Quantcast
Channel: Πίσω στα παλιά
Viewing all 12885 articles
Browse latest View live

Περίπατος στη Φωκίωνος Νέγρη

$
0
0


Απόσπασμα από το βιβλίο της Μαριέλλης Σφακιανάκη-Μανωλίδου 
Τις Κυριακές φορούσαμε τα καλά μας
(σσ. 134-136)



   "Κυριακή απόγευμα, αρχές καλοκαιριού, αποφασίσαν να μας στείλουν τη Μαίρη, εμένα και τον Ίωνα βόλτα στη Φωκίωνος Νέγρη, όπου είχαν έρθει κούνιες, αλογάκια και παιχνίδια. Θα μας συνόδευαν η Σπυριδούλα με τη Δήμητρα, αλλά επειδή η γιαγιά μου τις θεωρούσε άβγαλτες στην κίνηση (έπρεπε να διασχίσουμε την Αχαρνών, την Τρίτης Σεπτεμβρίου και την Πατησίων με τα τράμ της), υποχρέωσε και την κυρία Κούλα να μας συνοδεύσει. [...] 
   Κάποτε φτάσαμε σ'ένα φαρδύ χωματόδρομο, σαν ρεματιά, γεμάτο πυκνά πλατάνια, όπου ανάμεσά τους έτρεχε κελαρύζοντας άφθονο νερό. Κόσμος δροσιζότανε βολτάροντας τριγύρω, ενώ στις βρεγμένες και καλοσκουπισμένες άκρες αυτού του χωματόδρομου υπήρχαν σε συμμετρικές σειρές τραπέζια με λευκά τραπεζομάντιλα τριγυρισμένα από ψάθινες καρέκλεςκι απάνω τους πιάτα, πετσέτες, ποτήρια, μαχαιροπίρουνα, έτοιμα να παρασύρουν τον κόσμο να καθίσει να φάει τα σουβλιστά κρέατα που ψήνονταν δίπλα. Κανένας όμως δεν καθόταν στα τραπέζια. Ίσως γιατί ήταν ακόμη νωρίς. Προς το παρόν όλοι όσοι βόλταραν ρουφούσαν και κατάπιναν την τσίκνα της ψησταριάς. Γι' αυτήν δεν πλήρωναν τίποτε. Μυρίσαμε κι εμείς για λίγο, κόβοντας το βήμα, ενώ η Δήμητρα συνεχώς έλεγε "τι μυρωδιές είν' αυτές μάνα μου;" και περπάταγε με ανοιχτό το στόμα και μισόκλειστα μάτια, μέχρι που η κυρία Κούλα της είπε πως θα φάει τα μούτρα της έτσι που πήγαινε. 
   Σταθήκαμε μπροστά σε μια ρηχή ντενεκεδένια λιμνούλα, που μέσα της είχε ψεύτικα χρυσόψαρα με έναν αριθμό στην κοιλιά του το καθένα. Πιο πίσω σε μια ραφιέρα υπήρχαν αραδιασμένα όσα δώρα θα κέρδιζαν οι τυχεροί αριθμοί. 
   Το μάτι μας αμέσως έπεσε σε μια τεράστια κούκλα με μακρύ φόρεμα, καπέλο και γόβες παπούτσια, από εκείνες που οι μαμάδες είχαν μανία να τις στολίζουν καθιστές στους καναπέδες των σαλονιών τους και να μην αφήνουν τα παιδιά τους ούτε καν να τις αγγίζουν. Αν όμως τώρα κερδίζαμε εμείς αυτή την κούκλα, κανένας δε θα μπορούσε πια να την αποσπάσει από τα χέρια μας. Έτσι, αποφασίσαμε να δώσουμε εκεί τα χρήματά μας, αντί για τα αλογάκια. Πήραμε από ένα καλάμι και αρχίσαμε να ψαρεύουμε.
   Το ψάρι της Μαίρης κέρδισε ένα μπουκάλι ούζο. Του Ίωνα δώδεκα μανταλάκια. Το δικό μου, ήλπιζα με τρελό χτυποκάρδι, θα κέρδιζε επιτέλους την κούκλα. "Άκυρο", μου είπε αυτός που έλεγξε από μέσα την κοιλιά του κι ύστερα, ξανακλείνοντάς το, το έριξε πάλι πίσω στο νερό ...".



Τι απέγινε θρυλικό ζαχαροπλαστείο που θάφτηκε κάτω από το Τιτάνια στην Πανεπιστημίου

$
0
0

Τι απέγινε θρυλικό ζαχαροπλαστείο που θάφτηκε κάτω από το Τιτάνια στην Πανεπιστημίου [εικόνες]
Καθώς διαφημίσεις από τις αρχές του 1900 κυκλοφορούν στο διαδίκτυο για το ζαχαροπλαστείο Ηνωμένα Βουστάσια, πολλοί ανακαλούν με νοσταλγία την εικόνα μιας Αθήνας εντελώς διαφορετικής από τη σημερινή.

Τα "Ηνωμένα Βουστάσια" στην περιοχή των Χαυτείων επί της οδόυ Πανεπιστημίου 48 (όπου υψώνεται σήμερα
 το ξενοδοχείο "Τιτάνια") ήταν δημοφιλές φιλολογικό, δημοσιογραφικό και καλλιτεχνικό κέντρο και όπως αναγράφεται σε διαφήμιση του καταστήματος (1911) "όλαι αι πνευματικαί Αθήναι, αι Αθήναι της αριστοκρατίας του πνεύματος συχνάζουν στα "Ηνωμένα Βουστάσια". Τακτικοί θαμώνες στα "Ηνωμένα Βουστάσια" ήταν, μεταξύ άλλων, 
ο Ιωάννης Κονδυλάκης, ο Σπύρος Μελάς, ο Διονύσιος Κόκκινος, ο Λάμπρος Πορφύρας και ο Κώστας Βάρναλης. 
Το γάλα του, η σοκολάτα του, τα γλυκά του, τα αβγά, τα νωπά βούτυρα και το τσάι πορτοκαλιού συγκινούσαν τους Αθηναίους της εποχής. Στη θέση του δημιουργήθηκε αργότερα ο κινηματογράφος Τιτάνια, για να τον διαδεχθεί το 1970 το ξενοδοχείο Τιτάνια.


 πηγή 

Το «ιερό τέρας» Κατίνα Παξινού

$
0
0

Οι μνημειώδεις ερμηνείες της στο σανίδι, που σφράγισαν τους ρόλους του κλασικού ρεπερτορίου, και η 45χρονη καριέρα της στο θέατρο μπορούν να ξεπεραστούν μόνο από τη δίψα της για ζωή.

Η κορυφαία ελληνίδα ηθοποιός, με πραγματικά διεθνή καριέρα στις πλάτες της, έδωσε στους χαρακτήρες του παγκόσμιου θεάτρου λίγη από τη λάμψη της: Κλυταιμνήστρα, Ηλέκτρα, Ιοκάστη, Μπερνάρντα Άλμπα, Μήδεια, Ολίβια, Αγαύη, λαίδη Μάκβεθ, Γερτρούδη, Έντα Γκάμπλερ και πολλές ακόμα ηρωίδες του θεάτρου βρήκαν την ιδανική ενσάρκωσή τους στις ερμηνείες της Παξινού.

Όσοι ευτύχησαν να τη δουν στη σκηνή, παραμιλούσαν από τις ερμηνείες της, με το κοινό να λατρεύει το θέατρο επειδή ακριβώς έπαιζε η Παξινού.

Πέρα όμως από πολύπλευρη και ανεπανάληπτη καλλιτεχνική προσωπικότητα, η Παξινού ήταν άνθρωπος καλόκαρδος, προσιτός και με χιούμορ, γεγονός που θα έκανε τον Ευγένιο Ο'Νιλ να σημειώσει για εκείνη: «Είναι τόσο σπάνιο στον καιρό μας να ανταμώσει κανείς στο θέατρο μια τόσο εκλεκτή και απλή γυναίκα και συνάμα μια τόσο σπουδαία καλλιτέχνιδα».

Ας δούμε τα σημαντικότερα γεγονότα της ζωής της...

Πρώτα χρόνια 




Η Κατίνα Κωνσταντοπούλου γεννιέται στις 15 Δεκεμβρίου 1900 στον Πειραιά, μέσα σε μεγαλοαστική οικογένεια, με τον πατέρα της, Βασίλη Κωνσταντόπουλο, να διατηρεί αλευροβιομηχανία. Η ανήσυχη φύση της Κατίνας θα την ωθήσει να ασχοληθεί από μικρή με διάφορες δραστηριότητες, την ώρα που ο ζωηρός της χαρακτήρας θα κάνει τους γονείς της να τη στείλουν εσώκλειστη σε σχολείο της Ελβετίας.

Μετά τις σχολικές της υποχρεώσεις, η Κατίνα θα παραμείνει στην Ελβετία για να φοιτήσει στο Ωδείο της Γενεύης, σπουδάζοντας μουσική και τραγούδι. Σειρά κατόπιν έχουν αντίστοιχες σχολές σε Βιέννη, Βερολίνο και Κωστάντζα, με τις επιδόσεις της να την αναγορεύουν σε αδιαμφισβήτητο ταλέντο.

Ο γάμος με τον Παξινό


Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, θα παντρευτεί τον βιομήχανο Ιωάννη Παξινό, με τον οποίο και θα αποκτήσει δύο κόρες, την Έθελ και την Ιλεάνα. Δυστυχώς, αργότερα η πρώτη της κόρη θα χάσει τη ζωή της, γεγονός που θα στιγματίσει τη νεαρή μητέρα. Ο γάμος τους έμελλε να κρατήσει μόλις τρία χρόνια.

Την ίδια εποχή θα ξεκινήσει και η καλλιτεχνική της σταδιοδρομία, με το ταλέντο και την αγάπη της για την τέχνη να την ξεχωρίζουν από τον σωρό και τις πρώτες επιτυχίες να έρχονται σχετικά νωρίς.

Πρώτα βήματα στο θέατρο



Ο πρώτος αξιομνημόνευτος ρόλος της ήταν αυτός της αδελφής Βεατρίκης στο ομώνυμο μελόδραμα που έγραψε ειδικά για την Παξινού ο σπουδαίος συνθέτης Δημήτρης Μητρόπουλος. Ήταν το 1920 στο Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά όταν τέθηκαν λοιπόν οι βάσεις για την εκπληκτική της μετέπειτα καριέρα.

Μέχρι το 1926 θα πραγματοποιήσει εμφανίσεις ως λυρική καλλιτέχνις, με τον πρώτο θεατρικό ρόλο να έρχεται τον Δεκέμβριο του 1928 στο θέατρο Κοτοπούλη: η Παξινού πρωταγωνιστεί στη «Γυμνή Γυναίκα» του Μπατάιγ, ρόλος που θα την καθιερώσει στις συνειδήσεις κοινού και κριτικών ως δεινή ερμηνεύτρια δραματικού ρεπερτορίου.

Γνωριμία με τον Μινωτή




Το 1931 θα συνεργαστεί με τον επίσης κορυφαίο Αλέξη Μινωτή, προσχωρώντας από κοινού στον νεότευκτο θίασο του σπουδαίου Αιμίλιου Βεάκη. Η γνωριμία Παξινού-Μινωτή έμελλε να είναι καθοριστική για τη ζωή αμφότερων, με τους δυο τους να συνδέονται ερωτικά και να παντρεύονται τυπικά αργότερα (1940), γινόμενος ο ένας για τον άλλο παντοτινός σύντροφος στη ζωή και το σανίδι, με την κοινή τους ζωή να μετρά τέσσερις ολόκληρες δεκαετίες.

Η αρμονική συνεργασία του καλλιτεχνικού διδύμου θα τους εκτόξευε στην κορυφή: από το 1932 έως και το 1940 θα κάνουν τη διαφορά στο ελληνικό θέατρο, με μνημειώδεις παραστάσεις που θα σφραγίσουν τη μνήμη του κοινού. Παξινού και Μινωτής προσκαλούνται το 1932 να συνεργαστούν με το Εθνικό Θέατρο (ιδρύθηκε το 1930), συνεργασία που έμελλε να συνεχιστεί για χρόνια, με έργα κλασικού ρεπερτορίου και αρχαίου δράματος.

Το 1940 η Παξινού εγκαταλείπει το Εθνικό Θέατρο, ήταν πλέον ώρα να κατακτήσει και την Ευρώπη. Περιοδεύει σε Λονδίνο, Φρανκφούρτη και Βερολίνο με διθυραμβικές κριτικές...

Η περίοδος της Αμερικής



Στην περίοδο του Β' Παγκοσμίου η Παξινού εγκαταλείπει την Ελλάδα και εγκαθίσταται στην Αμερική (Μάιος 1941). Σαν ένα καπρίτσιο της μοίρας λες, ο δρόμος για να επιστρέψει από το Λονδίνο όπου περιόδευε στην Ελλάδα ανακόπηκε από τον πόλεμο, με μόνη επιλογή να είναι οι ΗΠΑ. Οι πρώτοι ρόλοι στο Μπρόντγουεϊ έρχονται σιγά-σιγά, με την Παξινού να χτίζει προοδευτικά όνομα στο ιδιαίτερα απαιτητικό θεατρικό τοπίο της Νέας Υόρκης και τον Μινωτή να την ακολουθεί εκεί, έπειτα από πολλές προσωπικές περιπέτειες.

Σειρά έχει κατόπιν ο κινηματογράφος, τον οποίο και κατακτά με σταθερά και αποφασιστικά βήματα. Το 1944 έρχεται ο ρόλος που θα την καθιερώσει αποφασιστικά σε διεθνές επίπεδο, χαρίζοντάς της Όσκαρ Β' Γυναικείου Ρόλου: είναι το φιλμ «Για Ποιον Χτυπά η Καμπάνα», με την Παξινού να υποδύεται τον ρόλο της φλογερής ισπανίδας ηρωίδας Πιλάρ!



Η Παξινού είναι ήδη γνωστή στο Χόλιγουντ όταν θα βραβευτεί και με το βραβείο Κορτό για την ερμηνεία της στο έργο «Το Πένθος Ταιριάζει στην Ηλέκτρα»...

Επιστροφή στην Ελλάδα



Το 1952 θα βρει την Παξινού πίσω στα πατρώα εδάφη, όπου και θα επιστρέψει σύντομα στις εμφανίσεις της στο Εθνικό Θέατρο (1955), ερμηνεύοντας κορυφαίους ρόλους στο πλευρό του Μινωτή. Το ελληνικό θέατρο της ανήκει, σημειώνοντας τη μία επιτυχία πίσω από την άλλη και κατακτώντας Ηρώδειο και Επίδαυρο: αφήνει εποχή στην αρχαία τραγωδία!

Η διεθνής φήμη της δεν έχει ωστόσο ξεχαστεί από την επιστροφή της στην Ελλάδα. Ο Όρσον Γουέλς την επιλέγει για τον «Κύριο Αρκάντιν» του (1955) και κατόπιν ο Λουκίνο Βισκόντι την αναζητά για το αριστούργημά του «Ο Ρόκο και τ' Αδέλφια του» (1960).

Σε τηλεγράφημα του ίδιου του Γουέλς στον Mινωτή για την ερμηνεία της Παξινού στο φιλμ του, ο κορυφαίος σκηνοθέτης σημειώνει: «Πρόσφατα είδα τον "Kύριο Aρκάντιν" σχεδόν ολοκληρωμένο και μπορώ να σας διαβεβαιώσω άλλη μια φορά ότι η Kατίνα Παξινού δεν είναι μόνο μεγάλη, είναι μοναδική».

