Ακόμη και στην ακραία συντηρητική Αθήνα της περιόδου του Όθωνα και του Ρομαντισμού, υπήρχαν κάποιες ελάχιστες «ιέρειες» της Πάνδημης Αφροδίτης, πρόθυμες να προσφέρουν τα κάλλη τους στους ανύπαντρους Αθηναίους και όχι μόνο…
Είναι ευνόητο, ότι ήταν αδύνατο μια «παστρικιά» (σ.σ. το παρατσούκλι βγήκε, διότι οι γυναίκες αυτές αναγκαστικά πλενόντουσαν συχνότερα. Για τις υπόλοιπες ίσχυε ο κανόνας: κάθε 10-15 μέρες!) να κατοικεί σε κεντρική συνοικία της Παλιάς Αθήνας. Ακόμη και να πέρναγε από κει, οι τίμιες γειτόνισσες σταυροκοπιόντουσαν για να φύγει μακριά ο διάβολος, άλλες τις φτύνανε (με δυνατό πάντα το «φτου») κι οπωσδήποτε τις μουντζώνανε. Οι πιο ευγενικές περιοριζόντουσαν στο να κλείνουν πόρτες και παράθυρα μέχρι να φύγει το μίασμα και φυσικά, να μην πάρουν χαμπάρι τα παιδιά και κυρίως η κόρη που ήταν κλεισμένη σχεδόν μονίμως μέσα.
Μια από τις πιο χαρακτηριστικές παλιές «παστρικιές» ήταν και η καλόβολη χήρα Θεώνη. Καθόταν σε μια αφιλόξενη κι ακατοίκητη τότε περιοχή, κοντά στη σημερινή Λεωφόρο Αλεξάνδρας, που λεγόταν Πινακωτή. Το σπίτι της είχε γύρω-γύρω μια ψηλή μάντρα, κι έτσι οι επισκέπτες της γλίτωναν από κάθε αδιάκριτο μάτι που, παρόλη την ερημιά, μπορούσε να εμφανιστεί. Η Θεώνη δεν ήταν όμορφη, αλλά παχιά. Αυτό ανταποκρινόταν πλήρως στα γούστα και τις απαιτήσεις της τότε εποχής. Έτσι, μπορούσε να περηφανευτεί ότι «παρηγορούσε» τους πιο γνωστούς «λιμοκοντόρους» της Αθήνας και όχι μόνο!
Οι «Λιμοκοντόροι» και τα κατορθώματά τους
Στα χρόνια εκείνα, υπήρχε στην Αθήνα ένας ιδιόρρυθμος τύπος νέων, οι «Λιμοκοντόροι». Οι νεαροί αυτοί ανήκαν σε καλές Αθηναϊκές οικογένειες. Οι γονείς τους όμως δεν τους έδιναν χαρτζιλίκι, παρά μόνον μια δεκάρα την ημέρα, από φόβο μήπως μπερμπαντέψουν… Αυτό βέβαια δεν τους εμπόδιζε να σκαρφίζονται χίλιες-δυο «ματσαραγκιές» για να κάνουν τις «ασχημίες» τους. Πάρτε γεύση:
Μια από τις πρώτες πατρόνες της Παλιάς Αθήνας προς το τέλος της Ρομαντικής Περιόδου, ήταν και η ξακουστή κυρά Παλούκαινα. Μαζί με τον γιο της άνοιξαν ένα από τα πρώτα καφέ σαντάν της Αθήνας στην αρχή της οδού Προαστείου (σημερινή Εμμ.Μπενάκη), το «Γκαιτέ». (Προσοχή στον τονισμό: άλλο η γαλλική λέξη για την ευθυμία κι άλλο ο Γερμανός φιλόσοφος). Με «περπατημένες» αρτίστες από Ιταλία, Γερμανία και Ουγγαρία έκανε τη διαφορά στο σκηνικό της νύχτας.
Το καφωδείο το ανέλαβε βεβαίως ο γιος. Μια περίεργη κι επιβλητική φυσιογνωμία με μακριά γενειάδα που, με την ρεντιγκότα και το γιλέκο με τη χρυσή αλυσίδα που φορούσε, θύμιζε μάλλον αυλικό παρά παράγοντα του υποκόσμου.
