ΠΑΣΧΑ ΕΛΛΗΝΩΝ !!!!!
↧
↧
Ο τοίχος του Θησείου
Ο Πιττάκης – από τους ιδρυτές της Αρχαιολογικής Εταιρείας- συγκέντρωσε γλυπτά από χριστιανικά µνηµεία της Αττικής και στη συνέχεια με αυτά συνέθεσε έναν τοίχο, σε επαφή µε τον νότιο τοίχο της Ακρόπολης. Αλλά, ποια ήταν η τύχη αυτού του τοίχου;
Στο site του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου και πιο συγκεκριμένα, στην ενότητα
Ματιά στις Αποθήκες βρίσκουμε και διαβάζουμε μια πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία από
τα πρώτα χρόνια της ελεύθερης από τον Οθωμανικό ζυγό Αθήνας. Η ιστορία σχετίζεται
με τον Πιττάκη και τον περίφημο τοίχο του.
Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή: «Μία από τις εξέχουσες μορφές των
Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή: «Μία από τις εξέχουσες μορφές των
απαρχών της αρχαιολογίας στην Ελλάδα.
Ο Πιττάκης γεννήθηκε στην Αθήνα, το 1798. Το 1836 διορίστηκε έφορος του Κεντρικού
Ο Πιττάκης γεννήθηκε στην Αθήνα, το 1798. Το 1836 διορίστηκε έφορος του Κεντρικού
Μουσείου που στεγαζόταν τότε στο ναό του Ηφαίστου (Θησείο), ενώ το 1848 προήχθη
σε Γενικό Έφορο Αρχαιοτήτων. Διενήργησε για πολλά χρόνια (1833-1861) ανασκαφές
στην Ακρόπολη της Αθήνας και πραγματοποίησε σωστικές αναστηλωτικές εργασίες
στον Παρθενώνα, το Ερέχθειο και τα Προπύλαια.
Το 1833 ίδρυσε, μαζί με άλλες επιφανείς προσωπικότητες της εποχής του, την
Το 1833 ίδρυσε, μαζί με άλλες επιφανείς προσωπικότητες της εποχής του, την
εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία, όπου υπηρέτησε ως γραμματέας και αντιπρόεδρος.
Επιπλέον, υπήρξε συντάκτης και εκδότης του περιοδικού Αρχαιολογική Εφημερίς.
Το 1848, που ο Πιττάκης ορίστηκε Γενικός Έφορος Αρχαιοτήτων, η Αθήνα ήταν ακόμα
Το 1848, που ο Πιττάκης ορίστηκε Γενικός Έφορος Αρχαιοτήτων, η Αθήνα ήταν ακόμα
ένα χωριό, κατεστραµµένο από τις πολεµικές επιχειρήσεις.
Την ίδια περίοδο, οι ευρωπαίοι φιλάρχαιοι περιηγητές που έφθαναν στην Ελλάδα για να γνωρίσουν τον αρχαίο πολιτισµό της, συνήθιζαν φεύγοντας να παίρνουν µαζί τους κάποιο «ενθύµιο». Συνεχίζοντας την
Την ίδια περίοδο, οι ευρωπαίοι φιλάρχαιοι περιηγητές που έφθαναν στην Ελλάδα για να γνωρίσουν τον αρχαίο πολιτισµό της, συνήθιζαν φεύγοντας να παίρνουν µαζί τους κάποιο «ενθύµιο». Συνεχίζοντας την
προσπάθεια που άρχισε μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους για περιορισµό της
λεηλασίας, και για καταγραφή και προστασία όλων των σηµαντικών µνηµείων και
αρχαιοτήτων, ο Πιττάκης συγκέντρωσε γλυπτά από χριστιανικά µνηµεία της Αττικής.
Στη συνέχεια με αυτά συνέθεσε έναν τοίχο, σε επαφή µε τον νότιο τοίχο της Ακρόπολης.
Ο ιδιόµορφος τοίχος του Πιττάκη αποτυπώθηκε από τον φακό του Γάλλου φωτογράφου
Ο ιδιόµορφος τοίχος του Πιττάκη αποτυπώθηκε από τον φακό του Γάλλου φωτογράφου
Felix Bonfils (1831-1885). Αργότερα, το 1888, ο τοίχος κατεδαφίστηκε από τον
αρχαιολόγο Παναγιώτη Καββαδία. Τα γλυπτά, µαζί µε άλλα βυζαντινά αρχιτεκτονικά
µέλη, µεταφέρθηκαν στο ΒΧΜ σε δύο χρονικές περιόδους, το 1915 και το 1922».
↧
Περί... αέρος
Αέρας… Υποθέτω, είναι εκείνο το αόριστο θέλγητρο της γυναικός, το ακαθόριστο, η γοητεία που ασκεί με την κουβέντα της, με το περπάτημά της, με την κίνησή της, με το βλέμμα της...
Ο Δημήτρης Ψαθάς προσπαθεί να αποκωδικοποιήσει την έκφραση «έχει αέρα», που πολύ ακούγονταν τα παλιά χρόνια.
«Στην συντροφιά του φιλικού σπιτιού όπου το λεγόμενον ωραίον φύλο είχε την πλειοψηφίαν, ήλθε η κουβέντα για τα θέλγητρα των θηλέων. Εσφαγιάζοντο κατά τρόπον αμείλικτον αι απούσαι, αυτοεγκωμιάζοντο όπως συνήθως αι παρούσαι και ξαφνικά, προκειμένου για κάποιο από τα απουσιάζοντα θηλυκά της συντροφιάς, οι γνώμες εδιχάσθησαν απολύτως και τελεσιδίκως.
Είπε η μια μερίς:
-Είνε αποκρουστική!...
Αλλά η άλλη μερίς –των αποκρουστικωτέρων θηλέων της συγκεντρώσεως- ετάχθη αλληλέγγυος με την απουσιάζουσαν καθ’ όλες τις πιθανότητες
δύσμορφη κυρίαν κι’ ευρήκε επιχείρημα ακλόνητο:
-Έχει αέρα!
-Μπά!
-Αστειεύεσθε; Έχει αέρα, μη συζητάτε!
Ο Δημήτρης Ψαθάς προσπαθεί να αποκωδικοποιήσει την έκφραση «έχει αέρα», που πολύ ακούγονταν τα παλιά χρόνια.
«Στην συντροφιά του φιλικού σπιτιού όπου το λεγόμενον ωραίον φύλο είχε την πλειοψηφίαν, ήλθε η κουβέντα για τα θέλγητρα των θηλέων. Εσφαγιάζοντο κατά τρόπον αμείλικτον αι απούσαι, αυτοεγκωμιάζοντο όπως συνήθως αι παρούσαι και ξαφνικά, προκειμένου για κάποιο από τα απουσιάζοντα θηλυκά της συντροφιάς, οι γνώμες εδιχάσθησαν απολύτως και τελεσιδίκως.
Είπε η μια μερίς:
-Είνε αποκρουστική!...
