Quantcast
Channel: Πίσω στα παλιά
Viewing all 12885 articles
Browse latest View live

Χρόνια Πολλά και σεμνά!


Η ΔΟΥΚΙΣΣΑ ΤΗΣ ΠΛΑΚΕΝΤΙΑΣ

$
0
0


Οι περισσότεροι από εμάς έχουν ακούσει τους διάφορους μύθους και ιστορίες που κυκλοφορούν γύρω από το όνομα της Δούκισσας της Πλακεντίας ή αλλιώς Σοφία Λεμπρέν καθώς και για τον Πύργο στον οποίο έζησε.
Αρχικά παραθέτω δυο κείμενα που αφορούν την Δούκισσα της Πλακεντίας ή Σοφία Λεμπρέν
στα οποία θα βρείτε κάποιες διαφορές μεταξύ τους,αλλα σίγουρα όλη την αλήθεια δεν είναι κανείς σε θέση να μας τη πει, παρά μόνο η έρευνα μπορεί να μας οδηγήσει σε μια βάση δεδομένων.

Δούκισσα της Πλακεντίας ή Σοφία Λεμπρέν (Sophie de Marbois-Lebrun) (1785-1854).


Γεννήθηκε το 1785 στη Πενσυλβάνια των Η.Π.Α. και ήταν κόρη του εκεί επιτετραμμένου Γάλλου διπλωμάτη Φραγκίσκου Μπαρμπέ ντε Μπαρμπουά.

Το 1804 παντρεύτηκε τον στρατηγό Κάρολο Λεμπρέν ο οποίος ήταν υπασπιστής του Ναπολέοντα και δούκας της Πλακεντίας (η λατινική ονομασία του σημερινού ομώνυμου ιταλικού νομού και πόλης Πιατσέντζα). 
Μαζί απέκτησαν μια κόρη, την Ελίζα (Ελισάβετ).Η συμβίωση τους ήταν προβληματική με αποτέλεσμα σύντομα να καταλήξουν να ζουν σε διάσταση χωρίς ποτέ να εκδοθεί διαζύγιο, εγκαταλείποντας τη Γαλλία διέμενε στην Ιταλία. Κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης τόσο η ίδια όσο και
 η κόρη της διέθεσαν πολλά χρήματα διακρινόμενες για τον Φιλελληνισμό τους.

Ένα πρόσωπο το οποίο εντυπωσίασε την Δούκισσα, λόγω της μόρφωσης του, ήταν ο Καποδίστριας τον οποίο συνάντησε το 1826 στο Παρίσι. Με την άφιξη της Σοφίας στο Ναύπλιο(1830) ενίσχυσε οικονομικά την τότε νεοσύστατη δημοτική εκπαίδευση. Παρακολουθώντας όμως τα τεκταινόμενα αναγκάσθηκε αντιπολιτευόμενη τον Κυβερνήτη να μετατραπεί σε μισητό του εχθρό. Μετά από παραμονή 17 μηνών στην Ελλάδα, η Σοφία αναχώρησε με την κόρη της για Ιταλία. Μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια το 1831 διένειμε η ίδια φυλλάδια στη Γαλλία για τον αήθη τρόπο που κυβερνούσε την Ελλάδα, υπερασπιζόμενη τους Μαυρομιχαλαίους.

Το 1834 επέστρεψε στην Ελλάδα με τη κόρη της και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα όπου και αγόρασε αγροκτήματα σε μεγάλη έκταση στη περιοχή του Πεντελικού και γύρω από την Αθήνα, στα οποία και οικοδόμησε δύο μέγαρα έργα αμφότερα του Κλεάνθη. Το 1836 η Σοφία και η Ελίζα επιχείρησαν ένα ταξίδι στην Βηρυτό, χάριν στηθικού νοσήματος που έπασχε η κόρη της,

 η οποία και τελικά πέθανε στη Βηρυτό το 1837. Τέτοιος ήταν ο πόνος της μάνας που ταρίχευσε το σώμα της, το μετέφερε στην Αθήνα και το τοποθέτησε στο υπόγειο της προσωρινής κατοικίας της στην οδό Πειραιώς που το είχε μετατρέψει σε παρεκκλήσιο, έχοντας υπ' όψη να το θάψει 
σε μεγαλοπρεπή Ναό που θα έκτιζε στη Πεντέλη.


"Villa Ilissia"Το 1840 περιήλθε στην κυριότητα της έκταση 1738 στρεμμάτων στην περιοχή της Πεντέλης αντί τιμήματος 7512 δραχμών. Στην προαναφερόμενη έκταση το 1841 ολοκληρώθηκε η κατασκευή του πύργου της από τον διάσημο αρχιτέκτονα της εποχής Σταμάτη Κλεάνθη.


Ο ίδιος αρχιτέκτονας κατασκεύασε μετά από λίγα χρόνια τη Villa Ilissia (1848) στο οποίο σήμερα στεγάζεται το Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο. Επίσης είχε αναλάβει να κατασκευάσει και το "Καστέλο της Ροδοδάφνης", έργο το οποίο η Δούκισσα δεν πρόλαβε ποτέ να το δει ολοκληρωμένο. 

Όμως στις 19 Δεκεμβρίου 1847 η προσωρινή εκείνη οικία αποτεφρώθηκε από πυρκαγιά μαζί και το ταριχευμένο σώμα της κόρης της.
Το γεγονός αυτό συνετέλεσε στη μεταβολή του χαρακτήρα της ώστε να καταστεί δύστροπη και ακοινώνητη. Η Δούκισσα Σοφία άρχισε να γερνάει απότομα.

Στην αρχή απαρνιέται την Ορθοδοξία και ασπάζεται την Ιουδαϊκή θρησκεία. Οι κοινωνικές συναναστροφές και οι πολιτικές ιδέες της την οδήγησαν

 να εισάγει στην Ελλάδα μια νέα θεοκρατική κοινωνική οργάνωση μεταβάλλοντας το μέγαρό της των Ιλισίων σε κέντρο διάφορων ελλήνων και ξένων λογίων, διανέμοντας κτήματα και τίτλους ευγενείας σε εξέχουσες μεν ελληνικές οικογένειες, στερούμενη όμως από τη πρότερη αγαθοποιό κοινωφελή δράση της. Αυτό είχε ως συνέπεια να αποξενωθεί ακόμα περισσότερο. Τον Ιούνιο του 1846 η Σοφία φέρεται να αιχμαλωτίστηκε από τον Λήσταρχο Μπίμπιση αλλά ελευθερώθηκε ύστερα από επέμβαση των Χαλανδριωτών! Αυτής ακολούθησαν άλλες ιστορίες αναδιαρθρώνοντας κάθε φορά ιστορικά γεγονότα. Γεγονός πάντως είναι πως με δικά της έξοδα ανακατασκεύασε το (1854) τη Συναγωγή στη Χαλκίδα, καθώς επίσης και με έξοδά της συνέχισε 
η δεύτερη έκδοση των "Χρονικών" του Μεσολογγίου.

Στα τελευταία χρόνια της ζωής της δεν δεχόταν καμία επίσκεψη εκτός από τη Δεσποινίδα των Τιμών της Βασίλισσας Αμαλίας την Φωτεινή Μαυρομιχάλη, την οποία και η ίδια είχε αναθρέψει, και την κόρη του ήρωα του Μεσολογγίου Χρήστου Καψάλη. Απεβίωσε το 1854 σε ηλικία 64 χρονών. Ετάφη μαζί με την κόρη της στον Πύργο της στη Πεντέλη. Ο δε κληρονόμος αυτής ανεψιός της ερχόμενος από Γαλλία πούλησε τα περισσότερα των κτημάτων της στο Ελληνικό Δημόσιο. Λέγεται ότι ο τάφος της διασώθηκε μέχρι και το 1946 όταν κάποιοι ασυνείδητοι τον κατέστρεψαν. Η Δούκισσα της Πλακεντίας διέθεσε πάνω από 40.000 δραχμές για λογαριασμό της Ελλάδας.

Με τη ζωή, το έργο και τις περίεργες συναναστροφές της Δούκισσας της Πλακεντίας ασχολήθηκαν ο Πολύβιος Δημητρακόπουλος και ο Δημήτριος Καμπούρογλου με πολλά, ανεξακρίβωτα ιστορικά όμως, στοιχεία.

Σήμερα ο πύργος της είναι γνωστός σαν "Πύργος Δουκίσσης Πλακεντίας", ενώ τον ίδιο τίτλο έχει πάρει και ο Σταθμός Δουκίσσης Πλακεντίας 

του Αθηναϊκού Μετρό.


πηγή

Βίκυ Μοσχολιού - Θυμάμαι...

$
0
0

Η Βίκυ Μοσχολιού έφυγε νωρίς. Γεμάτη απ’ τη λατρεία του κόσμου, από επιτυχίες και αναγνώριση, έχοντας γευτεί πολλές από τις χαρές της ζωής, 
τη μητρότητα, την ιδιότητα της γιαγιάς που απολάμβανε με την καρδιά της, 
τα ταξίδια στην Ελλάδα και το εξωτερικό, τις πλούσιες και λαμπερές συνεργασίες της, τα μεγάλα της τραγούδια. Έφυγε νωρίς αλλά με το κεφάλι ψηλά. 
Όπως μου είχε πει πριν το τέλος, αλλά στα καλά της, όταν ατένιζε το μέλλον με πολύ χαμόγελο και αισιοδοξία «Τι τα θες, αγόρι μου. Δυο λέξεις είναι η ζωή του ανθρώπου: Δυο πόρτες έχει η ζωή/άνοιξα μια και μπήκα./Περπάτησα ένα πρωινό/κι ώσπου να βγει το δειλινό/από την άλλη βγήκα». 
Η Μοσχολιού ήταν, είναι και παραμένει αληθινή Τραγουδίστρια με Τ κεφαλαίο. 
Οι νεότεροι συνάδελφοί της, αν θέλουν να έχουν έναν επαγγελματικό οδηγό για το παρόν και το μέλλον τους, πρέπει να φάνε με το κουτάλι κάθε τι που έχει σχέση μαζί της. Κάθε συλλαβή, φράση, προσέγγιση, τεχνοτροπία της. Να ακούσουν όλη την εργογραφία της -τέτοιοι τραγουδιστές παράγουν έργο, δεν αποδίδουν απλά- και να προβληματιστούν για την ουσιαστική παρουσία της στον χώρο. Γιατί τα τραγούδια που ερμήνευσε η Μοσχολιού είναι ισομερώς εκατό τοις εκατό τραγούδια της Μοσχολιού και εκατό τοις εκατό τραγούδια αυτών που έγραψαν τους στίχους και τα μελοποίησαν. Η φωνή της, ο τρόπος ερμηνείας της, παραμένουν ορόσημα αστραφτερά που θα φωτίζουν τον δρόμο του καλού τραγουδιού, τόσο για τους πολυπληθείς θαυμαστές της και γενικότερα τα ευήκοα ώτα αλλά και για όσους θελήσουν να τον ακολουθήσουν. 
Η Μοσχολιού αποτελεί ένα από τα κεντρικά ζύγια του τραγουδιού μας. Απ’ τα βαριά και καλά μέτρα και σταθμά. Σφράγισε μια ολόκληρη εποχή δημιουργίας, εξέλιξης και ουσιαστικής ανανέωσης τους λαϊκού -με την ευρύτερη και βαθιά έννοια της λέξης- τραγουδιού και ταυτόχρονα της ελληνικής κοινωνίας. Είναι φωνή γενναιότητας, θάρρους, δωρικής αισθαντικότητας, πάθους και φωτιάς ψυχής. Είναι φωνή ερωτική και ανατρεπτική, φωνή στιβαρή, δυνατή και ευάλωτη μαζί, θηλυκιά αλλά και αντρίκεια στην αλήθεια και στη δύναμή της. Είναι πολλά ακόμη η φωνή της Μοσχολιού, που θα τα συνειδητοποιούμε περισσότερο όσο μεγαλώνουν οι μέρες της απουσίας της. Η Αρετή Γκόρντον υπήρξε στενή φίλη και έμπιστη συμπαραστάτρια της Βίκυς Μοσχολιού από το 1977 μέχρι και το πρόωρο φινάλε της, στις 16 Αυγούστου 2005, σε ηλικία 62 ετών. Ήταν εκείνη που φρόντιζε την ίδια τη Μοσχολιού, τον μύθο της και τις υποχρεώσεις που επιβάλλει η διαχείρισή του. Γεννημένη στο Κόρτλαντ της Νέας Υόρκης, κάτοχος πτυχίου Κοινωνιολογίας και μεταπτυχιακών Διεθνούς Ιστορίας και Πολιτικών Επιστημών, και μετέπειτα καθηγήτρια σε λύκειο στο Συρακούς, σπούδασε παράλληλα πιάνο και αγάπησε με πάθος τη μουσική. Το καλοκαίρι του 1977 εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα και ξεκίνησε συνεργασία με το περιοδικό Athenian ως αρθρογράφος και υπεύθυνη δημοσίων σχέσεων και διαφήμισης. Τότε γνώρισε τη Βίκυ Μοσχολιού που της παραχώρησε συνέντευξη, και ουσιαστικά έγιναν αχώριστες. Η κυρία Γκόρντον περίπου 5 χρόνια μετά τη φυγή της φίλης της αποφάσισε να καταγράψει και να εκδώσει θύμησες και στάγματα από το πολύτιμο αρχείο της ερμηνεύτριας, το οποίο η ίδια συγκρότησε και διαχειριζόταν. Το αποτέλεσμα είναι ένα απολαυστικό ντοκουμέντο στο οποίο καταγράφονται αναλυτικά οι εμφανίσεις, οι δισκογραφικές καταθέσεις, τα ανθρώπινα, και φυσικά η δραματική μάχη της Βίκυς Μοσχολιού με την επάρατη νόσο. Το βιβλίο είναι γραμμένο με διακριτικότητα και σεβασμό στη μνήμη της. Σίγουρα η κυρία Γκόρντον ξέρει και πολλά περισσότερα αλλά αναφέρει όσα πρέπει και αξίζει να καταγραφούν. Η ιδιαίτερη αυτή κατάθεση (εκδόσεις Φερενίκη) συνοδεύεται από φωτογραφικό υλικό, μέρος του οποίου παρουσιάζουμε, καθώς και από αναλυτική δισκογραφία της καλλιτέχνιδος. Ακολουθεί χαρακτηριστικό απόσπασμα: << Τελειώνοντας την καλοκαιρινή δουλειά με τον Ζαμπέτα το 1972, η Βίκυ μού είχε πει αμέτρητες φορές ότι έκανε ένα από τα πιο σημαντικά βήματα της καριέρας της. Αποφάσισε να φύγει από τα μεγάλα, καλά μαγαζιά της παραλίας. Εκεί ο κόσμος άρχισε να διασκεδάζει με έναν διαφορετικό τρόπο: ενδιαφερόταν πια να δει τι φοράει η «φίρμα», από ποιόν οίκο μόδας ήταν τα ρούχα της και να πετάξει λουλούδια ή να σπάσει πιάτα. Το τραγούδι – και ειδικά το ποιοτικό τραγούδι – το είχε πια σε δεύτερη μοίρα. Παρόλο που τα μεροκάματα στα μεγάλα κέντρα ήταν πολύ υψηλά, η Βίκυ αποφάσισε να πάρει το ρίσκο και να κατεβεί στην Πλάκα, που τα μεροκάματα ήταν πολύ μικρότερα. Η ίδια έλεγε: «Πήρα αυτή την απόφαση, γιατί μου άρεσε να λέω πολύ ωραία τραγούδια, να κάνω ωραία προγράμματα και να προσφέρω στη νεολαία». Έτσι η Βίκυ έγινε η πρώτη μεγάλη λαϊκή φωνή που κατέβηκε σε μπουάτ στην Πλάκα. Εκεί έκανε μια δεύτερη καριέρα. Η απόφασή της ήταν ρίσκο, αλλά ο χρόνος απέδειξε ότι η κίνηση αυτή ήταν όχι μόνον έξυπνη, αλλά και σωστή. Χρόνια αργότερα η Στέλλα Βλαχογιάννη θα γράψει γι’ αυτό: «Και μια ωραία νύχτα τα βρόντηξε και πήγε στην Πλάκα, για να της ξαναδώσει την παλιά της αίγλη ως συνοικία των θεών, προσφέροντας εκείνη πρώτη μια δεύτερη ευκαιρία πολιτισμού στη ζωντανή παρουσίαση του ελληνικού τραγουδιού, με τις μπουάτ να ξανανοίγουν την κατεβασμένη από χρόνια αυλαία τους». Τον Οκτώβρη του 1972 άρχισε τη νέα της καριέρα στην Πλάκα, στην μπουάτ ZOOM του Γιάννη και της Ελένης Χρονοπούλου, με τον Αντώνη Καλογιάννη και τον Δήμο Μούτση. Εκεί ακούστηκαν τα καινούργια τους τραγούδια από το δίσκο του Μούτση Συνοικισμός Α’, το Άσπρα κόκκινα κίτρινα μπλε, που έγινε το πρώτο τραγούδι εκείνης της χρονιάς, το Έτσι είναι η ζωή, Η κορδέλα και το Ρε πατριωτάκι, όλα σε στίχους του Γιάννη Λογοθέτη. Μαζί της στο δίσκο αυτό τραγούδησε και ο Αντώνης Καλογιάννης. «Ερχόταν κόσμος που πήγαινε στα μπουζούκια, αλλά μέσα στις μπουάτ είχαν άλλη συμπεριφορά. Μόνο άκουγαν, τίποτα άλλο», έλεγε η Βίκυ. Στις αρχές του 1973 έκανε το δεύτερο προσωπικό της δίσκο με τον Δήμο Μούτση, με τίτλο Στροφές και τα πασίγνωστα τραγούδια Εγώ είμαι εγώ, Στους μπαξέδες, και Και γεια χαρά (γνωστό σε όλους ως Πάω στη μάνα μου στη Σαλονίκη), Αγκαλιά και πλάι πλάι (στίχοι Πυθαγόρα) και το Μια βραδιά στη Λάρισα (στίχοι Νίκου Γκάτσου). Τον ίδιο χρόνο, στο ντοκιμαντέρ του Βασίλη Μάρου Το Μπουζούκι, η Βίκυ τραγούδησε ζωντανά από το ΖΟΟΜ το Χάθηκε το φεγγάρι. Ήταν επτά μηνών έγκυος στο αγοράκι που περίμενε. Στο ντοκιμαντέρ ήταν συγκλονιστική η ερμηνεία και η εικόνα της μέσα από το ΖΟΟΜ. Στην ταινία του Μάρου έλαβε μέρος κι ο πατέρας της, χορεύοντας ένα γνήσιο, λεβέντικο ζεϊμπέκικο. Το Ντοκιμαντέρ βραβεύτηκε στις Κάννες την ίδια χρονιά. Η Μαρία Παπαδοπούλου έγραψε στον ΤΑΧΥΔΡΟΜΟ στις 17 Αυγούστου του 1973: «Ανεπιφύλακτο θαυμασμό έδειξαν οι ξένοι για τη Βίκυ Μοσχολιού, που πραγματικά ακολουθεί τα χνάρια των μεγάλων λαϊκών τραγουδιστριών με εφόδια την εξαίσια φωνή της και την πολυτιμότητα μιας γνησιότητας σπάνιας πια. Απλή, σύμβολο και αρχέτυπο της λαϊκής Ελληνίδας, ανεπιτήδευτη και ακέραιη, εμφανίζεται στο φιλμ όπως είναι, έγκυος πολλών μηνών – νόμιμη μάνα, πολύ πρωτότυπη πια μέσα στη μόδα των παράνομων – αχ – μητέρων – και λέει το τραγούδι της όπως και οι παλιές, ραγίζοντας πέτρες». Ήταν θριαμβευτικές οι βραδιές στο ΖΟΟΜ για τη Βίκυ. Ο δημοσιογράφος Μανώλης Αντώναρος μετά από σχεδόν τριάντα χρόνια θυμάται μια βραδιά που είχε πάει στο ΖΟΟΜ: «Τη θυμάμαι σαν τώρα εκείνη τη βραδιά ( Απρίλης 1973). Το μαγαζί ήταν σκοτεινό και γεμάτο καπνούς… Καθίσαμε σ’ ένα τραπέζι δίπλα στην πίστα. Κλείσανε τα φώτα και η ατμόσφαιρα έγινε μαγική. Άναψε ένας προβολέας στην τόση δα πίστα και φώτισε τη μεγάλη τραγουδίστρια που ήταν έγκυος στο αγόρι της. Πρέπει να ήταν τουλάχιστον 7-8 μηνών. Όλοι καπνίζανε σαν τρελοί… η ατμόσφαιρα ήταν αποπνικτική, καθώς τα μηχανήματα εξαερισμού θα τα ανακάλυπτε η Ελλάδα μετά από μια δεκαπενταετία. Η Μοσχολιού είπε τρία – τέσσερα τραγούδια στο μικρόφωνο και ξαφνικά, με μια κίνηση του χεριού της, σταμάτησε την ορχήστρα. Απόλυτη σιωπή… “Άμα σβήσετε τα τσιγάρα, θα σας τραγουδήσω χωρίς αυτό το μαραφέτι”, μας είπε με την μπάσα φωνή της, δείχνοντας το μικρόφωνο… 
Τα τασάκια γεμίσανε καύτρες και τότε εκείνη όρθια μπροστά μου, με το μικρόφωνο κάτω…, με την κοιλιά τούρλα, έβγαζε μια φωνή απ’ το Θεό και όταν κουράστηκε όρθια είπε στο φίλο μου το Δημήτρη που καθόταν δίπλα στην πίστα, “για κάνε λίγο στην άκρη, ρε παλικάρι, γιατί πιαστήκανε τα πόδια μου…” και αμέσως μετά κάθισε στην άκρη του τραπεζιού, έφερε το μικρόφωνο στο ύψος των λυγισμένων γονάτων της και μας είπε τραγούδια του Ξαρχάκου, του Ζαμπέτα, του Τσιτσάνη … Ανάμεσα σε κάθε τραγούδι έπινε 2-3 γουλιές από ένα ποτήρι νερό που έσπευδε να φρεσκάρει κάθε φορά ο φίλος μου ο Δημήτρης… Εγώ εκείνο το βράδυ ερωτεύτηκα τη φωνή της που, όπως έχουν πει πιο ειδικοί από μένα, μοιάζει με βιολοντσέλο. Πιστέψτε με ότι όποτε ακούω τη φωνή της συγκινούμαι…» Ένα μήνα μετά, κι ενώ τραγούδαγε ακόμη στο ΖΟΟΜ, η Βίκυ αισθάνθηκε κάτι πόνους. Ο Γιάννης και η Ελένη Χρονοπούλου την πήγαν στην κλινική με την οποία συνεργαζόταν ο μαιευτήρας της. Δυστυχώς έλειπε ο γιατρός και δεν είχαν επικοινωνία μαζί του. Ήταν τραγικό λάθος το ότι η μαία που ήταν εκεί προκάλεσε πρόωρη γέννα, παρόλο που η Βίκυ ήταν μόλις στον όγδοο μήνα της. Στις 14 Μαΐου γεννήθηκε το αγοράκι της Βίκυς και του Μίμη. Το μωρό χρειάστηκε να μπει αμέσως μετά τη γέννα σε θερμοκοιτίδα, αλλά δυστυχώς δεν υπήρχε καμία στο νοσοκομείο. Έτρεξε ο Μίμης με τον Γιάννη Χρονόπουλο να πάρουν μία από το Νοσοκομείο Παίδων. Μου είπε η Βίκυ ότι το μωρό ήταν φτυστό αντίγραφο του Μίμη, με μύες τόσο δυνατούς, που στη θερμοκοιτίδα χρειάστηκε να το δέσουν. Αυτός ο χαμένος χρόνος κόστισε τη ζωή του μωρού και τρεις ημέρες αργότερα έχασαν το αγγελούδι τους. Ήταν 17 Μαΐου του 1973. Ευτυχώς πρόλαβε ο αδελφός της ο Νίκος να «αεροβαφτίσει» το παιδί με το όνομα του πατέρα τους, Αλέξανδρος. Ο χαμός του αγοριού κόστισε πολύ στη Βίκυ και στον Μίμη. Ήμασταν στη Σαρωνίδα όταν μου πρωτομίλησε για το θάνατο του παιδιού πολλά χρόνια αργότερα, και θυμάμαι τον πόνο ζωγραφισμένο στο πρόσωπό της. Πολύ καιρό πριν είχε προγραμματιστεί για τις 20 Μαΐου μια μεγάλη συναυλία στο Παλαί ντε Σπορ στη Θεσσαλονίκη, με τον Δήμο Μούτση, τον Αντώνη Καλογιάννη, τον Δημήτρη Ψαριανό και τη Βίκυ. Όλα τα εισιτήρια είχαν ήδη προπωληθεί. Τώρα όμως με το χαμό του μωρού, όλοι περίμεναν την ανακοίνωσή της ότι δεν θα ανέβαινε στη Θεσσαλονίκη. Όμως αργά το βράδυ της ίδιας ημέρας που έχασε το παιδί, η Βίκυ πήρε την απόφαση να τραγουδήσει στη συναυλία. Την άλλη μέρα στις 18 Μαΐου η εφημερίδα ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ δημοσίευσε τη δήλωση της Βίκυς: «Το χάσαμε πριν το κρατήσουμε στα χέρια μας και το περιμέναμε από την πρώτη στιγμή του γάμου μας… Ίσως η αγάπη του κόσμου στη συναυλία είναι μια παρηγοριά». Με τι κουράγιο και δύναμη ψυχής η Βίκυ τραγούδησε σ’ αυτή τη συναυλία, μόνο η ίδια ήξερε. Την επόμενη μέρα η συναυλία έγινε το πρώτο θέμα στις εφημερίδες. Γράφτηκαν πρωτοσέλιδα: ΘΕΣΣΑΛΙΑ ΒΟΛΟΥ:«ΠΙΚΡΟΣ ΘΡΙΑΜΒΟΣ! 6.000 ΑΤΟΜΑ ΑΠΟΘΕΩΝΟΥΝ ΤΗ ΜΟΣΧΟΛΙΟΥ» Η εφημερίδα ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ έγραψε: «ΣΥΝΕΚΛΟΝΙΣΕ Η ΒΙΚΥ ΜΟΣΧΟΛΙΟΥ» «Ανεπανάληπτο συναυλιακό γεγονός εχθές στο Παλαί ντε Σπορ, η θριαμβευτική βραδιά του Δήμου Μούτση και παράλληλα ένας ιδιαίτερος προσωπικός θρίαμβος της Βίκυς Μοσχολιού που, με τεράστιες ψυχικές δυνάμεις, καθήλωσε 6.000 Θεσσαλονικείς! Η Θεσσαλονίκη μετέβαλε τη συναυλία σε γιορτή και τη Μοσχολιού σε ένα σύμβολο ηρωισμού, καθώς είναι γνωστά τα συνταρακτικά προσωπικά της βιώματα των τελευταίων ημερών. Η Βίκυ Μοσχολιού δεν αποκάλυψε μόνο τις αστραφτερές πλευρές ενός ταλέντου, αλλά ταυτόχρονα η μεγάλη τραγουδίστρια, μέσα από έναν ψυχικό οργασμό, τίναξε ψηλά δυνάμεις που δεν υποψιαζόμασταν και καταλάβαμε καλά πως το τραγούδι μπορεί να γίνει θρήνος, αέρας, φωτιά ή παιδικό παράπονο. Βέβαια η «Κορδέλα» ήταν η κορυφαία στιγμή της συναυλίας. Η Μοσχολιού έγινε δεκτή με χειροκροτήματα πέντε λεπτών και αναμφίβολα έγραψε στο Παλαί ντε Σπορ έναν προσωπικό θρίαμβο». Το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς η Βίκυ τραγούδησε στο PAVILLION στη Νέα Υόρκη. Έμεινε ένα μήνα μαζί της ο πατέρας της και άλλον ένα μήνα ο Μίμης. Τα παιδιά της έμειναν στη Σαρωνίδα, παρέα με την αδελφή της, την Αθηνά. Μια βραδιά, η Αθηνά τα πήγε στο σινεμά να δουν ελληνική ταινία. Κάποια στιγμή, βλέποντας τη μητέρας τους να τραγουδάει, άρχισαν τα κλάματα. Με λυγμούς φωνάζανε «μανούλα μου, μανούλα μου» κι όλος ο κόσμος στο σινεμά , συγκινημένος, έκλαιγε μαζί τους! 
πηγή