Όπως γράφει και ο Βασίλης Αττικός στην «Εύθυμη ηθογραφία της Παληάς Αθήνας, τόμος Β’»:
«Η Αρτίστες του «Γκαιτέ», έβγαιναν σ’ένα παληοπαλκοσένικο της κακιάς ώρας, τραγούδαγαν και χόρευαν, σηκώνοντας κάπως την άκρη της φούστας τους. Μετά δε κάθε τραγούδι τους, κατέβαιναν και γύριζαν με το δίσκο στο χέρι ανάμεσα στους θαμώνες.
Μερικοί τους ρίχναν χάλκινες πεντάρες, επωφελούμενοι δε της ευκαιρίας τους έκαναν κι’ «απλοχεριές». Άλλοι πάλι αντί για πεντάρα τις φιλοδωρούσαν, τις δύστυχες, μ’ερωτική εκδήλωση θαυμασμού. Με μια άγρια τσιμπιά στις σωματικές τους καμπυλότητες!
Η ξένες εκείνες Αρτίστες φαίνεται ότι ήταν ασυνήθιστες σε τέτοιες αισθηματικές «φιλοφρονήσεις». Πονούσαν απ’τις τσιμπιές, μαύριζε το κορμί τους, και δυσανασχετόντας, αναγκάζονταν πολλές φορές να χειροδικήσουν κατά των «ευγενικών» θαμώνων.
Πρέπει επίσης να σημειωθή, ότι γενικά όλες αυτές η Αρτίστες των Καφέ Σαντάν, ήξεραν περίφημα τη δουλειά τους. Ειδικά δε του «Γκαιτέ», δασκαλεμένες κατάλληλα απ’τον πολύπειρο Διευθυντή τους, ήταν μεγάλες «κόφτρες». Πουλούσαν τα θέλγητρά τους σε υπέρογκες τιμές. Για να ενδώσουν δε σε κάποιο εραστή, έπρεπε πρώτα να του αδειάσουν εντελώς το πορτοφόλι και να τον γδάρουν κυριολεκτικά.
Η διαβολικές όμως «Συλφίδες» των «Καφέ Σαντάν», έφθαναν στην Αθήνα φορτωμένες και με διαφόρων ειδών δώρα. Φιλοδωρούσαν στους «άβγαλτους» Αθηναίους το «Μεγαλόσταυρο» κι άλλα μικρότερα παράσημα. Απ’την εποχή εκείνη, εξαπλώθηκε στην Πρωτεύουσα η συφιλίδα κ’η λοιπές αφροδίσιες αρρώστιες. Τότε, δεν είχε ακόμα εφευρεθή, ούτε φάρμακο για την σύφιλη.
Κάποια παρέα άψιλων Λιμοκοντόρων, βλέποντας ότι τους ήταν αδύνατον ν’απολαύσουν τα θέλγητρα των γυναικών του «Γκαιτέ», πήρε τη μεγάλη απόφαση. Τα οικονομικά τους δεν τους επιτρέπανε να πλησιάσουν από κοντά τις προκλητικές εκείνες Σειρήνες. Αποφάσισαν λοιπόν οπωσδήποτε να τις κατακτήσουν, μ’άλλου είδους μέσα, με «Δούρειο» σύστημα.
Το «Δούρειο» κόλπο
Κάναν σύσκεψη μεταξύ τους και «ρεφενέ». Συγκεντρώσανε κάπου δέκα δραχμές τις οποίες παραδώσανε στον Αρχηγό της παρέας. Αυτός, εφαρμόζοντας το σχέδιο, μπήκε το βράδυ στο «Γκαιτέ» σοβαρός και με πόζα Αμερικάνου Κροίσου. Πήρε ένα ποτό, κι’όταν μετά το τραγούδι τους, η δύο Γερμανίδες γύρισαν να μαζέψουν χρήματα με τον δίσκο, τους έρριξε μέσα από μια χάρτινη δραχμή.
Το κόλπο πέτυχε. Εκείνες κυριολεκτικά τα χάσανε. Φαντάστηκαν ότι ο απεσταλμένος των Λιμοκοντόρων ήταν κανένας ζάπλουτος Αθηναίος. Στο τέλος της παράστασης, ο Λιμοκοντόρος μας τους πρότεινε «για βολ σπατσίρεν;» (Είχε μάθει πως έτσι λένε στα Γερμανικά το «Θέλετε να κάνουμε έναν περίπατο;»).