Η εποχή της δικτατορίας



Στη διάρκεια της δικτατορίας, η Παξινού θα εγκαταλείψει το Εθνικό Θέατρο (1968) και θα συγκροτήσει δικό της θίασο -με τον Μινωτή-, το «Θέατρο Παξινού», γνωρίζοντας και πάλι επιτυχίες: ανεβάζουν Λόρκα, Ίψεν και Μπρεχτ σε παραστάσεις που μνημονεύονται ακόμα για την αρτιότητα και την τόλμη τους.

Θάνατος



Η τελευταία παράσταση της μεγάλης κυρίας στο θέατρο ήταν στο «Μάνα κουράγιο» του Μπρεχτ, ενώ η στερνή της κινηματογραφική εμφάνιση είναι στο «Νησί της Αφροδίτης» (1969). Η Κατίνα Παξινού πέθανε στην Αθήνα στις 22 Φεβρουαρίου 1973, με το ελληνικό θεατρικό κοινό να πενθεί.

Όπως άλλωστε παρατήρησε ο Παναγιώτης Kανελλόπουλος στο αποχαιρετιστήριο άρθρο του για την Παξινού στη «Nέα Eστία»: «Όταν φεύγει μια μεγάλη ηθοποιός, φεύγουν όλα τα πρόσωπα που είχε εκείνη ενσαρκώσει. H αθέατη αυτή συνοδεία προσώπων έχει κάτι το ιερό και ανατριχιαστικά μυστηριακό. Tο αισθάνθηκα για πρώτη φορά ιδιαίτερα όταν είδα να οδηγείται στην τελευταία της κατοικία η Kατίνα Παξινού. Έκλεισα μια στιγμή τα μάτια μου και είδα να τη συνοδεύουν και να φεύγουν για πάντα μαζί της η Hλέκτρα, η Eκάβη και η Mπερνάρντα Άλμπα, η Iοκάστη και η Άννα Kρίστι, η Άτοσσα και η Πιλάρ, η Φαίδρα και η Έντα Γκάμπλερ, η Hλέκτρα, η Mήδεια και η Mάνα Kουράγιο και άλλες μορφές που έτσι όπως τις είχε ενσαρκώσει η Kατίνα δεν πρόκειται ποτέ πια να περπατήσουν πάνω στη Γη».

Κληρονομιά



Το «φαινόμενο» της ιστορίας του ελληνικού θεάτρου υπερέβη τα ασφυκτικά όρια της εγχώριας παραγωγής και κατέκτησε με τις ερμηνείες της Ευρώπη και Αμερική, πριν περάσει στον κινηματογράφο και κατακτήσει την οικουμένη.

Οι αμέτρητες θεατρικές επιτυχίες της και οι 11 κινηματογραφικές ταινίες που συμμετείχε δεν αφήνουν περιθώρια αμφιβολίας. H Kατίνα Παξινού δεν ήταν μόνο η πρώτη (και μοναδική) Eλληνίδα που βραβεύτηκε με Όσκαρ, ήταν η πρώτη μη αμερικανίδα ηθοποιός που βραβευόταν ποτέ με την ύψιστη διάκριση της Αμερικανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου!

Η Παξινού έκανε επίσης μεταφράσεις θεατρικών έργων του Ευγένιου Ο'Νιλ και έγραψε τη μουσική για την παράσταση «Οιδίπους Τύραννος» του Σοφοκλή, που ανέβασε το Εθνικό Θέατρο το 1933. Ήταν όμως και το άλλο: δέκα χρόνια μετά τη γνωριμία Μινωτή-Παξινού, αποφασίζουν να ανεβάσουν με το Eθνικό Θέατρο την «Hλέκτρα» του Σοφοκλή στην Eπίδαυρο.



Eίναι η πρώτη σύγχρονη επαγγελματική παράσταση που γίνεται εκεί, με τον ιερό για τους ηθοποιούς χώρο να γνωρίζει μια «δεύτερη ζωή»! Και η μαγική αυτή συγκυρία ξεκινά με τη φαεινή ιδέα της Παξινού και του Mινωτή... 

Εν Αθήναις....η μάντρα με τα γυαλιά

$
0
0



Εκείνα τα χρόνια μετά τον εμφύλιο έβλεπες μάντρες στα σπίτια
με σπασμένα γυαλιά να εξέχουν.
Μέτρα ασφαλείας της εποχής για να μην τις καβαλάνε ....
Σε μια από τις γειτονιές είχαμε ένα περίεργο ή καλύτερα μοναχικό γείτονα
με ένα μικρό σπίτι σε μεγάλο οικόπεδο δίπλα στο ρέμα γεμάτο με οπωροφόρα
δέντρα.
Αδερφός ενός σημαντικού ανθρώπου της τέχνης....
Έπαιζε βιολί τα απογεύματα στο μπαλκόνι του....δεν τον έβλεπες από τα πολλά
δέντρα.....
Η μάντρα του με γυαλιά και η αυλόπορτα με αλυσίδα από μέσα.
Έβγαινε για λίγο τα πρωϊνά και τότε η συμμορία πήγαινε σε ένα σημείο
της μάντρας όπου είχε σπάσει τα γυαλιά με πέτρα.
Ο αρχηγός  πήδαγε μέσα ....άλλος κρατούσε τσίλιες
και άλλος μάζευε τα κορόμηλα που πέταγε από μέσα ο αρχηγός.
Τα άγουρα  έμπαιναν στις τσέπες για την σφεντόνα.
Όπου υπήρχε μάντρα με σπασμένα γυαλιά προκαλούσε το ενδιαφέρον....
Άκουγες διάφορες ιστορίες για το τι μπορεί να κρύβεται πίσω από αυτές.
Μια από τις ιστορίες....
Ζούσε με τον άντρα της σε μονοκατοικία με  μεγάλη ψηλή μάντρα
με  σπασμένα γυαλιά.
Ήταν μαυραγορίτης στην Κατοχή αυτός και κανένας δεν τους μιλούσε.
Όταν έφυγαν από την ζωή μπήκαν οι συγγενείς και πήγαν κατευθείαν
στο υπόγειο όπου βρήκαν ένα μπαούλο γεμάτο από....δισεκατομμύρια
Κατοχικά όμως.

Πίσω στα παλιά

Ιωσήφ των Ρογών 22: οι Ερωτιδείς που πέταξαν για το άγνωστο

$
0
0

Το κιγκλίδωμα με τους Ερωτιδείς, συμπιεσμένο από τις πινακίδες του παρακείμενου 
συνεργείου, αλλά σταθερά στη θέση του



«Αγαπητέ Συλλέκτη,

Εδώ και 3 βδομάδες έχει συντελεστεί το εξής απογοητευτικό. Δεν είμαι σίγουρος
 αν είχα δει στο δικό σου blog ή κάπου αλλού μια ανάρτηση σχετικά με τα νεοκλασσικά σπιτάκια της οδού Ιωσήφ των Ρογών...

Όπως έχει πολλάκις ειπωθεί, φαίνεται πως σαν λαός συνεχίζουμε να μην διδασκόμαστε από τα λάθη του παρελθόντος, συνεχίζοντας την καταστροφή της πολιτιστικής μας κληρονομιάς, στην κυριολεξία κτήριο κτήριο...

Στην οδό Ιωσήφ των Ρογών και συγκεκριμένα στον αριθμό 22, βρίσκεται
 μία μικρή ερειπωμένη νεοκλασσική οικία, στο μοναδικό μπαλκονάκι της οποίας υπήρχε μέχρι προσφάτως ένα εξαιρετικής αισθητικής και κατασκευής κιγκλίδωμα διακοσμημένο με ανθρώπινες μορφές, ελικωτούς βλαστούς ακολουθώντας 
τα γνωστά νεοκλασσικά μοτίβα.
Η πρόσοψη της οικίας ασυντήρητη και απαξιωμένη


Εδώ και περίπου ένα μήνα το κάγκελο αυτό δεν βρίσκεται πια στην θέση του. 
Καθώς τυγχάνει να περνάω από το συγκεκριμένο σημείο σε καθημερινή βάση, αισθανόμουν τυχερός που μπορούσα σαν διαβάτης να απολαμβάνω την υπέροχη αισθητική του, την ανάδυση μιας άλλης ατμόσφαιρας και τη δυνατότητα για 
ελάχιστα δευτερόλεπτα, να ταξιδέψω σε μια άλλη εποχή. Μάλιστα ο μικρός αυτός εξώστης βρίσκεται σε τέτοιο ύψος που αποκλείεται κάποιος να μην το προσέξει 
και να μην αφεθεί στην ελκυστική γοητεία που ασκούσε. 
Αυτή η συναισθηματική και κυριολεκτική εγγύτητα με τον περαστικό έμελλε 
ωστόσο να είναι και πιθανώς η αιτία του άδοξου τέλους του. Μόνη παρηγοριά 
είναι ότι ενδεχομένως αυτό το πραγματικά στολίδι να κοσμεί τουλάχιστον 
κάποιον τοίχο ενός ιδιωτικού χώρου. Δεν θέλω σε καμία περίπτωση να πιστέψω 
πως αυτό το αδιάφορο για κάποιους στοιχείο (έργο τέχνης για μένα), πιθανότατα κατέληξε σε κάποιο καμίνι ως αποτέλεσμα κάποιου μελαμψού μετανάστη
 για μερικά μόλις σεντς του ευρώ. 
Ρωτώντας τους εργαζόμενους των παρακείμενων συνεργείων, κανείς δεν ήξερε τίποτα. Κάποιοι δεν είχαν καν προσέξει την απώλειά του. Εγώ που κάθε μέρα 
είχα την λαχτάρα να περάσω από κει και να κοιτάξω το καγκελάκι και
 να συνομιλήσω μαζί του όπως ένιωθα ότι μου έγνεφε και αυτό μια καλημέρα,
 πλέον είχα μείνει με ένα κόμπο στον λαιμό..Ένιωθα την οργή που νιώθει 
κάποιος όταν έχει χάσει κάποιον οικείο του και μάλιστα με τρόπο άδικο 
και άδοξο.. Δυστυχώς ή ευτυχώς, πολιτισμός δεν είναι μόνο τα μάρμαρα του Παρθενώνος και τα νεοκλασσικά της Διον. Αρεοπαγίτου, είναι ένας ολόκληρος κόσμος που μέρα με τη μέρα εξαλείφεται αναντιστρεπτί...





Υ.Γ. Περιέργεια προκαλεί το γεγονός ότι κάποιος βάλθηκε μα λασπώσει
 τις τρύπες που άφησε το κάγκελο στον εξωτερικό τοίχο του κτίσματος, 
άγνωστο ποιος, ο θύτης ή ίσως ο ιδιοκτήτης της οικίας...»




Αδυνατώ να σκεφθώ κάτι καλύτερο. Αντί άλλης απαντήσεως στην ανωτέρω
 επιστολή που έλαβα προ διημέρου από αναγνώστη του ιστολογίου, 
αφήνω τον πρώην πρωθυπουργό Κώστα Σημίτη να απαντήσει: 
«Αυτή είναι η Ελλάδα!»

Δεν φεύγει ο Μανιτάκης από την Κυβέρνηση!

$
0
0

Τι δήλωσε στον Σαμαρά μετά από εντολή  Κουβέλη ο οποίος
εξακολουθεί να βάζει....κόκκινες γραμμές....

Μη μου ζητάς να φύγω
μες στα μεσάνυχτα
να πάρω πάλι σβάρνα 
τα ξενυχτάδικα...

Δεν πάω πουθενά, πουθενά, πουθενά
εδώ θα μείνω....

η καρέκλα μου είναι εδώ δεν την αφήνω....

Το 1900 προβλέπει το 2000

ΠΑΠΑΤΖΗΣ-ΑΒΑΝΤΑΔΟΡΟΣ-ΤΣΙΛΙΑΔΟΡΟΣ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ ΤΟΥ... ΠΟΔΑΡΙΟΥ.

$
0
0

O Π Α Π Α Τ Ζ Η Σ

Ο παπατζής είναι ένας αεικίνητος μικροαπατεωνάκος που προσπαθεί 
να ζήσει κάνοντας επαγγελματικά ή συμπτωματικά τον «παπατζή». 
Τον λένε παπατζή γιατί παίζει τον παπά. Παπάς όπως ξέρουμε είναι 
η φιγούρα της τράπουλας.
Αρα οι παπατζήδες ξεκίνησαν από τα φύλλα της τράπουλας που τα ανακάτευαν 
και τα αναποδογύριζαν γιά να βρεί το θύμα-πελάτης που είναι κρυμμένος 
ο παπάς. Στοιχηματίζουν πολλοί που παρευρίσκονται εκεί και ποντάρουν
 με διάφορα χρηματικά μικροποσά. Ο παπατζής με τεχνικές κινήσεις 
μετακινεί τα φύλλα και τα βάζει σε διάφορες θέσεις και το θύμα δείχνει
 πολλές φορές λάθος. Έτσι χάνει πάντα ο παίκτης. Ο παπατζής αεικίνητος, 
μια κοιτάζει τον κόσμο, μια τον αβανταδόρο, μιά τον τσιλιαδόρο και μιά τον αστυνομικό που τον διακρίνει από το ύφος, το κομπολόι και τα παπούτσια. 
Μόλις τον δεί βάζει τα πιστήρια στην τσέπη και εξαφανίζεται. Για το λόγο αυτό έχει πάντα πρόχειρο τραπεζάκι που μπορεί να είναι ακόμα και ένα άδειο χαρτοκυβώτιο. Πολλές φορές όταν πιάσει μερικά χρήματα και παλαιότερα με το σύνθημα «σύρμα» προσποιείται ότι έρχεται η Αστυνομία και εξαφανίζεται ώσπου να φύγουν οι παίκτες που έχασαν τα λεφτά τους.
Παπατζίδικη δουλειά είναι και το μαύρο ή άσπρο. Ο παπατζής έχει ένα τραπεζάκι που πάνω του κυριαρχούν δύο χρώματα. Μαύρο και άσπρο. Στη μέση έχει μία σιδερένια βελόνα που στηρίζεται σε κουβαρίστρα. Γυρίζει την βελόνα. Σε όποιο χρώμα αυτή σταματήσει κερδίζει όποιος έχει ποντάρει εκεί.
Αν δεν έχει τράπουλα ή βελόνα, παίρνει δύο ή τριά σκαφάκια από σπίρτα και κάτω από αυτά βάζει κάποιο κοματάκι από ξύλο, ζάρι ή κουμπί και το σκεπάζι με τα αυτά.. Τα μετακινεί και λέει στο θύμα να βρεί σε ποιό σκαφάκι είναι κρυμένο. Ο παπατζής χρειάζεται αβανταδόρους και τσιλιαδόρους.
...Μια φορά πλησίασα στο τραπεζάκι να παρακολουθήσω το παιχνίδι. Έβλεπα μόνο το ζάρι και το εύρισκα όλες τις φορές. Σε κάποια στιγμή που ήμουν σίγουρος που ήτανε το ζάρι, του το είπα και μου λέει βάλε εκατό Ευρώ. Τα έβαλα και τα έχασα. Πως διάλο λέω αφού όλες τις φορές το εύρισκα τώρα μου ξέφυγε...

O Α Β Α Ν Τ Α Δ Ο Ρ Ο Σ

Ο αβανταδόρος είναι ο βοηθός κάποιου άλλου που κάνει κάποια δουλειά και θέλει βοήθεια. Συνήθως οι δουλειές αυτές είναι παράνομες και χρειάζονται βοήθεια για να πετύχουν τους στόχους τους.
Ας πούμε το πιό απλό. Κάποιος πουλάει κάλτσες στο δρόμο και δεν αγοράζει κανείς. Βάζει τον αβανταδόρο και του λέει. Κάνε ότι αγοράζεις πραγματικά, φύγε και ξαναφέρε το εμπόρευμα να ξαναπάρεις τα λεφτά σου. Σε αυτά φυσικά ο αβανταδόρος έχει την προμήθειά του. Εάν πούμε ότι ένα πράγμα έχει πέντε δραχμές ο πωλητής λέει ότι τα δύο κάνουν οκτώ.

