Ανάσταση
στον Άγιο Ελισσαίο Πλάκας
Όχι, δεν το βάσταγε η ψυχή του να κλειστεί πάλιν εντός των τεσσάρων τοίχων της αθλίας εκείνης κάμαρας, η οποία έσταζεν από παντού.
Επροτίμει να καθίσει εκεί εις την αυλήν, σιμά εις το μαγγάνιον του φρέατος, όπου αργά την νύχταν, μακράν από τα πονηρά βλέμματα των ανδρών, έβγαινε κρυφίως η κυρά του σπιτιού και ένιπτε τα τρυφερά πόδια της, με μόνον λαθραίον βλέμμα το φέγγος της σελήνης.
Ο κυρ' Αλέξανδρος ο Παπαδιαμάντης ενοικίαζε το λιλιπούτειον εκείνο δώμα, αντί ευτελούς αντιτίμου, από την κυρά Ευρυδίκη, το πάλαι ποτέ αρχόντισσα εν τη νήσω των Κυθήρων αλλά τωρινή ξεπεσμένη των Αθηνών, μη έχουσα άλλο τι να τη συντηρεί εν ζωή, πέραν αυτής της χθαμαλής οικίας, όπου διέμεναν "στο νοίκι" τέσερεις ή πέντε μπεκιάρηδες, μοναχικοί και πτωχοί ανθρώποι όπως και ο ίδιος
Ωραία γυναίκα ακόμα, με την προτέραν της αρχοντιά εγγεγραμμένην εις την κίνησιν του κορμιού της, η Ευρυδίκη φρόντιζε ενίοτε και δια τες βιοτικές ανάγκες των ενοίκων της, μιας και όλοι τους ούτε οικογένειαν είχαν, ούτε αδελφάς, ούτε μανάδες, ούτε ερωμένας, παρά έσερναν τη μαγκουφιά τους εις τους δρόμους των Αθηνών, μοναχικοί και έρημοι από την θηλυκήν παρουσίαν, άδειοι από την ζεστασιάν του κρεβατιού...
Τους μαγέρευε ενίοτε ή αναλάμβανε τη μπουγάδαν και το σίδερον ή κανόνιζε ώστε οι κάμαρες τους να είναι πάντα καθαρές, εξασφαλίζοντας έτσι και ένα ακόμη ταπεινό έσοδον, για να τα βγάνει πέρα.
Μόνη κι εκείνη όπως οι νοικαραίοι της, η Ευρυδίκη, ήταν γι αυτούς ταυτόχρονα και μάνα και αδερφή και όνειρον και νοσταλγία...
Στάθηκεν ο μπαρμπ' Αλέξανδρος ο Παπαδιαμάντης σιμά εις τες γλάστρες με τα γεράνια και τα κρινάκια της Ευρυδίκης και ανάσαινε αχόρταγα την ευωδιάν της Ανοίξεως, κατάκοπος πλέον από τη σχεδόν ολονύχτια ψαλμωδία εις τον Άγιον Ελισσαίον [1], το ιδιωτικό εκκλησάκι της οικογένειας Χωματιανού/Λογοθέτη, το οποίον όμως η οικογένεια άνοιγε μετά ορθοδόξου ευλαβείας και ταπεινοφροσύνης εις τους πιστούς, για να λειτουργηθούν υπό τον άγιον παπα-Νικόλαον τον Πλανάν.
Ημέρα Σαββάτου της Αναστάσεως.
Βιαστικοί οι άλλοι χριστιανοί εγκατέλειψαν γρήγορα την θείαν λειτουργίαν για να σπεύσουν είς την οικογενειακήν εστίαν, να απολαύσουν τα κόκκινα αυγά, την μαγειρίτσαν και την κουλούραν, που μετά πάσης ευλαβείας τους είχε έτοιμην από της εσπέρας, ο γερο-Μίχας, ο πιο διάσημος φούρναρης των Αθηνών.
Και ο εξάδερφος του ο Αλέξανδρος ο Μωραϊτίδης και ο αγαπητός του Ζαχαρίας Παπαντωνίου αλλά και οι άλλοι ομότεχνοι του, συγγραφείς και παραμυθάδες, ο Γιάννης ο Βλαχογιάννης, ο Παύλος ο Νιρβάνας, ο Λέων ο Μελάς, που εκκλησιάζονταν άπαντες στον Άγιο Ελισσαίο, τιμώντας την κολλυβάδικη [2] παράδοση και την αγιοσύνη του παπα Νικόλαου του Πλανά.
Όμως όλοι τους έφυγαν βιαστικοί για να χαρούν το αναστάσιμο τραπέζι με τις οικογένειες τους και έμεινεν σχεδόν μόνον αυτός με τον παπα Νικόλαον, να τελέψουν καθώς τους άρμοζε τις θείες ιερουργίες.