Αλλά η άλλη μερίς –των αποκρουστικωτέρων θηλέων της συγκεντρώσεως- ετάχθη αλληλέγγυος με την απουσιάζουσαν καθ’ όλες τις πιθανότητες
δύσμορφη κυρίαν κι’ ευρήκε επιχείρημα ακλόνητο:
-Έχει αέρα!
-Μπά!
-Αστειεύεσθε; Έχει αέρα, μη συζητάτε!
Ημφισβητήθη ζωηρότατα απ’ όλες το αν είχε ή δεν είχε αέρα το απουσιάζον θηλυκό. Καμμιά όμως ούτε για ένα δευτερόλεπτο δεν εσκέφθηκε να ερωτήση τι πράμμα είνε αυτός ο αέρας που επικαλούνται με τόση σοβαρότητα οι γυναίκες, όταν θέλουν να υποστηρίξουν μια ατυχή υπόθεσιν ή όταν θέλουν να χαντακώσουν κάποιαν ωραίαν αντίζηλη:
-Είνε κούκλα!
-Ναι, αλλά...
-Τι αλλά;
-Δεν έχει αέρα!
Εμελέτησα αυτόν τον αέρα, φίλοι μου, με όσην επιμονήν δεν θα εμελετούσε ένας επιστήμων το προσφιλέστερό του θέμα.
Αέρας, υποθέτω, είνε εκείνο το αόριστο θέλγητρο της γυναικός, το ακαθόριστο, η γοητεία που ασκεί με την κουβέντα της, με το περπάτημά της, με την κίνησί της, με το βλέμμα της, με το ντύσιμό της, με το θέλγητρο τέλος πάντων που απορρέει απ’ την προσωπικότητά της εντελώς ασχέτως προς την ωμορφιά ή την ασχήμια της. Είνε περίπου ένα είδος σεξ-απήλ που στην ελληνικήν επήρε τον ακαθόριστο αυτόν χαρακτηρισμό του... αέρος.
Από τον καιρό, λοιπόν, που κατεχωρήθη στην βίβλον των θελγήτρων του θηλυκόκοσμου, όλα τα θήλεα, που δεν έχουν φυσικά προσόντα συγκεκριμένα, απέκτησαν αέρα, που φουσκώνει τα πανιά της υπάρξεώς των μαζί με τα μυαλά των.
Βλέπω στην γειτονιά μου τακτικά ένα περίεργο θήλυ με ιδιότροπα φτερά στο καπέλλο, με μπλούζες σφιχτές στη μέση, μ’ επωμίδες, μαλλιά που εξορμούν αλαφιασμένα και κυματίζουν ολόγυρα από το κεφάλι, φούστες κοντές, απ’ τη σχισμή των οποίων σαλπίζει προσκλητήριον η γάμπα, να κουνιέται, να σείεται και να λυγίζεται, να προχωρή στον δρόμο τέλος πάντων με ξεβιδωμένα χέρια, ώμους, κεφάλι. Υπέθεσα στην αρχή πως ήταν δραπέτις φρενοκομείου. Αλλά η εξήγησις μου εδόθη από την κοινή γνώμη των θηλέων ο αντίλαλος της οποίας έφτασε κάποτε έως την ακοή μου.
-Έχει αέρα!
Και δεν είνε, αλλοίμονο, το μόνο θήλυ που έχει αέρα. Στο σώμα, στην κίνησιν και προ παντός στην κεφαλήν».
«Αθηναϊκά Νέα», 1937, Μίμης Ψαθάς
-Είνε κούκλα!
-Ναι, αλλά...
-Τι αλλά;
-Δεν έχει αέρα!
Εμελέτησα αυτόν τον αέρα, φίλοι μου, με όσην επιμονήν δεν θα εμελετούσε ένας επιστήμων το προσφιλέστερό του θέμα.
Αέρας, υποθέτω, είνε εκείνο το αόριστο θέλγητρο της γυναικός, το ακαθόριστο, η γοητεία που ασκεί με την κουβέντα της, με το περπάτημά της, με την κίνησί της, με το βλέμμα της, με το ντύσιμό της, με το θέλγητρο τέλος πάντων που απορρέει απ’ την προσωπικότητά της εντελώς ασχέτως προς την ωμορφιά ή την ασχήμια της. Είνε περίπου ένα είδος σεξ-απήλ που στην ελληνικήν επήρε τον ακαθόριστο αυτόν χαρακτηρισμό του... αέρος.
Από τον καιρό, λοιπόν, που κατεχωρήθη στην βίβλον των θελγήτρων του θηλυκόκοσμου, όλα τα θήλεα, που δεν έχουν φυσικά προσόντα συγκεκριμένα, απέκτησαν αέρα, που φουσκώνει τα πανιά της υπάρξεώς των μαζί με τα μυαλά των.
Βλέπω στην γειτονιά μου τακτικά ένα περίεργο θήλυ με ιδιότροπα φτερά στο καπέλλο, με μπλούζες σφιχτές στη μέση, μ’ επωμίδες, μαλλιά που εξορμούν αλαφιασμένα και κυματίζουν ολόγυρα από το κεφάλι, φούστες κοντές, απ’ τη σχισμή των οποίων σαλπίζει προσκλητήριον η γάμπα, να κουνιέται, να σείεται και να λυγίζεται, να προχωρή στον δρόμο τέλος πάντων με ξεβιδωμένα χέρια, ώμους, κεφάλι. Υπέθεσα στην αρχή πως ήταν δραπέτις φρενοκομείου. Αλλά η εξήγησις μου εδόθη από την κοινή γνώμη των θηλέων ο αντίλαλος της οποίας έφτασε κάποτε έως την ακοή μου.
-Έχει αέρα!
Και δεν είνε, αλλοίμονο, το μόνο θήλυ που έχει αέρα. Στο σώμα, στην κίνησιν και προ παντός στην κεφαλήν».
«Αθηναϊκά Νέα», 1937, Μίμης Ψαθάς
↧
Το μενού στις μαγικές αυλές
↧
ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ !
↧
↧
Η πρώτη καμπάνα της απελευθερωμένης Αθήνας
Ψηλά στη Πλάκα – στην οδό Πρυτανείου- βρίσκεται ο ναός του Αγίου Νικολάου του Ραγκαβά στον οποίο τοποθετήθηκε η πρώτη καμπάνα της ελεύθερης από τον Οθωμανικό ζυγό Αθήνας
Η πρώτη καμπάνα στην απελευθερωμένη από την Οθωμανική κυριαρχία Αθήνα
«κτύπησε» στην Πλάκα στο ναό του Αγίου Νικολάου του Ραγκαβά.
Στο site της Αρχιεπισκοπής Αθηνών στην ενότητα για τους Μνημειακούς Ναούς
Στο site της Αρχιεπισκοπής Αθηνών στην ενότητα για τους Μνημειακούς Ναούς
διαβάζουμε το εξής: “Μνημονεύεται (…) πως η πρώτη καμπάνα που τοποθετήθηκε
σε εκκλησία των Αθηνών, μετά την Απελευθέρωση, ήταν εκείνη του Αγίου Νικολάου
του Ραγκαβά. Αυτή πρώτη και μοναδική σήμανε το Πάσχα του Απριλίου του 1833,
και στην παράδοση της Αθήνας στις 24 Μαΐου 1833».