Στο Άγιο Ανεστάκι

$
0
0


Με μάτια μισόκλειστα να παίζει το ταξίμι και ο λυγμός του «αμάν» να σκίζει σα μαχαίρι τα ντουμάνια του τεκέ

Τότες ο Περαίας ήταν πολύ άγριος. Οι φόνοι στα Καρβουνιάρικα, Τρούμπα και Τσελέπη ήταν στην ημερησία διάταξη. Όσο για τεκέδες, ήταν γεμάτος, στην Πειραϊκή, Παναγίτσα, Άγιο Νείλο, Άγιο Νικόλα, Γύφτικα, Χατζηκυριάκειο και στην Τρούμπα. Κι όσο πιο πέρα πήγαινες, προς Άγιο Διονύση, εκεί φουμάρανε στο δρόμο, οι χωροφυλάκοι είχαν μοιρασιά κι αν μπάτσος έκανε τον ψευτοπαλληκαρά τραβιότανε εύκολα η δίκοπη»

Γύρω από τα λιμάνια, βασικά στον Πειραιά, στη Θεσσαλονίκη, στο Βόλο, στη Πάτρα, χιλιάδες άνεργοι επιβιώνουν σχεδόν λαθραία, ζουν από μικροεγκλήματα, από μικροκλοπές, από μυστήριες ...συναλλαγές, δημιουργώντας μια νέα λούμπεν κουλτούρα. Μια κουλτούρα με τους δικούς της κώδικες συμπεριφοράς, με δικούς της κανόνες, νόρμες ,τρόπους ζωής, τιμής ,ηθικής. Τη κουλτούρα του ...μάγκα.

Φτιάχνουν τραγούδια συλλογικά, όπου ο κάθε μαστούρης, λέει και από ένα στίχο, ρεφραίν δεν υπάρχει, κι η μουσική είναι απλή, συνήθως μόνο με μπαγλαμά αντί για μπουζούκι. Ο λόγος απλός. Ο μπαγλαμάς είναι εύκολος στην κατασκευή-συνήθως αυτοσχέδιος και φτιαγμένος στη φυλακή-, εύκολος στην μεταφορά, και εύκολος να κρυφτεί κάτω από το σακάκι στις εφόδους των μπάτσων των πληρωμένων από άλλους τεκετζήδες

Ρέμπενοκ*, ρεμπέτ ασκέρ*, ή ρεμπέτ***, πάνω κάτω παρόμοιες ερμηνείες, που δίνουν το όνομα στο ρεμπέτικο.

«Εκεί οι γυναίκες δε βγαίνανε έξω, απαγορευότανε αυστηρώς. Αλλά οι αγαπητικοί είχαν τον τρόπο τους και πηδάγανε τα μεσάνυχτα μέσα παρ’ όλο που φυλάγανε άγριοι εύζωνοι. Αλλά καμία δεν μαρτυρούσε. Φόνοι γινόντουσαν κάθε τόσο, αιτία βέβαια ήταν οι γυναίκες. Η ίδια η γυναίκα που για χάρη της είχε εγκληματήσει κάποιος ήταν υποχρεωμένη να τον συντηρεί μέχρι να βγει από τη φυλακή. Δε μπορούσε να κάνει αλλιώς γιατί θα την σκότωναν οι φίλοι του. Όταν όμως ο εγκληματίας αγαπητικός έβγαινε από την φυλακή, η πρώτη του δουλειά ήταν να την στεφανωθεί, απαραίτητος κανών. Και για τον σκυλόμαγκα ο άγραφος νόμος ήταν σκληρός!»
Άλλωστε -όσο κι αν κάποιοι αργότερα επιχειρούν να το εξευγενίσουν ευνουχίζοντας το από το λουμπεν, Ρεμπέτικο σημαίνει φυλακή. Ρεμπέτικο σημαίνει τεκέ. Ρεμπέτικο σημαίνει νταλκάς, ξεκαθαρισμα λογαριασμών και μαστούρα. Ρεμπέτικο σημαίνει ... αδέσποτο. Και πάνω από όλα Ρεμπέτικο σημαίνει ΠΕΡΙΘΩΡΙΟ.

Από μέρη της Μικράς Ασίας, κύρια απο τη Σμυρνη αλλά και από τον Πόντο και τις ακτές της Μαύρης Θάλασσας μετανάστες που κατακλύζουν μια ξένη ....Πατρίδα, που συνωθούνται σε μια ...μάννα μητριά.

Μεγάλες, εξαθλιωμένες κοινότητες, παραγκουπόλεις να μεγαλώνουν, φτώχεια, ανεργία, ξεριζωμός, έλλειψη στέγης, αστυνομική καταπίεση, κοινωνικός υποβιβασμός, ρατσισμός, πορνεία, εγκληματικότητα, ναρκωτικά.

Η ανατολίτικη μουσική που φέρνουν μαζί τους οι μετανάστες, οι πρόσφυγες, έχει κλαρινέτα, βιολιά, σαντούρια, κανονάκι, κι αυτή ξεκινάει να ανακατεύεται με το μπουζούκι και τον μπαγλαμά. Ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που ανακατεύονται μεταξύ τους και οι νέοι...περιθωριακοί, με τους παλιούς.
Η σχολή της Σμύρνης με μελωδίες τσιφτετελετζίδικες, με ούτια, σαντούρια και βιολιά, με τραγούδια θρηνητικά, παθιασμένα, σπαρακτικά αμανετζιδικα, με φωνές γυναικείες- γεια σου Ρόζα, γεια σου συγκλονιστική και ΑΞΕΠΕΡΑΣΤΗ Ρίτα Αμπατζή
- ανακατεύεται με τη ρεμπέτικη σχολή του Πειραιά, αυτήν την άγρια αντρίκεια, με τα χασάπικα και τα ζειμπεκικα, που σπαρταράνε μέσα στα σπλάχνα της, τα μπουζούκια και οι μπαγλαμάδες.

Και εκεί γύρω στο ’30, το ρεμπέτικο, το ελληνικό μπλουζ, βρίσκει αυτόν, που θα το κάνει όσο μεγάλο του αξίζει να είναι. Αυτόν που πολύ αργότερα θα ονομάσουν ...Πατριάρχη. Αυτόν που στα 15 το σκάει από τη Σύρα για τον Πειραιά και ανάμεσα σε δουλειές του ποδαριού, μεροκάματα στα καρβουνιάρικα, στο λιμάνι και στα σφαγεία χώνεται στον υπόκοσμο της σκληρής πόλης κάνοντας τραγούδια τους τρεις μεγάλους και παντοτινούς του έρωτες, το μπουζούκι, τη μαστούρα και τη Ζιγκοάλα.
Ο μεγάλος Μάρκος, που έχει την ικανότητα και να κάνει το ρεμπέτικο χρυσωρυχείο από τις πρώτες ηχογραφήσεις της «Τετράδος ξακουστής του Πειραιώς».

Ο Ανέστης Δελιάς και η Κούλα η Σκουλαρικού

$
0
0

Η παραβολη ε... συγνωμη, η ιστορια ηθελα να πω που ακολουθει ειναι αληθινη.