Κι όχι πως δεν του είχαν προτείνει και αυτουνού να τους συντροφέψει ες τον αναστάσιμον δείπνον.
Και ο εξάδερφος τον είχε καλεσμένον και ο Ζαχαρίας, ως και μια μακρινή του εξαδέλφη, η οποία είχε εγκατασταθεί προσφάτως εις τας Αθήνας, εγκαταλείποντας την όμορφην Σκιάθον.
Αλλά πως να τους το πει?
Και πως να τους το εξηγησει?
Εκείνη την νύχτα δεν ήθελε άλλους κοντά του. Ας ήσαν και αγαπητά πρόσωπα. Εκείνη την αναστάσιμη νύχτα, σαν μια φωνή να του ψιθύριζε μέσα του, Αλέξανδρε έλα σε μένα!
Να ήταν άραγε αγγέλου αυτή η φωνή?
Να ήταν φωνή περιπαθούς οράματος, από αυτά που λέγουν ότι καταταλαιπωρούν τους μοναχικούς και τους σαββατογεννημένους?
Εν πάση περιπτώσει, η φωνή ήτο γλυκυτάτη και επιτακτική, σαν να είχε λάβει έξαφνα ήχον η ψυχή του.
Και αποφάσισε να την ακούσει.
Χωρίς φυσικά να γνωρίζει ποία ήτο εκείνη που τον καλούσε να έρθει κοντά της...
Να όμως που τώρα γύριζε πάλι στην κάμαρα του και δεν υπήρχε εκεί ψυχή ζώσα. Όλοι οι άλλοι μπεκιάρηδες, κάπου είχαν βρει συντροφιά για το δείπνο της αναστάσεως και για την επομένην ημέραν της λαμπρής.
Μόνον εκείνος επέστρεφε στα ίδια βήματα, στα ίδια όνειρα, στην ίδια μοναξιά.
Κι είχε σιγήσει και η φωνή μέσα του.
Σιωπή και ερημιά.
Πόσο καλύτερα αισθάνονταν στην εκκλησιά, αναμεσα σε τόσους ανθρώπους. Λες και εκεί ήταν το δικό του το σπίτι και εδώ η εξορία του.
- Που είσαι τώρα λοιπόν? Ορίστε, ήρθα σε σένα... Εσύ όμως που βρίσκεσαι?
Τον έπιασαν οι γέλωτες.
Και κάθισε βαρύς στην πεζούλα της γέρικης ελιάς, που κοσμούσε την αυλή του σπιτιού της Ευρυδίκης....
στον Άγιο Ελισσαίο Πλάκας
Όχι, δεν το βάσταγε η ψυχή του να κλειστεί πάλιν εντός των τεσσάρων τοίχων της αθλίας εκείνης κάμαρας, η οποία έσταζεν από παντού.
Επροτίμει να καθίσει εκεί εις την αυλήν, σιμά εις το μαγγάνιον του φρέατος, όπου αργά την νύχταν, μακράν από τα πονηρά βλέμματα των ανδρών, έβγαινε κρυφίως η κυρά του σπιτιού και ένιπτε τα τρυφερά πόδια της, με μόνον λαθραίον βλέμμα το φέγγος της σελήνης.
Ο κυρ' Αλέξανδρος ο Παπαδιαμάντης ενοικίαζε το λιλιπούτειον εκείνο δώμα, αντί ευτελούς αντιτίμου, από την κυρά Ευρυδίκη, το πάλαι ποτέ αρχόντισσα εν τη νήσω των Κυθήρων αλλά τωρινή ξεπεσμένη των Αθηνών, μη έχουσα άλλο τι να τη συντηρεί εν ζωή, πέραν αυτής της χθαμαλής οικίας, όπου διέμεναν "στο νοίκι" τέσερεις ή πέντε μπεκιάρηδες, μοναχικοί και πτωχοί ανθρώποι όπως και ο ίδιος
Ωραία γυναίκα ακόμα, με την προτέραν της αρχοντιά εγγεγραμμένην εις την κίνησιν του κορμιού της, η Ευρυδίκη φρόντιζε ενίοτε και δια τες βιοτικές ανάγκες των ενοίκων της, μιας και όλοι τους ούτε οικογένειαν είχαν, ούτε αδελφάς, ούτε μανάδες, ούτε ερωμένας, παρά έσερναν τη μαγκουφιά τους εις τους δρόμους των Αθηνών, μοναχικοί και έρημοι από την θηλυκήν παρουσίαν, άδειοι από την ζεστασιάν του κρεβατιού...
Τους μαγέρευε ενίοτε ή αναλάμβανε τη μπουγάδαν και το σίδερον ή κανόνιζε ώστε οι κάμαρες τους να είναι πάντα καθαρές, εξασφαλίζοντας έτσι και ένα ακόμη ταπεινό έσοδον, για να τα βγάνει πέρα.