Στο site -iaath.gr- βρίσκουμε πολλά και ενδιαφέροντα στοιχεία για τον ναό που
Στο site -iaath.gr- βρίσκουμε πολλά και ενδιαφέροντα στοιχεία για τον ναό που
για όλους όσοι δεν γνωρίζουν είναι στον οδό Πρυτανείου 1 (κοντά στο τέρμα
της οδού Επιχάρμου), στην περιοχή που, στα βυζαντινά χρόνια, αποτελούσε
το αριστοκρατικότερο μέρος της πόλης.
«Από μία απλή παρατήρηση της πρόσοψης, διαπιστώνεται ότι η εκκλησία έλαβε
«Από μία απλή παρατήρηση της πρόσοψης, διαπιστώνεται ότι η εκκλησία έλαβε
τη σημερινή της μορφή σε τρεις περιόδους. Η αρχική εκκλησία – μισή από τη
σημερινή – είναι απλός τετρακιόνιος σταυροειδής εγγεγραμμένος ναός, δηλαδή
ο τρούλος του στηρίζεται σε τέσσερις απλούς κίονες. Η δυτική κεραία του σταυρού
είναι μεγαλύτερη και φθάνει ως την είσοδο. Η τοιχοδρομία ως τη μέση είναι
από ακατέργαστους ογκόλιθους και από πωρόλιθους (πιθανόν από την Αίγινα),
όπως επίσης έχουν χρησιμοποιηθεί και αρχιτεκτονικά μέλη από κτίσματα της
αρχαιότητας (π.χ. ανεστραμμένο κιονόκρανο στη βορειοανατολική πλευρά,
κίονας στην είσοδο της αυλής κ.λπ.). Από τη μέση και επάνω, έχει κτιστεί με
το γνωστό πλινθοπερίβλητο σύστημα και έχει κουφικές διακοσμήσεις
(κεραμοπλαστικά κοσμήματα). Τα παράθυρα είναι δίλοβα και μονόλοβα,
και ο τρούλος – ο γνωστός αθηναϊκός οκταγωνικός – με τη χαρακτηριστική
ραδινότητα. Μαρμάρινο ανεστραμμένο κιονόκρανο, εξελιγμένου κρινθιακού
ρυθμού (αγκαθωτό με φύλλα λωτού), στηρίζει την Αγία Τράπεζα.
Το αρχικό τέμπλο, όπως δείχνουν μερικά θωράκια, με επιστύλιο και κιονίσκους,
που σώζονται στην αυλή της εκκλησίας, φαίνεται πως ήταν μαρμάρινο και χαμηλό.
Χρονολογικά τοποθετείται στον 11ο αι. Η εκκλησία αυτή, αργότερα, λόγω καθίζησης,
Χρονολογικά τοποθετείται στον 11ο αι. Η εκκλησία αυτή, αργότερα, λόγω καθίζησης,
υπέστη κάποια πρώτη επισκευή, και τότε μπαζώθηκε και το δάπεδο της, που ανέβηκε
κατά 0,30μ. περίπου. Αυτό φαίνεται και από την Προσκομιδή, που είναι χαμηλή
(η τοιχογραφία της Αποκαθήλωσης που υπάρχει εκεί, θα έπρεπε να είναι ψηλότερα)
και από το κατώφλι της κύριας εισόδου στη δυτική πλευρά, που είναι κάτω από
την επιφάνεια του εδάφους.
Επί Μοροζίνι, το 1687, φαίνεται πως οβίδα κτύπησε την εκκλησία, με αποτέλεσμα
Επί Μοροζίνι, το 1687, φαίνεται πως οβίδα κτύπησε την εκκλησία, με αποτέλεσμα
να δημιουργήσει μία μεγάλη τρύπα στο Ιερό Βήμα, πίσω από την Αγία Τράπεζα,
στη θέση που τοποθετείται ο Σταυρός.
Μεγάλη όμως αλλοίωση της εκκλησίας επήλθε μετά την Απελευθέρωση, το 1838, όταν έγινε επέκταση της εκκλησίας δυτικά, και – για λόγους στερέωσης και αντιμετώπισης της υγρασίας – οι εξωτερικές αψίδες του Ιερού Βήματος περιεβλήθησαν με ακαλαίσθητη αντηρίδα, καλύφθηκε με σουβά όλη η τοιχοδομία, ακόμα και ο τρούλος, ο όποιος επιπλέον καλύφθηκε και με μαύρα φύλλα μολύβδου. Τότε κατασκευάσθηκε το σημερινό ξύλινο τέμπλο, το όποιο μετακινήθηκε γύρω στα 0,50μ. δυτικά, με συνέπεια oι δύο ανατολικοί κίονες σήμερα να βρίσκονται μέσα στο Ιερό Βήμα, ενώ προστέθηκαν άλλοι δύο κίονες δίπλα σ’ αυτούς που στηρίζουν τον τρούλο στον κυρίως ναό. Επίσης, στη νότια πλευρά προστέθηκε και το παρεκκλήσιο
Μεγάλη όμως αλλοίωση της εκκλησίας επήλθε μετά την Απελευθέρωση, το 1838, όταν έγινε επέκταση της εκκλησίας δυτικά, και – για λόγους στερέωσης και αντιμετώπισης της υγρασίας – οι εξωτερικές αψίδες του Ιερού Βήματος περιεβλήθησαν με ακαλαίσθητη αντηρίδα, καλύφθηκε με σουβά όλη η τοιχοδομία, ακόμα και ο τρούλος, ο όποιος επιπλέον καλύφθηκε και με μαύρα φύλλα μολύβδου. Τότε κατασκευάσθηκε το σημερινό ξύλινο τέμπλο, το όποιο μετακινήθηκε γύρω στα 0,50μ. δυτικά, με συνέπεια oι δύο ανατολικοί κίονες σήμερα να βρίσκονται μέσα στο Ιερό Βήμα, ενώ προστέθηκαν άλλοι δύο κίονες δίπλα σ’ αυτούς που στηρίζουν τον τρούλο στον κυρίως ναό. Επίσης, στη νότια πλευρά προστέθηκε και το παρεκκλήσιο
της Αγίας Παρασκευής. Ακόμα προστέθηκε γυναικωνίτης στη νότια και τη δυτική
πλευρά του κεντρικού ναού. Ευτυχώς, το 1979 η αρμόδια Εφορία Βυζαντινών
Αρχαιοτήτων αποκατέστησε στο μέτρο του δυνατού την τοιχοδομία στην αρχική
της μορφή, απομακρύνοντας τον σουβά και τα φύλλα μολύβδου και κάνοντας
τις σχετικές στερεωτικές εργασίες.