1938. Ο Ανεστης Δελιας ηταν ενα νεο κι ομορφο παλληκαρι που επαιζε μπουζουκι , εγραψε λιγα αλλα σπουδαια τραγουδια κι επισης ηταν κι εξαιρετικος ερμηνευτης.
Ηταν ενας απο τους τεσσερις της περιφημης "τετραδος της ξακουστης του Πειραιως".
Η μοιρα τα φερε ετσι, ωστε να γνωρισει καποτε μια ομορφη γυναικα με το παρατσουκλι "Κουλα Σκουλαρικου". Ο Δελιας την ερωτευτηκε κι αποφασισε να ζησει μαζι της.
Η Σκουλαρικου ομως ητανε πρεζου. Επαιρνε ηρωινη.
Απο φοβο μηπως ο Δελιας καποια μερα την εγκαταλειψει, κατεστρωσε ενα σατανικο σχεδιο. Αποφασισε να τον κανει κι εκεινον πρεζακια, βαζοντας τον να εισπνεει ηρωινη καθε νυχτα στον υπνο του. Η μεθοδος ηταν αυτη:
Μολις αποκοιμιοταν ο Δελιας , εφτιαχνε ενα χαρτινο χωνακι και στη βαση του εριχνε μια πρεζα ηρωινης. Υστερα εβαζε το χωνακι μπροστα στη μυτη του Δελια. Κι εκεινος αναπνεοντας επαιρνε τη δοση του. Ετσι μεσα σε λιγο καιρο καταντησε κι εκεινος πρεζακιας.
Ο Δελιας εγινε απολυτα εξαρτημενος απ το ναρκωτικο αλλα και απο την Σκουλαρικου που ηξερε τις πιατσες και προμηθευοταν το φαρμακι.
Ο Δελιας αρχισε να παραπαιει.
Τα ποδια του δεν τον σηκωνανε στο παλκο.
Η ειρωνια ηταν οτι το χαλι του ο Δελιας το ειχε περιγραψει προφητικα δυο χρονια πριν το 1936 στο περιφημο τραγουδι του "ο πονος του πρεζακια", αναφερομενος φυσικα στους δυστυχεις πρεζακηδες που εβλεπε γυρω του.
Ακολουθησε η εξορια του στην Ιο το '39 και οταν ξεσπασε ο πολεμος το '40 ντυθηκε στο χακι. Εκει ουτε τσιγαρο δεν ειχε να καπνισει. Σιγα σιγα μπηκε στον δρομο της απεξαρτησης. Οταν επεστρεψε ομως στην Αθηνα και προσπαθησε να κρυφτει απ την Σκουλαρικου για να μην ξαναπεσει στην πρεζα , αυτη τον ανακαλυψε σε καποιο μπουζουξιδικο του Θησειου οπου δουλευε με τον Κηρομυτη για να βγαλει κανα φραγκο και τον εβαλε ξανα στο φαραγγι του θανατου.
Ο Δελιας βρεθηκε τελικα νεκρος το καλοκαιρι του '44 εξω απο τον τεκε του Ντανακουλη στο Μεταξουργειο. Το πρωι τον μεζεψανε με το καρο της αστυνομιας.
Η Κατερινα , ετσι ηταν το ονομα της περιφημης Κουλας Σκουλαρικου, κατα τραγικη ειρωνια εφυγε απ τη ζωη πενηντα χρονια μετα...
πηγή

Η οικογένεια του Ελύτη

$
0
0



Γνωστή σαπωνοποιία από το 1830, που εδρεύει στον Πειραιά. 
Ιδρυτές οι γονείς του ποιητή Οδυσσέα Ελύτη που ξεκίνησαν από την Κρήτη για τον Πειραιά όπου και ίδρυσαν την αρχική σαπωνοποιία.
 Το σαπούνι Άσσος πράσινο από λάδι ελιάς, οι νιφάδες με πράσινο σαπούνι,
 το λευκό λεβάντας - τρία γνωστά από παλιά προϊόντα που έμπαιναν σε κάθε σπίτι - για το πλύσιμο, τη λάτρα, το μπάνιο. 
Κύρια συστατικά των σαπουνιών το καθαρό μείγμα και η εκλεκτή απαλότητα.
Αναμεμειγμένο το λάδι ελιάς  με διάφορα αρωματικά και φυτικά εκχυλίσματα, δίνει το διαφορετικό χρώμα και άρωμα στο σαπούνι που πουλιέται και στα καταστήματα ευρείας κατανάλωσης αλλά και σ' αυτά των ειδών λαϊκής τέχνης, προσφέροντας στον τουρίστα ένα από τα παραδοσιακά προϊόντα της ελληνικής γης —το λάδι ελιάς, ως επίσης της ελληνικής δεξιοτεχνίας και δημιουργικής επιχειρηματικότητας.
Σαπούνι Άσσος Αλεπουδέλη

πηγή

Εν Αθήναις...και πάλι με την υγρασία

$
0
0


Πολύ υγρασία σε εκείνο το...υπερυψωμένο υπόγειο...πώς να το πείς....
του παλιού νεοκλασικού που μετακομίσαμε για μια ακόμα φορά εκείνα 
τα χρόνια.
Είχε μεγαλώσει η οικογένεια και το ένα δωμάτιο δεν έφτανε.
Άλλη γειτονιά όμως...άντε να βρείς νέους φίλους...άντε να προσαρμοστείς
στο νέο σχολείο.
Περνούσε και ένα ρέμα δίπλα από το σπίτι που το ρέμβαζες όταν φούσκωνε
με τα νερά της βροχής....
Αχ φουκαριάρα Αθήνα πόσοι έφαγαν από τα κομμάτια σου....
Την υγρασία την ξαναθυμήθηκα το σωτήριον έτος 2012 λόγω χαμηλής
χρήσης...του καλοριφέρ.
Και γι αυτό γυρίζω πίσω  στα μικράτα μου...
Πήγαινε ο βήχας στο υπόγειο σύννεφο ....σταματούσε την άνοιξη.
Και δώστου βεντούζες και είχες την ευαισθησία την μεταπολεμική όπως
η πλειονότητα των παιδιών της αυλής.....κίτρινη μούρη....αδυναμία....
δέκατα και άλλα ωραία λόγω "υγιεινής" διατροφής.
Στάζανε οι τοίχοι...τι να έκανε η μάνα.....η σόμπα του πετρελαίου
με το μπουρί δεν είχε ροδάκια....στην κουζίνα που ήταν μεγάλη την είχαμε
και εκεί τα κάναμε όλα εκτός από τον ύπνο.
Μόλις ερχότανε αυτή η ώρα άρχιζε το μαρτύριο....τρέχα γρήγορα και κουκουλώσου....
πρόσεχε στα πόδια υπάρχει μπουκάλι με ζεστό νερό...τύπου θερμοφόρας....
Όπως έπεφτες έτσι ξύπναγες στο ίδιο πλευρό γιατί φοβόσουνα μην χάσεις
την "ζέστη"αλλά και από το βάρος του παπλώματος και των μπόλικων κουβερτών.
Ο τοίχος ποτάμι και επάνω καρφωμένο ένα κάντρο με κέντημα της μάνας
μούσκεμα κι αυτό.
Η μυρουδιά της μούχλας αλλά και η όψη της ....αξέχαστα.
Όταν κάποτε μου προσέφεραν να φάω λίγο τυρί ροκφόρ....αυτό με την αριστοκρατική "μούχλα"....
χαμογέλασα και αρνήθηκα σκεπτόμενος πόσο χορτάτος ήμουνα από δαύτη.
Η ζωή όμως κάνει κύκλους....οι απατεώνες-δοσίλογοι Πολιτικοί που έχουν
την ευθύνη να με "φροντίζουν" ....δεν με ξέχασαν... τώρα προς το τέλος
φρόντισαν να θυμηθώ τα παιδικά μου χρόνια.

Πίσω στα παλιά

ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ !!!


Δυστυχία σου Ἑλλάς, μὲ τὰ τέκνα ποὺ γεννᾶς

$
0
0

Ποιὸς εἶδε κράτος λιγοστὸ
σ᾿ ὅλη τὴ γῆ μοναδικό,
ἑκατὸ νὰ ἐξοδεύῃ
καὶ πενήντα νὰ μαζεύῃ;
Νὰ τρέφῃ ὅλους τοὺς ἀργούς,
νἄχῃ ἑπτὰ Πρωθυπουργούς,
ταμεῖο δίχως χρήματα
καὶ δόξης τόσα μνήματα;

Νἄχῃ κλητῆρες γιὰ φρουρὰ
καὶ νὰ σὲ κλέβουν φανερά,
κι ἐνῷ αὐτοὶ σὲ κλέβουνε
τὸν κλέφτη νὰ γυρεύουνε;

* * *

Κλέφτες φτωχοὶ καὶ ἄρχοντες μὲ ἅμαξες καὶ ἄτια,
κλέφτες χωρὶς μία πῆχυ γῆ καὶ κλέφτες μὲ παλάτια,
ὁ ἕνας κλέβει ὄρνιθες καὶ σκάφες γιὰ ψωμὶ
ὁ ἄλλος τὸ ἔθνος σύσσωμο γιὰ πλούτη καὶ τιμή.

* * *

Ὅλα σ᾿ αὐτὴ τὴ γῆ μασκαρευτῆκαν
ὀνείρατα, ἐλπίδες καὶ σκοποί,
οἱ μοῦρες μας μουτσοῦνες ἐγινῆκαν
δὲν ξέρομε τί λέγεται ντροπή.

* * *

Ὁ Ἕλληνας δυὸ δίκαια ἀσκεῖ πανελευθέρως,
συνέρχεσθαί τε καὶ οὐρεῖν εἰς ὅποιο θέλει μέρος.

* * *

Χαρὰ στοὺς χασομέρηδες! χαρὰ στοὺς ἀρλεκίνους!
σκλάβος ξανάσκυψε ὁ ρωμιὸς καὶ δασκαλοκρατιέται.

* * *

Γι᾿ αὐτὸ τὸ κράτος, ποὺ τιμᾶ τὰ ξέστρωτα γαϊδούρια,
σικτὶρ στὰ χρόνια τὰ παλιά, σικτὶρ καὶ στὰ καινούργια!

* * *

Καὶ τῶν σοφῶν οἱ λόγοι θαρρῶ πὼς εἶναι ψώρα,
πιστὸς εἰς ὅ,τι λέγει κανένας δὲν ἐφάνη...
αὐτὸς ὁ πλάνος κόσμος καὶ πάντοτε καὶ τώρα,
δὲν κάνει ὅ,τι λέγει, δὲν λέγει ὅ,τι κάνει.

* * *

Σουλούπι, μπόϊ, μικρομεσαῖο,
ὕφος τοῦ γόη, ψευτομοιραῖο.
Λίγο κατσούφης, λίγο γκρινιάρης,
λίγο μαγκούφης, λίγο μουρντάρης.
Σπαθὶ ἀντίληψη, μυαλὸ ξεφτέρι,
κάτι μισόμαθε κι ὅλα τὰ ξέρει.
Κι ἀπὸ προσπάππου κι ἀπὸ παπποῦ
συγχρόνως μποῦφος καὶ ἀλεποῦ.

* * *

Καὶ ψωμοτύρι καὶ γιὰ καφὲ
τὸ «δὲ βαρυέσαι» κι «ὢχ ἀδερφέ».
Ὡσὰν πολίτης, σκυφτὸς ραγιᾶς
σὰν πιάσει πόστο: δερβεναγᾶς.

Θέλει ἀκόμα -κι αὐτὸ εἶναι ὡραῖο-
νὰ παριστάνει τὸν εὐρωπαῖο.
Στὰ δυὸ φορώντας τὰ πόδια πού ῾χει
στό ῾να λουστρίνι, στ᾿ ἄλλο τσαρούχι.

* * *

Δυστυχία σου Ἑλλάς, μὲ τὰ τέκνα ποὺ γεννᾶς.
Ὦ Ελλάς, ἡρώων χώρα, τί γαϊδάρους βγάζεις τώρα;

Γεώργιος Σουρής
Ανθολογία της οικονομίας 
πηγή

Από πότε μας δουλεύουν...."Ο ΥΓΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΘΑ ΓΙΝΟΥΝ ΝΕΑΙ ΓΕΩΤΡΗΣΕΙΣ"

$
0
0




ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΒΡΑΔΥΝΗ  1950

AΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΩΝΑΣΗΣ Συγκλονιστική "προφητεία" για το σημερινό χάλι

$
0
0


Ο Αριστοτέλης Ωνάσης αντιλαμβανόταν καλύτερα τον κόσμο και μπορούσε να προβλέψει σε τι δεινή κατάσταση θα βρισκόταν χρόνια μετά ολόκληρος 
ο πλανήτης χτυπημένος απο την οικονομική κρίση.
Άλλωστε μάλλον τυχαία δεν είναι η προφητική δήλωση που είχε κάνει πριν πολλά πολλά χρόνια πριν ο Έλληνας κροίσος.
Ουσιαστικά με τα λόγια που θα διαβάσετε παρακάτω ο Αριστοτέλης Ωνάσης μιλούσε για όλα όσα σήμερα βιώνουν οι περισσότερες χώρες 
κάτω από το "μαστίγιο" της κρίσης.
«Θα 'ρθει μέρα, που η απληστία της ιδιοκτησίας, του πλούτου και της έπαρσης, θα αποθηκευτεί στις τράπεζες, στις πολυεθνικές και σε τόσο λίγους, που οι πολλοί, μη κατέχοντες, θα ξεσπάσουν σαν θεομηνία 
που θα κάνει την ζωή των ολίγων κατεχόντων, κόλαση...».
Tμήμα ειδήσεων defencenet.gr

Πράγματα που κάναμε έστω μια φορά με τους γονείς μας στην Αθήνα των 70s και των 80s

$
0
0
Εγω η αδερφη μου και μια φιλη της στη Γλυφαδα, 1978.
 Η αερόμπαλα Βάζελου ολα τα λεφτα. -


Aπό τπν Δημήτρη Καραίσκο 

 Πήγαμε οικογενειακώς σε κατάστημα χαλιών να πάρουμε "μοκέτα". - Μας σύρανε σε κουτούκι στους Θρακομακεδόνες όπου έπαιζε Σαββόπουλο και όλοι φάγανε κοκορέτσι. Εμείς φάγαμε τηγανιτές πατάτες. 
Οι γονείς κι οι φίλοι τους μιλούσαν για πολιτικά. - Μας πήγανε Κυριακάτικη εκδρομή στο φράγμα του Μαραθώνα (και μετά μας σύρανε σε κοντινό κουτούκι) - Πήγαμε Χριστούγεννα στο Μινιόν και είδαμε τις κούκλες στη βιτρίνα να κουνιούνται σαν καθυστερημένες. - Πήγε η μάνα μας για ψώνια στο Μινιόν και μας έσυρε μαζί της στο καφέ στον πάνω όροφο να πιει καφέ - Πήγε η μάνα μας για ψώνια στο Κολωνάκι και μας έσυρε μαζί της στο Ντόλτσε για καφέ - Μας αγόρασαν Σουμπούτεο απο το Μινιόν - Μας αγόρασαν πειρατικό του Πλειμομπιλ απο την Αμερικάνικη Αγορά - Μας αγόρασαν Adidas Tango España 82 απο τον Κατράντζο - Μας πήγανε στον Πανελλήνιο να μας γράψουν στο τένις ή το μπάσκετ - Μας πήγανε Σαββατιάτικη βόλτα για καφέ στ' Αστέρια της Γλυφάδας - Μας πήγανε στο Ροντέο στη Γλυφάδα οπού χαθήκαμε έντρομοι στο λαβύρινθο με τους καθρέφτες. - Μας πήγανε να δούμε τον Μιχάλη το Σφυρίχτρα στο θέατρο της Ξένιας Καλογεροπούλου. Μετά αγοράσαμε και το σάουντρακ σε δίσκο. - Μας πήγανε στην Τενεκεδούπολη στο Μουσείο και αναρωτηθήκαμε αν οι τενεκέδες κουνιούνται μόνοι τους ή αν τους κουνάει κάποιος από πίσω. - Μας πήγανε Κυριακάτικη μονοήμερη στο Ναύπλιο. - Μας πήγανε Κυριακάτικη μονοήμερη στη Χαλκίδα - Μας πήγανε για χιονοπόλεμο στην Πάρνηθα και την Πεντέλη - Μας πήρανε τον Τρελαντώνη και το Καπλάνι της Βιτρίνας από το βιβλιοπωλείο της Εστίας - Μας γράψανε στη Γαλλική Ακαδημία της Μασσαλίας (που τώρα είναι δικηγορικό γραφείο), αλλα εμείς κάναμε κοπάνα για να αγοράσουμε παιχνίδια για το Spectrum απ' την "Ελένη Κουνάνη Computers" στη Στουρνάρη. - Μας πήγανε στο Cat Computers στην Ιπποκράτους να μας πάρουνε Spectrum. - Μας πήγανε να δούμε το Ε.Τ στο σινε Γρανάδα και ολο το υπόλοιπο βράδυ επαναλαμβάναμε αυτιστικά "ΕΤ phone home". - Μας σύρανε και στο Αττικόν στο Κράμερ εναντίον Κράμερ που δεν ήταν ακριβώς για παιδάκια. - Γυρίσαμε Κυριακή απόγευμα απο εκδρομή στο Σούνιο ακούγοντας Αθλητική Κυριακή στο ραδιόφωνο του αμαξιού. - Συνδέσαμε έτσι για πάντοτε το τζινκγλ της Αθλητικής Κυριακής με το άγχος του σχολείου τη Δευτέρα - Μας πήγανε σε σπίτι φίλων τους όπου το κομπλεξικό παιδάκι τους δεν μας έδινε να παίξουμε με το handheld Donkey Kong τους - Μας πήγανε να πάρουμε ποδήλατο στον Τσιρίκο στο Φάρο Ψυχικού - Μας σύρανε σε απογευματινό καφέ στο Blue Bell που δεν υπάρχει πια, στην πρώτη πλατεία του Ψυχικού - Μας πήγανε στο Ωδείο να μάθουμε κάνα όργανο αλλα εμείς ακούγαμε Duran Duran. - Μας σύρανε μαζί τους σε προεκλογική συγκέντρωση στο Πεδίον του Άρεως. - Μας πήγανε στην Έκθεση Βιβλίου του Πεδίου του Άρεως όπου θέλαμε να αγοράσουμε Παρά Πέντε αλλά ήταν για ενήλικες. - Μας πήγανε στη Λεωφόρο κι είδαμε από κοντά τον Σημαιοφορίδη να βαράει αράουτ στα γαμίδια. - Βάλανε κι άκουσαν μαζί μας τον καινούριο δίσκο του Χαρυ Κλυν στο σαλόνι - Μας πήγανε στον Εθνικό Κήπο και ταΐσαμε τις πάπιες - Μας πήγανε στην Ανθοκομική Έκθεση Κηφισιάς όπου βαρεθήκαμε τη ζωή μας. - Μας πήγανε σ' αυτήν την έκθεση κεραμικών στο Μαρούσι πάνω στην Κηφισίας και βαρεθήκαμε τη ζωή μας. - Μας πήγανε στην Καπριτσιόζα στην Κηφισιά και φάγαμε burger. - Μας πήγανε στον Pappas στην Κηφισιά και φάγαμε πίτσα - Μας πήγανε στον Κωστάρα στην Αλεξάνδρας και φάγαμε μπιφτέκια. - Μας πήγανε στο Βάρσο για γαλακτομπούρεκο - Μας πήγανε Σάββατο μεσημέρι στο ΑΒ του Ψυχικού και πήραμε αυτο τό φοβερό ολόκληρο κοτόπουλο με την τραγανιστή πέτσα - Μας πήρανε γάλα σε συσκευασία πυραμίδας απο το σουπερμαρκετ - Μας πήγανε στο Πολυτεχνείο κι αφήσαμε λουλούδι στο μεγάλο κεφάλι. - Μας πήγανε σε γιορτή εργατικής πρωτομαγιάς στο Ζάππειο όπου έπαιζε Φαραντούρη και τρομάξαμε. - Μας πήγανε στην υπόγα Ηρακλείτου και Σόλωνος και μας πήρανε Λακόστ - Μας πήγανε στο Μούγερ και πήραμε Κικερς   Υ.Γ. Η λίστα παρατίθεται ως ύπουλη μηχανή νοσταλγίας αλλά και προς συνέχεια και εμπλουτισμό! 
Πηγή: www.lifo.gr