Ερχεται ο αβανταδόρος σε πλησιάζει και σου λέει. Βάλε τέσσερες εσύ και τέσσερες εγώ να πάρουμε δύο. Ο άλλος το παίρνει και φεύγει. Σε λίγο το ξαναφέρνει και έτσι εσύ το αγόρασες μεν οικονομικά αλλά ο άλλος δεν πήρε τίποτα. Σε ξεγέλασε και αγόρασες κάτι, επειδή ήταν πιό φτηνό.
Στη χαρτοπαιξία πάλι χρειάζεται αβανταδόρος. Ρυθμίζει το παιχνίδι ώστε να κερδίζει ο άλλος που σε παρακίνησε να παίξεις. Ετσι είναι σαν να έχουν σημαδεμένα τα χαρτιά για να πάρουν τα λεφτά κάποιου άλλου.
Αβανταδόρος είναι και εκείνος που υποστηρίζει ότι το εμπόρευμα, είναι αρίστης ποιότητος και ας είναι «φάρμακο» από λυωμένη σαπουνόπετρα που αν την πιεις, το λιγότερο που έχεις να πάθεις είναι να πας στο νοσοκομείο.
Μπορεί να είναι και γυναίκα ή και πολλοί μαζί. Αρκεί να βγει το μεροκάματο.

Ο Τ Σ Ι Λ Ι Α Δ Ο Ρ Ο Σ

Ο τσιλιαδόρος είναι το μάτι του παράνομου. Όταν κάποιος κάνει μιά κλοπή, επειδή είναι παράνομος και φοβάται να μην τον αντιληφθούν, παίρνει τσιλιαδόρους να φυλάνε τσίλιες. Αυτοί παριστάνουν τους ανύποπτους και αδιάφορους και όταν δουν τον κίνδυνο ειδοποιούν τον κλέφτη με κάποιο σήμα. Μπορεί να του σφυρίξουν, να του ανάψουν κάποιο φωτάκι, να κουνήσουν κάποιο πανί και πολλά άλλα. Έτσι ο άλλος λαβαίνει τα μέτρα του να κρυφτεί, να σταματήσει, να φύγει και ότι άλλο έχουν προσυνεννοηθεί. Η φράση που παλιά λέγανε ήταν « σύρμα » και εννοούσαν τον αστυνομικό. Η λέξη σύρμα βγήκε από τότε που ήρθε το τηλέφωνο και με το σύρμα συνεννοούνταν οι αστυνομικοί. Σήμερα λένε το αστυνομικό αυτοκίνητο καρούμπαλο γιατί ο φάρος που είναι επάνω στο «εκατό» μοιάζει με καρούμπαλο.
Οι τσιλιαδόροι σήμερα έχουν πολλά μέσα να κάνουν τη δουλειά τους εφόσον υπάρχει το κινητό τηλέφωνο, το αυτοκίνητο και τόσα πολλά άλλα μέσα. Γνώριζαν από μακριά τον αστυνομικό από το παράστημά του, το μουστάκι του, το κομπολόι του, τα παπούτσια του που ήταν πάντα γυαλισμένα και γενικώς το φέρσιμό του. Γνώριζαν το κάθε αστυνομικό τμήμα μέχρι που είχε δικαιοδοσία να συλλάβει τον παράνομο πωλητή, διακινητή και άλλα. Πιο παλιά που η Αστυνομία ήταν για τις πόλεις και η Χωροφυλακή για τα Προάστια, οι τσιλιαδόροι ήταν γνώστες των κινδύνων. Άλλωστε και αυτό που λέγεται « η νοθεία προηγείται της επιστήμης» έχει και εδώ βάση.

Θέμης Ανδρεάδης

$
0
0



Άνδρεάδης Θέμης. Γεννήθηκε την παραμονή πρωτοχρονιάς του 1950 στην Αθήνα. Άρχισε να ασχολείται με την μουσική στα 15 του μαθαίνοντας κλασσικήΓεννήθηκε την παραμονή πρωτοχρονιάς του 1950 στην Αθήνα. Άρχισε να ασχολείται με την μουσική στα 15 του μαθαίνοντας κλασσική κιθάρα με δάσκαλο τον Νότη Μαυρουδή. 
Ήταν ο πρώτος του μαθητής.
Ο Μαυρουδής του γνώρισε και τα τραγουδιστικά στέκια της εποχής που ήταν οι μπουάτ του Νέου Κύματος. 
  Επηρεαζόμενος από αυτό το διαφορετικό της εποχής σε ηλικία 16 ετών, άρχισε να βάζει μουσικές σε ποιήματα απο τις «Ανθολογίες» και σε στίχους φίλων του και δικους του και να τα τραγουδά στις μπουάτ.
   Έτσι το 1966 τον βρίσκουμε να τραγουδά στη «παράγκα» με την Καίτη Χωματά και το Μιχάλη Βιολάρη.
  Ακολούθησαν οι εξής συνεργασίες:
  1967 με τον Γιώργο Μαρίνο, τη Σοφία Σπυράτου, τη Δέσποινα Γλέζου και τον Συνθέτη ΓιάννηΣπανό στο πιάνο, στα «Ταβάνια».
  1967 πάλι με τη Καίτη Χωματά και τον Μιχάλη Βιολάρη.
  1968 - 1969 με την Αρλέτα και τον Τάσο Καρακατσάνη στο πιάνο.
  Το 1971 γνωρίζεται με τον συνθέτη Γιάννη Μαρκόπουλο και τραγουδά για 2 χρόνια στην ιστορική μπουάτ «Λήδρα» με τον αξέχαστο Νίκο Ξυλούρη , τη Μέμη Σπυράτου, τη Δάφνη Ζούνη και τον Σταύρο Πασπαράκη, συμμετέχοντας παράλληλα σε πολλές εκδηλώσεις και συναυλίες του Γιάννη Μαρκόπουλου.
 Το 1972 μπαίνει και στη δισκογραφία ερμηνεύοντας τραγούδια του Μαρκόπουλου όπως το «Του άντρα του πολλά βαρύ», «Ο Ταρζάν», «Όχι, δεν πρέπει να συναντηθούμε» (στίχοι Γιώργου Χρονά), «Που πάτε, λοιπόν» (στίχοι Γιώργου Σκούρτη).
  Το 1973 είναι σημαδιακό γιατί γνωρίζεται με τον Γιάννη Λογοθέτη, γνωστό και ως ΛοΓο, και σε συνεργασία με τον συνθέτη και μουσικό Γ.Κιουρκτσόγλου, και, σχεδόν εν αγνοία τους, ξεκινούν ένα στυλ τραγουδιού που έμελλε να έχει μεγάλη επιτυχία και να καταγραφεί ως «Σατιρικό τραγούδι». Είτε μαζί με τον ΛοΓο είτε με άλλους συνεργάτες, ο Ανδρεάδης συνέχισε με μεγάλη επιτυχία εώς το 1980 αυτό το τραγούδι, που ουσιαστικά τον καθιέρωσε.
Δισκογραφία
Μουσικόραμα - 1972 - Διάλειμμα - Μαρκόπουλος Γιάννης, Ξυλούρης, Ανδρεάδης, Ζούνη, Σπυράτου
Μουσικόραμα - 1973 - Γελοιογραφίες - Ανδρεάδης, Λογοθέτης, Κιουρκτσόγλου, Χριστοσούλου
Μουσικόραμα - 1973 - Διαδρομή - Χατζηνάσιος, Κόκοτας, Μητσιάς, Γαλάνη, Ανδρεάδης, Κανελλόπουλος
Μουσικόραμα - 1974 - Κάτι άλλο μου θυμίζει - Ανδρεάδης, Λογοθέτης, Κιουρκτσόγλου
Μουσικόραμα - 1974 - Σταθμός 0 - Πλέσσας, Γαλάνη, Ανδρεάδης
Μουσικόραμα - 1974 - Τα παιδικά - Χάλαρης, Λογοθέτης, Γαλάνη, Ανδρεάδης, Χρύσανθος
Μουσικόραμα - 1974 - Χρυσός δίσκος 1974 (ΕΜΙ) - Ανδρεάδης, Γαλάνη, Διονυσίου, Μητσιάς, Ξυλούρης, Τσανακλίδου
Μουσικόραμα - 1976 - Ο Θέμης Ανδρεάδης τραγουδάει Λογοθέτη - Ανδρεάδης, Γερασιμίδου, Ελισώ
Μουσικόραμα - 1976 - Ο πρωταθλητής - Ανδρεάδης Θέμης
Μουσικόραμα - 1976 - Το πανόραμα - Πλέσσας, Βίρβος, Ανδρεάδης, Κοντολάζος, Κυριαζής
Μουσικόραμα - 1977 - Θεμιτά και αθέμιτα - Ανδρεάδης Θέμης
Μουσικόραμα - 1978 - Ο Θέμης πάει παντού - Θέμης Ανδρεάδης
Μουσικόραμα - 1979 - Η χαβούζα - Παναγόπουλος, Ανδρεάδης, Ζωγράφος, Μαρίζα Κωχ, Ζαγοραίος, Περπινιάδης
Μουσικόραμα - 1980 - Μάγια η μέλισσα - Ανδρεάδης, Μπενέτος, Παπάζογλου Θάλεια, Παπακωνσταντίνου Μίρκα, Χρυσικάκος
Μουσικόραμα - 1980 - Θέμης Ανδρεάδης Ως εξής - Θέμης Ανδρεάδης
Μουσικόραμα - 1982 - Δε δουλεύω - Λογοθέτης, Ανδρεάδης, Χρυσικάκη, Πλειώνης
Μουσικόραμα - 1983 - 14 νέα τραγούδια - Ανεξάρτητη παραγωγή
Μουσικόραμα - 1983 - Σαν ξαφνικό ταξίδι - Ανδρεάδης Θέμης, Μιχαιλίδου Σοφία, Θωμόπουλος, Ελευθερίου Μάνος
Μουσικόραμα - 1986 - Βάλε το ράδιο στη διαπασών - Ανδρεάδης Θέμης
Μουσικόραμα - 1986 - Τα αγαπημένα μοθ τραγούδια - Παναγόπουλος Τάκης (Διάφοροι)
Μουσικόραμα - 1986 - Φακοί επαφής - Λογοθέτης Γιάννης, Ανδρεάδης, Λεφάκη, Μασαιδης, Τόττας
Μουσικόραμα - 1989 - Η παρεούλα - Ανδρεάδης, Αρλέτα, Μπουλάς, Παπακωνσταντίνου Βασίλης
Μουσικόραμα - 2006 - Κάτι άλλο μου θυμίζει - Ο Θέμης Ανδρεάδης τραγουδάει Γιάννη Λογοθέτη

Αυλόπορτες στο Ρουφ

$
0
0












Περιπλανήθηκα πίσω από το μουσείο Μπενάκη της Πειραιώς στη χειμωνιάτικη 
λιακάδα. Έχει ήσυχους δρόμους εκεί, παλιές γειτονιές που δεν άλλαξαν και πολύ,
 δεν είχαν ζήτηση, έμειναν με τα χαμηλά τους σπίτια. Τόσο σπάνια και πολύτιμα θεωρήθηκαν κάποια στιγμή τα μικρά τους μεγέθη, ώστε χτίστηκαν και μερικές
 μοντέρνες πολυκατοικίες με λοφτ καταπληκτικά και πανάκριβα. Ύστερα ήρθε 
η κρίση και το σπάνιο και πολύτιμο ξαναγύρισε στην προηγούμενη κατάσταση 
του φτωχού και παρατημένου. Μόνο που τώρα ανάμεσα στα μισογκρεμισμένα 
παλιά σπιτάκια βλέπεις και τα λοφτ σε αναγκαστική συνύπαρξη, σε μια μεταβατική κατάσταση που έμεινε μετέωρη.
Πάντα φτωχογειτονιά θα ήταν εδώ πέρα, τα σπίτια είναι ισόγεια τα περισσότερα 
και μικρά. Αλλά βέβαια διαθέτουν ακόμα και ερειπωμένα αυτή την πολυτέλεια 
του χώρου και της ησυχίας.
 Είναι όμως πολυτέλεια ή είναι ψυχαναγκασμός; Τα παράθυρα βλέπουν 
στο δρόμο. Πίσω από την κυρίως είσοδο το χωλ είναι μικρό. Οι γείτονες 
είναι λίγοι, είναι κοντινοί. Ακούνε τις φωνές σου αν φωνάξεις, τους καυγάδες
 σου αν καυγαδίσεις. Αν βγεις να καθίσεις στην αυλή σε βλέπουν από γύρω. 
Κι όσοι περνούν από το δρόμο βλέπουν αν έχεις καταφέρει να βάψεις 
το σπίτι σου και τα παράθυρά σου, αφού όλα βρίσκονται στο ύψος των ματιών. 
Μήπως οι απρόσωπες πολυκατοικίες είναι καλύτερες τελικά, καθώς κρύβεσαι 
μέσα στο πλήθος και δεν ακούγεσαι μέσα στη φασαρία;
Αν και μικρά τα σπιτάκια είχαν κάποια στολίδια, να κοιτάζεις αυτά και 
να αφήνεις τους ανθρώπους στην ησυχία τους. Γύψινα κιονόκρανα, πλαίσια 
παραθύρων. Μεταλλικές αυλόπορτες περιποιημένες. Είδος υπό προστασία 
θα έπρεπε να τις κηρύξουμε. Λέμε τώρα. Από κει διακριτικά περνάς στο πίσω
 μέρος του σπιτιού και μπαίνεις στην κουζίνα. Μπαινοβγαίνεις ανεπίσημα, 
σε στέλνει η μάνα σου για θελήματα, φωνάζεις τη νοικοκυρά να ψωνίσει, 
ή να της πεις δυο κουβέντες στ’ αυτί. Τέτοιες δουλειές θα γίνονταν κάποτε, 
ίσως να γίνονται και τώρα. Αν και τώρα όλα μοιάζουν προσωρινά, σαν σκηνικό,
 λες και θα περάσει μετά τη βόλτα μου μια μεγάλη νταλίκα να τα σαρώσει.
Πολλά σπιτάκια είναι ακατοίκητα, πέφτουν και λειώνουν σιγά σιγά. 
Πρώτα βουλιάζουν οι σκεπές μέσα στα δωμάτια, ξέρουμε τις διαδικασίες. 
Βλέπεις παράθυρα να ανοίγονται στον ουρανό. Βλέπεις εσωτερικούς τοίχους 
να υψώνονται στη μέση ενός μικρού καταπράσινου οικοπέδου.
Με πιάνει λαχτάρα να τρέξω ξαφνικά, σα να με περιμένει πίσω από μια τέτοια 
αυλόπορτα η γιαγιά μου. Γρήγορα να μη φύγει. Γαλήνια φαντάσματα καλεί
 η λιακάδα. Να μου ανοίξει, να με μπάσει στην αυλή για να φάω μια φέτα ψωμί 
με βούτυρο και ζάχαρη. Δεν μου άρεσε το έδεσμα, αλλά η γιαγιά το εμφάνιζε 
σαν κάτι σημαντικό και το έτρωγα. Κι ακριβώς εκείνη τη στιγμή ανοίγει μια 
αυλόπορτα και βλέπω έναν άντρα στη δική μου ηλικία να βγαίνει με μια φέτα
 ψωμί με ζάχαρη στο χέρι, λες και γέρασε εκεί πέρα κάνοντας το παιδί.
 Μα δεν κατάλαβε ποτέ ότι είναι φριχτή η ζάχαρη πάνω στο βούτυρο;
 Πρέπει κανείς να μεγαλώνει κάποτε.
Θα έκανα λάθος. Δεν μπορεί να ήταν ψωμί με ζάχαρη αυτό το πράγμα.