Παλαιός αγιογραφικός διάκοσμος δεν σώζεται. Οι υπάρχουσες δυτικής τεχνοτροπίας
Παλαιός αγιογραφικός διάκοσμος δεν σώζεται. Οι υπάρχουσες δυτικής τεχνοτροπίας
τοιχογραφίες είναι της εποχής του Όθωνα. Αξιόλογες είναι οι φορητές εικόνες
που φυλάσσονται στο Ιερό Βήμα. Το Δωδεκάορτο του τέμπλου του παρεκκλησίου
της Αγίας Παρασκευής είναι κι αυτό του 19ου αι. Η εκκλησία λέγεται του Ραγκαβά,
γιατί κτίτορές της ή ιδιοκτήτες της ήταν προφανώς μέλη της βυζαντινής οικογένειας
Ραγκαβά, που είχε κωνσταντινουπολίτικο και αθηναϊκό κλάδο. Η παράδοση
κάνει μάλιστα λόγο, πως κτίτορας μιας πρώτης εκκλησίας που ήταν στο ίδιο
σημείο, είναι ο Θεοφύλακτος, γιος και συναυτοκράτορας του Μιχαήλ Α’
του Ραγκαβέ (811-813). Στην επισκευή του 1979, σε κιονίσκο του τρούλου
απεκαλύφθη επιγραφή, που έφερε το όνομα του Λουκά Ραγκαβά. Στην ενορία
του Αγίου Νικολάου πιστεύεται ότι κατοικούσαν, πριν πάνε στην
Κωνσταντινούπολη, οι κατόπιν αυτοκράτειρες Ειρήνη και Θεοφανώ, oι Αθηναίες».
↧
Φουστανελάδες, έντομα και γκαζιέρες
Η φουστανέλα πολλές φορές ταλαιπωρήθηκε στις παλιές διαφημίσεις. Το μάκρος της ανεβοκατέβηκε ανάλογα με τα γούστα, φορέθηκε από άντρες και γυναίκες, και κάποιες φορές συνδυάστηκε με ψηλοτάκουνη γόβα δίνοντας κιτς αποτελέσματα. Όμως, οι δύο παρακάτω διαφημίσεις είναι ευρήματα, γιατί τα σκίτσα έχουν φιλοτεχνηθεί από δύο σπουδαίους καλλιτέχνες.
Οι φουστανελάδες με το φέσι με τη μακριά φούντα, που φλιτάρουν καθισμένοι
και σκοτώνουν έντομα, είναι σκίτσο του Αλή Ντίνο Μπέη.
Ο φουστανελάς που ορθώνει το ανάστημά του μπροστά στις μεγάλες δυνάμεις, περήφανος για την γκαζιέρα Πίτσος, είναι σκίτσο του Φωκίωνα Δημητριάδη.
↧
Πάμε σε μια παλιά δεκαετία
↧
Η νυχτερινή Αθήνα μιας άλλης εποχής | Βόλτα στο 1962
↧
↧
Εις τα Χαυτεία
«Δεν ζη κανείς εις τας Αθήνας αν δεν περνά μίαν τουλάχιστον ώραν την ημέραν εις τα Χαυτεία. Είναι πράγματι το κέντρον, η καρδιά των Αθηνών. Εις τ’αρχοντικά σπίτια υπάρχει πάντοτε, παρεκτός των μικρών, των ιδιαιτέρων, ένα μεγάλο σαλόνι, ευθύς μετά την είσοδον, όπου δέχονται αδιακρίτως όλον τον κόσμον. Το Σύνταγμα, τα Δαρδανέλλια, το Ζάππειον, είναι τα ιδιαίτερα σαλόνια των Αθηνών. Τα Χαυτεία είναι το κοινόν, το μεγάλο. Και όταν λέγωμεν Χαυτεία, δεν εννοούμεν πλέον το μικρό εκείνο τμήμα της οδού Πατησίων, το μεταξύ των οδών Σταδίου και Βερανζέρου. Τα σημερινά Χαυτεία, μεγαλωμένα σαν την Ελλάδα, περιλαμβάνουν και την αρχήν της οδού Πανεπιστημίου μέχρι των "Βουστασίων"και του Πανελληνίου και την αρχήν της οδού Σταδίου μέχρι του "Κέντρου"και την πλευράν ακόμη της πλατείας της Ομονοίας, επί της οποίας απλούται η "Ήβη".
Η παρέα, η οποία εβαρύνθη να οργώνη το Σύνταγμα λέγει έξαφνα: "Ε δεν κατεβαίνουμε τώρα και στα Χαυτεία;". Και πηγαίνει κατ'ευθείαν ν'αράξη εις το "Πανελλήνιον".
Το παλαιόν όνομα, το οποίον έμεινεν από το ξενοδοχείον ή το πεταλωτήριον -δεν ενθυμούμαι καλά, ο φίλος μου κ.Καμπούρογλου θα ενθυμήται καλλίτερα-, κάποιου Χαύτα, επεξετάθη και επεκτείνεται ολονέν εις όλην την περιοχήν. Και από πρωίας μέχρις βαθείας νυκτός, η περιοχή αυτή είναι πλημμυρισμένη από τον ποικιλότερον κόσμον, παρουσιάζουσα μεγαλητέραν ζωήν και κίνησιν από κάθε άλλο μέρος των Αθηνών.
Είναι η πολυκοσμία, η μεγάλη τύρβη, ο θόρυβος, η ζάλη και ο ίλιγγος της πρωτευούσης. Μόνον ο ευρισκόμενος εις τα Χαυτεία ειμπορεί να σχηματίση την ιδέαν ότι αι Αθήναι μας είναι πλέον μεγαλούπολις με μισό εκατομμύριο κατοίκων.
Προ πάντων τας ώρας του απογεύματος και του δειλινού, όταν ροδίζουν τα υψηλά πατήματα των γύρω μεγάρων, σχηματίζονται συμπαγείς και αδιαπέραστοι ανθρώπιναι μάζαι. Άλλοι κάθηνται ολόγυρα εις τα λαϊκά καφενεία, άλλοι στέκονται όρθιοι εις μίαν στάσιν που νομίζεις ότι δεν θα το κουνήσουν ποτέ από εκεί, άλλοι περιφέρονται με βηματάκια νωθρά και κουρασμένα. Έχει τον χαρακτήρα μάλλον αναπαύσεως η συγκέντρωσις εκείνη του δειλινού, η πολυάσχολος εν τούτοις και πολυφροντίς.
Τα τραμ, τ'αμάξια, ταυτοκίνητα κυκλοφορούν με δυσκολία και μ'επιμόνους κωδωνισμούς ή ανυπόμονα σαλπίσματα δια μέσου των πυκνών εκείνων όγκων. Ο Χωρικός των Μεσογείων με την πουκαμίσαν του διαγκωνίζεται προς την κομψήν Ατθίδα, η οποία θα πάρη το τραμ δια ν’αναβή εις το Ντορέ∙ και ο Ανατολίτης με την ρεδιγκόταν του και το φέσι του, γειτονεύει προς τον κομψευόμενον Αιγύπτιον, ο οποίος κατοικεί εις τον "Ερμήν"κ'εστάθη εις την πλατείαν να δροσισθή με μίαν μπύραν. Ο αέρας λείπει, η ζέστη είναι πνιγηρά, μόνον εις την πολυκοσμίαν των χαμηλών Χαυτείων αισθάνεται κανείς το χαυνωτικόν καλοκαίρι των Αθηνών...»