Κάποια Χριστούγεννα

$
0
0

      Η ιστορία που θα σας διηγηθώ συνέβη κάποια Χριστούγεννα, σε κάποιον πολυσύχναστο δρόμο. Δεν έχει σημασία πού, πότε. Για μας, για μένα που τα είδα όλα και τώρα σας τα διηγούμαι, μόνο το γεγονός έχει σημασία. Θα σας τα αφηγηθώ όπως ακριβώς τα κατέγραψα την ώρα που συνέβαιναν. Τα πράγματα λοιπόν έχουν ως εξής:
    Είναι παραμονή Χριστουγέννων. Όλοι είναι στους δρόμους κάνοντας τα ψώνια της τελευταίας στιγμής. Ένα υλικό που λείπει για τη συνταγή των μελομακάρονων, ένα δωρο για μια ξεχασμένη θεία που μετά από 20 χρόνια γύρισε πίσω στην πατρίδα της, ένα ζευγάρι παπούτσια που κάποιος το αναζητούσε καιρό τώρα, στολίδια για το καινούριο δέντρο και άλλα τέτοια μικροπράγματα. Η ατμόσφαιρα γιορτινή και ευχάριστη. Μικρές ομάδες παιδιών που πηγαίνουν από πόρτα σε πόρτα τραγουδώντας ξεχωρίζουν μέσα στο πλήθος. Μικροπωλητές, έμποροι μπαλονιών και φιλόδοξοι Άϊ-Βασίληδες με τα πόνυ και τις φωτογραφικές μηχανές τους, συνθέτουν την εορταστική ατμόσφαιρα του μεγάλου εμπορικού δρόμου της πόλης. Έξι αγιοβασιλιάτικοι σκούφοι απομακρύνονται από το συνωστισμό κόβοντας δρόμο μέσα από μικρά στενάκια. Βέβαια, οι σκούφοι δεν πάνε μόνοι τους. Κάτω απ'άυτούς υπάρχουν δυο αγορίστικα και τέσσερα κοριτσίστικα κεφάλια που ανήκουν σε έξι παιδιά. Δυο αγόρια και τέσσερα κορίτσια. Τα κορίτσια κρατάνε τρίγωνα, το ένα από τα αγόρια μια φλογέρα, ενώ το άλλο μια μεγάλη τσάντα που περιέχει ένα πορτοφόλι.
     Τώρα θα με ρωτήσετε πώς τα ξέρω εγώ όλα αυτά. Μα τα βλέπω! Να τώρα ας πούμε περνάω πάνω από τους έξι αγιοβασιλιάτικους σκούφους που ανήκουν στα κορίτσια και τα αγόρια με τα τρίγωνα, τη φλογέρα και το πορτοφόλι. Αν κατέβω λίγο πιο χαμηλά μπορώ να τους παρακολουθώ καλύτερα. Τώρα βλέπω και τα πρόσωπά τους. Το ένα κορίτσι, το πιο κοντό απ'ολους, περπατάει πηδηχτά αφήνοντας τα μακριά μαλλιά της να ανεμίζουν. Οι άλλοι πέντε κοιτιούνται μεταξύ τους και κάτι λένε. Αν κατέβω λίγο πιο χαμηλά θα ακούσω καλύτερα. Ωραία, εδώ είναι καλά. 
- Δεν τα έχουμε πάει ποτέ καλύτερα με τα κάλαντα! Λέει ένα κορίτσι, το πιο μελαχρινό απ'όλα, στο ψηλό αγόρι με τη φλογέρα δίπλα της. Ευτυχώς που έχουμε μαζί μας τη Μαριτίνα. Αν δεν τραγουδούσε αυτή δεν ξέρω πως θα ακούγονταν οι γαϊδουροφωνάρες μας... Και ειδικά η δική μου. Συμπληρώνει τη φράση της, ξεκαρδισμένη σ'ένα γέλιο που κάνει την υπόλοιπη παρέα να χαμογελάσει και τους περαστικούς να κοιτάνε περίεργα. Πραγματικά έχει ένα γέλιο αυτό το κορίτσι! Πώς γελάει έτσι; Απ'ότι φαίνεται οι υπόλοιποι πέντε κάνουν τα πάντα για να τη σταματήσουν. Αν ήμουνα στη θέση τους δεν ξέρω τι θα έκανα για να πάψω να ακούω αυτό το γέλιο!
       Προχωράνε. Το γέλιο σταματάει σιγά σιγά και για λίγη ώρα περπατάνε και οι έξι αμίλητοι. Το κορίτσι που γελούσε πριν κουμπώνει το μπουφάν της και τρίβει τις φούχτες της.
-Έχει έναν σχετικό ψόφο πάντως. Λέει κάποια στιγμή βάζοντας γάντια. 
- Να δω πώς θα χτυπάω το τριγωνάκι έτσι, μονολογεί ταχύνοντας λίγο το βήμα της.
Περνάει λίγη ώρα ακόμα. Τώρα έχουν φτάσει έξω από ένα ψηλό κτήριο. Τους ακολουθώ κατά πόδας. Το κρύο είναι πραγματικά αισθητό ακόμη και σε μένα. Τα παιδιά περπατούν λίγο ακόμα και μετά σταματάνε σε μια πόρτα.
- Τι, αυτό είναι; ρωτάει μάλλον απογοητευμένο το αγόρι που κουβαλάει την τσάντα με το πορτοφόλι.
- Αυτό είναι κι αν σ'αρέσει ΟΚ; Τον αποπαίρνει το τρίτο από τα κορίτσια. Μία ψηλή κοπέλα με παράξενα ξανθά μαλλιά.
- Εντάξει μη φωνάζεις! Κάνει ένα επίσης ψηλό και υπερβολικά αδύνατο κορίτσι.
 Η τέταρτη της παρέας. Εσύ τη λες Σεμέλη; Να μπούμε; Ρωτάει απευθυνόμενη στο κορίτσι που λίγο πριν γελούσε.
-Εγώ λέω ναι. Δεν έχουμε να χάσουμε τίποτα... Έτσι δεν είναι;
- Ωραία αλλά ποιός θα χτυπήσει; Ρώτησε αμέσως το αγόρι που κουβαλάει την τσάντα.
        Από'τι φαίνεται, η παρέα διστάζει. Αλλά δεν ξέρω γιατί. Ούτε ξέρω τι είναι πίσω από την πόρτα που αποφάσισαν να χτυπήσουν. Βλέπετε, είμαι καινούριος στην πόλη και δεν ξέρω λεπτομερώς τα κατατόπια. Γι αυτό εξάλλου πήρα από πίσω τα παιδιά με τους σκούφους. Ακόμα κανείς δεν έχει κάνει το πρώτο βήμα πάντως. Αν αγγίξω το έδαφος θα τους παρατηρώ καλύτερα και θα πηγαίνω και πολύ πιο ξεκούραστα. Θα κατέβω κι ας μου συνιστούν να το αποφεύγω να είμαι τόσο πολύ χαμηλά.
- Εντάξει, μη σφάζεστε θα χτυπήσω εγώ. Λέει το αγόρι με τη φλογέρα που μιλάει για πρώτη φορά και το σίγμα του ακούγεται περίεργο. Αποφασιστικός ο νεαρός, σκέφτομαι. Και όμορφος. Έχει κάτι ωραία πράσινα μάτια. Άλλο πράμα. Εμείς τα κοιτάμε πολύ τα μάτια ξέρετε. Από'κει πηγάζει η φυσική ομορφιά. Από'κει φαίνεται και η πνευματική. Έτσι μου έχουν πει οι δάσκαλοί μου, όλοι οι έμπειροι το βλέπουν αυτό. Αλλά εγώ δεν είμαι έμπειρος. Α, το αγόρι με τα πράσινα μάτια χτύπησε την πόρτα. Τα άλλα παιδιά κοιτιούνται. Μια γιαγιά  φαίνεται στο άνοιγμα.
- Να τα πούμε; Ρώτησε το κορίτσι που το λένε Σεμέλη. Η γιαγιά έγνεψε και η παρέα φαίνεται έτοιμη να μιλήσει. Να "τα πει".
- Καλήν ημέραν άρχοντες κι αν ει, κι αν έιναι ορισμός σας Χριστού τη θεία γέννηση να πω, να πω στο αρχοντικό σας, Χριστός γεννάται σήμερον, εν Βη, εν Βηθλεέμ τη πόλη οι ουρανοί αγάλλονται, χαίρε, χαιρέται η φύσις όλη εν των σπηλαίων τίκτεται κι εν φα, εν φάτνη των αλόγων ο βασιλεύς των ουρανών και ποι, και ποιητής των όλων, σ'αυτό το σπίτι που'ρθαμε, πέτρα να μη ραγίσει κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χίλια χρόνια να ζήσει. Και του χρόνου! Τραγούδησαν όλα τα παιδιά μαζί. Αυτά είναι τα κάλαντα λοιπόν. Να τι μαθαίνει κανείς όταν κατεβαίνει στη γη. Τραγούδησαν ωραία τα παιδιά πάντως, κυρίως η κοπέλα που τη λένε Μαριτίνα. Παρόλα αυτά δεν έχω ξανακούσει τέτοιο τραγούδι. Τραγουδούσαν και τα πέντε παιδιά, εκτός από αυτόν που έπαιζε τη φλογέρα, χτυπώντας τα τρίγωνα που είχαν μαζί τους. Μόλις τέλειωσε το τραγούδι είπαν και του χρόνου ενώ η γιαγιά εξαφανίστηκε πίσω από την πόρτα κλείνοντάς την με φόρα. Μα γιατί το κάνουν αυτό; Τραγουδάνε σε κάθε σπίτι, αλλά για ποιό λόγο; Αν θυμάμαι καλά, στο σχολείο μας είπαν ότι παίρνουν και λεφτά έτσι. Περίεργοι που είναι οι άνθρωποι...
-Έτσι είχε γίνει και πέρυσι; Ρώτησε τώρα μόλις το αγόρι με την τσάντα
- Ναι του απάντησε το ψηλό κορίτσι με τα παράξενα ξανθά μαλλιά. Ρε γαμώτο, είναι μαλακισμένη η κολώγρια! Τρία χρόνια τώρα ερχόμαστε εδώ και κάθε φορά μας πετάει την πόρτα στα μούτρα!
-ΟΚ ρε Στέλλα! Εντάξει! Τι να κάνουμε. Πάμε τώρα;
Μα γιατί θύμωσαν τα παιδιά. Δεν μπορώ να καταλάβω. Τι τους έκανε η γιαγιά και τη βρίζουν; Μήπως... αλλά μπα δεν γίνεται να είναι για τα λεφτά. Δεν ξέρω κανέναν που να στενοχωριέται για λεφτά. Μπορεί βέβαια για τους ανθρώπους κάτι να σημαίνουν. Ποιός ξέρει...
      Οι έξι αγιοβασιλιάτικοι σκούφοι έκαναν στροφή και χάθηκαν στον πολυσύχναστο δρόμο που έσφυζε από κόσμο που έκανε τις αγορές της τελευταίας στιγμής. Τότε έφυγα κι εγώ. Ίσως όμως έπρέπε να μείνω. Η δουλειά η δικιά μας, των αγγέλων, είναι να εμψυχώνουμε τους στεναχωρημένους. Αλλά ποτέ δεν ήμουνα καλός στην πράξη. Μου το έλεγαν και στο σχολείο. Πάντα άριστα στην παρατήρηση αλλά ποτέ καλός στην πράξη. 
Η πρώτη μου αποστολή στη γη στέφθηκε από παταγώδη αποτυχία. Από τότε ξανακατέβηκα πολλές φορές. Μια από αυτές μάλιστα ξανασυνάντησα το κορίτσι με το απίστευτο γέλιο, μια άλλη το αγόρι με τα ωραία μάτια. Ίσως κάποτε να συναντήσω και τη γιαγιά που έφυγε κλείνοντας την πόρτα. Ποιός ξέρει; Ίσως κάποια άλλα Χριστούγεννα.
πηγή

Γρηγόριος Ξενόπουλος

$
0
0

πηγή
 Κάποια Χριστούγεννα
         Η παρακάτω επιστολή του Γρηγόριου Ξενόπουλου γράφτηκε τα Χριστούγεννα του 1925 και απευθυνόταν στους μικρούς αναγνώστες της Διάπλασης των παίδων, περιοδικού που διεύθυνε με επιτυχία για 50 χρόνια (1896-1944, 1946-1948). O Ζακυνθινός λογοτέχνης και θεατρικός συγγραφέας αναπολεί, με νοσταλγία αλλά και χιούμορ, τα παιδικά του χρόνια και την οικογενειακή ατμόσφαιρα των Χριστουγέννων, σε συνδυασμό με τα έθιμα και τις παραδοσιακές συνήθειες του τόπου του.

Αθήνα, 26 Δεκεμβρίου 1925
Αγαπητοί μου,
         Έναν καιρό στη ζωή μου, τα Χριστούγεννα τα γιόρταζα... την Πρωτοχρονιά. Πώς; Ακολουθούσα κανένα δικό μου καλαντάρι*, ή είχα προσηλυτισθεί σε καμιά αίρεση;... Τίποτ' απ' αυτά. Μόνο που τον καιρό εκείνο, νιόφερτος στην Αθήνα, φοιτητούδι, σχεδόν παιδί, δεν μπορούσα να καταλάβω Χριστούγεννα χωρίς...  κουλούρα.
         Στη Ζάκυθο, βλέπετε, όπου είχα μεγαλώσει, την παραμονή των Χριστουγέννων το βράδυ, κόβουν με πομπή* κάποια κουλούρα. Αντιστοιχεί με τη βασιλόπιτα που κόβουν εδώ την Πρωτοχρονιά -κομμάτι ονομαστικό για τον καθένα, φλουρί για τον τυχερό, και καθεξής, -αλλά δε μοιάζει και καθόλου. Άλλη πάστα, άλλη ζύμη, άλλη όψη, άλλη γεύση, άλλη μυρωδιά. Φανταστείτε ένα ωραίο ψωμί σιμιγδαλένιο, πιασμένο με λάδι, βαμμένο κίτρινο με ζαφουράνα,* σπαρμένο μέσα με σταφίδες άσπρες και μαύρες, με κουκουνάρια, πορτοκαλόφλουδες κι ένα σωρό μπαχαρικά, και με μια κρούστα όλο σουσάμι και πυκνά φυτεμένα καρύδια, κάποτε μάλιστα και πασπαλισμένη με ψιλή ζάχαρη χρωματιστή. Αυτή είναι η ζακυθινή κουλούρα. Πώς να καταλάβαινα Χριστούγεννα χωρίς το «κομμάτι μου» απ' αυτήν; Και πού να 'βρισκα τέτοιο πράμα εδώ, στο βραδινό τραπέζι της παραμονής;
         - Χριστούγεννα αύριο, μου 'λεγαν. Και του χρόνου!
         - Πού είναι τα; Απαντούσα. Δεν τα βλέπω!...
         Και δεν τα 'βλεπα πραγματικώς. Ή, να πω καλύτερα, τα 'βλεπα, αλλά με τη φαντασία μου, μακρινά, αμυδρά, νοσταλγικά, λυπημένα - τα 'βλεπα εκεί κάτω, στην πατρίδα, στο πατρικό μου σπίτι, στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι με την κουλούρα στη μέση, με τους δικούς μου ολόγυρα και -αλίμονο!- με τη θέση μου σε μιαν άκρη αδειανή... Ήταν γιορτή αυτή για μένα; Αν δεν έκλαψαν τα μάτια μου, έκλαψε όμως η ψυχή μου, - ψυχή παιδιού που για πρώτη φορά ξενιτεύεται...
         Συνέβαινε όμως να βγάζουν εκεί και το δικό μου το κομμάτι, -ε, φυσικά, τι κι αν έλειπα; Δεν είχα κιόλα πεθάνει!- και, μαζί μ' ένα χριστόψωμο κι ένα τενεκεδένιο κουτί μαντολάτο, να μου το στέλνουν εδώ με κανένα επιβάτη ή με το ταχυδρομείο. Αλλά αργούσε. Δεν είχε εφευρεθεί, βλέπετε, ούτε εφευρέθηκε ακόμα και κανένας τηλέγραφος για δέματα. (Αχ, κι αυτός ο Έδισσον! Τι κάνει;...) Και το δέμα έφτανε μόλις την παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Έτσι, με το κομμάτι εκείνο της κουλούρας, που το λάβαινα και το 'τρωγα με τόση χαρά, με τόση συγκίνηση, με τόση αγάπη, έκανα κι εγώ τα Χριστούγεννά μου πρωτοχρονιάτικα.
         Αυτό βάσταξε κάμποσα χρόνια. Είναι αλήθεια ότι και στην Αθήνα, αργότερα, γνωρίστηκα με ζακυθινά σπίτια που έκοβαν την παραμονή ζακυθινή κουλούρα και με προσκαλούσαν και μένα στην τελετή. Αλλά δεν ήταν το ίδιο! Εγώ ήθελα το κομμάτι μου από την κουλούρα του σπιτιού μας. Και πάλι περίμενα σαν και τι το δέμα που θα ξεκινούσε από κει πέρα μετά την παραμονή, για να το λάβω... κατόπιν εορτής.
         Αλλά ήρθαν και Χριστούγεννα ή μάλλον Πρωτοχρονιά, που δεν έλαβα τίποτα. Στην πατρίδα είχε πεθάνει ο καημένος μου ο πατέρας. Ούτε εκείνο το χρόνο έκοψαν στο σπίτι μας κουλούρα, ούτε τον άλλον... Το πένθος, η απουσία μου ακόμα, το μεγάλωμα και το σκόρπισμα των παιδιών της, έκαμε τη μητέρα μου ν' αφήσει, να ξεσυνηθίσει αυτό το χριστουγεννιάτικο έθιμο του τόπου, αταίριαστο πια σ' ένα σπίτι χωρίς νοικοκύρη και χωρίς μικρά παιδιά. Τότε μάλιστα, για πολλά χρόνια, συνέβαινε το αντίθετο: εγώ έστελνα της μητέρας μου το κομμάτι της από τη βασιλόπιτα που έκοβα εδώ, στο σπίτι μου, για τα παιδιά μου. Και η μητέρα μου πάλι, θυμούμενη τα παιδικά της χρόνια στην Πόλη, όπου επίσης έκοβαν βασιλόπιτα, γιόρταζε στη Ζάκυθο μια πολίτικη Πρωτοχρονιά... τα Θεοφάνεια.
         Κάποιο χρόνο όμως, μεγάλος εγώ πια, πήγα στη Ζάκυθο να κάμω Χριστούγεννα με τη γριά μητέρα μου.
         - Α, της λέω, δεν έχει, θα κόψουμε και κουλούρα!
         - Ναι, παιδί μου, μου λέει, αφού είσαι και συ εδώ, ας κόψουμε.
         Πραγματικώς, παράγγειλα έξω μια ωραία κουλούρα, και την κόψαμε το βράδυ της παραμονής, όπως άλλοτε. Αλλά θα το πιστέψετε; Δε μ' ενθουσίασε καθόλου! «Πού το τσουρέκι μας; Έλεγα. Αυτό δεν είναι παρά ψωμί!» Ναι, αυτό το ψωμί με το λάδι και με τη σταφίδα, που άλλη φορά με τρέλαινε, που το προτιμούσα από καθετί και που δεν έκανα Χριστούγεννα αν δεν το 'χα, δε μου άρεσε πια. Το είχα ξεσυνηθίσει. Προτιμούσα το τσουρέκι. Κι ούτε όψη τού έβρισκα πια, ούτε γεύση, ούτε μυρωδιά εξαιρετική. Ένα κοινό πράμα, χοντρό, βαρύ, που απορούσα μάλιστα πώς μ' ενθουσίαζε τόσο άλλη φορά...
         Μη δεν ήταν το ίδιο;
         Όχι, το ίδιο ήταν απαράλλαχτο. Εγώ μόνο είχα αλλάξει, εγώ δεν ήμουν πια ο ίδιος... Τόσα χρόνια στην Αθήνα, είχα ξεσυνηθίσει τα πράματα της πατρίδας μου και είχα συνηθίσει τ' αθηναίικα. Όλα στον κόσμο μια συνήθεια είναι. Κι ακόμα, κάθε πράμα ταιριάζει στον τόπο του. Μόνο η νοσταλγία των πρώτων χρόνων της ξενιτιάς μ' έκανε να βρίσκω τόσο ωραία και στην Αθήνα τη ζακυθινή κουλούρα και να την προτιμώ απ' το καλύτερο τσουρέκι. Αλλά όταν, με τον καιρό, λιγόστεψε κι έσβησε η νοσταλγία, χάθηκαν μαζί κι όλες οι παλιές, οι νοσταλγικές μου προτιμήσεις. Είχα εγκλιματιστεί* πια Αθηναίος. Κι ένας Αθηναίος δεν μπορεί βέβαια να προτιμάει τη ζακυθινή κουλούρα από το τσουρέκι του. Για να την προτιμάει κανείς, πρέπει να 'ναι Ζακυθινός, και να μένει στη Ζάκυθο.
         Έτσι εξήγησα τότε το παράξενο. Και θυμήθηκα και το μέλανα ζωμό των Σπαρτιατών. Οι Σπαρτιάτες τον αποζητούσαν και τον εκθείαζαν παντού σαν το καλύτερο φαΐ του κόσμου. Έτσι, ο μέλας ζωμός έβγαλε μια φήμη μεγάλη. Όσοι δεν τον είχαν δοκιμάσει, τον νόμιζαν εφάμιλλο* με την αμβροσία, την αιθέρια αυτή τροφή των Ολύμπιων Θεών. Δε θυμούμαι τώρα ποιος επίσημος, βασιλιάς ή στρατηγός -ο Διονύσιος των Συρακουσών άραγε;- όταν πέτυχε μια φορά κάτι Σπαρτιάτες μαγείρους, τους έβαλε να του φτιάσουν μέλανα ζωμό. Του τον έφτιασαν όσο καλύτερα ήξεραν, κι εκενος τον δοκίμασε μ' ένα μεγάλο μορφασμό.
         - Απορώ, τους είπε, πώς σας αρέσει αυτή η αηδία!
         - Θα σου άρεσε και σένα, του αποκρίθηκαν οι Σπαρτιάτες, αν έκανες ταχτικά το λουτρό σου στον Ευρώτα!
         Λέτε τώρα, όταν ξενιτευόταν κανένας νεαρός Σπαρτιάτης, να του έστελνε η μητέρα του, καμιά γιορτή σαν τα Χριστούγεννα λιγάκι μέλανα ζωμό;... Δεν το πιστεύω. Οι Λάκαινες* δε συνήθιζαν να παραχαϊδεύουν έτσι τα λεοντόπουλά τους. Πιο πιθανό μου φαίνεται να το 'κανε μια μητέρα Αθηναία ή Ζακυθινή. Γι' αυτό κι ένας δικός μας ποιητής, ο Ανδρέας Μαρτζώκης, σε κάποιο σατιρικό ποίημά του, «Ζακυθινός Μνηστήρας», παρασταίνει ένα Ζακυθινό αρχοντόπουλο στην Ιθάκη -στην ομηρική Ιθάκη, επί Οδυσσέως- που για να συγκινήσει την Πηνελόπη, της προσφέρει... τ' ωραίο χριστόψωμο που του είχε στείλει τα Χριστούγεννα η μητέρα του!