Εν Αθήναις...όταν μύριζε καλοκαιράκι

$
0
0

Όταν έμπαινε η άνοιξη έβλεπες στη γειτονιά ετοιμασίες για την υποδοχή
του καλοκαιριού.
Πρώτα τα ασπρίσματα.....τα φρεσκαρίσματα και δεν προλάβαινε ο μπογιατζής....
"....των παιδιών το δωμάτιο να περάσουμε να φύγει η μούχλα να μυρίσει ασβέστης...." έλεγε η μάνα.
Το θερινό σινεμά είχε ανεβάσει ρολά και δουλεύανε μαστόροι....το αγιόκλημα
που είχε θεριέψει να συμμορφώσουν....να βάψουν και να κολλήσουν την χάρτινη πινακίδα.....ΕΝΑΡΞΗ ΣΕ ΛΙΓΕΣ ΗΜΕΡΕΣ.....φυσικά καιρού επιτρέποντος.
Έμπαιναν και τα ΠΡΟΣΕΧΩΣ με φωτογραφίες για να χαζεύεις και να περιμένεις
πότε θα ανοίξει .
Τα χειμερινά σινεμά ετοιμαζόντουσαν να κλείσουν και να βάλουν την πινακίδα
ΡΑΝΤΕΒΟΥ ΤΟΝ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟ.
Το θερινό σινεμά ήταν μια πολύ μεγάλη απόλαυση για όλα τα βαλάντια.
Θα θυμηθώ και το θρυλικό ζαχαροπλαστείο ΧΑΡΑ στο Τέρμα Πατησίων
(υπάρχει και σήμερα) όταν το ξεκίνησε ο φίλος ο Νίκος από την Πόλη
και έμαθε τους Αθηναίους να τρώνε παγωτό....το περίφημο εκμέκ καϊμάκι.
Σε ανέβαζε στους ουρανούς.....
Μικροί μεγάλοι εν δράσει έξω από την ΧΑΡΑ .

Πίσω στα παλιά

ΕΚΤΑΚΤΗ ΕΙΔΗΣΗ!

$
0
0



Εκλήθη EKTAKTΩΣ προ ολίγου στου Μαξίμου να πάρει μέρος στις διαπραγματεύσεις του Πρωθυπουργού
με την Τρόϊκα η Ζωή Κωνσταντοπούλου του ΣΥΡΙΖΑ.
Επικρατεί ανησυχία μεταξύ των μελών της Τρόϊκα ενώ το ΕΚΑΒ έστειλε ασθενοφόρο με καρδιολόγο για πάν ενδεχόμενο!

Γερμανοί ....αυτοί οι "φίλοι" μας!

$
0
0

Οσα μας χρωστούν οι Γερμανοί...
Νεκροί Ελληνες από την πείνα στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής μεταφέρονται
 με το ανατριχιαστικό κάρο στο νεκροταφείο.
ΤΟ ΒΗΜΑ

Ντύσιμο και οπλισμός την εποχή της Επανάστασης του 1821

$
0
0

Μετά την απελευθέρωση το ντύσιμο των Ελλήνων αρχίζει να έχει ευρωπαϊκές επιρροές. Ίσως να μη ντύνονται ακόμα όλοι «ευρωπαϊκά» αλλά και οι ελληνικές φορεσιές αρχίζουν να παίρνουν πολλές μεταλλαγές. Οι στολές της προεδρικής φρουράς και οι τυποποιημένες και πανομοιότυπες «παραδοσιακές ενδυμασίες» που υπάρχουν σήμερα μικρή σχέση είχαν με τις πραγματικές φορεσιές της εποχής. Σύμφωνα με τον Τάκη Λάππατο ντύσιμο από τα χρόνια 1600-1829 είναι ένα σπουδαίο θέμα για έρευνα, γιατί το θέαμα που παρουσιάζει η υπόδουλη Ελλάδα δεν απαντάται σε καμία άλλη σχεδόν χώρα του κόσμου. Δηλαδή δεν υπάρχουν μικροπαραλλαγές από περιοχή σε περιοχή, αλλά ολότελα αλλιώτικο ντύσιμο από ένα χωριό στο άλλο, χωριά που η απόστασή τους δεν ήταν δυο ώρες δρόμος.



Σχεδόν κανείς γειτονοχωρίτης δεν ήταν όμοια ντυμένος και αυτό ξεχώριζε περισσότερο στο γυναικείο ντύσιμο. Τα χρόνια εκείνα μπορούσες μια χαρά να καταλάβεις αμέσως πούθε κρατάει ο ξενοχωρίτης. Όχι από την προφορά και τους ιδιωματισμούς του, μα αρκούσε η φορεσιά του για να προδώσει το χωριό του. Το ίδιο μπορούσε κανείς να τους ξεχωρίσει επαγγελματικά ή ταξικά. Αλλιώς ντυνόταν ο κοτζαμπάσης, αλλιώς ο προύχοντας, ο προεστός, ο γεωργός, ο τσοπάνης, ο ξωτάρης…Στην συνέχεια θα δούμε το ντύσιμο Ρουμελιωτών και Μοραϊτών. Το ντύσιμο στην επανάσταση κρατήθηκε το ίδιο πού είχαν οι κλέφτες και οι αρματολοί.

Κεφάλι

Ας κάνουμε αρχή από το κεφάλι. Φορούσαν ένα μικρό στρογγυλό και κοφτό κόκκινο φέσι, που γύρω στη βάση του το τύλιγαν με μαντηλοδεσιά. Η μαντυλοδεσιά ήτανε τριών ειδών: μεταξωτό μαντήλι ή κασπαστή, το χρυσοκέντητο πόσι, και η άσπρη βαμβακερή πλουμιστή σερβέτα. Στο σημείο αυτό της φορεσιάς τους βρίσκει κανείς την τούρκικη επίδραση. Σαν παραδείγματα από γνωστούς καπεταναίους και χαλκογραφίες εκείνης της εποχής
φανερώνεται ότι κασπαστή είχανε μονάχα οι Αθηναίοι, πόσι ο Νικηταράς, οι Μαυρομιχαλαίοι, ο Μακρυγιάννης και πότε πότε ο Γέρος του Μοριά. Με σερβέτα μας είναι γνωστοί ο Οδυσσέας Αντρούτσος κι ο Πανουργιάς.

Πολλοί δε φορούσαν μαντηλοδεσιά, μα σκέτο μικρό κοφτό φέσι που στην κορυφή του είχε λίγη φούντα. Τέτοιο συνήθιζε πάντα ο Γκούρας και ο Κολοκοτρώνης. Την περικεφαλαία του ο Γέρος την είχε από τότε που ήταν μαγκιόρος – ταγματάρχης – του εγγλέζικου στρατού στα Επτάνησα το 1808 και την έβαζε στις επίσημες στιγμές της ζωής του, όπως και το θώρακά του. Άλλοι φορούσαν μεγάλο τουρλωτό κόκκινο φέσι όπως ο Καραϊσκάκης, οι Πετμεζάδες, κι η φούντα του ήταν μικρή και σ’ αυτό και στέκονταν στην κορφή. Μακριά φούντα όσο σχεδόν ολόκληρο το φέσι φορούσαν αργότερα στα χρόνια του Όθωνα κι ήταν παρμένη απ’ τους Σουλιώτες που τόσο τη συνήθιζαν.

Αυτή έγινε και το επίσημο στοιχείο της φορεσιάς της προεδρικής φρουράς (βασιλικής παλαιότερα). Και γενικότερα η στολή της προεδρικής φρουράς ακολουθεί την στολή των Σουλιωτών σε μεγάλο βαθμό. Επίσης πολλοί φτωχοί αγωνιστές φορούσαν ένα απλό συνήθως μαύρο μαντήλι στο κεφάλι. Γενικά τους προηγούμενους αιώνες στην Ευρώπη αλλά και στην Ανατολή το μέγεθος του καπέλου που φορούσε κανείς ήταν ανάλογο της κοινωνικής του τάξης και της εξουσίας του. Τα καπέλα των αξιωματούχων ήταν συνήθως πολύ μεγάλα, όπως και των αρχιερέων που ήταν πολύ ψηλότερα από τα σημερινά.


Μαλλιά


Απ’ τη μαντηλοδεσιά τους ή το φέσι, ξεχύνονταν ως τις πλάτες τα καλοχτενισμένα μακρυά μαλλιά τους. Γιατί τότε δεν κόβανε κοντά τα μαλλιά τους, μα τ’ αφήνανε περήφανα σαν χαίτη να ξανεμίζουν στους ώμους τους. Για να γυαλίζουν και να στέκουν καλοχτενισμένα τα άλειφαν με λάδι ή μεδουλάρι, αλοιφή καμωμένη από μεδούλι και μυρωδικά. Οι Μοραΐτες συνήθιζαν πιο μακρυά τα μαλλιά τους απ’ τους Ρουμελιώτες. Κι απόμειναν ξακουστά τα ξανθά και σγουρά μαλλιά των Μαυρομιχάληδων.

Γελέκι

Στο κορμί φορούσαν εσωτερικά το άσπρο πουκάμισο, όχι όμως φαρδομάνικο όπως τα μεταγενέστερα χρόνια. Πάντα ξεκούμπωτο και ανοιχτό μπροστά στο στήθος, χειμώνα καλοκαίρι. Ύστερα βάζανε το γελέκι, κι από πάνω τη φέρμελη με τις δυο αράδες ασημοκεντημένα μεγάλα κουμπιά. Μερικοί και αργότερα όλοι, αντί για φέρμελη βάζανε το μεϊντάνι που η διαφορά τους ήταν στο ότι στη φέρμελη φορούσαν τα μανίκια, ενώ στο μεϊντάνι ήταν ψεύτικα φοδραρισμένα με κόκκινο πανί και βρίσκονταν στις πλάτες πίσω σταυρωτά. Τα μεϊντανογίλεκα όπως λέγανε το γελέκι ή το μεϊντάνι, ήταν πάντα κεντημένα με χάρτσια μεταξένια πολύχρωμα και χρυσά τερτήρια, κορδόνια.

Φουστανέλα

Ζωσμένη στη μέση τους κρεμόταν γύρω τους η φουστανέλα. Στους καπεταναίους και τους γέροντες ήταν μακριά ίσα με το γόνατο και κάτω ακόμα, με πυκνές και πολλές πτυχές, δίπλες ή λαγκιόλια όπως τις λέγανε. Για τα παλληκάρια και τους νεώτερους ήταν κοντή η φουστανέλα ως τους μηρούς και πιο ελαφριά με λιγότερες δίπλες. Στη Ρούμελη συνηθίζονταν πιο πολύ η κοντή με πολλές δίπλες – όπως σήμερα της προεδρικής φρουράς – ενώ στο Μοριά μακρυά κι όχι πολύ πυκνή. Η φουστανέλα ήταν καθιερωμένη σ’ όλη τότε την Ελλάδα. Για αυτό όσους έρχονταν απ’ το εξωτερικό ντυμένοι «ευρωπαϊκά» τους λέγανε πειραχτικά ψαλιδοκέριδες ή σπλινάντερους. Τους νησιώτες και τους ναυτικούς με τις βράκες τους λέγανε ντουντούμιδες ή χαλτούπιδες.

Η φουστανέλα μ’ όλο που ήταν καμωμένη με άσπρο ύφασμα σπάνια κρατούσε για πολύ την όψη της. Τη χρησιμοποιούσαν για πολλές δουλειές. Μ’ αυτή σκούπιζαν το πρόσωπό τους και τα χέρια τους, το σουγιά τους και καμιά φορά τ' άρματά τους. Πολλά παλληκάρια για να μην πιάνει η φουστανέλα τους εύκολα «λέρα» την άλειφαν με ξύγκι! Πολλοί επίσης από τους αγωνιστές δε γνωρίζανε τι θα πει σώβρακο, το απόφευγαν μια και τους σκέπαζε τόσο καλά η φουστανέλα τους.


Υποδήματα

Τα πόδια τους τα σκέπαζαν ως πάνω στα σκέλια με τις μακριές άσπρες κάλτσες, που τις λέγανε βλαχόκαλτσες. Τις ύφαιναν από τραγόμαλλο και είχανε ειδικότητα στην κατασκευή τους στα Άγραφα. Οι τσόχινες μαύρες κάλτσες, κι’ ύστερα κόκκινες – μοιάζανε με τις γκέτες –
σκέπαζαν μονάχα τη γάμπα και το πάνω μέρος του παπουτσιού και φορέθηκαν στα οθωνικά χρόνια. Στο Εικοσιένα αυτές οι κάλτσες ήταν άγνωστες. Η ποδεμή τους ήταν τα τσαρούχια, όχι όμως με φούντα μπροστά αλλά μυτερά. Τα έφτιαχναν με ακατέργαστο βοδινό δέρμα και ήταν πολύ ελαφρά και γερά. Στα πόδια τους τα στήριζαν δένοντάς τα γύρω στη γάμπα τους με φαρδύ λουρί – τις θηλιές – και το λουρί αυτό το έπιαναν απ’ την κάλτσα τους κάτω απ’ το γόνατο με το τσαρουχοτοκά. Υπήρχε και άλλος τρόπος να πιάνουν τα τσαρούχια τους με ένα πισινό λουρί, το τσαγκαρόλουρο. Τα πρώτα τα φορούσαν στη Ρούμελη, ενώ τ' άλλα στο Μοριά. Οι φτωχότεροι φορούσαν γουρνοτσάρουχα, φτιαγμένα από δέρμα χοίρου.

Ντουλαμάς

Η φορεσιά κλείνει με τον ντουλαμά. Τον ρίχνανε πάνω τους σαν έπιανε κρύο και ήταν φτιαγμένος από τσόχα που την κεντούσαν με μαύρο μετάξι. Ο ντουλαμάς έφτανε ως τη μέση. Για τη βαρυχειμωνιά όμως είχανε τις φλοκάτες. Ήταν χωρίς μανίκια σαν τις παλιές μπέρτες κι’ έφταναν ως κάτω απ’ το γόνατο. Τις ύφαιναν με «φλόκο» - κρόσια – που τον φορούσαν από μέσα για να ξεσταίνονται πιο πολύ και το συνηθισμένο χρώμα του ήταν το άσπρο. Σαν βρίσκονταν έξω το χειμώνα, χρησιμοποιούσαν τη φλοκάτα για στρωσίδι και για σκέπασμα. Για τον ίδιο σκοπό άλλοι είχανε την κάπα – ίδιο σχέδιο με τη φλοκάτη φτιαγμένη όμως από τραγόμαλλο και βαλμένη στις νεροτριβές για να πήξει και να μην περνάει η βροχή και το κρύο.

Σελλάχι

Συμπλήρωμα στην κύρια φορεσιά τους ήταν το σελλάχι. Το έζωναν στη μέση τους, αλλά να πιάνει στα πλάγια στην αριστερή μεριά και μπροστά το μισό αριστερό πλευρό. Ήταν φτιαγμένο το σελλάχι από τσόχα κόκκινη, σπάνια μαύρη, φύλλα - φύλλα για να κάνουν τις θήκες και κεντημένο με πολλών τεχνοτροπιών χρυσά κεντήματα, μα τα πιο συνηθισμένα δράκοντες και γοργόνες. Ανεξήγητο μένει γιατί οι στεριανοί αγαπούσαν τα θαλασσινά πλουμίδια, όπως και αυτά που στόλιζαν τις γκλίτσες και τις πίπες τους. Το πέτσινο σελλάχι φορέθηκε στα χρόνια του Όθωνα. Στις μέσα θήκες του σελλαχιού έβαζαν το ασημένιο τάσι τους για να πίνουν νερό, το τσαγκαροσούβλι για να μπαλώνουν τα τσαρούχια τους, την «ώρα»τους όπως λέγανε το ρολόγι, κι’ αν ξέρανε γράμματα και μπορούσανε να χαράζουν την υπογραφή τους, το ασημένιο καλαμάρι με το φτερό. Σε κάποια άκρη πάντα θα βρισκόταν και το αντίδοτο φάρμακο για τα δηλητήρια, το παντσεχρί. Μα δεν ήταν μονάχα αυτά που έπαιρνε το σελλάχι, πιο κάτω θα δούμε τα υπόλοιπα.