Η παρέα, η οποία εβαρύνθη να οργώνη το Σύνταγμα λέγει έξαφνα: "Ε δεν κατεβαίνουμε τώρα και στα Χαυτεία;". Και πηγαίνει κατ'ευθείαν ν'αράξη εις το "Πανελλήνιον".
Το παλαιόν όνομα, το οποίον έμεινεν από το ξενοδοχείον ή το πεταλωτήριον -δεν ενθυμούμαι καλά, ο φίλος μου κ.Καμπούρογλου θα ενθυμήται καλλίτερα-, κάποιου Χαύτα, επεξετάθη και επεκτείνεται ολονέν εις όλην την περιοχήν. Και από πρωίας μέχρις βαθείας νυκτός, η περιοχή αυτή είναι πλημμυρισμένη από τον ποικιλότερον κόσμον, παρουσιάζουσα μεγαλητέραν ζωήν και κίνησιν από κάθε άλλο μέρος των Αθηνών.
Είναι η πολυκοσμία, η μεγάλη τύρβη, ο θόρυβος, η ζάλη και ο ίλιγγος της πρωτευούσης. Μόνον ο ευρισκόμενος εις τα Χαυτεία ειμπορεί να σχηματίση την ιδέαν ότι αι Αθήναι μας είναι πλέον μεγαλούπολις με μισό εκατομμύριο κατοίκων.
Προ πάντων τας ώρας του απογεύματος και του δειλινού, όταν ροδίζουν τα υψηλά πατήματα των γύρω μεγάρων, σχηματίζονται συμπαγείς και αδιαπέραστοι ανθρώπιναι μάζαι. Άλλοι κάθηνται ολόγυρα εις τα λαϊκά καφενεία, άλλοι στέκονται όρθιοι εις μίαν στάσιν που νομίζεις ότι δεν θα το κουνήσουν ποτέ από εκεί, άλλοι περιφέρονται με βηματάκια νωθρά και κουρασμένα. Έχει τον χαρακτήρα μάλλον αναπαύσεως η συγκέντρωσις εκείνη του δειλινού, η πολυάσχολος εν τούτοις και πολυφροντίς.
Τα τραμ, τ'αμάξια, ταυτοκίνητα κυκλοφορούν με δυσκολία και μ'επιμόνους κωδωνισμούς ή ανυπόμονα σαλπίσματα δια μέσου των πυκνών εκείνων όγκων. Ο Χωρικός των Μεσογείων με την πουκαμίσαν του διαγκωνίζεται προς την κομψήν Ατθίδα, η οποία θα πάρη το τραμ δια ν’αναβή εις το Ντορέ∙ και ο Ανατολίτης με την ρεδιγκόταν του και το φέσι του, γειτονεύει προς τον κομψευόμενον Αιγύπτιον, ο οποίος κατοικεί εις τον "Ερμήν"κ'εστάθη εις την πλατείαν να δροσισθή με μίαν μπύραν. Ο αέρας λείπει, η ζέστη είναι πνιγηρά, μόνον εις την πολυκοσμίαν των χαμηλών Χαυτείων αισθάνεται κανείς το χαυνωτικόν καλοκαίρι των Αθηνών...»
(«Εφημερίς», Γρ.Ξενόπουλος, Ιούλιος 1913)
↧
Ο "Ηλεκτρικός"
↧
Τα κορίτσια των τσιγάρων
↧
Το Γκάζι
Γάμπα!
Τζάμπα;
Α, μπα!
Καταρχάς να εξηγήσουμε τον όρο «παστρικιά», μπας κι έχει μείνει στην εποχή μας κανένας αδαής και δεν το ξέρει. Επειδή, λόγω επαγγελματικών αναγκών, οι «ιέρειες» της Πάνδημης Αφροδίτης πλενόντουσαν πιο συχνά από τον υπόλοιπο πληθυσμό –ο οποίος πλενόταν μια φορά κάθε δέκα-δεκαπέντε μέρες!-, τις φώναζαν περιπαικτικά «οι παστρικιές». Από την περίοδο της Belle Époque και μετά (1880), θα αποκαλούνται πιο συχνά οι «παξιμάδες».
Γιατί παξιμάδες; Οι εποχούμενες πόρνες που γύριζαν στους δρόμους, συνήθιζαν για να προκαλέσουν και ν’αστειευτούν με τον αντρικό πληθυσμό των καφενείων να περνούν ανάμεσα στα τραπεζάκια και να κλέβουν τα παξιμαδάκια που συνόδευαν τον καφέ. Οι Αθηναίοι, που διασκέδαζαν αφάνταστα με τα παρατσούκλια, δεν άργησαν να τις βαφτίσουν «παξιμαδοκλέφτρες» το οποίο αργότερα έγινε «παξιμάδες»!
Είναι ευνόητο ότι, ήταν αδύνατο μια «παστρικιά» να κατοικεί σε κεντρική συνοικία της Παλιάς Αθήνας. Ακόμη και να πέρναγε από κει, οι τίμιες γειτόνισσες σταυροκοπιόντουσαν για να φύγει μακριά ο διάβολος, άλλες τις φτύνανε (με ηχηρό πάντα το «φτου») κι οπωσδήποτε τις μουντζώνανε. Οι πιο ευγενικές περιοριζόντουσαν στο να κλείνουν πόρτες και παράθυρα μέχρι να φύγει το μίασμα και φυσικά, να μην πάρουν χαμπάρι τα παιδιά και κυρίως η κόρη, που ήταν κλεισμένη σχεδόν μονίμως μέσα.
Αυτές, λοιπόν, οι λιγοστές πόρνες κατοικούσαν στα πιο απόκεντρα σημεία, έξω από το αθηναϊκό κέντρο. Τα σημεία αυτά ήταν κοντά στην πλατεία Βάθης, απ’όπου περνούσε το λεγόμενο ρέμα του Κυκλόβορου, που ερχόταν από τα Τουρκοβούνια και κατέληγε στον Κηφισό και στα Παντρεμενάδικα (σημερινός Λόφος Αρδηττού). Πολύ αργότερα, μετά το 1885, άρχισαν να συχνάζουν στη Νεάπολη και κυρίως στο Γκαζοχώρι, τη φτωχική συνοικία κοντά στο «Γκάζι» της Πειραιώς.
Διασκέδαση συνοδεία ρομβίας!
Ας δούμε τώρα πώς περιγράφει ο Βασίλης Αττικός στην «Εύθυμη ηθογραφία της Παληάς Αθήνας», τόμος Ε’, το μέρος αυτό:
«Το Γκαζοχώρι υπήρξε επί πολλά χρόνια το κέντρον του υπόκοσμου. Στην τοποθεσία αυτή, είχαν εγκατασταθή τα «παληόσπιτα», μέσα σε σιχαμερές κατοικίες και τρώγλες. Οι τεκέδες (τα χασισοποτεία), τα «μπαρμπούτια» (το παιχνίδι των ζαριών), κι’όλο το υπόλοιπο κακό συναπάντημα της Παληάς Αθήνας. Από τότε που ξεκαθάρισε η Συνοικία του Ψυρρή απ’τους «Κουτσαβάκηδες», στο Γκαζοχώρι θάβρισκε η Αστυνομία τον κακοποιό, τον οποίον καταζητούσε να πιάση.