Η δυο γερμανίδες ευχαρίστως δεχτήκανε την πρότασή του. Τις έμπασε σε κλειστό αμάξι «λαντώ» και τις παράσυρε σε κάποια απόμερη μπύρα. Εκεί, αφού τις μέθυσε, εμφανίστηκαν κ’οι υπόλοιποι Λιμοκοντόροι της παρέας του, κ’επωφελήθηκαν της ευκαιρίας. Και τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται. Φυσικά όπως ήταν απένταροι, δεν τους έδωσαν κανένα χρηματικό αντάλλαγμα. Η τελευταία αυτή παράλειψη των Λιμοκοντόρων τις έκανε έξω φρενών. Την άλλη μέρα, συνοδευόμενες απ’το μεγαλόπρεπο Διευθυντή του «Γκαιτέ» πήγαν και κάναν παράπονα στην Πρεσβεία τους.
Σε λίγο ο Γερμανός Πρεσβευτής διαμαρτυρήθηκε στον Υπουργό μας των Εξωτερικών. Ευτυχώς που η Γερμανική Πρεσβεία δεν ζήτησε να πληρώση το Κράτος μας στις «Παρθένες» του «Γκαιτέ» τα… χρωστήμια των Λιμοκοντόρων.»
(σ.σ. Βεβαίως, αν οι Γερμανίδες τούμπλες είχαν ακούσει το σύνθημα της εποχής…
Κορίτσια μην πιστεύετε εις τους λιμοκοντόρους
Γιατί τα ρούχα που φορούν χρωστούν εις τους εμπόρους
…θα ήταν πολύ πιο προσεκτικές!)
Κάναν σύσκεψη μεταξύ τους και «ρεφενέ». Συγκεντρώσανε κάπου δέκα δραχμές τις οποίες παραδώσανε στον Αρχηγό της παρέας. Αυτός, εφαρμόζοντας το σχέδιο, μπήκε το βράδυ στο «Γκαιτέ» σοβαρός και με πόζα Αμερικάνου Κροίσου. Πήρε ένα ποτό, κι’όταν μετά το τραγούδι τους, η δύο Γερμανίδες γύρισαν να μαζέψουν χρήματα με τον δίσκο, τους έρριξε μέσα από μια χάρτινη δραχμή.
Το κόλπο πέτυχε. Εκείνες κυριολεκτικά τα χάσανε. Φαντάστηκαν ότι ο απεσταλμένος των Λιμοκοντόρων ήταν κανένας ζάπλουτος Αθηναίος. Στο τέλος της παράστασης, ο Λιμοκοντόρος μας τους πρότεινε «για βολ σπατσίρεν;» (Είχε μάθει πως έτσι λένε στα Γερμανικά το «Θέλετε να κάνουμε έναν περίπατο;»).
Η δυο γερμανίδες ευχαρίστως δεχτήκανε την πρότασή του. Τις έμπασε σε κλειστό αμάξι «λαντώ» και τις παράσυρε σε κάποια απόμερη μπύρα. Εκεί, αφού τις μέθυσε, εμφανίστηκαν κ’οι υπόλοιποι Λιμοκοντόροι της παρέας του, κ’επωφελήθηκαν της ευκαιρίας. Και τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται. Φυσικά όπως ήταν απένταροι, δεν τους έδωσαν κανένα χρηματικό αντάλλαγμα. Η τελευταία αυτή παράλειψη των Λιμοκοντόρων τις έκανε έξω φρενών. Την άλλη μέρα, συνοδευόμενες απ’το μεγαλόπρεπο Διευθυντή του «Γκαιτέ» πήγαν και κάναν παράπονα στην Πρεσβεία τους.
Σε λίγο ο Γερμανός Πρεσβευτής διαμαρτυρήθηκε στον Υπουργό μας των Εξωτερικών. Ευτυχώς που η Γερμανική Πρεσβεία δεν ζήτησε να πληρώση το Κράτος μας στις «Παρθένες» του «Γκαιτέ» τα… χρωστήμια των Λιμοκοντόρων.»
(σ.σ. Βεβαίως, αν οι Γερμανίδες τούμπλες είχαν ακούσει το σύνθημα της εποχής…
Κορίτσια μην πιστεύετε εις τους λιμοκοντόρους
Γιατί τα ρούχα που φορούν χρωστούν εις τους εμπόρους
…θα ήταν πολύ πιο προσεκτικές!)