Σας ασπάζομαι
Φαίδων
Γ. Ξενόπουλος, Αθηναϊκές επιστολές,
Αδελφοί Βλάσση

Ο παρ’ ολίγον αιώνιος «Απότσος»

$
0
0


Η ζωή στο θρυλικό μπακάλικο που έγινε ουζερί και φιλοξένησε από το 1900 ως το 1997 «όλη την Αθήνα» όπως την αφηγούνται παλιοί θαμώνες και οι ρεκλάμες των προϊόντων του
Ο παρ’ ολίγον αιώνιος «Απότσος»
Φωτογραφία από το εσωτερικό του «Απότσου» που αποτυπώνει το κλίμα παλαιότερων εποχών στο σήμα κατατεθέν ουζερί της Αθήνας


«Ακαδημία», «Ναός ευζωίας» ή «Μεγάλη Βρετανία του ουζάδικου», ο «Απότσος» παρακολούθησε πίσω από τη βιτρίνα του όλη τη σύγχρονη ελληνική ιστορία. Το μπακάλικο που έγινε delicatessen, ουζερί, μπαρ και στο τέλος θρύλος φιλοξένησε στα τραπέζια του από πολιτικούς και βασιλιάδες, πρωθυπουργούς και διανοούμενους ως και τσαγκάρηδες που άφηναν για λίγο το κασελάκι τους στο πεζοδρόμιο της Σταδίου - και αργότερα της Πανεπιστημίου - για να πιουν ένα ουζάκι.
Και αν σήμερα, μετά το οριστικό κλείσιμο του «Απότσου» το 1997 λόγω λήξης μισθώματος, οι διηγήσεις των αλλοτινών θαμώνων του κρατούν ένα κομμάτι της ιστορίας του ζωντανό, οι αφίσες των εκλεκτών προϊόντων του καταστήματος που από τις αρχές του 20ού αιώνα κοσμούσαν τους χώρους του αποτελούν αδιάψευστη μαρτυρία ποιότητας. Μιας ποιότητας που χαρακτήριζε τόσο το κατάστημα όσο και την εποχή του, τότε που ακόμη και ο γυρολόγος - ο οποίος πουλούσε από τσιγάρα ως και ποδήλατα - φερόταν με σεβασμό και εισέπραττε σεβασμό.
«Και οι τοίχοι… Ω! Αυτοί οι τοίχοι τού τόσο επιβλητικού για μένα εκείνου κέντρου. Αβαφοι, λερωμένοι, που κατέληγαν σ' ένα ψηλό ψηλό ταβάνι και που ήταν όλοι στολισμένοι με πολύχρωμες ρεκλάμες, πολύχρωμα μικρά "πανό" που διαφήμιζαν τα προϊόντα μεγάλων οίκων του εξωτερικού - ιδιαίτερα προϊόντα Αγγλίας και Γαλλίας. Θυμάμαι πάντα έναν παλιάτσο γραφικότατο-διαφήμιση του "Κουαντρώ", κάποιες μαϊμούδες παιχνιδιάρικες που ξερογλείφονταν μπροστά σε μπουκάλια της σαμπάνιας, ρεκλάμες για σκωτσέζικα ουίσκια, τα γάλατα "Νεστλέ", οβομαλτίνες, μπισκότα, εδώδιμα προϊόντα κάθε είδους, πασίγνωστα έξω από την Ελλάδα» έγραφε ο Αλέκος Λιδωρίκης στις 19.5.1969.

Σπάνιες αφίσες
Δεκαπέντε χρόνια μετά το οριστικό κλείσιμο του «Απότσου» οι σπάνιες αυτές ρεκλάμες, ορισμένες από τις οποίες αποτελούν μοναδικά αντίτυπα παγκοσμίως, βλέπουν ξανά το φως της δημοσιότητας μέσα από την έκδοση της Εμμανουέλας Νικολαΐδου «Μεσημέρι στου Απότσου», το οποίο συγκεντρώνει τα αποτυπώματα της εποχής αλλά και διηγήσεις ανθρώπων της καλλιτεχνικής, πνευματικής και εκδοτικής ζωής του τόπου που ήπιαν το ουζάκι τους στου «Απότσου».
Η κυρίως εικονογράφηση του βιβλίου αποτελείται από εκείνες τις χάρτινες αφίσες, τις πινακίδες εμαγέ και τις μεταλλικές διαφημίσεις που απετέλεσαν τη συλλογή του ιδρυτή του αρχικού μπακάλικου, Βασίλη Απότσου, τις οποίες διέσωσε η εγγονή του, Λιλέτα Απότσου-Θανοπούλου, και μάλιστα σε μια πολύ δύσκολη στιγμή, όταν αναγκάστηκε να κλείσει το ιστορικό ουζερί.
«Σε αυτές τις περίπου 200 αφίσες θα δείτε την Αλίκη Βουγιουκλάκη παιδούλα να διαφημίζει την μπίρα Fix, σε διαφήμιση που τοποθετήθηκε στο κατάστημα το 1957, αλλά και ρεκλάμες για τον Λουδοβίκο Φιξ, "προμηθευτή της βασιλικής αυλής", για το ούζο Μπουτάρη που "δίδει χαρά", για τις αμερικάνικης προέλευσης, από ιάπωνες επιχειρηματίες, κονσέρβες Geisha, που άρχιζαν να διαφημίζονται το 1912, και άλλα πολλά, πραγματικά έργα τέχνης με αναμφισβήτητη ιστορική αξία» μας λέει η συγγραφέας.  
Πώς ξεκίνησε όμως το συλλεκτικό πάθος του Βασίλη Απότσου για τις διαφημιστικές αφίσες; Ο δυναμικός Χιώτης που κατέφθασε στα τέλη του 19ου αιώνα στην Αθήνα και βρήκε δουλειά στο περίφημο ζαχαροπλαστείο Γιαννάκη στη συμβολή των οδών Πανεπιστημίου και Κριεζώτου δεν άργησε να ανοίξει το δικό του μαγαζί. Στις αρχές του 1900 τοποθετούσε ήδη την ταμπέλα του, «Β. Απότσος, Εδώδιμα, Αποικιακά», στην πρόσοψη ενός ισόγειου καταστήματος επί της οδού Σταδίου 5.
Με την πρώτη ματιά φαινόταν για μπακάλικο. Ο προσεκτικός παρατηρητής όμως έβλεπε ότι τα ράφια ήταν γεμάτα λιχουδιές, γλυκές και αλμυρές, απ' όλη την Ελλάδα, με προεξάρχουσα φυσικά τη μαστίχα Χίου. Πολύ σύντομα ο Απότσος έγινε γνωστός για τις εκλεκτές λιχουδιές του, όπως ένα ιδιαίτερο τυρί και η λακέρδα. Την ώρα που οι πελάτες περίμεναν στον πάγκο να εκτελεστεί η παραγγελία τους ο πολυμήχανος ιδιοκτήτης έβρισκε την ευκαιρία να τους κεράσει, εκεί πάνω στη λαδόκολλα, ένα ουζάκι με μεζέ.
Εν τω μεταξύ είχε ήδη απλώσει το δίχτυ των παραγγελιών του προς την Ευρώπη εισάγοντας ό,τι πιο εξαιρετικό. Και όπως έφθαναν οι κούτες από τα κατάφορτα εμπορικά πλοία της εποχής, ο νεαρός δημιουργός του πρωτόγνωρου για τα δεδομένα της εποχής delicatessen έβαζε στις άκρη τις ρεκλάμες που συνόδευαν τα προϊόντα. Ηταν αυτές οι σπάνιες αφίσες που συνέθεσαν σιγά-σιγά την περίφημη συλλογή του.
Η φήμη του μικρού μαγαζιού της οδού Σταδίου ταξίδεψε σύντομα ως το Παλάτι: ο βασιλιάς αναγόρευσε τον «Απότσο» επίσημο προμηθευτή του. Ετσι, τουλάχιστον μία φορά την εβδομάδα οι κάτοικοι, οι καταστηματάρχες και οι περαστικοί των παρυφών της πλατείας Συντάγματος παρακολουθούσαν με δέος τη βασιλική άμαξα να σταθμεύει στην πόρτα του «Απότσου». Επρόκειτο για την ίδια άμαξα που θα κοσμούσε για πολλά χρόνια το εξώφυλλο του καταλόγου του.

Οι χρυσές δεκαετίες
Ο γιος του Βασίλη, Νίκος Απότσος, σχεδίαζε να μετατρέψει το κατάστημα του πατέρα του από ένα απλό «μπακάλικο» σε στέκι για ουζάκι και μεζέ. Καθώς όμως το 1941 - μετά τον θάνατο του ιδρυτή - μπήκαν οι Γερμανοί στην Αθήνα, τα ράφια άρχισαν να αδειάζουν από τις εκλεκτές λιχουδιές. «Εσείς βέβαια θυμάστε πόσο μεγάλη και πόσο εκπληκτική ήταν η ποικιλία διαφημίσεων του τοίχου μας… Μια συλλογή ίσως μοναδική στον κόσμο. Μα ήρθε η Κατοχή και οι Ιταλοί μάς έκαναν μεγάλη φασαρία, κυρίως με τις εγγλέζικες ρεκλάμες. Οπου υπήρχε η λέξις "London" έπρεπε να κατεβαστεί η διαφήμιση. Οταν φαινόταν η λέξη "England" έπρεπε το χαρτόνι να εξαφανισθεί! Ολες οι αγγλικές αφίσες κατέβηκαν πάραυτα στο υπόγειο και άλλες κατεστράφησαν, άλλες εκλάπησαν από διαφόρους συλλέκτες, ακόμη και αντικέρ!» έγραφε ο Νίκος Απότσος το 1969.
Το σχέδιό του υλοποιήθηκε μετά την απελευθέρωση. Και από τις αρχές της δεκαετίας του '50 ο «Απότσος» είχε γίνει ήδη στέκι σημαντικών προσωπικοτήτων της πολιτικής, της διανόησης και της τέχνης.
«Οι δεκαετίες του 1950 και του 1960 ήταν οι "χρυσές" δεκαετίες του "Απότσου"» μας λέει η κυρία Νικολαΐδη. «Κάθε φορά που βρίσκονταν στην Αθήνα περνούσαν ανελλιπώς δυο-τρεις φορές την εβδομάδα τουλάχιστον ο Σταύρος Νιάρχος και ο Αριστοτέλης Ωνάσης. Μοναδικός κοινός παρονομαστής, ότι έπιναν ούζο, έστω κι αν ο καθένας προτιμούσε διαφορετική μάρκα». Οσο για την Τζάκι Ωνάση, αναφέρει η εφημερίδα «Απογευματινή» στις 27 Μαΐου του 1970: «Η Τζάκυ κυκλοφορούσε χθες στους αθηναϊκούς δρόμους συνοδευόμενη από την κόρη του καθηγητού κυρίου Γεωργάκη. Αφού επεσκέφθη διάφορα καταστήματα λαϊκής τέχνης και αγόρασε πολλά δώρα, κατέληξε στου "Απότσου" και ήπιε με τη συντροφιά της τα μεσημεριανά ουζάκια της».
Ο «Απότσος», που λειτουργούσε σαν μικρή Βουλή για χιλιάδες γνωστούς και αγνώστους, είδε δημοσιεύματα στους «Times» της Νέας Υόρκης, στο «Paris Match» αλλά και σε ξένα περιοδικά γεύσης και πολιτισμού.

«Εδώ να δείχνεις σεβασμό»
Με τη μεταπολίτευση, νέα ήθη και μια αλλαγή. Το κατάστημα μεταφέρεται στην οδό Πανεπιστημίου 10, εντός της στοάς, ενώ είχε προηγηθεί μια σύντομη παρένθεση στην οδό Βουκουρεστίου. Στο βιβλίο αναφέρονται κατά «φυλές» οι θαμώνες του «Απότσου»: πολιτικοί, δημοσιογράφοι και εκδότες, καλλιτέχνες και διανοούμενοι, επιχειρηματίες και άλλοι. Στις σελίδες του βιβλίου παρελαύνουν αναμνήσεις και στιγμιότυπα, όπως ο Ηλίας Ηλιού και το τραπέζι αρ. 13 όπου καθόταν σχεδόν πάντα, ή ο Αντώνης Σαμαράκης που τις ημέρες της Μεγάλης Εβδομάδας, όταν είχε κέφια, ανέβαινε πάνω σε ένα τραπέζι και κερνούσε όλες τις παρέες ένα... καβούρι, ή ο γνωστός δικηγόρος που ακούγοντας έναν θαμώνα σε διπλανό τραπέζι να βρίζει τη γυναίκα που είχε μαζί του σηκώθηκε, τον άρπαξε από το πέτο και του είπε: «Βγες έξω. Εδώ είναι του Απότσου και πρέπει να δείχνεις σεβασμό».
Η ιστορία του «Απότσου» έληξε απότομα και μάλλον άδοξα. Το 1997 ήρθε μήνυμα από την πλευρά της ιδιοκτησίας του καταστήματος ότι τυχόν ανανέωση του συμβολαίου θα προϋπέθετε πολλαπλασιασμό του μισθώματος, κάτι που η επιχείρηση δεν μπορούσε να αντέξει. Ετσι το κατάστημα κατέβασε οριστικά ρολά διότι, παρά τα δημοσιεύματα των εφημερίδων και τις διαβεβαιώσεις της Πολιτείας, δεν βρέθηκε ο κατάλληλος χώρος με το κατάλληλο τίμημα για να μπουν ξανά τα περίφημα κεφτεδάκια στο τηγάνι του «Απότσου», οι «γκαζοκεφτέδες», όπως τους είχε βγει το όνομα - από το πετρογκάζ.Το βιβλίο «Μεσημέρι στου Απότσου» χωρίζεται σε τρία μέρη. Στην ιστορική αφήγηση, στην εικονογράφηση - με τις αφίσες της συλλογής Απότσου - και στις συνεντεύξεις θαμώνων του «Απότσου», αν και ο κατάλογος των συμμετεχόντων είναι φτωχός και μάλλον μη αντιπροσωπευτικός, αν αναλογιστούμε τα ονόματα που απαριθμούνται στην αρχή του βιβλίου.