Κατά το βραδάκι, τα κοινωνικά εκείνα περιτρίμματα, βγαίναν στις εξώπορτες των «βρωμόσπιτων» του Γκαζοχωρίου και κάθονταν στα πεζούλια. Για να προκαλέσουν δε, τους διαβάτες τοποθετούντο με σηκωμένες τις φούστες, και τους λέγαν αισχρά πειράγματα και λόγια. Η βίζιτα πληρωνόταν, όπως και στα Βούρλα του Πειραιά, μια δραχμή, την οποίαν μοιράζανε στη μέση. Πενήντα λεπτά έπερνε η Ιερόδουλη κι’άλλα τόσα η κυρά-Πατρώνα, η Διευθύντρια του «σπιτιού».
Το δειλινό, κατάφθαναν στο Γκαζοχώρι κ’η πιο παραφορτωμένες με πλουμίδια λατέρνες, για να ψυχαγωγήσουν τα φιλόμουσα «κορίτσια». Ο Λατερνατζής ήταν ένας ξεχωριστός τύπος, «ιμιτασιόν» Κουτσαβάκη της Παληάς Αθήνας. Είχε το μουστάκι του κρεμαστό προς τα κάτω. Φορούσε παντελόνι «τζογέ», μυτερά παπούτσια και κόκκινο ζουνάρι. Το καβουράκι, το καπέλλο του, τόβαζε στην κορφή της κεφαλής, ώστε να φαίνεται η λαδωμένη του «αφέλεια».
Κάθε «σπίτι» είχε και το δικό του Λατερνατζή. Αυτός, μερακλωμένος θα γύριζε με τόνα χέρι τη λατέρνα, και με τ’άλλο θα χτύπαγε το ντέφι στο γόνατό του, όλο «μέγκλα». (σ.σ. Πρόκειται για παράφραση του «made in England» και σήμαινε κάτι σαν «κυριλέ», ξεχωριστό). Έτσι, η πελατεία των «παληόσπιτων» του Γκαζοχωρίου απολάμβανε τον αγοραίο έρωτα μετά μουσικής!»
Δεν είναι καθόλου τυχαίο, ότι κοντά στο Γκαζοχώρι στην «Κολοκυθού», ήταν εγκατεστημένο και το πρώτο νοσοκομείο για τις αφροδίσιες αρρώστιες. Πολύ αργότερα μεταφέρθηκε «στου Συγγρού». Το κληροδότημα του μεγάλου εθνικού ευεργέτη θεωρούνταν πρότυπο και ένα απ’τα τελειότερα της Ευρώπης στο είδος του. Άρχισε να λειτουργεί το 1910 και προσέφερε ανεκτίμητες υπηρεσίες στην ελληνική κοινωνία.
Από ένα χρονικό σημείο κι έπειτα, όταν η πόλη άρχισε να μεγαλώνει και να γίνεται όλο και πιο απρόσωπη, τα «κορίτσια» κατευθύνθηκαν από το Γκαζοχώρι προς την Ομόνοια και γύρω από τον Άγιο Κωνσταντίνο.
Οι «άσεμνες» στην απόχη της εφορίας
Τζάμπα;
Α, μπα!
Καταρχάς να εξηγήσουμε τον όρο «παστρικιά», μπας κι έχει μείνει στην εποχή μας κανένας αδαής και δεν το ξέρει. Επειδή, λόγω επαγγελματικών αναγκών, οι «ιέρειες» της Πάνδημης Αφροδίτης πλενόντουσαν πιο συχνά από τον υπόλοιπο πληθυσμό –ο οποίος πλενόταν μια φορά κάθε δέκα-δεκαπέντε μέρες!-, τις φώναζαν περιπαικτικά «οι παστρικιές». Από την περίοδο της Belle Époque και μετά (1880), θα αποκαλούνται πιο συχνά οι «παξιμάδες».
Γιατί παξιμάδες; Οι εποχούμενες πόρνες που γύριζαν στους δρόμους, συνήθιζαν για να προκαλέσουν και ν’αστειευτούν με τον αντρικό πληθυσμό των καφενείων να περνούν ανάμεσα στα τραπεζάκια και να κλέβουν τα παξιμαδάκια που συνόδευαν τον καφέ. Οι Αθηναίοι, που διασκέδαζαν αφάνταστα με τα παρατσούκλια, δεν άργησαν να τις βαφτίσουν «παξιμαδοκλέφτρες» το οποίο αργότερα έγινε «παξιμάδες»!
Είναι ευνόητο ότι, ήταν αδύνατο μια «παστρικιά» να κατοικεί σε κεντρική συνοικία της Παλιάς Αθήνας. Ακόμη και να πέρναγε από κει, οι τίμιες γειτόνισσες σταυροκοπιόντουσαν για να φύγει μακριά ο διάβολος, άλλες τις φτύνανε (με ηχηρό πάντα το «φτου») κι οπωσδήποτε τις μουντζώνανε. Οι πιο ευγενικές περιοριζόντουσαν στο να κλείνουν πόρτες και παράθυρα μέχρι να φύγει το μίασμα και φυσικά, να μην πάρουν χαμπάρι τα παιδιά και κυρίως η κόρη, που ήταν κλεισμένη σχεδόν μονίμως μέσα.
Αυτές, λοιπόν, οι λιγοστές πόρνες κατοικούσαν στα πιο απόκεντρα σημεία, έξω από το αθηναϊκό κέντρο. Τα σημεία αυτά ήταν κοντά στην πλατεία Βάθης, απ’όπου περνούσε το λεγόμενο ρέμα του Κυκλόβορου, που ερχόταν από τα Τουρκοβούνια και κατέληγε στον Κηφισό και στα Παντρεμενάδικα (σημερινός Λόφος Αρδηττού). Πολύ αργότερα, μετά το 1885, άρχισαν να συχνάζουν στη Νεάπολη και κυρίως στο Γκαζοχώρι, τη φτωχική συνοικία κοντά στο «Γκάζι» της Πειραιώς.
Διασκέδαση συνοδεία ρομβίας!
Ας δούμε τώρα πώς περιγράφει ο Βασίλης Αττικός στην «Εύθυμη ηθογραφία της Παληάς Αθήνας», τόμος Ε’, το μέρος αυτό:
«Το Γκαζοχώρι υπήρξε επί πολλά χρόνια το κέντρον του υπόκοσμου. Στην τοποθεσία αυτή, είχαν εγκατασταθή τα «παληόσπιτα», μέσα σε σιχαμερές κατοικίες και τρώγλες. Οι τεκέδες (τα χασισοποτεία), τα «μπαρμπούτια» (το παιχνίδι των ζαριών), κι’όλο το υπόλοιπο κακό συναπάντημα της Παληάς Αθήνας. Από τότε που ξεκαθάρισε η Συνοικία του Ψυρρή απ’τους «Κουτσαβάκηδες», στο Γκαζοχώρι θάβρισκε η Αστυνομία τον κακοποιό, τον οποίον καταζητούσε να πιάση.