Στολίδια

Την όλη τους φορεσιά συμπλήρωναν και τα στολίδια τους, τα τσαπράζια ή τουσλούκια, όπως τα έλεγαν. Πρώτο ήταν το κουτσέκι. Στόλισμα ασημωμένο που στις τέσσερες πλευρές του κρεμόνταν σειρά από ψιλές αλυσίδες και κάλυπτε ολόκληρο το στήθος. Στηρίζονταν με θηλιές στις τέσσερες άκρες του στήθους, με τρίγωνα θηλικωτήρια που είχαν ζωγραφισμένο πάνω τους με σαββάτι (μαύρο σμάλτο) συνήθως το δικέφαλο αητό και στη μέση το κουτσέκι σε μεγάλη πλάκα είχε τους πολεμικούς αγίους, τον Αη-Γιώργη και τον Αη-Δημήτρη. Επειδή τα πιο πολλά τσαπράζια ήταν ζωγραφισμένα με σαββάτι, τα λέγανε σαββατλίδικα. Απ’ το αριστερό τους ώμο ήταν κρεμασμένο μ’ ασημένια αλυσίδα το στρογγυλό χαϊμαλί που έκλεινε μέσα του διάφορα φυλαχτά. Στις δυο όψεις του είχε σκαλισμένα τον προστάτη άγιο του και το Βαγγελισμό ή την Ανάσταση. Στην δεξιά μεριά είχαν μεριά είχαν το γυριστό ασημένιο σουγιά τους. Στο πίσω μέρος, στη μέση τους, στο λουρί του σελλαχιού, ήταν περασμένες οι δυό μπαλάσκες που πάνω τους είχαν πελεκημένη ανάγλυφα σχέδια π.χ. την Παρθένα Αθηνά. Μέσα βάζανε τα φουσέκια για τα ντουφέκια τους. Αριστερά πάλι απ’ τη λουρίδα του σελλαχιού κρεμόντανε τα φυσεκλίκια, με φουσέκια για τις κουμπούρες και μια θήκη που βάζανε τις τσακμακόπετρες, το μεδουλάρι, άλοιμα για τα ντουφέκια φτιαγμένο από μεδούλι και άλλες λιπαρές ύλες. Δεξιά μεριά κρεμόνταν κι η πέτσινη καπνοσακκούλα τους. Όλα τούτα τα δένανε μ’ ασημένια και πλουμιστά ζωστάρια. Μπροστά στον αριστερό μηρό, σε μακριά λουριά περασμένα – σε δυο σε τρεις αράδες – κρεμόνταν τα στρογγυλά ή και τρίγωνα ασημένια γαντζούδια ή τοκάδες. Δυο όμοια γαντζούδια σκέπαζαν τα γόνατά τους. Τούτο το στόλισμα το συνήθιζαν πολύ πριν το 1800. Και βλέπουμε να φοράει κάτι τεράστια ο πατέρας του Οδυσσέα, ο γερο Αντρούτσος όπως μας τον παρουσιάζει παλιά ζωγραφιά.



Άρματα

Δεν μπορούσε εκείνη την εποχή να νοηθεί η φορεσιά χωρίς τα άρματα. Ήταν αναπόσπαστο μέρος. Γυμνοί και κουρελήδες πολλοί, μα χωρίς άρματα κανείς. Φλωροκαπνισμένα, ασημοστόλιστα, σκαλιστά και σαββατλίδικα. Δεν είχε σημασία αν κάποιος ήταν πλούσιος ή φτωχός, καπετάνιος ή παληκάρι το μεράκι για τα άρματα ήταν το ίδιο. Τις περισσότερες φορές τα άρματα δεν ήταν αγορασμένα, αλλά λάφυρα αρπαγμένα από το χέρι ή το κορμί του εχθρού.



Κουμπούρες-Χαρμπί

Μέσα από το σελλάχι ξεπεταγόντανε πάντα δυο δίδυμες κουμπούρες. Παφίλια και λαβή, μαλαματοκαπνισμένα ή από ασήμι. Στην έξω θήκη του σελλαχιού βρίσκονταν το χαρμπί – οβελός όπως τον έλεγαν οι λογιώτατοι. Αυτό είχε πολλές χρήσεις. Όπως ήταν μεσα στη θήκη του, το χρησιμοποιούσανε βέργα για να γεμίζουν τις κουμπούρες. Όταν το ξεθηκαρώνανε γίνονταν φονικό όπλο στα χέρια του πολεμιστή. Ήταν κοφτερό και μυτερό, στρογγυλεμένο απ’ όλες τις πλευρές. Μπροστά ήταν διχαλωτό και το μεταχειρίζονταν αντί για πηρούνι και με τη διχάλα πιάνανε και το κάρβουνο απ’ το τσιμπούκι τους.





Γιαταγάνι

Απ’ το σελλάχι ήταν έξω-έξω πιασμένο το γιαταγάνι. Μαχαίρι μισό μέτρο λάμα ή και περισσότερο, φτιαγμένο από γερό ατσάλι. Τα πιο καλά ήταν της Δαμασκού γνωστά με το όνομα δαμασκί. Ηταν τόσο γερά που τρυπούσαν λαμαρίνα και άντεχαν να κόψουν χοντρή αλυσίδα. Το γιαταγάνι είχε τη λαβή αργυροσκαλισμένη και το θηκάρι του ασημοκαπνισμένο και πλουμιστό με γοργόνες και άγρια πουλιά. Μερικές φορές το θηκάρι ήταν από τομάρι αγριομερινού ή φιδιού.



Μπελ χατζάρι - Τσεκούρι - Τοπούζι

Στη μέση του πολεμιστή, δεξιά μεριά από το λουρί του σελλαχιού βρίσκονταν πιασμένο το δίκοπο μικρό μαχαίρι, το μπελ χατζάρι. Αυτό το μεταχειρίζονταν πιο πολύ οι Τούρκοι, οι Έλληνες το είχαν όσοι το απέκτησαν σαν λάφυρο. Κατά την ίδια μεριά πιο πέρα ήταν ζωσμένο το τσεκούρι τους. Τέτοιο συνήθιζαν να φέρουν μονάχα οι καπεταναίοι και ήταν συμβολικό. Είχαν ο Κολοκοτρώνης, ο Καραϊσκάκης, οι Μαυρομιχαλαίοι κ.ά. Άλλο πράγμα η στραταρχική ράβδος, αυτή ήταν το τούρκικο τοπούζι. Ένα ραβδί, δυο πιθαμές μάκρος που στη μια μεριά είχε ένα στρογγύλεμα με χυτό μολύβι μέσα για να βαραίνει και στην άλλη μεριά τελείωνε σε βέλος αγκαθωτό. Από παλιά το είχανε οι πασάδες και σαν έφερναν μπροστά τους κανένα φταίχτη και ήθελαν οι ίδιοι να τον τιμωρήσουν, αν το φταίξιμό του ήταν μικρό, με το στρογγύλεμα από το τοπούζι του δίνανε κάμποσες στο κεφάλι, αν παλι ήταν βαρύ το κρίμα τον τρυπούσαν στην κοιλιά με το βέλος.



Σπάθα - Πάλα

Απ’ το αριστερό μέρος του κορμιού τους, από μεταξόπλεχτη λουρίδα, κρεμόντανε η αστραφτερή και καμπυλωτή πάλα. Η λαβή της πάντα έμοιαζε με κεφάλι άγριου δράκοντα, που πολλές φορές πολύτιμα πετράδια στόλιζαν τα μάτια του. Το θηκάρι ήταν όμορφα στολισμένο με ερπετά, λιοντάρια, αγριομερινά και η θήκη έκλεινε μοιάζοντας με ουρά δράκοντα. Σε επιδέξια χέρια ήταν από τα πιο φονικό όπλα. Με μια σπαθιά μπορούσαν να κόψουν από τον ώμο άνθρωπο στα δύο. Ξακουστή ήταν η τέχνη και η δύναμη του Γκούρα και του Νικηταρά στην πάλα.














Καριοφίλια

Ξακουστό ήταν το ντουφέκι του Εικοσιένα, το περίφημο καριοφίλι. Στην Ελλάδα πρωτοεμφανίστηκε γύρω στα 1700 και υπήρξαν πολλές εικασίες για το όνομά του. Ο Σάθας υποστήριξε ότι πήρε το όνομά του από τον κατασκευαστή του στη Βενετία Carlo Figlio (Καρόλου Υιός). Ο Βαλαωρίτης δίνει την ποιητική εξήγηση «Ωνομάσθησαν ούτω, διότι έφερον κεχαραγμένον εν κυκλοειδή ζώνη το ομώνυμον εύοσμον φυτόν όπερ καλούμεν καρυοφίλλι». Άλλος πάλι ο Λεβίδης το μεταθέτει από την λέξη φυλλοκάρδι! Όλα τα ντουφέκια τα λέγανε καριοφίλια, αντίθετα με εκείνα που κρατούσανε οι ταχτικοί που τους είχαν δώσει το όνομα «σολντάτοι». Όμως αν και το σύνολο των ντουφεκιών έκλεινε στο όνομα καριοφίλι, τα ξεχωρίζανε σε είδη ανάλογα με το λαμνί (κάννη), τις φωτιές, το μάκρος του και τα παφίλια που το κρατούσανε δεμένο στο κοντάκι, πέντε ως οκτώ παφίλια. Μερικά από τα είδη καριοφιλιών ήταν: Φιλύντρα, Λαζαρίνα, Μιλιώνι, Νταλιάνι, Τρικιώνι, Αρμούτι, Γκιζαήρ, Σισανές, Ντάντσικα, Σαρμάς, Σαρμά-Σισανές, Χαρέ Σαρμά, Παπά Καριοφίλι, Ψαλιδιάς, Σαντέ, Μαντζάρι κ.ά. Σώζεται και το δημοτικό τραγούδι:
«Νταλιάνι μου στον πόλεμο κι’ Αρμούτι στο σημάδι,
και καριοφίλι στη φωνή σαν άξιο παλληκάρι»


Το καριοφίλι ήταν από τα αγαπημένα όπλα των αγωνιστών που τα βάφτιζαν και με ξεχωριστό όνομα. Ο Θανάσης Διάκος το έλεγε «παπαδιά», ο Καραϊσκάκης «Βασιλική», ο Δημ. Μακρής «Λιάρο» κλπ. Χαρακτηριστική ήταν και η παροιμία «γυναίκα, ντουφέκι και άλογο δεν δανείζεται».


πηγή

http://lykawn.blogspot.com
 Θέματα Ελληνικής Ιστορίας

Ο ήρωας λοχίας Ίτσιος και τα 38.000 «ΟΧΙ» στη Γερμανία

$
0
0

Ο ήρωας λοχίας Ίτσιος και τα 38.000 «ΟΧΙ» στη Γερμανία (pics + video)