Εν Αθήναις..μια γιαγιά

$
0
0



Ήταν πολύ δεμένη η γειτονιά εκείνα τα χρόνια....
Ειδικά τέτοιες γιορτινές ημέρες οι γειτόνισες στις συναντήσεις τους έκαναν 
τα σχέδιά τους για τους μοναχικούς ανθρώπους.
Υπήρχαν κάμποσοι χτυπημένοι από την μοίρα που έμεναν μόνοι τους.
Το πιάτο της ημέρας το είχαν από την γειτονιά και την έγνοια ότι είναι καλά.
Τα Χριστούγεννα όμως ήταν αλλιώς δεν τους άφηναν μόνους...τους έπαιρναν
μαζί στο μεγάλο τραπέζι της σπιτονοικοκυράς όπου μαζευότανε η αυλή....
Μια γιαγιά μου έμεινε στην μνήμη....
Μονίμως με ένα χαμόγελο...ένα καλό λόγο....είχε χάσει τον άντρα της...
...δεν είχε παιδιά....μια ανηψιά που περίμενε να πεθάνει
για να της πάρει το σπιτάκι που είχε εξ αδιαιρέτου ...
Τι ήταν ο κάβουρας δηλαδή και τι το ζουμί του....
Ερχότανε στο Χριστουγεννιάτικο τραπέζι και την έβαζαν στην τιμητική θέση
δίπλα στην ξυλόσομπα.....χαμογελούσε...ευχότανε σε όλους υγεία....
Έλεγε ιστορίες ....ήταν Σμυρνιά...μικροπαντρεμένη στις χαμένες πατρίδες...
δεν χάρηκε τον άντρα της τον έσφαξαν οι Τσέτες στην καταστροφή.
Γλύτωσε η ίδια πηδώντας σε ένα καϊκι....
Έκανε πολλές δουλειές για να ζήσει....με τις οικονομίες έχτισε
μια κάμαρα στο εξ αδιαιρέτου που της έδωσε το Κράτος....
Ούτε σύνταξη ούτε τίποτα....και από πού...ξενόπλενε...καθάριζε
σπίτια...
Δεν ξαναπαντρεύτηκε ποτέ...το θεώρησε σαν το καλύτερο μνημόσυνο
στον άντρα της.
Μέσα στην κάμαρά της υπήρχαν στο τοίχο εικονίσματα από την Σμύρνη
και ένα μακρόστενο κάντρο με την προκυμαία και τα ωραία σπίτια
των Ελλήνων πρίν τα κάψουν οι Τούρκοι.

Πίσω στα παλιά

Νέφος στην Αθήνα από τζάκια και ξυλόσομπες...

$
0
0







Θυμίζεις Αθήνα γυναίκα που κλαίει
γιατί δεν τη θέλει κανείς
Αθήνα Αθήνα πεθαίνω μαζί σου
πεθαίνεις μαζί μου κι εσύ...

Είναι το Κουκάκι η καλύτερη συνοικία για να ζεις;

$
0
0


 Ένα μίνι αφιέρωμα στο Κουκάκι 

  Είναι μία απ' τις 10 υποψήφιες για την καλύτερη συνοικία της Αθήνας, στα βραβεία του LIFO.gr. Να λοιπόν τι (μεταξύ πολλών πολλών άλλων) είναι για μας το Κουκάκι, μέσα από τυχαία θραύσματα κειμένων, αναμνήσεων και φωτογραφιών.     Κουκάκι! Από τον μουσικό Θοδωρή Σουρβίνο    Το Κουκάκι το λάτρευα πάντα. Γεννήθηκα και μεγάλωσα στον Πειραιά,αλλά πάντα με τράβαγαν η Αθήνα και το Κέντρο. Nομίζω ότι το Κουκάκι είναι ο τέλειος συνδυασμός κέντρου και γειτονιάς. Καθόλου «δήθεν», καθόλου υποβαθμισμένο, πολύ βολικό για όσους θέλουν να κινούνται με ποδήλατο ή περπατώντας, ή μ’ ένα από τα καλύτερα συγκοινωνιακά δίκτυα της Αθήνας.   Το δάσος του Φιλοπάππου είναι ό,τι καλύτερο για να ξεκουράσει κανείς το μυαλό του. Τόσο εγώ όσο και ο σκύλος μου το συνιστούμε ανεπιφύλακτα. Πολλοί σκύλοι και οι συνοδοί τους, λίγα παιδιά, λίγα ζευγάρια, λίγοι «αθλητές», ελάχιστοι γραφικοί «μπανιστηρτζήδες» και αρκετοί μοναχικοί ηλικιωμένοι -μια ωραία κοινωνία στο δάσος. Η θέα από ψηλά είναι φανταστική.   Το απόλυτο cult στέκι του Κουκακίου για πολύ μεθυσμένες late night καταστάσεις παραμένει το «μυστικό» μπαρ της Βέφας.   Αν θες να μάθεις οτιδήποτε για τον κινηματογράφο, τον Πανιώνιο και το Κουκάκι, πρέπει να ρωτήσεις τον Ανδρέα, τον ιδιοκτήτη και ψυχή του σινεμά Mikrokosmos. Και, ειλικρινά, αν αρχίσεις να πίνεις στο φουαγέ του σινεμά μαζί του, δεν θα θες να φύγεις.  Εκτός από τις πολύ όμορφες νεοκλασικές και art deco μονοκατοικίες γύρω από τον λόφο του Φιλοπάππου και πάνω στον πεζόδρομο της Δράκου, το ενδιαφέρον μού έχει τραβήξει το κτίριο που στεγάζει το γυμναστήριο του ΟΝΑ του Δήμου Αθηναίων. Το κτίριο έχει μια τεράστια επιγραφή στην πρόσοψη που γράφει «ΜΗΤΣΙ», η οποία δεν ξέρω τι μπορεί να σημαίνει, και είναι αρκετά διαφορετικό από τα υπόλοιπα κτίρια, αφού ούτε πολυκατοικία είναι, ούτε αποθήκη. Να κάτι που πρέπει να μάθω για τη γειτονιά.             H εμπειρία του Ευριπίδη Λασκαρίδη   Χριστούγεννα του 2009 μετακόμισα σε μια γειτονιά στο Κουκάκι, που έχει τη δική της επωνυμία: «Γαργαρέτα». Από το μπαλκόνι μου βλέπω –δεξιά λοξά– το μνημείο του Φιλοπάππου. Στην πλάτη μου έχω την Ακρόπολη και το Ηρώδειο –αυτά δεν τα βλέπω. Ο δρόμος μου είναι τρία τέταρτα πεζόδρομος, εγώ μένω στο κομμάτι που δεν είναι. Γύρω-γύρω έχει όλη την γκάμα των ξενοδοχείων: για πλούσιους, για τουρίστες, για φοιτητές, για μοντέλα, για ζευγάρια... 
Η Γαργαρέτα ενώνει δύο εντελώς διαφορετικές περιοχές,αυτήν της Ακρόπολης  και του περιφερειακού με τη θέα στον λόφο, τα μνημεία, τις οικολογικές μπουτίκ, τα «καλά» τουριστικά, και την άλλη, που ξεκινά απ’ την αρχή της Συγγρού με το γνωστό 24ωρο, τις Κούκλες, τον Μικρόκοσμο, τα Goody’s και τον Γρηγόρη, κι εκτείνεται λοξά πάνω ως τα μπαράκια και τα ουζάδικα των Πετραλώνων.       Δίπλα μου έχει ένα παράξενο στέκι,τη Φωλιά Στήριξης Μεσαίας Τάξης. Είναι ένας κοινωνικός πολυχώρος με πολλαπλή προσφορά σε άπορους, άνεργους, ηλικιωμένους κ.λπ. Μπαινοβγαίνουν εθελοντές, γείτονες. Δεν έχω ξανακούσει κάτι τέτοιο. Η αεικίνητη Ρουμπίνη που το τρέχει οργανώνει και ολοήμερες φιέστες στον δρόμο από κάτω. Πρώτη φορά το ζούσα αυτό, κοιτούσα αμήχανα από το μπαλκόνι και είπα μέσα μου χαμογελώντας... «γειτονιά»!   Στη γειτονιά κυκλοφορεί και μια ηλικιωμένη κυρία, υπέροχη, με ένα όμορφο, υπέργηρο λυκόσκυλο: βγάζει βόλτα ο ένας τον άλλον και με μεγάλο πείσμα ανεβοκατεβαίνουν τους δρόμους, τόσο ευδιάθετοι όσο και εύθραυστοι μπορεί κανείς να τους δει και δυο φορές τη μέρα... Ο σκύλος μπερδεύει τη μηχανή μου με κάποιου άλλου και όταν τύχει να συναντηθούμε, περιμένει να ξεκαβαλήσω. Καταλαβαίνει ότι δεν είμαι ο άλλος και δίνει ένα κουτσό σήμα για να συνεχίσει ο περίπατος. Η κυρία με τη ζακετούλα, το εμπριμέ φόρεμα και τις κοντές κάλτσες τού μιλά συνεχώς σαν να είναι ζευγάρι.     

   Γράφει ο Eλευθέριος Γ. Σκιαδάς  
 Η πρόσχαρη γειτονιά του Κουκακίου δεν είχε τίποτε να ζηλέψει από το κέντρο της Ομόνοιας! Τα πιτσιρίκια περίσσευαν στο Κουκάκι όσο σε καμία άλλη περιοχή των Αθηνών. Η κοντινή Λεωφόρος Συγγρού την ευνοούσε ιδιαίτερα. Όσο για την επισκεψιμότητά της τονώθηκε όταν η ηλεκτρική εταιρεία «Πάουερ» επέκτεινε εκεί το δίκτυό της. Από το σούρουπο δεκάδες νέοι περπατούσαν στις οδούς Ζίννη και Ολυμπίου! Αναρίθμητα τα κεντράκια στις δύο πλευρές των δρόμων. Ομφαλός η πλατεία Κουκακίου. Στο επίκεντρο το καφενείο «Κέντρο», εντευκτήριο και του «Εφηβικού Ομίλου». Απέναντι το ζαχαροπλαστείο 
«Τρε Ζολί» ιδιοκτησίας Σπ. Χρυσούλη, ο «Λευκός Κρίνος» και αυτό του Μανώλη Μαυρομμάτη. Η καλόκαρδη εργατιά προτιμούσε την ταβέρνα του Βάσου Κονίστη με το ανόθευτο ρετσινάτο. Εκεί τους καημούς της λίκνιζε και μύρωνε ένα γραμμόφωνο. Υπό τους ήχους του οι θαμώνες το έριχναν στον χορό, με τα παλαμάκια της παρέας να ακομπανιάρουν… Πλάι στο εργοστάσιο ΦΙΞ, η κοσμική ταβέρνα «Πηγή» του Ρεμπέση, και του Γιούλη στην οδό Τούσα Μπότσαρη, με φανταχτερά ηλιοτρόπια…
 Η Λεωφόρος Συγγρού μέχρι το Φιξ δεν ήταν παρά μια ατέλειωτη σειρά καφενείων. Και ήταν όλα γεμάτα κόσμο! Ιδιαίτερα τα βραδάκια, όπου μαζευόταν ο εργατόκοσμος και τα ραδιόφωνα διασκέδαζαν τους περαστικούς… σελέμηδες. Ένας τόνος χαράς ακουγόταν χωρίς ωστόσο να καλύπτει τις φωνούλες των παιδιών στην παιδική χαρά! Ένα… άντρο που διέθετε κολυμβητική δεξαμενή αλλά και το «περιοδεύον» κουκλοθέατρο. Παραστάσεις όπως «Η Γρηά του Βουνού» σημείωναν πιέννες σε βαθμό που η αστυνομία αναγκαζόταν να επέμβει. Ανάλογα ακούσματα και απέναντι, όπου συνέρρεε η νεολαία του Αρμενικού Συνοικισμού του Δουργουτίου. Την εικόνα συμπλήρωναν οι δύο θερινοί κινηματογράφοι, ο «Πρωτεύς» και το «Πανελλήνιον», που επί πολλές δεκαετίες χάριζαν στις ψυχές των κατοίκων το άρωμα της προπολεμικής πρωτεύουσας…      
             Η Μάρω Κοντού γεννήθηκε στο Κουκάκι   
 Γεννήθηκα στο Κουκάκι, στο σπίτι της γιαγιάς και του παππού, όπου είχε πάει η μητέρα μου επίσκεψη και την έπιασαν οι πόνοι. Αρχικά, ζούσαμε στον Πειραιά, αλλά επειδή ο πατέρας μου ήταν φυματικός, μου απαγορευόταν να τον βλέπω. Πέθανε όταν ήμουν δύο ετών και μαζί με τη μεγαλύτερη αδελφή μου και τη μητέρα μου, που έπιασε αμέσως δουλειά στο υπουργείο Παιδείας, μετακομίσαμε στη γιαγιά. Το Κουκάκι τότε ήταν μια γλύκα: υπήρχαν μυρωδιές, όλα τα σπίτια μονά ή διπλά με κήπους, γύρω μας ζούσαν υπέροχες οικογένειες, οι πόρτες και τα παράθυρα ήταν πάντα ανοιχτά.   Γείτονές μας ήταν η οικογένεια του Μάριου Πλωρίτη, η φίλη μου Κατερίνα Γιουλάκη, παραπάνω έμενε η Νάνα Μούσχουρη. Από μικρή ζούσα σε έναν κόσμο δικό μου. Τεσσάρων χρόνων άφησα το χέρι της μητέρας μου μες στην εκκλησία, έβγαλα τα παπούτσια μου και άρχισα να χορεύω ξυπόλυτη, υπό τις ψαλμωδίες, στο κόκκινο χαλί. Μονίμως χόρευα μπροστά σ’ έναν καθρέφτη και ονειρευόμουν ότι μια μέρα θα γινόμουν μεγάλη χορεύτρια.     
       Ο Κώστας Καίσαρης λέει: 
  Ο παππούς μου, ο πατέρας του πατέρα μου, ήταν από την Αίγινα, εργολάβος οικοδομών και βασιλικός. Λόγω της σχέσης του με τον βασιλιά Γεώργιο είχε χτίσει όλα τα σχολεία εκείνη την εποχή που ήτανε κάπως colonial, ξέρεις, αυτά με το αέτωμα στη μέση. Με τα λεφτά που έβγαζε αγόραζε σπίτια και οικόπεδα στο Κουκάκι. Ο άλλος παππούς μου, ο πατέρας της μάνας μου, ήτανε Κρητικός και βενιζελικός.    Το μίσος ανάμεσα σε αυτούς τους δυο ανθρώπους ήτανε τεράστιο, πολύ μεγάλο, τεράστιο. Μένανε και οι δυο στο Κουκάκι. Το Κουκάκι λέγεται Κουκάκι γιατί, όταν αποφασίσανε να κάνουνε το τραμ, υπήρχε μια διαμάχη για το αν θα γίνει η στάση στη γωνιά του σπιτιού του παππού Καίσαρη ή στο σπίτι του βιομήχανου Κουκάκη και, λόγω του μίσους, μεσολάβησε ο παππούς Βουράκης, που ήτανε συντοπίτης του βιομηχάνου Κουκάκη, και η στάση έγινε μπροστά στο δικό του σπίτι.   Η μητέρα μου ήταν μελαχρινή. Συνάντησε για πρώτη φορά τον πατέρα μου στο Κουκάκι, καθώς πήγαινε στο σπίτι της στην οδό Γαργαρέτα. Αυτός της είπε κάτι για τις γάμπες της κι ερωτευτήκανε. Όταν ο παππούς Βουράκης έμαθε για τις συναντήσεις της κόρης του με τον μπαμπά μου την έβαλε πάνω στο τραπέζι της κουζίνας και της έκοψε τη γάμπα με ένα μαχαίρι για να την τρομοκρατήσει. Μας το έδειχνε συχνά η μάνα μου αυτό το σημάδι. Φυσικά ξανασυναντηθήκαν         Το κουτσομπολιό και το Κουκάκι   
      + Από μια συνέντευξη του Σωκράτη Μάλαμα: 
  Τα ταξίδια δεν είναι στους τόπους, τα ταξίδια είναι εδώ. Έχω φύγει από το μπαρ της Γωγώς μια Κυριακή στις 7 το πρωί και περπατώντας προς το Κουκάκι ένιωσα ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος του κόσμου. Σχεδόν κάθε μέρα μου είναι ένα ταξίδι και θέλω το ταξίδι μου να είναι ανεπανάληπτο. 
Πηγή: www.lifo.gr

Η άλλη Τζένη Kαρέζη

$
0
0


Είκοσι χρόνια μετά το τέλος της Τζένης Καρέζη, το BHmagazino συνομίλησε με τους πιο κοντινούς της ανθρώπους και παρουσιάζει άγνωστα περιστατικά που αποκαλύπτουν τη γυναίκα πίσω από τη σταρ και τον άνθρωπο πίσω από τον μύθο
Η άλλη Τζένη Kαρέζη


Παραμονή χριστουγέννων 2012, Ευγενίας της οσιομάρτυρος. Κανονικά θα γιόρταζε. Βέβαια, εκείνο το «Ευγενούλα» το είχε αποχωριστεί πολλά χρόνια πριν, μαθήτρια ακόμη, την ημέρα που στη Σχολή Καλογραιών Καλαμαρί στη Θεσσαλονίκη μια αδελφή τής είπε ότι θα τη φωνάζουν Τζένη, από το χαϊδευτικό του Εugénie στα γαλλικά. Αυτό ήταν πλέον το όνομά της, και ας εξακολουθούσε ο αυστηρός πατέρας της να τη φωνάζει Ευγενούλα. Μερικά χρόνια αργότερα, ο Αγγελος Τερζάκης την «απάλλαξε» και από το επίθετό της. Την έλεγαν Καρπούζη και την ονόμασε Καρέζη. Ετσι γεννήθηκε μια από τις μεγαλύτερες σταρ της Ελλάδας...

Δεν είχε σημασία, λοιπόν, που κανείς δεν τη φώναζε Ευγενία. Την ονομαστική εορτή της την τιμούσε. Η κυρία Θεώνη, η μητέρα της, έβαζε όλη της την τέχνη και μαγείρευε τις καλύτερες σπεσιαλιτέ. Κάποτε, μάλιστα, όταν είχε παραθέσει δείπνο σε άτομα από τη γαλλική πρεσβεία, της τηλεφώνησαν και της ζήτησαν να τους δανείσει τον μάγειρά της. Η Τζένη γέλασε και με το γνωστό της χιούμορ αποκάλυψε: «Λυπάμαι δεν μπορώ... Γιατί είναι η μητέρα μου».

