντσέλο. Πιστέψτε με ότι όποτε ακούω τη φωνή της συγκινούμαι…» Ένα μήνα μετά, κι ενώ τραγούδαγε ακόμη στο ΖΟΟΜ, η Βίκυ αισθάνθηκε κάτι πόνους. Ο Γιάννης και η Ελένη Χρονοπούλου την πήγαν στην κλινική με την οποία συνεργαζόταν ο μαιευτήρας της. Δυστυχώς έλειπε ο γιατρός και δεν είχαν επικοινωνία μαζί του. Ήταν τραγικό λάθος το ότι η μαία που ήταν εκεί προκάλεσε πρόωρη γέννα, παρόλο που η Βίκυ ήταν μόλις στον όγδοο μήνα της. Στις 14 Μαΐου γεννήθηκε το αγοράκι της Βίκυς και του Μίμη. Το μωρό χρειάστηκε να μπει αμέσως μετά τη γέννα σε θερμοκοιτίδα, αλλά δυστυχώς δεν υπήρχε καμία στο νοσοκομείο. Έτρεξε ο Μίμης με τον Γιάννη Χρονόπουλο να πάρουν μία από το Νοσοκομείο Παίδων. Μου είπε η Βίκυ ότι το μωρό ήταν φτυστό αντίγραφο του Μίμη, με μύες τόσο δυνατούς, που στη θερμοκοιτίδα χρειάστηκε να το δέσουν. Αυτός ο χαμένος χρόνος κόστισε τη ζωή του μωρού και τρεις ημέρες αργότερα έχασαν το αγγελούδι τους. Ήταν 17 Μαΐου του 1973. Ευτυχώς πρόλαβε ο αδελφός της ο Νίκος να «αεροβαφτίσει» το παιδί με το όνομα του πατέρα τους, Αλέξανδρος. Ο χαμός του αγοριού κόστισε πολύ στη Βίκυ και στον Μίμη. Ήμασταν στη Σαρωνίδα όταν μου πρωτομίλησε για το θάνατο του παιδιού πολλά χρόνια αργότερα, και θυμάμαι τον πόνο ζωγραφισμένο στο πρόσωπό της. Πολύ καιρό πριν είχε προγραμματιστεί για τις 20 Μαΐου μια μεγάλη συναυλία στο Παλαί ντε Σπορ στη Θεσσαλονίκη, με τον Δήμο Μούτση, τον Αντώνη Καλογιάννη, τον Δημήτρη Ψαριανό και τη Βίκυ. Όλα τα εισιτήρια είχαν ήδη προπωληθεί. Τώρα όμως με το χαμό του μωρού, όλοι περίμεναν την ανακοίνωσή της ότι δεν θα ανέβαινε στη Θεσσαλονίκη. Όμως αργά το βράδυ της ίδιας ημέρας που έχασε το παιδί, η Βίκυ πήρε την απόφαση να τραγουδήσει στη συναυλία. Την άλλη μέρα στις 18 Μαΐου η εφημερίδα ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ δημοσίευσε τη δήλωση της Βίκυς: «Το χάσαμε πριν το κρατήσουμε στα χέρια μας και το περιμέναμε από την πρώτη στιγμή του γάμου μας… Ίσως η αγάπη του κόσμου στη συναυλία είναι μια παρηγοριά». Με τι κουράγιο και δύναμη ψυχής η Βίκυ τραγούδησε σ’ αυτή τη συναυλία, μόνο η ίδια ήξερε. Την επόμενη μέρα η συναυλία έγινε το πρώτο θέμα στις εφημερίδες. Γράφτηκαν πρωτοσέλιδα: ΘΕΣΣΑΛΙΑ ΒΟΛΟΥ:«ΠΙΚΡΟΣ ΘΡΙΑΜΒΟΣ! 6.000 ΑΤΟΜΑ ΑΠΟΘΕΩΝΟΥΝ ΤΗ ΜΟΣΧΟΛΙΟΥ» Η εφημερίδα ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ έγραψε: «ΣΥΝΕΚΛΟΝΙΣΕ Η ΒΙΚΥ ΜΟΣΧΟΛΙΟΥ» «Ανεπανάληπτο συναυλιακό γεγονός εχθές στο Παλαί ντε Σπορ, η θριαμβευτική βραδιά του Δήμου Μούτση και παράλληλα ένας ιδιαίτερος προσωπικός θρίαμβος της Βίκυς Μοσχολιού που, με τεράστιες ψυχικές δυνάμεις, καθήλωσε 6.000 Θεσσαλονικείς! Η Θεσσαλονίκη μετέβαλε τη συναυλία σε γιορτή και τη Μοσχολιού σε ένα σύμβολο ηρωισμού, καθώς είναι γνωστά τα συνταρακτικά προσωπικά της βιώματα των τελευταίων ημερών. Η Βίκυ Μοσχολιού δεν αποκάλυψε μόνο τις αστραφτερές πλευρές ενός ταλέντου, αλλά ταυτόχρονα η μεγάλη τραγουδίστρια, μέσα από έναν ψυχικό οργασμό, τίναξε ψηλά δυνάμεις που δεν υποψιαζόμασταν και καταλάβαμε καλά πως το τραγούδι μπορεί να γίνει θρήνος, αέρας, φωτιά ή παιδικό παράπονο. Βέβαια η «Κορδέλα» ήταν η κορυφαία στιγμή της συναυλίας. Η Μοσχολιού έγινε δεκτή με χειροκροτήματα πέντε λεπτών και αναμφίβολα έγραψε στο Παλαί ντε Σπορ έναν προσωπικό θρίαμβο». Το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς η Βίκυ τραγούδησε στο PAVILLION στη Νέα Υόρκη. Έμεινε ένα μήνα μαζί της ο πατέρας της και άλλον ένα μήνα ο Μίμης. Τα παιδιά της έμειναν στη Σαρωνίδα, παρέα με την αδελφή της, την Αθηνά. Μια βραδιά, η Αθηνά τα πήγε στο σινεμά να δουν ελληνική ταινία. Κάποια στιγμή, βλέποντας τη μητέρας τους να τραγουδάει, άρχισαν τα κλάματα. Με λυγμούς φωνάζανε «μανούλα μου, μανούλα μου» κι όλος ο κόσμος στο σινεμά , συγκινημένος, έκλαιγε μαζί τους!
πηγή