Σαν σήμερα, στις 6 Απριλίου 1941 εκδηλώθηκε η εαρινή επίθεση των Γερμανών εναντίον της Ελλάδας. Με την ευκαιρία της σημερινής ημέρας ιστορικώς και της παρούσας συγκυρίας με την γερμανική ηγεμονία να πολιορκεί χώρες του ευρωπαϊκού νότου με πρόσχημα τη δημοσιονομική πειθαρχία είναι ευκαιρία να θυμηθούμε την ιστορία ενός ήρωα.
Ήταν ένας απλός άνθρωπος όπως όλοι μας, ο οποίος πήρε τη μεγάλη απόφαση να μην παραδοθεί στην ισχυρότερη πολεμική μηχανή χωρίς αντίσταση. Διαβάστε τι έκανε ο λοχίας Δημήτριος Ίτσιος όταν έμεινε ολομόναχος μέσα σε ένα πυροβολείο και κυρίως προσέξτε ποια ήταν η συμπεριφορά των Γερμανών.
Η συμπεριφορά αναπαράγεται από γενιά σε γενιά ως έθος και δείχνει πως οι απόγονοι των Ούννων αντιμετωπίζουν όσους νικούν ύστερα από μάχη. Το παράδειγμα της Κύπρου και του πολιτικού διασυρμού που υπέστησαν πριν από μερικές ημέρες ο Πρόεδρος κ. Νίκος Αναστασιάδης και ο παραιτηθείς υπουργός Οικονομικών κ. Μιχάλης Σαρρής στο δεύτερο Eurogroup ωχριά μπροστά την περίπτωση του λοχία Ίτσιου.
Όπως δήλωσε πρόσφατα ο στρατηγός που έσωσε τη Λευκωσία από τις ορδές του Αττίλα, ο επίτιμος Γενικός Επιθεωρητής Στρατού κ. Δημήτρης Αλευρομάγειρος σε Ελλαδίτες και Κύπριους Έλληνες είναι σαφές: «Μην επιτρέψετε στους Γερμανούς να μας νικήσουν»! Ρήση επίκαιρη εν όψει και των κρίσιμων διαπραγματεύσεων του πρωθυπουργού κ. Αντώνη Σαμαρά με την τρόικα που άγεται και φέρεται, όπως ορίζει το Βερολίνο.
Το χαρακτηριστικό του Έλληνα
Πολλοί είναι οι ιστορικοί που μελετούν όλες τις περιόδους της ελληνικής ιστορίας που διαπιστώνουν ένα κοινό χαρακτηριστικό. Αυτός ο λαός στα πολύ δύσκολα με κάποιο μαγικό τρόπο αφυπνίζεται, ενώνεται, πολεμά μέχρι θανάτου για την εθνική του αξιοπρέπεια.
Δεν είναι τυχαίο ότι ο πρωθυπουργός της Βρετανίας Ουΐστον Τσώρτσιλ όταν πληροφορήθηκε για την ελληνική εποποιΐα στην Αλβανία δήλωσε στη Βουλή ότι οι Έλληνες δεν πολεμούν σαν ήρωες, αλλά οι ήρωες πολεμούν σαν Έλληνες. Ίσως γι’ αυτό το λόγο δεν ανταποκρίθηκε στις εκκλήσεις των Αθηνών να γίνει η αντεπίθεση των Συμμάχων από τον χειμώνα του 1940 έως τις αρχές του 1941 από την Ελλάδα. Αντιθέτως φρόντισε να φύγει άρον – άρον ό,τι άξιζε στη Μέση Ανατολή και μετά την Απελευθέρωση επέτρεψε σε σκιές όπως ο Σκόμπυ να χωρίσουν τον λαό και να τον οδηγήσουν σε διχασμούς.
Ο ήρωας της ιστορίας μας ήταν ένα πρόσωπο πιο απλό και πιο θαυμαστό. Ένας Έλληνας λοχίας που απέναντι στην πολεμική υπερδύναμη των Ναζί δεν κιότεψε λεπτό, ακόμα κι όταν έμεινε μόνος του σε ένα πολυβολείο. Με το όπλο του άδειασε 38.000 σφαίρες στα κορμιά των Γερμανών εισβολέων.
Σταμάτησε μόνο όταν του τελείωσαν οι σφαίρες και αφού είχε προξενήσει απίστευτες απώλειες στους Γερμανούς!
Αυτή είναι η ιστορία του λοχία Δημήτρη Ίτσιου. Διδαχή για τους σύγχρονους «σωτήρες» που σκύβουν το κεφάλι στην γερμανική μπότα παραδίδοντας κυριαρχικά δικαιώματα της πατρίδας και προδίδοντας τα κεκτημένα, τα ιδεώδη, τις αρχές και τις αξίες ενός λαού χωρίς καμία αντίσταση.
Ο ηρωικός έφεδρος λοχίας
Ο Δημήτριος Ίτσιος γεννήθηκε το 1906 στην ακόμα σκλαβωμένη τότε Μακεδονία από Βλάχους γονείς. Με την κήρυξη του Δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου επιστρατεύθηκε ως έφεδρος λοχίας και υπηρετούσε στο Μπέλες, πάνω από το χωριό του, τα Άνω Πορόια Σερρών.
Στην κορυφογραμμή του Μπέλες ήταν στημένα τα πρώτα πρόχειρα φυλάκια προκάλυψης της «γραμμής Μεταξά». Λίγο πιο κάτω, σε απόσταση περίπου δύο χιλιομέτρων από την οροθετική γραμμή, βρίσκονταν τα εννέα σκυρόδετα ελληνικά πυροβολεία, στημένα κατά μήκος της δεύτερης αμυντικής γραμμής. Οι υπερασπιστές των πυροβολείων είχαν εντολή να αμυνθούν ώσπου ο στρατός του υποτομέα Ροδοπόλεως να συμπτυχθεί χωρίς απώλειες προς τα Κρούσια κι αμέσως μετά, να εγκαταλείψουν κι αυτοί τις θέσεις τους με κανονική υποχώρηση, έχοντας ως πλεονέκτημα την άριστη γνώση της περιοχής.
Κατά την εισβολή των Γερμανών στο Μπέλες, στις 6 Απριλίου 1941, ο έφεδρος λοχίας Ίτσιος βρέθηκε να είναι επικεφαλής του Πολυβολείου Π8.
Ξημέρωσε… καυτό μολύβι
Είναι 5:15΄ το ξημέρωμα, όταν ψηλά στην «Ομορφοπλαγιά» του Μπέλες η πιο τέλεια πολεμική μηχανή της εποχής αρχίζει το καταστροφικό της έργο. Το πρώιμο γλυκοχάραμα έρχεται συντροφευμένο από ομοβροντίες Γερμανικών πυροβόλων, όλμων και πολυβόλων. Αρχίζει η επίθεση.
Οι υπερασπιστές της προκάλυψης ανταπαντούν.
Τα μάτια του Ίτσιου και των συντρόφων του κατακόκκινα απ’ την ολονύχτια αγρυπνία ερευνούν πόντο - πόντο το έδαφος μπροστά τους. Με το δάχτυλο στην σκανδάλη είναι έτοιμοι να αντιτάξουν σκληρή αντίσταση στην ιταμή επίθεση. Η προκάλυψη αντιστέκεται ηρωικά.
Ο ήλιος, στις πλαγιές του Μπέλες, αρχίζει σιγά - σιγά το καθημερινό του ανηφόρισμα. Κάποια στιγμή ακούγεται βόμβος αεροπλάνων. Τρία ή τέσσερα «στούκας» πλησιάζουν την περιοχή και ξερνούν σίδηρο και φωτιά. Στη σφοδρότητα των επίγειων και ουράνιων επιθέσεων δεν αντέχει άλλο η προκάλυψη. Αναδιπλώνονται οι υπερασπιστές της πρώτης γραμμής.
Έρχεται η σειρά των πολυβολείων. Θερίζουν τα πολυβόλα τους. Ατσάλινοι οι υπερασπιστές τους καθηλώνουν τους Γερμανούς. Τα αεροπλάνα βουτούν και ξαναβουτούν με λύσσα σκορπώντας φωτιά και όλεθρο. Τα οχυρά αντιστέκονται. Οι υπερασπιστές των πολυβολείων ποτίζουν με το αίμα τους τα ιερά χώματα της γενέθλιας γης.
Σταδιακά τα ελληνικά πυροβολεία Π3, Π4, Π5 και Π9, σιγούν. Ακολουθεί το Π6 που, περικυκλωμένο από τον εχθρό, έπειτα από σθεναρή αντίσταση, καταλαμβάνεται το μεσημέρι…
Τα πυροβολεία Π7 και Π8, όμως, συνεχίζουν να μάχονται. Μέσα βρίσκονται Έλληνες με ψυχή, θρεμμένοι με τα ιδεώδη της ελευθερίας, με τα ιδανικά της αυτοθυσίας. Έλληνες, που δε διαπραγματεύονται ούτε μια σπιθαμή ελληνικής γης… Γνωρίζουν πως δεν υπάρχει ελπίδα γι’ αυτούς. Αλλά, δεν τους νοιάζει.
Το πυροβολείο Π8, έχει στη διάθεσή του 38.000 φυσίγγια, που οι υπερασπιστές του είναι διατεθειμένοι να τα «ξοδέψουν» με τη «δέουσα τσιγκουνιά».
Η διαταγή του ήρωα
Κάποια στιγμή ο λοχίας Ίτσιος βλέποντας το μάταιο της θυσίας, διατάζει τους στρατιώτες της μονάδας του να εγκαταλείψουν το Π8. Ο ίδιος θα μείνει και θα προσπαθήσει να εξοντώσει μόνος του τους Γερμανούς εισβολείς. Μερικοί υπακούουν. Οι Ανωπορογιώτες όμως μένουν. Φίλοι και σύντροφοι στις δουλειές και στα γλέντια στο χωριό. Πιστοί συμμαχητές του τώρα στο Π8, στην απόφασή του για αντίσταση μέχρις εσχάτων, στη θυσία.
Μεθυσμένος ο Ίτσιος από τους καπνούς και τη βαριά μυρωδιά της μπαρούτης, αλλά και σε κατάσταση έκστασης, αποκρούει με το πολυβόλο του τις λυσσασμένες απόπειρες των Γερμανών για κατάληψη του οχυρού του.
Γυαλίζουν τα κράνη των σκοτωμένων Γερμανών στρατιωτών της Βέρμαχτ στον απριλιάτικο ήλιο. Οι επιθέσεις συνεχίζονται, πληθαίνουν, σκληραίνουν. Μα ο Ίτσιος δεν σταματά με το πολυβόλο του να σκορπά τον όλεθρο και το θάνατο στο Γερμανό εισβολέα. Όσο πιο πολύ κρατήσει στο μετερίζι του, τόσο πιο ασφαλής θα γίνει η υποχώρηση των άλλων προς τα Κρούσια. Ούτε σκέψη για τη δική του σωτηρία με φυγή.
Γιατί αυτός δεν κιότεψε λεπτό… Η καρδιά του χτυπούσε για τα «αδέρφια» του! Πολεμούσε για όλους τους Έλληνες. Ένας για όλους!
Νεκρό το τηλέφωνο
Η χαρά της θυσίας για την πατρίδα δίνει φτερά στην ψυχή, στα χέρια, στο πολυβόλο του λοχία. Οι άδειοι κάλυκες γεμίζουν τον ελεύθερο χώρο του πολυβολείου. Το τηλέφωνο με τη Διοίκηση από ώρα έχει σιγήσει. Κάποια στιγμή τελειώνουν τα πυρομαχικά.
Αμέσως μετά ακολουθεί μια αλλόκοτη σιωπή. Οι Γερμανοί λουφάρουν. Αυτό φαίνεται, περίμεναν. Το τελείωμα των φυσιγγιών. Ο λοχίας με τους συντρόφους του γνωρίζουν πως έπραξαν το καθήκον τους. Πολέμησαν για την πατρίδα, για τις οικογένειές τους, τους φίλους τους. Ξέρουν πως μάλλον δεν θα ξαναδούν ποτέ τους δικούς τους ανθρώπους, για τους οποίους υπεραμύνθηκαν.
Με δυσκολία ανοίγουν τη βαριά σιδερόπορτα του φρουρίου τους. Τα άδεια φυσίγγια την έχουν φρακάρει. Σε λίγο βρίσκονται έξω. Στο γεμάτο από καπνούς, μυρωδιά μπαρούτης και θάνατο αέρα του βουνού.
Είναι προχωρημένο απόγευμα. Κράτησαν για καλά. Στην κατάσταση αυτή -μισοζαλισμένοι και ιδρωμένοι από την περίεργη σιωπή - ούτε που κατάλαβαν την περικύκλωσή τους, άοπλοι αυτοί, από ομάδα Γερμανών.
Άπταιστα ελληνικά ο Ναζί
Ο επικεφαλής αξιωματικός σε άπταιστα ελληνικά διατάσσει να παρουσιαστεί ο αρχηγός του φρουρίου Π8.
Η σκηνή που ακολουθεί, ζωντανεύει, χωρίς υπερβολή, την Αλαμάνα με το Διάκο της πάνω στα Μακεδονικά βουνά. Ευθυτενής, με αγέρωχη αξιοπρέπεια χωρίς ίχνος πρόκλησης και ανόητης επίδειξης, κάνει ο Ίτσιος δυο - τρία βήματα μπροστά, χαιρετά στρατιωτικά το Γερμανό αξιωματικό και με σταθερή φωνή αναφέρει:
- Ίτσιος Δημήτριος, Λοχίας Πεζικού.
Ξαφνιάζεται ο άλλος. Στα μάτια του εύκολα θα μπορούσε να διακρίνει κανείς το θαυμασμό του για το παλληκάρι.
- Συγχαρητήρια λοχία. Με τη γενναιότητά σου ζωντάνεψες εδώ πάνω, σε τούτα τα βουνά, την πανάρχαια ιστορία των προγόνων σου.
Αμέσως μετά του κάνει νεύμα να τον ακολουθήσει. Τον οδηγεί στο ξέφωτο μπροστά από το πολυβολείο, και δείχνοντας του τις δεκάδες των πτωμάτων των στρατιωτών του - πάνω από 200 κατά έγκυρη εκτίμηση - του λέει:
- Αυτό που βλέπεις λοχία είναι έργο δικό σου.
Ο Ίτσιος γαλήνιος σαν όλους τους πραγματικούς ήρωες απαντά λακωνικά:
- Έπραξα το καθήκον μου.
- Εσύ έπραξες το καθήκον σου. Τώρα η σειρά μου να «εκτελέσω» κι εγώ το δικό μου καθήκον.
Και μπροστά στα έκπληκτα μάτια των Ελλήνων και Γερμανών στρατιωτών, βγάζει το πιστόλι του και στυλώνοντάς το στον κρόταφο του παλληκαριού τον εκτελεί εν ψυχρώ.
Η πρώτη εν ψυχρώ εκτέλεση
Πέφτει άψυχο το παλληκάρι στα πόδια του εκτελεστή του. Μια αυλακιά άλικο αίμα πνίγει τα πρώτα αγριολούλουδα της «Ομορφοπλαγιάς» σημαδεύοντας τα όρια της γενναιότητας της πατριδολατρίας και της θυσίας από τη μια και της βαρβαρότητας, του φασισμού και της απανθρωπιάς από την άλλη. Ψυχρή, εγκληματική δολοφονία!
Ο Γερμανός ήξερε καλά πως τη στιγμή εκείνη, διέπραττε ένα έγκλημα πολέμου, μια στυγνή κι αποτρόπαια δολοφονία, μπροστά στα απορημένα βλέμματα των δικών του στρατιωτών και στα γεμάτα πίκρα και αγανάκτηση βλέμματα των συμπολεμιστών του Ίτσιου. Επειδή, ο λοχίας τους, δεν έπεσε. Δολοφονήθηκε εν ψυχρώ. Έφυγε από τη ζωή άδικα, μια όμορφη Απριλιάτικη ημέρα στην καρδιά της άνοιξης…
Η θυσία του έχει καταγραφεί σε σχετική πολεμική έκθεση του 111/70 τάγματος Πεζικού, όπου μεταξύ των άλλων, αναφέρονται:
«….ο γενναίος Ίτσιος Δημήτριος με το σκληρό θάνατό του θα εισέλθει στο πάνθεον των ηρώων και η ιστορία θα αναγράφει το όνομά του προς παραδειγματισμό των επερχόμενων γενεών....»
Όταν πήγε η γυναίκα του
Το πτώμα του, μαζί με αυτά των άλλων συμπολεμιστών του, ετάφη στην Ομορφοπλαγιά.
Το 1946, η σύζυγός του, Άννα, μαζί με άλλους συγχωριανούς, ξέθαψαν και μετέφεραν τα οστά του και των άλλων πεσόντων στο Ηρώο του χωριού Άνω Πορόια. Είναι η χρονιά που απονέμεται μεταθανάτια στο λοχία ο βαθμός του Επιλοχία και το Αργυρό Αριστείο Ανδρείας για τη γενναιότητα και το θάρρος του.
Πολλά χρόνια μετά στήνεται στην «Ομορφοπλαγιά» και κοντά στο θρυλικό πλέον Π8 αναμνηστική στήλη, το δε στρατόπεδο που υπάρχει στο χώρο της θυσίας του ονομάζεται «Στρατόπεδο Ίτσιου».
Στις 10 Αυγούστου 1980, σε επίσημη τελετή γίνονται τα αποκαλυπτήρια της γλυπτικής σύνθεσης της κεντρικής πλατείας του χωριού Άνω Πορόια.
Το διακύβευμα για σήμερα
Σήμερα, επίκαιρα όσο ποτέ, ο ήρωας Δημήτριος Ίτσιος βροντοφωνάζει με τη χάλκινη σιωπή της προτομής του από την κεντρική πλατεία του Μακεδονίτικου κεφαλοχωριού, σε απόσταση αναπνοής από τα συμβατικά σύνορα του ασύνορου Ελληνισμού, ότι τα κόκκαλα των παλαιών και νέων Μακεδόνων ηρώων τσακίζουν αλύπητα τα βέβηλα χέρια φίλων και εχθρών, για όποια απόπειρα καπήλευσης της Ελληνικής ιστορίας.
- Ίτσιος Δημήτριος του Ευσταθίου...
- Παρών!