Είκοσι χρόνια συμπληρώνονται εφέτος από τη χρονιά που η Τζένη «έφυγε». Η γιορτή δεν θα γίνει. Και όμως, το πνεύμα της μοιάζει να είναι ακόμη εδώ: ένα θέατρο στην οδό Ακαδημίας φέρει το όνομά της, στο φουαγιέ δεσπόζει το γκρίζο φόρεμά της από την παράσταση «Βυσσινόκηπος» και στη μικρή οθόνη αντηχεί ακόμη η βραχνή φωνή της με τον παιχνιδιάρικο τόνο από την ταινία «Δεσποινίς διευθυντής»: «Μπα! Σκοντάψαμε σε γνωστές φυσιογνωμίες»...

Η σχέση με τον πατέρα

«Ημουν μικρούλα τότε για να της πω: "Μάνα, μη με φορτώνεις έτσι. Δεν το θέλω αυτό το φορτίο. Φύγε. Εχεις τη δουλειά σου, έχεις τα νιάτα σου, έχεις την ομορφιά σου. Φύγε. Σταμάτα να ζεις αυτή την απαίσια ζωή. Φύγε. Μη με αφήνεις να τα βλέπω όλα αυτά (...). Ο,τι κι αν συμβεί θα 'ναι καλύτερο. Φύγε, μάνα. Μάνα μου". Δεν έφυγε. Εμεινε. Εμεινα κι εγώ».

Αυτές είναι οι σκέψεις της Τζένης Καρέζη, όπως τις καταγράφει στο βιβλίο της «Τετράδια ζωής» (εκδ. Καστανιώτη). Γεννήθηκε στις 12 Ιανουαρίου του 1934. Πέρασε τα παιδικά της χρόνια στη Θεσσαλονίκη. Ηταν μοναχοπαίδι. Ο πατέρας της ήταν ένας σκληρός γυμνασιάρχης και η μητέρα της μια τρυφερή δασκάλα. Η μικρή Τζένη, όμως, ύφαινε προσεκτικά τη διαφυγή της. Πήγαινε σινεμά και ύστερα κλεινόταν μέσα στο δωμάτιο, έπιανε τα σίδερα του κρεβατιού, τα έκανε πρόσωπα και άρχιζε να παίζει θέατρο. Και μπορεί ο αυστηρός πατέρας της - άριστη μαθήτρια ούσα - να την προόριζε για ακαδημαϊκές σπουδές, η Τζένη όμως έδωσε εξετάσεις στο Εθνικό Θέατρο με έναν μονόλογο από τον «Ταρτούφο». Πλέον δεν ήταν το μικρό φοβισμένο κοριτσάκι, πήρε τη μητέρα της από το χέρι και έφυγαν.

«Ο πατέρας της ήταν μαθηματικός, γυμνασιάρχης, σκληρός άνθρωπος, πολύ συντηρητικός». Ο Κώστας Καζάκος στο καμαρίνι του μιλάει στο BHmagazino για τη σχέση της Τζένης Καρέζη με τον πατέρα της, μια σχέση που πραγματικά τη σημάδεψε. «Η Τζένη στο Εθνικό πήγαινε κρυφά. Δεν το ήξερε εκείνος. Πήγαινε ήδη στη σχολή όταν το έμαθε. Οπως μου έχει διηγηθεί, έμεναν κάπου στο Χαλάνδρι. Της έδωσε ένα χαστούκι. "Πουτάνα θα γίνεις"... Είχε αυτή τη νοοτροπία. Από εκείνη τη στιγμή πήρε τη μητέρα της και έφυγαν από το σπίτι να ζήσουν οι δυο τους. Κόπηκε κάθε επαφή. Η Τζένη τον είδε ξανά έπειτα από πολλά χρόνια, όταν γεννήθηκε ο γιος μας, ο Κωνσταντίνος. Χτύπησε ξαφνικά το κουδούνι και από το σοκ της, όταν τον αντίκρισε, κρύφτηκε πίσω από την πόρτα. Ευτυχώς που ήμουν εκεί. Εκείνος πήγε στο δωμάτιο του παιδιού, βαρύς, αμίλητος, εμένα ούτε που γύρισε να με κοιτάξει. Σταύρωσε τον Κωνσταντίνο και έβαλε επάνω του κάτι ελβετικά φλουριά. Υστερα του φτιάξαμε καφέ και καθήσαμε στο σαλόνι. Επειτα από τόσα χρόνια, δεν ειπώθηκε τίποτε που να έχει σχέση με τα οικογενειακά τους.

Το τρομερό συμβάν με τον πατέρα της έλαβε χώρα λίγο αργότερα. Υπήρχε κατά βάθος τέτοια αγάπη μεταξύ τους, που είναι να τρομάζει ο άνθρωπος. Μας ειδοποίησαν ότι τον χτύπησε ένα φορτηγό και τον είχαν στο «Λαϊκό», σε κώμα. Δεν συνήλθε ποτέ. Τρέξαμε μέσα στη νύχτα και τον βρήκαμε σε ένα ράντζο. Η Τζένη άρχισε να φωνάζει να φέρουμε γιατρούς από τη Γαλλία, ήταν θέμα ωρών, όμως, της έλεγαν οι γιατροί. Το άλλο βράδυ, μετά την παράσταση, μπαίνουμε στο δωμάτιο όπου πλέον τον είχαν μεταφέρει και μέσα στο μισοσκόταδο πλησιάζουμε στο προσκεφάλι του, από τη μία μεριά η Τζένη, από την άλλη εγώ. Είχε κλειστά τα μάτια του, δεν τα άνοιξε ποτέ, και όταν η Τζένη έσκυψε επάνω του, τον άκουσα να λέει «Ευγενούλα». Μου κόπηκαν τα γόνατα, την έπιασαν τα κλάματα την Τζένη. Δεν ξαναμίλησε εκείνος». Ετσι, ο πατέρας της έφυγε από τη ζωή.

Η πρωταγωνίστρια


Τελείωσε το Εθνικό. Ηταν, μάλιστα, συμμαθήτρια με την Αλίκη. Το 1954 παίζει δίπλα στη Μελίνα Μερκούρη, στην «Ωραία Ελένη» του Αντρέ Ρουσέν, και έπειτα θα συναντηθεί θεατρικά και με την Κατίνα Παξινού στο «Σπίτι της Μπερνάρντα Αλμπα». Το 1955 έρχεται η πρώτη της ταινία, «Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο». Το Τζενάκι λάμπει στη μεγάλη οθόνη και στο σανίδι. Αρχικά Εθνικό Θέατρο, μετά ελεύθερο, πρωταγωνίστρια στου Μουσούρη και έπειτα θιασάρχισσα, τόσο, μα τόσο νέα. Το πρωί γυρίσματα στον κινηματογράφο και το απόγευμα θέατρο, με ό,τι αγγίζει να γίνεται επιτυχία: «Το κοροϊδάκι της δεσποινίδος», «Δεσποινίς διευθυντής», «Κόκκινα φανάρια», «Λόλα». «Ο ασυνήθιστος συνδυασμός του αυστηρού ύφους, με το σαγηνευτικό βλέμμα και το κρυφό νάζι έπαιξε κατά τη γνώμη μου ρόλο στην καθιέρωση της εικόνας της» αναφέρει o κριτικός κινηματογράφου του «Βήματος», Γιάννης Ζουμπουλάκης. Και η Τζένη είναι, φυσικά, στρατιώτης. Δουλεύει πολύ, είναι σταρ και την ίδια στιγμή τόσο απλή - μένει με τη μητέρα της και τους θείους της στην Κυψέλη, προτού ακόμη παντρευτεί.

Τζένη και Ζάχος

«"Δεν μου λες, Γρηγόρη, αν παντρευτούμε θα έρθεις να τραγουδήσεις στον γάμο μας; " του είπα. "Παντρέψου, εσύ ρε, και καθαρίζω εγώ" μου λέει ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης». Με αυτά τα λόγια ο Ζάχος Χατζηφωτίου περιγράφει στο ΒΗmagazino τον αυθόρμητο τρόπο με τον οποίο έκανε πρόταση γάμου στην Τζένη Καρέζη, ένα βράδυ που είχαν πάει να ακούσουν τον «σερ» του ελληνικού τραγουδιού. Πραγματικά, έπειτα από γνωριμία λίγων μηνών, ο γάμος τελέστηκε στις 7 Μαΐου 1962, στην εκκλησία της Αγίας Φιλοθέης, με πλήθος κόσμου να συρρέει και τους φανατικούς θαυμαστές της Καρέζη να της σκίζουν κομμάτια από το νυφικό. Ηταν ο πρώτος γάμος της Καρέζη.

«Ηταν ευχάριστο κορίτσι η Τζένη Καρέζη» λέει στο ΒΗmagazino o Ζάχος Χατζηφωτίου. Ηταν, όμως, τόσο διαφορετικά τα ωράριά μας. Εκείνη την εποχή εγώ ξεκινούσα τις επιχειρήσεις μου με τα βαπόρια. Επρεπε στις 9.00 το αργότερο να είμαι στο γραφείο μου στον Πειραιά. Η Τζένη είχε δύο παραστάσεις και τελείωνε από το θέατρο 
στη 1.00 το βράδυ. Δεν γινόταν. Καταλήγαμε κάθε μέρα να φτάνουμε στο σπίτι στις 4.00 το πρωί, γιατί συχνάζαμε μετά στα θεατρικά στέκια. Το χειρότερο όλων, όμως, ήταν τα ταξίδια που ήμουν υποχρεωμένος να κάνω λόγω δουλειάς. Υπήρχαν διάφοροι καλοθελητές Ελληνες που με έβλεπαν στο εξωτερικό και έρχονταν και της έλεγαν τα πλέον παράλογα πράγματα. Τον είδαμε με μια καλλονή εδώ, τον είδαμε με μια άλλη εκεί. Για αυτούς τους λόγους τελικά επήλθε ο χωρισμός».

Απέναντι από το γραφείο του Ζάχου Χατζηφωτίου, ανάμεσα στις πολλές φωτογραφίες που είναι κρεμασμένες στον τοίχο, βρίσκονται και αυτές της Τζένης Καρέζη, καθώς μετά το διαζύγιό τους διατήρησαν εξαιρετικές σχέσεις. «Η Τζένη ήταν πολύ εργατική. Θυμάμαι επρόκειτο να πάει στην Κρήτη να γυρίσει σκηνές και ένα τραγούδι για την ταινία "Το νησί των γενναίων". Ηταν Δευτέρα πρωί, πέταγε λοιπόν σε λίγες ώρες και έπρεπε να περάσει από το σπίτι του Μάνου Χατζιδάκι να πάρει το τραγούδι που της έγραψε για να τραγουδήσει στο φιλμ. Χτυπάμε την πόρτα, απάντηση καμία. Η Τζένη αγχωμένη, να φωνάζει ότι θα μείνει χωρίς τραγούδι. Βγάζω τα κλειδιά μου και αρχίζω με αυτά να χτυπάω την πόρτα. "Τώγα" ακούμε από μέσα να λέει ο Χατζιδάκις. Η Καρέζη ορμάει μέσα και του ζητάει το τραγούδι, ο Μάνος όμως δεν της είχε γράψει ακόμη τίποτε. "Πήγαινε στην κουζίνα, κάνε μου έναν καφέ και εγώ εν τω μεταξύ θα σ' το φτιάξω" την καθησυχάζει. Κάθεται στο πιάνο και, πραγματικά μέσα σε δέκα λεπτά, έγραψε επάνω σε ένα παλιόχαρτο το θείο τραγούδι "Μην τον ρωτάς τον ουρανό"».

Μια παρτίδα τάβλι που κράτησε 26 χρόνια 


Οκτώβριος 1967: Η Τζένη Καρέζη πρωταγωνιστεί με τον Κώστα Καζάκο στην ταινία «Κοντσέρτο για πολυβόλα» και στα γυρίσματα αυτού του φιλμ ερωτεύονται. «Είχαμε συναντηθεί αρκετές φορές σε δουλειές, αλλά πριν από εκείνο το γύρισμα ήταν σαν να μην είχαμε ιδωθεί ποτέ πιο πριν» αναφέρει ο Κώστας Καζάκος. «Ηταν Δευτέρα θυμάμαι. Μου είχαν πει να πάω στα Ισθμια για το γύρισμα. Επαιζα στην ταινία έναν λοχαγό. Είχα βάλει, λοιπόν, τη στολή μου από το στούντιο του Φίνου και πήγα ντυμένος. Εκεί ήταν η Τζένη με τον σκηνοθέτη Ντίνο Δημόπουλο. Περιμέναμε να περάσει ένα πλοίο για να γυρίσουμε τη σκηνή. Καθήσαμε κάτω από μια ελιά και αρχίσαμε να παίζουμε τάβλι. Ηταν μανιακή ταβλαδόρισσα η Τζένη. Τελικά, ήταν μια παρτίδα τάβλι που κράτησε 26 χρόνια».

«Η Τζένη κάνει στροφή γνωρίζοντας τον Κώστα Καζάκο» αναφέρει η πρώτη εξαδέλφη της, Νόρα Ζουμπούλη, με την οποία έμεναν για μεγάλα διαστήματα στο ίδιο σπίτι. «Κατ' αρχάς πολιτικοποιήθηκε. Ηταν πάντα δημοκρατικός άνθρωπος, ποτέ δεν υπήρξε δεξιά, αλλά δεν ήταν τόσο πολιτικοποιημένο άτομο όσο έγινε μετά με τον Κώστα. Εκανε στροφή και στο ρεπερτόριο που έπαιζε. Εφυγε από το μπουλβάρ και πήγε στα πιο βαριά, στα πιο κλασικά έργα, και καλά έκανε βέβαια, γιατί της πήγαιναν. Ο Κώστας τής έδωσε μια άλλη οπτική γωνία. Ερωτεύτηκαν κεραυνοβόλα. Μάλιστα, το κράτησε κρυφό για ένα διάστημα, το έζησε και μετά το είπε, καθώς η θεία Θεώνη την κυνηγούσε. Ο γάμος τους ήταν πολύ απλός. Με τα πόδια πήγαμε στην εκκλησία από το σπίτι και η Τζένη φορούσε ένα μίνι νυφικό. Μετά φαγητό στο σπίτι, στη βεράντα τους, δεν υπήρχε δεξίωση».

Η Τζένη στην κουζίνα«Η γέννησή μου αναμενόταν κοντά στην 21η Απριλίου. Τότε, τα παιδιά που γεννιόνταν αυτή την ημέρα τα βάπτιζε ή ο Παπαδόπουλος ή ο Παττακός, και ειδικά το παιδί της Καρέζη και του Καζάκου θα έρχονταν να το βαπτίσουν με τη μία. Δεν υπήρχε καμία περίπτωση να το επιτρέψουν αυτό οι γονείς μου και είχαν καταστρώσει ολόκληρο σχέδιο για αυτή την περίπτωση, να με κρύψουν. Ευτυχώς γεννήθηκα στις 25 του μηνός» θυμάται ο ηθοποιός Κωνσταντίνος Καζάκος χαμογελώντας με αυτή την περίεργη ιστορία γύρω από τη γέννησή του.

Οσοι γνώρισαν την Τζένη Καρέζη μιλούν για τη μεγάλη αδυναμία που είχε στον μοναχογιό της, καθώς η μητρότητα πραγματικά την ολοκλήρωσε. «Η μητέρα μου ήταν λίγο πιο αυστηρή από τον πατέρα μου, αλλά και για τους δύο δεν μπορείς να πεις ότι ήταν άνθρωποι που είχαν σχέση με την αυστηρότητα. Ημουν πολύ τυχερό παιδί. Είχα πάρα πολύ καλή μάνα και πολύ καλό πατέρα. Με αντιμετώπιζαν πάντα ως ισότιμο μέλος της οικογένειας. Θυμάμαι η μπιρίμπα άρεσε πολύ στη μητέρα μου. Εγώ ψιλοβαριόμουν, φαντάζομαι και ο πατέρας μου, αλλά εκείνη είχε μανία. Το αγαπημένο της παιχνίδι, βέβαια, ήταν το τάβλι. Και αυτό, επίσης, που παίζαμε όλοι μαζί ήταν το Stratego, στο οποίο γίνονταν φοβερές μάχες. Εκεί δεν με κέρδιζε κανένας. Οποτε, πάντως, είχαν ελεύθερο χρόνο οι γονείς μου, γιατί δεν είχαν και πολύ, τον περνούσαμε μαζί ποιοτικά. Της μητέρας μου της άρεσε να μαγειρεύει, αλλά και να τρώει. Μπουκώναμε, παχαίναμε και μετά λέγαμε "όπα, κράτει τώρα". Πάντα στις δίαιτες όλοι μαζί. Εφτιαχνε πολλά φαγητά, από απλές ομελέτες, στραπατσάδες, μακαρονάδες μέχρι παστίτσια, μουσακάδες. Εκανε τα πάντα».

Οι διώξεις της δικτατορίας


1973: Η Τζένη Καρέζη με τον Κώστα Καζάκο ανεβάζουν τη θρυλική παράσταση το «Μεγάλο μας τσίρκο» του Ιάκωβου Καμπανέλλη. Το έργο γίνεται σύνθημα στο στόμα των φοιτητών και η παράσταση, αλληγορικά γραμμένη, καταφέρνει να περάσει αρχικά τις συμπληγάδες της λογοκρισίας, κρύβοντας δεκάδες μηνύματα κατά της δικτατορίας. Ο Νίκος Ξυλούρης συγκλονίζει με τα τραγούδια του Σταύρου Ξαρχάκου και ο Διονύσης Παπαγιανόπουλος είναι αξεπέραστος στον ρόλο του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Το θέατρο, φυσικά, είναι κατάμεστο κυρίως από την αγανακτισμένη νεολαία, αλλά και από ασφαλίτες, στρατιώτες, αστυφύλακες που κυκλοφορούν στους διαδρόμους ανάμεσα στο κοινό καταγράφοντας τις φράσεις επάνω στις οποίες ο κόσμος χειροκροτεί. Η σύλληψη του ζεύγους Καζάκου - Καρέζη δεν άργησε να έρθει.

«Το κουδούνι χτύπησε. "Ασφάλεια" μας λένε» αναφέρει ο Κώστας Καζάκος καθώς διηγείται τη σύλληψή τους. «Μας κατέβασαν κάτω. Κρατιόμασταν από το χέρι. Ερχεται 
ο επικεφαλής, ήταν ο ταγματάρχης Μπάκας, και μας δίνει μία, μας χωρίζει τα χέρια, πετάνε την Τζένη μέσα σε ένα αυτοκίνητο και εξαφανίζονται. Εμεινα στο πεζοδρόμιο. Δεν έχω αισθανθεί ποτέ έτσι στη ζωή μου. Πήραν τη γυναίκα μου και έμεινα στο πεζοδρόμιο σαν ηλίθιος να κοιτάζω. Αρχίζω σαν τρελός να την ψάχνω. Δεν ήξερα πού την είχαν. Τελικά την ανακαλύψαμε με έναν φίλο μου γιατρό που ήταν της αμερικανικής πρεσβείας. Ετσι έμαθα από έναν αμερικανό συνταγματάρχη ότι την είχαν στο ΕΑΤ-ΕΣΑ. Το βράδυ έπιασαν και μένα. Εναν μήνα και κάτι μείναμε μέσα. Μας άφησαν τα Χριστούγεννα. Δεν μας βασάνισαν σωματικά, αλλά φανταστείτε πως όταν άφησαν την Τζένη και γυρίσει σπίτι, η εξαδέλφη της η Νόρα, με την οποία είχαν μεγαλώσει μαζί, δεν τη γνώρισε. Βάλε με το μυαλό σου εικόνα».