Κατά το βραδάκι, τα κοινωνικά εκείνα περιτρίμματα, βγαίναν στις εξώπορτες των «βρωμόσπιτων» του Γκαζοχωρίου και κάθονταν στα πεζούλια. Για να προκαλέσουν δε, τους διαβάτες τοποθετούντο με σηκωμένες τις φούστες, και τους λέγαν αισχρά πειράγματα και λόγια. Η βίζιτα πληρωνόταν, όπως και στα Βούρλα του Πειραιά, μια δραχμή, την οποίαν μοιράζανε στη μέση. Πενήντα λεπτά έπερνε η Ιερόδουλη κι’άλλα τόσα η κυρά-Πατρώνα, η Διευθύντρια του «σπιτιού».
Το δειλινό, κατάφθαναν στο Γκαζοχώρι κ’η πιο παραφορτωμένες με πλουμίδια λατέρνες, για να ψυχαγωγήσουν τα φιλόμουσα «κορίτσια». Ο Λατερνατζής ήταν ένας ξεχωριστός τύπος, «ιμιτασιόν» Κουτσαβάκη της Παληάς Αθήνας. Είχε το μουστάκι του κρεμαστό προς τα κάτω. Φορούσε παντελόνι «τζογέ», μυτερά παπούτσια και κόκκινο ζουνάρι. Το καβουράκι, το καπέλλο του, τόβαζε στην κορφή της κεφαλής, ώστε να φαίνεται η λαδωμένη του «αφέλεια».
Κάθε «σπίτι» είχε και το δικό του Λατερνατζή. Αυτός, μερακλωμένος θα γύριζε με τόνα χέρι τη λατέρνα, και με τ’άλλο θα χτύπαγε το ντέφι στο γόνατό του, όλο «μέγκλα». (σ.σ. Πρόκειται για παράφραση του «made in England» και σήμαινε κάτι σαν «κυριλέ», ξεχωριστό). Έτσι, η πελατεία των «παληόσπιτων» του Γκαζοχωρίου απολάμβανε τον αγοραίο έρωτα μετά μουσικής!»
Δεν είναι καθόλου τυχαίο, ότι κοντά στο Γκαζοχώρι στην «Κολοκυθού», ήταν εγκατεστημένο και το πρώτο νοσοκομείο για τις αφροδίσιες αρρώστιες. Πολύ αργότερα μεταφέρθηκε «στου Συγγρού». Το κληροδότημα του μεγάλου εθνικού ευεργέτη θεωρούνταν πρότυπο και ένα απ’τα τελειότερα της Ευρώπης στο είδος του. Άρχισε να λειτουργεί το 1910 και προσέφερε ανεκτίμητες υπηρεσίες στην ελληνική κοινωνία.
Από ένα χρονικό σημείο κι έπειτα, όταν η πόλη άρχισε να μεγαλώνει και να γίνεται όλο και πιο απρόσωπη, τα «κορίτσια» κατευθύνθηκαν από το Γκαζοχώρι προς την Ομόνοια και γύρω από τον Άγιο Κωνσταντίνο.
Οι «άσεμνες» στην απόχη της εφορίας
Και για να έχετε ολοκληρωμένη εικόνα για το τι τραβάγανε οι άμοιρες «παστρικιές» εκείνες τις εποχές, να προσθέσουμε, τελειώνοντας, ότι με το νόμο 3032 του 1922 «Περί ασέμνων γυναικών», τέθηκε τέρμα στο κρυφτούλι με τους οίκους ανοχής, οι οποίοι πλέον αναγνωρίστηκαν κι επίσημα. Οι «μαμάδες» τους χαρακτηρίστηκαν επαγγελματίες και η εφορία έσπευσε να τις κατατάξει ανάλογα με το μέγεθος της πελατείας τους, σε φορολογικές κλάσεις (Α έως Ζ)!
Παρόλες τις επίπονες έρευνές μου στα Αρχεία, δεν κατόρθωσα να βρω πώς γινόταν αυτή η κατάταξη. Εικάζω ότι ειδικά εντεταλμένοι δημόσιοι υπάλληλοι στεκόντουσαν έξω από τους οίκους ανοχής και μετρούσαν τους επισκέπτες. Διακριτικά πάντα....
Παρόλες τις επίπονες έρευνές μου στα Αρχεία, δεν κατόρθωσα να βρω πώς γινόταν αυτή η κατάταξη. Εικάζω ότι ειδικά εντεταλμένοι δημόσιοι υπάλληλοι στεκόντουσαν έξω από τους οίκους ανοχής και μετρούσαν τους επισκέπτες. Διακριτικά πάντα....
…
↧
↧
Ένα αγαπημένο μικρό κατάστημα
↧
Ψυρρή: Το “στέκι” του βασιλιά Όθωνα και η ιστορία του
Για κάθε επισκέπτη ή κάτοικο της Αθήνας η γειτονιά του Ψυρρή είναι άμεσα συνυφασμένη με τα μικρά ταβερνάκια και τη ρεμπέτικη μουσική. Πρόκειται για μια συνοικία γνωστή για τα στενά δρομάκια με τις ταβέρνες, τα τσιπουράδικα, τις μπιραρίες αλλά συνάμα και τα νεοκλασικά κτίσματα, που αντικρίζει κανείς, καθώς περιπλανιέται σ’ αυτή. Τα τελευταία χρόνια μάλιστα η περιοχή προσελκύει κι άλλο κοινό εκτός από τους λάτρεις του καλού κρασιού κι ό,τι αυτό συνεπάγεται, καθώς εκεί έχουν ανοίξει και πολλά γλυκοπωλεία. Παρ’ όλο που σήμερα χαρακτηρίζεται ως μια από τις κυριότερες επιλογές για βραδινή έξοδο, που ικανοποιεί όλα τα γούστα, τα πράγματα στο παρελθόν ήταν κάπως διαφορετικά.
Ιστορική αναδρομή
Η μικρή συνοικία του Ψυρρή βρίσκεται στο ιστορικό κέντρο της Αθήνας και είναι μια από τις παλαιότερες συνοικίες της πόλης. Απλώνεται γύρω από την Πλατεία Ψυρρή ή Πλατεία Ηρώων, στην οποία οδηγούν οι πέντε σημαντικοί δρόμοι της συνοικίας: η οδός Μιαούλη, η οδός Καραϊσκάκη, η οδός Αγίων Αναργύρων, η οδός Αριστοφάνη και η οδός Αισχύλου. Πρώτη φορά το Ψυρή αναφέρεται στο βιβλίο του Γάλλου ιατρού Σπον με τίτλο «Ταξίδι σε Ιταλία, Δαλματία, Ελλάδα και Ανατολή» το 1678, στο οποίο παρουσιάζεται ως ένα από τα οκτώ πλατώματα της Αθήνας. Η ετυμολογία της συνοικίας δεν έχει απόλυτα εξακριβωθεί. Πιθανότατα η λέξη Ψυρή(ς) σημαίνει Ψαριανός και προέρχεται από τις παλαιότερες ονομασίες της νήσου των Ψαρών.