πηγή

Από το μετρό στο αφοδευτήριο της Ομόνοιας

$
0
0



Tου Δημητρη Ρηγοπουλου

Χθες η Αθήνα υπενθύμισε στον εαυτό της ότι διεκδικεί, ακόμα, θέση στον πολιτισμένο κόσμο. Οι δύο νέοι σταθμοί στο Περιστέρι και στην Ανθούπολη διευρύνουν το δίκτυο του μητροπολιτικού σιδηροδρόμου και, σε λίγους μήνες από σήμερα, όταν θα εγκαινιαστεί και η επέκταση προς τα νότια προάστια, ο κάτοικος του Ελληνικού θα μπορεί να φτάσει στην άλλη άκρη του Λεκανοπεδίου μέσα σε λίγα λεπτά της ώρας. Πολιτισμός.
Δεύτερο επεισόδιο: τίθεται σε εφαρμογή από την εβδομάδα ο νόμος 4039/12 για τα ζώα συντροφιάς, όπως δήλωσε ο αντιδήμαρχος Πρασίνου και Περιβάλλοντος του Δήμου Αθηναίων, Αγγελος Αντωνόπουλος. Οπως τόνισε, «θα επιβάλλονται πρόστιμα από 100 ευρώ για τον ιδιοκτήτη που δεν θα καθαρίζει το σημείο που λερώνει ο σκύλος του και θα φθάνει τις 30.000 σε περίπτωση κακοποίησης και βασανισμού ζώου». Το πώς η ελληνική κοινωνία είχε αποδεχθεί το γεγονός ότι τα πεζοδρόμια ήταν μια «φυσική» θέση για τις ακαθαρσίες των κατοικιδίων μας είναι μιας άλλης τάξης θέμα. Σημασία έχει ότι αυτή η νοοτροπία δείχνει να αλλάζει και ήδη, πολύ πριν ο δήμος έρθει να πράξει το αυτονόητο, ένας σεβαστός αριθμός συμπολιτών εμφανίζει σχετικά υψηλό βαθμό ευαισθησίας ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα.
Τη στιγμή, λοιπόν, που στους νέους σταθμούς του μετρό επικρατούσε πανηγυρική ατμόσφαιρα και ο αρμόδιος αντιδήμαρχος εξήγγελλε την εφαρμογή του νόμου για τα τετράποδα, όχι πολύ μακριά, στο κέντρο των Αθηνών και στην πλατεία Ομονοίας, η πρωτεύουσα κατηφόριζε αρκετά σκαλοπάτια στην κλίμακα των πολιτισμένων πόλεων.
Σε σχετικά κεντρικό σημείο, επάνω στην πλατεία, «συντροφιές» από μύγες ίπταντο πάνω από 6-7 «εστίες» περιττωμάτων, ανθρώπινων αυτή τη φορά... 
Ηταν προφανές ότι επρόκειτο για νυχτερινή «παραγωγή»... Ουδείς, μέχρι εκείνη την ώρα, λίγο πριν από τις 12 το μεσημέρι, δεν είχε καθαρίσει την περιοχή. Ασύλληπτο το θέαμα και μάλιστα όχι σε κάποιο στενοσόκακο της περιοχής ή σε ένα υποβαθμισμένο παρκάκι της γειτονιάς. Στην Ομόνοια! Λίγο πιο πέρα, δύο ξυπόλητα γυφτάκια έπαιζαν στο ξεραμένο χώμα που περιβάλλει το παρατημένο γλυπτό του Γιώργου Ζογγολόπουλου, το οποίο υποτίθεται ότι θα μεταφερόταν σε άλλο σημείο.
Σε αυτές τις συνθήκες, οι θλιβερές γλαστρούλες που θυμίζουν παραμεθόριο χωριό στα σύνορα Τουρκίας και Ιραν είναι το τελευταίο που θα σε ενοχλήσει...
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 6/4/13

....και τα λουλούδια ανθίζουν

Εν Αθήναις....ένα παλιό Σάββατο

$
0
0




Ημέρα πληρωμής το Σάββατο εκείνα τα χρόνια για τους ανθρώπους του μεροκάματου.
"Σάββατο νάναι μάστορα και ας είν σαράντα μέρες...." λέγανε.
Έβαζε το αφεντικό το χέρι στην τσέπη έβγαζε ένα πάκο χαρτονομίσματα επίτηδες
να τα βλέπει ο εργαζόμενος και να καταλαβαίνει ποιός είναι ο ισχυρός και άρχιζε 
να του τα μετράει φτύνοντας κάθε τόσο το δάχτυλο μήπως ξεφύγει κανένα παραπάνω.
Τα έπαιρνε ο εργαζόμενος και του έλεγε "....να είσαι καλά αφεντικό..."
Το απόγευμα γραμμή για ψώνια στα μπακαλομαναβοχασάπικα της γειτονιάς.
Αυτή την φορά άρχοντας ο μεροκαματιάρης....έδινε το τεφτέρι και έλεγε
"....ξώφλησέ το...."
Χαρά ο μπακάλης και από κοντά ο μπακαλόγατος με την βρώμικη ποδιά....
Βάλε σαλάμι....βάλε κεφαλίσιο για μακαρόνια...βάλε φέτα.....βάλε μακαρόνια...
Γέμιζε το δίχτυ αλλά και το τεφτέρι....
Απέναντι ο χασάπης...άλλα χαμόγελα....το ίδιο σκηνικό....
"...βάλε ανάμικτο κυμά...." κοιτούσε η σύζυγος έκανε νόημα να πάρουν ότι κάθε φορά καρακαταψυγμένο....ο αρχηγός της οικογένειας ήθελε έστω μια φορά να μοσχοβολήσουν οι κεφτέδες έστω με λίγο φρέσκο κυμά ανακατεμένο.
Τέλος πέρασμα και από τον ΕΒΓΑΤΖΗ .....τα πιτσιρίκια κολάγανε την μούρη
στην βιτρίνα του ψυγείου με τις πάστες τα γαλακτομπούρικα τα καταϊφια....
Από ένα έκαστος....διαλέχτε....
"....βάλε γωνία μπακλαβά...καταϊφι...σοκολατίνα...."
Μεγάλη ημέρα το Σάββατο....γιορτινή και το βραδάκι σε κάποιο σπίτι θα βρισκόντουσαν με τις κατσαρόλες τους για να ξημερώσει η Κυριακή για την εκκλησία το γήπεδο από το ραδιόφωνο την αλάνα.

Πίσω στα παλιά

Αμαρτωλό Κολωνάκι

$
0
0



Κάπου στο ιδιαίτερα αμαρτωλό 1932, η Κυρία Κ.Β. πιο γνωστή σαν η «Κυρία με τη μάσκα», ξετρέλανε όλους τους «μυημένους» του Κολωνακίου. Η «Χρεωκοπία» έχει το σπαρταριστό ρεπορτάζ...

«Άλλοτε, κατά τους ιπποτικούς χρόνους, η κ. δούκισσα ή η κ. μαρκησία επήγαινε στο ραντεβού του εραστού της ευπατρίδου ή ιππότου, φορώντας στο πρόσωπό της μάσκα από μαύρο ή κόκκινο βελούδο.

»Μόλις όμως η λεγάμενη έμπαινε μέσα στην ερωτική φωλιά, αμέσως έβγαζε τη μάσκα, έβγαζε τα ρούχα της και, κυριευμένη από αψείς επιθυμίας, έπεφτε στην παστάδα, στενάζοντας...

– Ιππότα μου!

– Γλυκειά μου!

»Και τα δύο σώματα εγίνοντο ένα.

»Αιώνες ολόκληροι επέρασαν από τότε. Και να που σήμερα επαναλαμβάνεται πάλι η ίδια ιστορία. Αλλ’ εξ αντιθέτου. Τώρα η αριστοκράτις κυρία βαδίζει στο δρόμο χωρίς μάσκα και βάζει τη μάσκα μόλις μπη στο σπίτι των ερωτικών οργίων. Πώς γίνεται αυτό; Ιδού:

»Υπάρχουν πολλές παντρεμένες που έχουν ανάγκη από χρήματα. Όσο χαρτζηλίκι και αν τους δίνει ο φουκαράς ο σύζυγος, δεν επαρκεί για τις φρενιασμένες ανάγκες τους. Μια μοντέρνα μανταμίτσα, αν θέλη να φιγουράρη στον καλό κόσμο, εάν θέλη να είνε του συρμού [Σ.τ.Σ.: στη μόδα], πρέπει να ξοδεύη, να ξοδεύη αλύπητα. Ο πολιτισμός εδημιούργησε χιλίων ειδών ανάγκες. Τα ντεσσού, οι πυτζάμες, τα μαγιώ, τα εντίμ ρουχικά, οι κρέμες, τα κραγιόνια, οι φούστες και τόσα άλλα πράγματα θέλουν παρά.

»Γι’ αυτό, μια μαντάμ και σμαρτ κυρία βρίσκεται πάντοτε στενοχωρημένη από χρήματα. Και καταφεύγει στη μαστρωπό της αριστοκρατίας, στην προαγωγό του καλού κόσμου. Το και το!

– Ό,τι θέλεις, χρυσή μου!

– Έχεις κανέναν παραλή;

»Όσους θέλεις, καλή μου. Όσους θέλεις. Και ποιος είνε εκείνος που δεν θα δώση λεφτά, για να απολαύση τις δικές σου ομμορφιές; Πω! Πω! Τι ομμορφιές, πάλι, είνε αυτές; για να σε δω! Και η έξυπνη πατρόνα αρχίζει έναν ενθουσιώδη ύμνο προς τα ζουμερά κάλλη της υποψηφίας. Τότε η αριστοκράτισσα λέει:

– Ξαίρεις όμως κάτι;

– Τι, κούκλα μου;

– Θέλω ένα χιλιάρικο για δυο ώρες.

– Τόχεις.

– Και δεν μπορώ νάρχομαι εδώ, παρά μόνο το απόγευμα. Θα κάνω δήθεν πως πηγαίνω στη ράφτρα μου, και θα μείνω μαζί με τον κύριο από τις πέντε έως τις εφτά.

– Καλά, μανίτσα μου, όπως θέλεις.

– Α κι’ ένα άλλο.

– Τι, κοκκόνα μου; Πες μου το ελεύτερα...

– Ο λεγάμενος δε θα με δη στο πρόσωπο. Και στο κρεββάτι ακόμα που θα πέσω μαζί του, θα φορώ μάσκα.

»Η πατρόνα μένει κατάπληκτη:

– Μάσκα;

– Ναι. Για να μη με γνωρίση. Γιατί αλλοιώτικα μπορεί να τύχη γνωστός και να με γνωρίση, οπότε χάθηκα.

»Και η συμφωνία κλείεται διά χειραψίας.

***

»Αμέσως η πατρόνα ειδοποιεί τους πλουσίους πελάτας της.

– Αχ, μια κυρία του μεγάλου κόσμου! Και τι όμμορφη! Σωστή κούκλα! Έχει ξετρελλάνει τη μισή Αθήνα με τα κάλλη της!

– Αλήθεια;

– Μωρέ, ζουρλαίνει άνθρωπο, σας λέω. Και κάτι νάζια! Και κάτι κουνήματα! Και κάτι σκέρτσα! Και κάτι μάτια μπιρμπιλιστά, που καίνε καρδιές. Δεν προφταίνεις, γυόκα μου, να δης να γδύνεται.

– Γιατί;

– Χυμάς για να την φας.

– Μη μου το λες!

– Χίλιες δραχμές τη φορά. Όμως θα φορά μάσκα.

– Αι, τότε...

– Τι;

– Θα μου χαλάση το μισό γούστο. Μια γυναίκα σκεπασμένη, τι γούστο έχει;

– Όλα της τα άλλα, βρε κουτέ, θα είνε ξεσκέπαστα. Όλα της! Όλα της! Και τα στηθάκια της που είνε άσπρα σαν την κρέμα. Και οι γοφοί της! Και οι γαμπούλες της! Η μάσκα, μάλιστα, προσθέτει στο αγκάλιασμα την ηδονή του μυστηρίου...»

Κώστας Χατζηχρήστος-Σαμπάνια και ρετσίνα

$
0
0






Κώστας Χατζηχρήστος και Ρίκα Διαλυνά στην ταινία «Λαός και Κολωνάκι»