Η Καρέζη και ο Καζάκος, βγαίνοντας από τη φυλακή, είναι αμετανόητοι και περισσότερο πεισμωμένοι να συνεχίσουν το έργο. Οταν η αυλαία πέφτει στην πρώτη παράσταση μετά τη σύλληψη, οι θεατές ραίνουν τους ηθοποιούς με κόκκινα γαρίφαλα υπό την παρουσία δεκάδων όρθιων αστυνομικών και ασφαλιτών. «Ναι, μπορώ να ξανακάνω φυλακή. Αν χρειαστεί, μπορώ να ξαναπάω» ψιθυρίζει η Καρέζη.

Η μεγάλη θεατρίνα 

Τη χρονιά 1982-1983 η Τζένη Καρέζη και ο Κώστας Καζάκος ανεβάζουν την παράσταση «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;», σε σκηνοθεσία Ζυλ Ντασσέν. Με αυτό το έργο για πολλούς σηματοδοτείται η μεγάλη στροφή της Καρέζη προς τους μεγάλους ρόλους. Η ερμηνεία της πράγματι είναι συγκλονιστική. Ο Γρηγόρης Βαλτινός, ο όποιος έπαιξε μαζί της, θυμάται: «Ηταν μαγική η συνεργασία της Τζένης με τον Ζυλ Ντασσέν.
 Η Τζένη μιλούσε γαλλικά, καταλαβαίνετε, λοιπόν, όταν άρχιζαν να συνομιλούν πώς αισθανόμασταν εμείς οι υπόλοιποι, οι αγράμματοι. Είχε τεράστιο άγχος, τόσο που δεν μπορούσε να διακρίνει καθαρά αν η παράσταση θα κάνει επιτυχία ή όχι. Οταν ήθελε να με πειράξει και να κάνουμε αστειάκια, μου μιλούσε στον πληθυντικό. Είμαστε στη γενική πρόβα, λοιπόν, και μου λέει "δεν πειράζει, κύριε Βαλτινέ, εμείς το μεράκι μας το κάναμε. Αν δεν αρέσει στον κόσμο, να βρούμε κανένα εργάκι να το ανεβάσουμε μετά;". Φοβόταν ότι αυτή η στροφή σε ένα ρεπερτόριο πιο δύσκολο, πιο απαιτητικό, δεν θα της έβγαινε. Τελικά, της βγήκε, γιατί ήταν συγκλονιστική».

Τα «εργάκια», φυσικά, για την Τζένη Καρέζη έπειτα από αυτή την παράσταση τελείωσαν. Συνεχίζει, λοιπόν, με «Εντα Γκάμπλερ» και συγκλονίζει με τη «Μήδεια» σε Ηρώδειο και Επίδαυρο, υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες του Μίνωος Βολανάκη, συνεργάζεται με τον Ολέγκ Εφρέμοφ στο έργο «Πρόσωπο με πρόσωπο», ανεβάζει «Ηλέκτρα» με τον Ρόμπερτ Στούρουα το 1987, παίζει Τσέχωφ («Ο βυσσινόκηπος») και πικραίνεται εξαιτίας του περίφημου τσιγάρου που άναψε η Αννα Μακράκη στην Επίδαυρο, όταν ανέβασε τον «Οιδίποδα Τύραννο», το 1989, υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες του Στούρουα. «Τον παρακαλούσαμε μέχρι την τελευταία στιγμή, πίσω από το σκηνικό στην Επίδαυρο,
 να κόψει τη σκηνή με το τσιγάρο» θυμάται ο Κώστας Καζάκος. «Με τίποτα εκείνος. "Φεύγω αυτή τη στιγμή" έλεγε και το σεβαστήκαμε, γιατί δεν ήταν τυχαίος άνθρωπος 
ο Στούρουα. Δεν έγινε μεγάλη φασαρία, απλώς μια παρέα εκνευρίστηκε και φώναξε κάτι, λίγο δυνάμωσε ο θόρυβος, "αίσχος" φώναξαν και κάτι τέτοια. Μετά, μόλις τελείωνε η Μακράκη, έπρεπε να βγει ο Οιδίποδας τυφλωμένος για να παίξει την κορυφαία του σκηνή. Η Τζένη με παρακαλούσε να σταματήσουμε. "Μη βγεις. Πού θα πας σε αυτή τη ζούγκλα; " φώναζε. "Είσαι καλά που δεν θα βγω;" της είπα. Το έλεγε περισσότερο από έγνοια για μένα. Η ίδια ούτε που θα το συζητούσε να μη βγει. Ηταν μια εμπειρία συγκλονιστική. Γιατί υπήρχε μια αναστάτωση και έχω την αίσθηση ότι μετά τις πρώτες ατάκες του θρήνου, ηρέμησε η πλατεία και όχι μόνο δεν με έβαλε από κάτω, αλλά μου έδωσε δύναμη και έβγαλε και χειροκρότημα μετά. Το κερδίσαμε το παιχνίδι.

Η τελευταία της παράσταση, πάντως, το "Διαμάντια και μπλουζ" της Λούλας Αναγνωστάκη, θεωρώ ότι ήταν ο κορυφαίος ρόλος της καριέρας της. Εκανε ένα υποκριτικό άλμα, ξεπέρασε και το έργο και τον ρόλο η Τζένη».

Η Τζένη φεύγει...Η αρρώστια, ο καρκίνος, εκδηλώνεται τη θεατρική χρονιά 1988-1989, όταν η Τζένη Καρέζη πρωταγωνιστεί στον «Βυσσινόκηπο» του Τσέχωφ. Οι παραστάσεις διακόπτονται και ίδια πετάει για Λονδίνο, ώστε να χειρουργηθεί. «Η Τζένη ήταν παλικάρι, γνώριζε τα πάντα από την αρχή. Οι γιατροί στο εξωτερικό θέλουν τον άρρωστο μπροστά τους, άμεσο συνεργάτη. Του τα λένε όλα. Εκείνη ήταν μια κοπέλα που ποτέ δεν είχε συμφιλιωθεί με την ιδέα του θανάτου, δεν ήθελε ούτε να το σκέφτεται, ήταν κάτι που ήταν πέρα από το οπτικό της πεδίο. Τον φοβόταν τον θάνατο, λοιπόν, αλλά τελικά, αντιμετωπίζοντας την πραγματικότητα, έφτασε να συμφιλιωθεί με τέτοιο τρόπο, που τις τελευταίες της ημέρες έβγαινε μια περίεργη κατάσταση, σαν ευγνωμοσύνη προς τη ζωή» αναφέρει στο BHmagazino o Κώστας Καζάκος.

Τον Μάιο του 1992, δύο μήνες πριν από το θάνατό της, η Τζένη Καρέζη συγκινεί με την επιστολή που στέλνει προς τον Τύπο, μια κραυγή δίψας για ζωή. «Θέλω να ζω με τους δικούς μου. Θέλω να κάνω τη λατρεμένη μου δουλειά. Θέλω να προσφέρω. Να αγαπώ και να με αγαπούν. Δεν χάνονται αυτά. Δεν πρέπει να χαθούν. Δεν θέλω να χαθούν. Και πάντα θα ελπίζω» γράφει. Εκείνη η ελπίδα έσβησε στις 27 Ιουλίου του 1992.

Ο Κώστας Καζάκος, στο καμαρίνι του, συγκινημένος θα κλείσει την κουβέντα μας απαγγέλλοντας με τη βαθιά φωνή του Κωνσταντίνο Καβάφη: «Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος, σαν που ταιριάζει σε που αξιώθηκες μια τέτοια πόλι, πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο, κι άκουσε με συγκίνησιν, αλλ' όχιμε των δειλών τα παρακάλια και παράπονα, ως τελευταία απόλαυσι τους ήχους, τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου, κι αποχαιρέτα την, την Aλεξάνδρεια που χάνεις» «Ετσι γενναία αποχαιρέτησε τη ζωή η Τζένη» λέει ο Κώστας Καζάκος. Και η αυλαία κλείνει με χειροκρότημα.

Τζένη και Αλίκη 

«Θεωρούσα πάντα την Τζένη καλύτερη από εμένα. Ηξερε να παίζει υπέροχα την κωμωδία... Καλύτερα από εμένα». Η Αλίκη Βουγιουκλάκη κάνει την παραπάνω δήλωση σε συνέντευξή της το 1993, έναν χρόνο μετά τον θάνατο της Τζένης Καρέζη, γράφοντας ένα ακόμη κεφάλαιο στον μύθο που έχει δημιουργηθεί γύρω από τη σχέση τους.

Δύο γυναίκες τόσο διαφορετικές, μα και τόσο άρρηκτα συνδεδεμένες μεταξύ τους. «Σαν να ήθελαν να παραβγούν και στον θάνατο. Εφυγαν και οι δύο το ίδιο γενναία, 
το ίδιο πονεμένα» θα μου πει ο Γρηγόρης Βαλτινός.

Ανταγωνίστριες ή φίλες λοιπόν; Ξανθιά γατούλα εναντίον σοφιστικέ μελαχρινής ή απλώς μια κόντρα που καλλιεργήθηκε από τους δημοσιογράφους;

«Υπήρχε ανταγωνισμός» λέει στο ΒΗmagazino ο Ζάχος Χατζηφωτίου. «Οταν και τα δύο θέατρα πήγαιναν καλά, ήταν αχώριστες, αν όχι, σκοτώνονταν. Μόλις γινόταν το πρώτο διάλειμμα στην παράσταση, η Τζένη έβαζε τον Γιώργο Λεμπέση να τηλεφωνεί ώστε να μάθει τι έκανε η Αλίκη. Το ίδιο, βέβαια, έκανε και η Βουγιουκλάκη. Στον γάμο μας η Τζένη δεν την κάλεσε. "Θα μου καταστρέψει τον γάμο" έλεγε».

Ο Κωνσταντίνος Καζάκος, ο γιος της Τζένης Καρέζη, αναφέρει και την άλλη πτυχή: «Αυτά τα περί κόντρας με την Αλίκη ήταν καθαρά θέμα μάρκετινγκ της εποχής. Ούτως ή άλλως, άλλο έκανε η μία, άλλο η άλλη, δεν είχαν καλλιτεχνικές κόντρες μεταξύ τους. 
Η Αλίκη ερχόταν στο σπίτι και εμείς πηγαίναμε στο δικό της, μιλούσαν στο τηλέφωνο, υπήρχε σχέση».

Ρετρό φωτογραφίες που προκαλούν εντύπωση!

$
0
0



Οι φωτογραφίες που θα δείτε στη συνέχεια έχουν δύο βασικά κοινά χαρακτηριστικά: είναι ασπρόμαυρες παλαιότερων εποχών και όλες τους απαθανατίζουν κάτι… αρκετά παράξενο! Από την πόζα και τα ρούχα που φοράνε οι πρωταγωνιστές μέχρι την έμπνευση του φωτογράφου στο στήσιμο κάτι… δεν πάει και τόσο καλά! Το σίγουρο είναι ότι προκαλούν αρκετό γέλιο και προβληματισμό! Νομίζω θα διασκεδάσετε, όπως κι εγώ…
1. «Καλλιστεία αλά Κου Κλουξ Κλαν!»
perierga.gr - Ρετρό φωτογραφίες που προκαλούν εντύπωση!
Μάλλον για να μην επηρεάζονται οι κριτές από το πρόσωπο των κορασίδων και να εστιάζουν απερίσπαστοι στο σώμα τους. Ίσως, πάλι για να μην τις γνωρίσουν οι γονείς τους ή οι σύζυγοι!!!
2. «Κυνηγετική πόζα»
perierga.gr - Ρετρό φωτογραφίες που προκαλούν εντύπωση!
Σκέφτομαι ότι ο κυνηγός πατέρας του νεαρού αγοριού γύρισε στο σπίτι χωρίς την «κεφαλή ελαφιού»! Κοινώς μόνο τα κέρατα του έμειναν! Ε! είπε να τα στήσει στο κεφάλι του γιου του για να μην πάει χαμένος ο κόπος του! Γιατί τόσο μικρός… κερατάς, κομματάκι δύσκολο να το σκεφτώ!
3. «Σε κοινή θέα»!
perierga.gr - Ρετρό φωτογραφίες που προκαλούν εντύπωση!
Μμμ! Ή ο παππούς χέστηκε ή η κόρη… διακορεύτηκε! Αλλά μάλλον το δεύτερο νομίζω ότι συμβαίνει, αφού οι κοπέλες τριγύρω φαίνονται ιδιαίτερα χαρούμενες. Γιατί αν ο λεκές στο στρώμα ήταν από τον παππού, ε δεν νομίζω να είχαν και τόση χαρά!
4. «Είδα φως και μπήκα!»
perierga.gr - Ρετρό φωτογραφίες που προκαλούν εντύπωση!
Τι άλλο να σκεφτώ δηλαδή όταν ένας δύτης εποχής, με σκάφανδρο και στολή ποζάρει δίπλα στην νεαρά καλοντυμένη δεσποινίδα, παίρνοντας, μάλιστα, και την ανάλογη στάση. Άντε να πω ότι είναι Απόκριες!
5. «Το παιδί με το τσιγάρο»
perierga.gr - Ρετρό φωτογραφίες που προκαλούν εντύπωση!
Πέρα από τις βλαβερές συνέπειες του καπνίσματος και το νεαρό της ηλικίας του αγοριού… η κότα τι θέλει δίπλα του; Πραγματικά πολύ θα ήθελα να ξέρω τι είχε στο μυαλό του ο φωτογράφος εκείνη τη στιγμή!
6. «Καροτσέρη, καροτσέρη, άσ’το καμουτσίκι απ’το χέρι! «
perierga.gr - Ρετρό φωτογραφίες που προκαλούν εντύπωση!
Η φωτογραφία αυτή τραβήχτηκε μάλλον σε περίοδο επιδημίας που εξαφάνισε εν μία νυκτί όλα τα γαϊδούρια! Τώρα ποια από τις εικονιζόμενες κυρίες πήρε στην πραγματικότητα τη θέση τους, αυτό αφήνω εσάς να το βρείτε!
7. «Τα χείλη που θα αγγίξουν αλκοόλ δεν θα αγγίξουν τα δικά μας!»
perierga.gr - Ρετρό φωτογραφίες που προκαλούν εντύπωση!
…Λένε με μια φωνή οι «σουφραζέτες» της εποχής. Βέβαια, βλέποντάς τες δεν ξέρω εάν… δύνανται να αποτρέψουν τους συζύγους από το αλκοόλ ή θα τους σπρώξουν πιο βαθιά στο βούρκο!
8. «Γράμμα από το ψυχιατρείο»
perierga.gr - Ρετρό φωτογραφίες που προκαλούν εντύπωση!
«Αγαπημένη μου φίλη, είδα χτες στον ύπνο μου ότι είχε ανέβει στο κρεβάτι μου μια μεγάλη αρκούδα και με χάιδευε στον ώμο! Μάλλον όμως παράφαγα και το… αψέντι μετά μου έπεσε βαρύ! Τι λες κι εσύ;»
9. «Σημειολογική αναπαράσταση»!
perierga.gr - Ρετρό φωτογραφίες που προκαλούν εντύπωση!
Αν και ο συμβολισμός με κουράζει, μια προσπάθεια θα την κάνω να καταλάβω το νόημα… Ο μουσικός με το τρομπόνι είδε τη μαύρη γάτα… και μην τον είδατε. Τα κόκαλά του έμειναν μόνο να θυμίζουν στην νεαρά ότι έτσι ή αλλιώς η μουσική του χάλια ήταν!
10. «Το λάφυρο»
perierga.gr - Ρετρό φωτογραφίες που προκαλούν εντύπωση!
Αυτός μάλλον είναι ο κυνηγός από τη φωτογραφία Νο2 που γύρισε πίσω στο δάσος και έπιασε εν τέλει ολόκληρο το ελάφι! Έτσι για να σκάσουν οι οχτροί του και να’χει να βάλει κάτι στον τοίχο!
11. «Το νανούρισμα»!
perierga.gr - Ρετρό φωτογραφίες που προκαλούν εντύπωση!
Τι να πω; Το σενάριο είναι εδώ λίγο πικάντικο. Η πραγματική γκουβερνάντα ήταν, λέει, η «πέτρα του σκανδάλου» που πιάστηκε στα πράσσα με τον κύριό της και διώχθηκε άρον άρον. Οπότε για να μην στήσουν το φωτογράφο και τους βγει το όνομα (το βγαλμένο!) είπαν να βάλουν το σκύλο στη θέση της!
12. «Koo, Κοο, το κορίτσι πουλί!»
perierga.gr - Ρετρό φωτογραφίες που προκαλούν εντύπωση!
Ορίστε; Εσείς, πείτε μου, βλέπετε κανένα πουλί, γιατί για κορίτσι ούτε λόγος!!!
13. «Οι πυγμάχοι»
perierga.gr - Ρετρό φωτογραφίες που προκαλούν εντύπωση!
Η εναλλακτική βερσιόν του κυνηγού με το ελάφι που είδαμε παραπάνω! Ε, να μη μένει άδειος και ο τοίχος!
14. «Η κυρία με την προβειά»!
perierga.gr - Ρετρό φωτογραφίες που προκαλούν εντύπωση!
Εδώ το κυνήγι, πλέον, έχει ολοκληρωθεί και το αποτέλεσμα το βλέπετε. Μόνο που οφείλω να σχολιάσω ότι ο φωτογράφος παρουσιάζεται λίγο πιο συντηρητικός, αφού προτίμησε να κρεμάσει στον τοίχο το κάδρο από το κεφάλι του άμοιρου ζώου!
15. «Fitness»!
perierga.gr - Ρετρό φωτογραφίες που προκαλούν εντύπωση!
Από τα παλιά ακόμη χρόνια ο κόσμος μια εμμονή με τη γυμναστική την είχε, επιδεικνύοντας με υπερηφάνεια τα αποτελέσματά της. Και επειδή ακόμη δεν είχε εφευρεθεί το Photoshop για να «φτιάχνει» κοιλιακούς, έδειχναν ό,τι είχαν!
Viewing all 12885 articles
Browse latest View live




Latest Images