Μόνη κι εκείνη όπως οι νοικαραίοι της, η Ευρυδίκη, ήταν γι αυτούς ταυτόχρονα και μάνα και αδερφή και όνειρον και νοσταλγία...
Στάθηκεν ο μπαρμπ' Αλέξανδρος ο Παπαδιαμάντης σιμά εις τες γλάστρες με τα γεράνια και τα κρινάκια της Ευρυδίκης και ανάσαινε αχόρταγα την ευωδιάν της Ανοίξεως, κατάκοπος πλέον από τη σχεδόν ολονύχτια ψαλμωδία εις τον Άγιον Ελισσαίον [1], το ιδιωτικό εκκλησάκι της οικογένειας Χωματιανού/Λογοθέτη, το οποίον όμως η οικογένεια άνοιγε μετά ορθοδόξου ευλαβείας και ταπεινοφροσύνης εις τους πιστούς, για να λειτουργηθούν υπό τον άγιον παπα-Νικόλαον τον Πλανάν.
Ημέρα Σαββάτου της Αναστάσεως.
Βιαστικοί οι άλλοι χριστιανοί εγκατέλειψαν γρήγορα την θείαν λειτουργίαν για να σπεύσουν είς την οικογενειακήν εστίαν, να απολαύσουν τα κόκκινα αυγά, την μαγειρίτσαν και την κουλούραν, που μετά πάσης ευλαβείας τους είχε έτοιμην από της εσπέρας, ο γερο-Μίχας, ο πιο διάσημος φούρναρης των Αθηνών.
Και ο εξάδερφος του ο Αλέξανδρος ο Μωραϊτίδης και ο αγαπητός του Ζαχαρίας Παπαντωνίου αλλά και οι άλλοι ομότεχνοι του, συγγραφείς και παραμυθάδες, ο Γιάννης ο Βλαχογιάννης, ο Παύλος ο Νιρβάνας, ο Λέων ο Μελάς, που εκκλησιάζονταν άπαντες στον Άγιο Ελισσαίο, τιμώντας την κολλυβάδικη [2] παράδοση και την αγιοσύνη του παπα Νικόλαου του Πλανά.
Όμως όλοι τους έφυγαν βιαστικοί για να χαρούν το αναστάσιμο τραπέζι με τις οικογένειες τους και έμεινεν σχεδόν μόνον αυτός με τον παπα Νικόλαον, να τελέψουν καθώς τους άρμοζε τις θείες ιερουργίες.
Κι όχι πως δεν του είχαν προτείνει και αυτουνού να τους συντροφέψει ες τον αναστάσιμον δείπνον.
Και ο εξάδερφος τον είχε καλεσμένον και ο Ζαχαρίας, ως και μια μακρινή του εξαδέλφη, η οποία είχε εγκατασταθεί προσφάτως εις τας Αθήνας, εγκαταλείποντας την όμορφην Σκιάθον.
Αλλά πως να τους το πει?
Και πως να τους το εξηγησει?
Εκείνη την νύχτα δεν ήθελε άλλους κοντά του. Ας ήσαν και αγαπητά πρόσωπα. Εκείνη την αναστάσιμη νύχτα, σαν μια φωνή να του ψιθύριζε μέσα του, Αλέξανδρε έλα σε μένα!
Να ήταν άραγε αγγέλου αυτή η φωνή?
Να ήταν φωνή περιπαθούς οράματος, από αυτά που λέγουν ότι καταταλαιπωρούν τους μοναχικούς και τους σαββατογεννημένους?
Εν πάση περιπτώσει, η φωνή ήτο γλυκυτάτη και επιτακτική, σαν να είχε λάβει έξαφνα ήχον η ψυχή του.
Και αποφάσισε να την ακούσει.
Χωρίς φυσικά να γνωρίζει ποία ήτο εκείνη που τον καλούσε να έρθει κοντά της...
Να όμως που τώρα γύριζε πάλι στην κάμαρα του και δεν υπήρχε εκεί ψυχή ζώσα. Όλοι οι άλλοι μπεκιάρηδες, κάπου είχαν βρει συντροφιά για το δείπνο της αναστάσεως και για την επομένην ημέραν της λαμπρής.
Μόνον εκείνος επέστρεφε στα ίδια βήματα, στα ίδια όνειρα, στην ίδια μοναξιά.
Κι είχε σιγήσει και η φωνή μέσα του.
Σιωπή και ερημιά.
Πόσο καλύτερα αισθάνονταν στην εκκλησιά, αναμεσα σε τόσους ανθρώπους. Λες και εκεί ήταν το δικό του το σπίτι και εδώ η εξορία του.
- Που είσαι τώρα λοιπόν? Ορίστε, ήρθα σε σένα... Εσύ όμως που βρίσκεσαι?
Τον έπιασαν οι γέλωτες.
Και κάθισε βαρύς στην πεζούλα της γέρικης ελιάς, που κοσμούσε την αυλή του σπιτιού της Ευρυδίκης....