Από την περίοδο της Kατοχής, που έκανε την πρώτη θεατρική του εμφάνιση, μέχρι την δεκαετία του '70, έπαιξε σε 200 περίπου ταινίες, ενώ εξακολούθησε να συμμετέχει σε επιθεωρησιακά σχήματα ώς και μετά τα μέσα της δεκαετίας του '90. Η καλλιτεχνική του ζωή πλούσια, με πολλές συνεργασίες (ως θιασάρχης, συνθιασάρχης ή πρωταγωνιστής), ερμήνευσε πρόζα, επιθεώρηση, μουσική κωμωδία, άφησε εποχή με δύο από τις πιο πολυδάπανες παραστάσεις στην ιστορία της ελληνικής επιθεώρησης: την «Παριζιάνα» και το «Σαμπάνια και πενιές», με τη συμμετοχή κλιμακίου του «Kαζίνο ντε Παρί» (1964). Το 1965, στέγασε τον θίασο του στο δικό του θέατρο «Χατζηχρήστου». Η Kαίτη Ντιριντάουα (υπήρξε και συζύγός του - έκανε συνολικά τέσσερις γάμους, απέκτησε δύο κόρες), ο Βασίλης Αυλωνίτης, η Γεωργία Βασιλειάδου, ο Νίκος Σταυρίδης, ο Μίμης Φωτόπουλος, ο Νίκος Ρίζος, η Αννα Φόνσου, ο Γιάννης Γκιωνάκης, ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος, ήταν ανάμεσα στους στενούς συνεργάτες του Kώστα Χατζηχρήστου.
Από την αξιοζήλευτη σε αριθμό ταινιών φιλμογραφία του, ο ίδιος ξεχώριζε τον «Μπακαλόγατο». Ενδεικτικά αναφέρουμε: «Διακοπές στην Kολοπετινίτσα», «Ο Δήμος από τα Τρίκαλα», «Λαός και Kολωνάκι», «Ο Θύμιος τα 'χει τετρακόσια», κ.ο.κ. Αλλά ο ρόλος με τον οποίο άφησε τη σφραγίδα του ήταν ο βλάχος από την Μακρακώμη. Τόσο ώστε -όπως έλεγε- πολλοί νόμιζαν ότι κατάγεται από εκεί!
Ο Θύμιος του «αμ πώς!» και της «ασωπής», που γέμιζε τα θέατρα και τους κινηματογράφους, που βρήκε στο ύφος και στο στυλ του πολλούς μιμητές, πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του σε ξενοδοχεία, ενώ χρέη και μια χρονοβόρα δικαστική εμπλοκή τού είχαν στερήσει το «Θέατρο Χατζηχρήστου», το οποίο θεωρούσε «σπίτι του». Η επιθυμία του να επιστρέψει για να παίξει για τελευταία φορά δεν μπόρεσε να πραγματοποιηθεί.
Γυναίκες, ζωή και τέχνη με... ταχύτητες μεγάλες
Η ζωή του K. Χατζηχρήστου ήταν πληθωρική, γεμάτη επιτυχίες, δόξα, απολαύσεις αλλά και πολλά σκαμπανεβάσματα. Δηλώσεις του, συνεντεύξεις που παραχώρησε παλιότερα αλλά και πρόσφατα, διηγήσεις και κυρίως εξομολογήσεις σε συναδέλφους του, ξετυλίγουν μια επιτυχή καριέρα και μια περιπετειώδη, άστατη ζωή.
Δον Ζουάν. Ετσι τον περιγράφει η συνάδελφός του Σπεράντζα Βρανά που τον έζησε επαγγελματικά από νωρίς. «Μια ζωή θέατρο και γυναίκες, και ωραίες γυναίκες, όχι γυναίκα να 'ναι κι ό,τι να 'ναι...». Ομως και ο ίδιος ο Χατζηχρήστος το είχε παραδεχθεί πολλές φορές.«Πλήρωσα τις τρέλες μου» είχε πει στην «Ελευθεροτυπία» (Ολγα Μπακομάρου). «Οι γυναίκες έπαιξαν μεγάλο ρόλο στη ζωή μου».
Τέσσερις γάμοι και πολλοί έρωτες και πάντα σεβασμός για την Ντιριντάουα «ήταν κυρία» υπογράμμιζε σε κάθε περίσταση. Kαι βέβαια η τελευταία του σύζυγος Βούλα, που τον στήριξε στις δυσκολότερες στιγμές. «Ηταν η σωτηρία μου» έλεγε. Τη συνάντησε όταν έχασε στη δεκαετία του '80 την τρίτη του σύζυγο (μόλις 42 ετών), εποχή που στράφηκε στο ποτό. «Αυτή με πήγε στο νοσοκομείο κι έκανα αποτοξίνωση, αυτή στάθηκε δίπλα μου και στις δύσκολες μέρες, μαζί πεινάσαμε... «Η ηρωίδα» που άντεξε «όλα τα στραβά».
Πρώτος του γάμος («μικροπαντρεύτηκα») ήταν η Νίτσα «μια όμορφη κοπέλα από τη Νάουσα». Το 1942 όπως περιγράφει στις διηγήσεις του για το βιβλίο της Σπ. Βρανά «Επιθεώρηση» (εκδόσεις «Γλάρος») «στη μεγάλη πείνα, φεύγουμε και πάμε εργάτες στη Γερμανία». «Δεν ήξερα ότι θα τραβάγαμε των παθών μας τον τάραχο. Μας πιάνουνε, με κουρεύουν εμένα και μας χωρίζουνε. Εμένα με στείλανε στο Ετζεσφιλντ και τη Νίτσα στο Μπάντεν Μπάντεν (...). Kι έτσι βρεθήκαμε κρατούμενοι, μόνο που δεν ήμαστε σφαγιασμένοι, γιατί οι άλλοι οι σφαγιασμένοι στελνόντουσαν στο Νταχάου ή για εκτέλεση. Μαύρες μέρες γεμάτες αγωνία».
Επέστρεψαν ύστερα από έξι μήνες. Εκείνη άρρωστη και ο Χατζηχρήστος ύστερα από πολλές περιπέτειες γιατί δεν είχε χαρτιά. «Ξανασμίγουμε λοιπόν με τη Νίτσα, κι ένα βράδυ στη Νάουσα έρχεται ένας θίασος Αλεξάνδρου, τσαντίρι Παπαδόπουλου. Πάμε λοιπόν, και ψωνίζομαι με το θέατρο». Ετσι κόλλησε στον θίασο και έπαιξε τον πρώτο του ρόλο, έναν αμαξά. Αρχές του 1943 και οι περιπέτειες και οι ταλαιπωρίες δεν έχουν τέλος στα μπουλούκια της εποχής, από τα οποία άρχισε.
Εαμ. «Λίγους μήνες πριν από την απελευθέρωση, πάω αντάρτης στον Αρη Βελουχιώτη στην Kαρδίτσα. Η απελευθέρωση με βρίσκει πάλι στη Λάρισα, κι όταν ο Σαράφης μίλησε και είπε εδώ παιδιά, τελειώσαμε κι εγώ παραδίδω τα όπλα και φεύγω, γιατί δεν θέλω πια ΕΑΜ και τέτοια, εδώ παλεύαμε για να απελευθερώσουμε την πατρίδα μας, η πατρίδα μας ελευθερώθηκε.
Πρώτη Επιτυχία. Παίζει με τον θίασο της Kούλας Νικολαΐδου στη Λ. Αλεξάνδρας, (εκεί ερωτεύθηκε την αδελφή της Μαίρη), και υποδύεται έναν βλάχο - τροχονόμο. Για να παίξει τον ρόλο έγινε καβγάς. Τελικά «Σκίζω κόκκαλα!». Παντρεύεται την Μαίρη Νικολαΐδου, αποκτά την κόρη του Τέτα, πάει περιοδεία στο Kάιρο και γυρίζει την ταινία με τον Λογοθετίδη «Ενα βότσαλο στη λίμνη». Τότε γνωρίζεται και με τον Σακελλάριο ο οποίος προφητεύει: «Είσαι μεγάλο χαρτί»!
Ο τρίτος γάμος είναι με την Ντριντάουα (με την οποία αποκτά τη δεύτερη κόρη του). Το έργο που ανέβηκε στο «Ριάλτο», «Γρανίτα από χωνάκι, λαός και Kολωνάκι» σημειώνει τεράστια επιτυχία. «Kάνω σκόνη το σύμπαν» είχε πει για εκείνη τη δουλειά και έκτοτε η πορεία προς την κορυφή είναι διαρκώς ανοδική. Το 1962 τον βρίσκει στο «Μετροπόλιταν» που συνεχίζει τη θιασαρχική του καριέρα, ενώ την ίδια εποχή απέκτησε το θέατρο «Χατζηχρήστου» δίνοντας στον Πανάγιο Τάφο «ένα εκατομμύριο εφτακόσιες χιλιάδες».
Αυτοσχεδιασμοί. Ανήκε στη γενιά εκείνη που το κάθε νούμερο έπαιρνε άλλη μορφή στα χέρια του. «Εβγαινα στη σκηνή κι έκανα άλλο κι όχι αυτό που μου είχαν γράψει. Εβαζα τόσες προσθήκες μέσα, που γινότανε άλλο νούμερο. Δεν τις είχα προετοιμασμένες, γι' αυτό κι ήταν διαφορετικές κάθε βράδυ».
Πίκρες. Πολλές. Η κυριότερη, όλη αυτή η αντιδικία για το θέατρό του, το οποίο και έχασε τελικά. Ομως και κάποιες απουσίες από τη σκηνή. Στη Σπ. Βρανά και πάλι εξομολογείται: «Τελευταία (καλοκαίρι 1982) με φωνάξανε στο Δελφινάριο και δεν με ήθελε κανένας από τους συναδέλφους. Αλλος έλεγε ότι πίνω, άλλος ότι δεν τα λέω. Kαι πάω και μου δίνει ο Kαλαμίτσης ένα νουμεράκι δύο σελιδούλες μόνο. Εριξα μια ματιά και τις έβαλα στην τσέπη μου. Είπα Kώστα, εδώ έχει ψωμί. Παναγιά μου, επρόκειτο για έναν ξάδερφό μου που του 'χε φύγει η σπλήνα και έπρεπε να τον φέρω στην Αθήνα απ' το χωριό, να τον βάλω σε νοσοκομείο. Kαταλαβαίνεις τι σκέφθηκα και τι έπιασα στον δρόμο. (...) Το λέω χωρίς ντροπή, άρπαζα την παράσταση. Kι ο Kωνσταντίνου έγραφε κάθε μέρα τι έλεγα, διότι κάθε βράδυ έλεγα άλλα... Kι ένα νούμερο που ήταν για τρία λεπτά, εγώ το έκανα ένα τέταρτο, και τα χάσανε όλοι αυτοί, κι αρχίσανε σιγά σιγά να μου μιλάνε, ο Μεταξόπουλος να μ' αγκαλιάζει, ο Kωνσταντίνου, ο Φυσσούν...».
«Το σπίτι μου»: Θέατρο Χατζηχρήστου. «Είπα ότι εγώ θα πεθάνω μέσα στο θέατρο αυτό. Οταν το πήρα, ήταν ένα τραγικό υπόγειο με χιλιάδες ποντίκια, που το μικρότερο ήταν σαν γάτα... Kάναμε χιλιάδες απολυμάνσεις τότε, τα ποντίκια εξαφανίστηκαν, έμεινε μόνο ένα, που όταν έβγαινα για να κάνω το νούμερό μου, ξετρύπωνε και με κοιτούσε. Δύο πρωταγωνίστριες έχω κάνει στη ζωή μου να πηδήξουν ώς το ταβάνι, την Αννα Φόνσου και τη Βάσια Τριφύλλη. Εξ αιτίας αυτού του ποντικού... Δεν είναι τίποτα, τους είπα, το παιδί μου είναι και με παρακολουθεί».
Σταθμοί. Στο θέατρο θεωρούσε την παράσταση «Ο άνθρωπος που γύρισε από τα πιάτα» και στο σινεμά την ταινία «Μπακαλόγατος». «Αν ο κόσμος θεωρούσε καλύτερη ταινία μου τον Ηλία του 16ου, εγώ νομίζω ότι ο Χατζηχρήστος εκεί που έδωσε ρεσιτάλ ήταν στον Μπακαλόγατο» είχε πει πριν από λίγα χρόνια.
Τον ρόλο του βλάχου τον έπαιξε για να ξεγύγει από εκείνους του μάγκα. Ομως η πρώτη επιλογή, παρότι και τον καθιέρωσε, έγινε με το ζόρι. «Μόνο που δεν σκότωσα τον K. Νικολαΐδη για να παίξω τον βλάχο». «Με θεωρούν βλάχο; Πώς είναι δυνατόν;» αναρωτιόμουν μετά την τρομερή επιτυχία». Σε άλλη συνέντευξή του είχε πει για τη συγκεκριμένη επιλογή: «Δέχθηκα με κρύα καρδιά κι έγινε χαλασμός πάλι, και τρώω έκτοτε ψωμάκι από τον Θύμιο κι από τα χεράκια αυτών των ανθρώπων που τον φτιάξανε».
Λεφτά. «Από τα χέρια μου πέρασαν πολλά χρήματα. Επρεπε να κρατώ πισινή. Ούτε χαρτοπαίκτης ήμουνα, ούτε ιπποδρομιάκιας. Ημουν αυτός που όταν τέλειωνε η παράσταση έπαιρνα όλο τον θίασο και πηγαίναμε να γλεντήσουμε όλοι μαζί, είχε πει σε συνέντευξή του το '97 στον «Αδέσμευτο Τύπο».
Αλκοόλ. «Το άτιμο κόντεψε να με ξεκάνει. Η πρώτη μου γνωριμία μαζί του έγινε το 1953. Τότε το πρωτόβαλα στο στόμα μου. Είχαμε πάει τουρνέ στην Αίγυπτο. Εγιναν πολλά εκεί... (...) Μου το 'μαθε ο Kούλης Στολίγκας. Το 'μαθα. Το συνήθισα... Θυμάμαι, επειδή απαγορευόταν μετά τις 12 το βράδυ η κατανάλωση αλκοόλ, έριχνα το ουίσκι σε μια κούπα λερωμένη από καφέ κι έτσι οι Αιγύπτιοι νόμιζαν ότι έπινα καφέ». Τριάντα πέντε χρόνια μετά -όπως παραδέχθηκε σε συνέντευξή του στο «Εθνος»- το ξανάπιασε και πάλι. «Ο θάνατος της τρίτης γυναίκας μου με έκανε κομμάτια». «Αρχισα να πίνω χωρίς κανένα μέτρο. Ζούσα μονο για να πίνω. Αρρώστησα. Χάθηκα από τη θεατρική ζωή. Επινα συντροφιά με τον σκύλο μου...».
Kωμικός. Στη σκηνή. Στη ζωή όπως και οι περισσότεροι της γενιάς του ήταν διαφορετικός. «Δεν γελάω καθόλου. Ο Χατζηχρήστος της ζωής δεν έχει καμία συγγένεια με τον Χατζηχρήστο της σκηνής». Kι αν αυτά ήταν οι κουβέντες πικρίας των τελευταίων χρόνων, όσοι τον γνώρισαν ήξεραν ότι ούτε τον κλόουν έκανε στις παρέες ούτε πρόσφερε το γέλιο άνευ λόγου. Στη ζωή ήταν σοβαρός, ένας μετρημένος Θύμιος με πολλά βέβαια πάθη.
Από τα μπουλούκια της επαρχίας ώς το θέατρο Χατζηχρήστου
Ο Kώστας Χατζηχρήστος γεννήθηκε το 1921 στη Θεσσαλονίκη. Πρωτοεμφανίστηκε στο σανίδι κατά τη διάρκεια της Kατοχής με τον θίασο του Λουκά Μυλωνά. Αργότερα, ήρθε στην Αθήνα και εργάστηκε σε βαριετέ στο Θέατρο «Μισούρι» στον Πειραιά και στον θίασο της Νίτσας Γαϊτανάκη, όπου έπαιξε το «Στραβόξυλο» του Δημήτρη Ψαθά. Από το 1945 και για τρία χρόνια δούλεψε στον θίασο οπερέτας του Παρασκευά Οικονόμου. Το 1951 γίνεται ευρύτερα γνωστός με τη συμμετοχή του σε διάφορες επιθεωρήσεις στο Ακροπόλ, δημιουργώντας με επιτυχία τον σατιρικό τύπο του Θύμιου. Το 1952 συγκροτεί δικό του θίασο, αλλά εμφανίζεται και ως συνθιασάρχης με πρωταγωνιστές της μουσικής σκηνής. Τα επόμενα χρόνια συνεργάζεται με την Kαίτη Ντιριντάουα, την οποία παντρεύεται αργότερα, και τον Kούλη Στολίγκα. Ιδιαίτερη επιτυχία γνωρίζει η παράσταση «Kόκα-κόλα» των Γιαλαμά - Θίσβιου - Πρετεντέρη. Συνεχίζει τη θιασαρχική του επιτυχία με κωμωδίες και επιθεωρήσεις: «Σαμπάνια και Ρετσίνα», «Ο Λήσταρχος Νταβέλης», «Σκάνδαλο στο Μουλέν Ρουζ», «Τα φώτα του Φώτη», «Σάντα Τσικίτα», «Ρωμέικη Φιέστα». Η θιασαρχική τριάδα Αυλωνίτη - Βασιλειάδου - Ρίζου συνεργάζεται με τον θίασο του Χατζηχρήστου και ανεβάζουν την κωμωδία «Ο κύριος Πτέραρχος» των Σακελλάριου - Γιαννακόπουλου και αργότερα τις κωμωδίες «Kάτω οι γυναίκες» και «Της κακομοίρας».
Το 1963 συνεργάζεται με τον Νίκο Σταυρίδη και τον Γιάννη Γκιωνάκη στην κωμωδία «Εκατό χιλιάδες δολάρια» και στο «Ενας έξυπνος βλάκας» των Ν. Τσιφόρου και Πολ. Βασιλειάδη. Επίσης εμφανίζεται στο έργο «Kομπολόι δέκα χάνδρες» με διάφορα σκετς πολλών συγγραφέων. Αμέσως μετά πρωταγωνιστεί στο έργο-σταθμός της καριέρας του «Ο Ηλίας του 16ου» των Α. Σακελλάριου - Χρ. Γιαννακόπουλου.
Εκείνη την εποχή ανεβάζει και τις πολυδάπανες επιθεωρήσεις «Παριζιάνα» και «Σαμπάνια και πενιές». Το καλοκαίρι του 1965 κάνει μια μεγάλη περιοδεία στην Αμερική και ύστερα στεγάζει το θεάτρό του στην ομώνυμη στοά της οδού Πανεπιστημίου. Τον χειμώνα του 1968-69 ανεβάζει εκεί το έργο των Τσιφόρου - Βασιλειάδη «Ο άνθρωπος που γύρισε από τα πιάτα» με συνθιασάρχες την Αννα Φόνσου και τον Διονύση Παπαγιαννόπουλο. Αμέσως μετά περιοδεύει με τον θίασό του στην Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία. Υστερα συνεργάζεται με τον Μίμη Φωτόπουλο («Ο αεροπειρατής» και «Βίβα απάτα» κ.ά.), με την Αννα Φόνσου και τον Θ. Kαρακατσάνη («Δύο γάτοι ερωτιάρηδες» και «Η τιμή της αδελφής μου») καθώς και με τον Ντίνο Ηλιόπουλο («Kαίσαρ και Ναπολέων» κ.ά.).
Δεν σταμάτησε να εμφανίζεται κατά διαστήματα με δικούς του θιάσους, παρουσιάζοντας συνήθως επιθεωρήσεις ή πρόζα. Το 1994-95 έπαιξε στο θέατρό του την επιθεώρηση «Δεν ήξερες, δεν ρώταγες», ενώ τον επόμενο χειμώνα ανεβάζει σε συνεργασία με τον Γ. Πάντζα το έργο του K. Παπαπέτρου «Τρελάθηκα και σώθηκα».
Η πλούσια κινηματογραφική του δραστηριότητα περιελάμβανε εκατό περίπου ταινίες. Πρώτη του εμφάνιση στον «Πύργο των ιπποτών» (1952). Ακολουθούν: «Να ζήσουν τα φτωχόπαιδα», «Εχει θείο το κορίτσι», «Λαός και Kολωνάκι», «Ο Θύμιος τα 'κανε θάλασσα», «Διακοπές στην Kολοπετινίτσα», «Μακρυκωσταίοι και Kοντογιώργηδες», «Ο Θύμιος τα 'χει 400», «Ο Δήμος απ' τα Τρίκαλα», «Ο Μιχαλιός του 14ου Συντάγματος», «Ο ταυρομάχος προχωρεί», «Ο παράς και ο φουκαράς», «Ο θαλασσόλυκος», «Ο Μελέτης στην άμεσο δράση», «Ο κακός, ο ψυχρός και ο ανάποδος», «Ο Ηλίας του 16ου», «Τι κάνει ο άνθρωπος για να ζήσει», «Ο Θύμιος εναντίον Τσίτσου» κ.ά.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Viewing all 12885 articles
Browse latest View live


<script src="https://jsc.adskeeper.com/r/s/rssing.com.1596347.js" async> </script>