Η πλατεία του Ψυρρή λέγεται πλατεία Ηρώων από τα ονόματα των οδών που καταλήγουν σ’ αυτή. Στη παλιά Αθήνα, προπολεμικά, η ονομασία αυτή αποδίδονταν ιδιαίτερα υποτιμητικά για τους “ήρωες”, τους κουτσαβάκηδες της εποχής, που κατέκλυζαν την περιοχή. Επί της βορειοδυτικής πλευράς της πλατείας βρίσκεται από το 1912 το Α’ Υγειονομικό Κέντρο, όπου σήμερα στεγάζονται δημοτικές υπηρεσίες του 3ου διαμερίσματος της Αθήνας.
Κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας ο λόρδος Βύρων διέμεινε στην οικία του υποπρόξενου της Αγγλίας Θεόδωρου Μακρή, όπου και γνώρισε την Θηρεσία Μακρή, την οποία και ερωτεύτηκε. Εκείνη την εποχή στην περιοχή υπήρχε και το αρχοντικό του αργότερα διάσημου αρχαιολόγου για τις ανασκαφές στην Ακρόπολη Κυριάκου Πιττάκη. Αργότερα, εγκαταστάθηκαν διάφορες αρχοντικές οικογένειες όπως αυτή του ηγεμόνα της Ουγγροβλαχίας Ιωάννη Καρατζά. Αξίζει να αναφέρουμε πως ένας από τους διασημότερους κάτοικους ήταν ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, στον οποίο λόγω της εικοσάχρονης διαμονής του στη συνοικία, του δόθηκε το προσωνύμιο «ο ερημίτης του Ψυρή»
Από το 1870 η συνοικία του Ψυρή είχε μετατραπεί σε μια από τις πιο επικίνδυνες περιοχές της Αθήνας. Αιτία αυτής της κατάστασης ήταν οι περίφημοι «κουτσαβάκηδες», δηλαδή οι διάφοροι μάγκες, που ήταν εμπλεκόμενοι σε διάφορες παράνομες δραστηριότητες. Οι κουτσαβάκηδες προκαλούσαν συχνά τρόμο στους κατοίκους. Κι αυτό γιατί πολλές φορές οργάνωναν ληστείες και επιδρομές εις βάρος πολλών εμπόρων φτάνοντας πολλές φορές και στο σημείο της δολοφονίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο πυρπολισμός του σπιτιού του Ισπανού τυχοδιώκτη Δαυίδ Πατσίφικο την ανάσταση του 1847, επειδή προσέβαλε το έθιμο της περιφοράς του επιταφίου τη Μεγάλη Παρασκευή και το κάψιμο του Ιούδα που ακολουθούσε. Στη συνέχεια πραγματοποιήθηκε διπλωματικό επεισόδιο, με αφορμή αυτή την καταστροφή, γεγονός που έμεινε γνωστό με τον τίτλο «Παρκερικά». Τελικά η δράση των κουτσαβάκηδων σταμάτησε απότομα τον Δεκέμβριο το 1893, όταν ο τότε αστυνομικός διευθυντής Αθηνών-Πειραιώς Δημήτριος Μπαϊρακτάρης μέσα σε διάστημα ενός μήνα κατάφερε να συλλάβει τους κακοποιούς της περιοχής.
Στη συγκεκριμένη γειτονιά, πριν από ενάμιση περίπου αιώνα, οι ταβέρνες και τα καπηλειά αποτελούσαν πόλο έλξης όλων των κατοίκων της πόλης. Εκεί σύχναζαν τόσο υψηλά ιστάμενα πρόσωπα όπως Βασιλιάδες και υπουργοί όσο και απλοί εργάτες. Μάλιστα όπως γνωρίζουμε από διάφορες ιστορίες ο βασιλιάς Όθων αλλά κι ο Γεώργιος Α’ ήταν από τους συχνούς επισκέπτες της συνοικίας. Ο πρώτος μάλιστα είχε μια ιδιαίτερη προτίμηση στη ταβέρνα που ονομαζόταν «Του Γιαβρούμ», ενώ ο δεύτερος αρεσκόταν συν τοις άλλοις στην καλή ρετσίνα που προσέφεραν τα ταβερνάκια. Στις ξακουστές ταβέρνες της εποχής ήταν μεταξύ των άλλων του «Ζώη», του «Σαλίγκαρου», του «Τασούλη», του «Χρυσού» κ.ά. Φυσικά η ρετσίνα δεν προσέλκυε μόνο τους επωνύμους, αλλά και όλους του κανταδόρους της Αθήνας, οι οποίοι έβρισκαν στις ταβέρνες την αφορμή να ξεδιπλώσουν το ταλέντο τους. Διάσημο επίσης ήταν και το «Καφέ-Αμάν», το οποίο βρισκόταν δίπλα στο ιστορικό θέατρο του Μπούκουρα.
Η εκκλησία των Αγίων Αναργύρων
Οι Άγιοι Ανάργυροι υπήρξαν η λαμπρότερη, ωραιότερη και ιστορικότερη εκκλησία του Ψυρρή. Κατασκευασμένη τον 11ο αιώνα έχει μορφή σταυροειδούς εγγεγραμμένου ναού με τρούλο, μορφή συνηθισμένη για τις εκκλησίες της εποχής αυτής. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της εκκλησίας είναι ο τρούλος, ο οποίος είναι «διπλοθολικός», έχει δηλαδή δύο πατώματα. Το χαρακτηριστικό αυτό είναι ιδιαίτερα σπάνιο στην Ελλάδα καθώς συναντάται μόνο σε δύο ακόμη εκκλησίες, στο Προφήτη Ηλία, που βρίσκεται στο Σταυροπάζαρο, και σε άλλη μία στο Λαδά της Μεσσηνίας.
Ο ναός αναφέρεται και σαν «Άγιοι Ανάργυροι του Κολοκύνθη» λόγω του ότι το 1651 ανακαινίστηκε από τον ιερέα Δημήτριο Κολοκύνθη. Η εκκλησία των Αγ. Αναργύρων διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στη ζωή του Ψυρρή κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας και του αγώνα απελευθέρωσης. Μάλιστα, στον αυλόγυρο της εκκλησίας θάφτηκε κι ο οπλαρχηγός Παναγής Κτενάς, που είχε ορκιστεί πρώτος φρούραρχος της Αθήνας και σκοτώθηκε σε ατύχημα στη διάρκεια των πανηγυρισμών για την απελευθέρωση της τη 10η Ιουνίου 1822.
Πηγές:
- https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A8%CF%85%CF%81%CE%AE
- https://aganargiripsiri.wordpress.com/%cf%83%cf%8d%ce%bd%cf%84%ce%bf%ce%bc%ce%b7-%ce%b9%cf%83%cf%84%ce%bf%cf%81%ce%af%ce%b1-%cf%84%cf%89%ce%bd-%ce%b1%ce%b3-%ce%b1%ce%bd%ce%b1%cf%81%ce%b3%cf%8d%cf%81%cf%89%ce%bd/
- http://www.realestatenews.gr/istoria-real-estate/304-istoria/8818-i-istoria-tou-psiri
Σύνταξη κειμένου: Κωνσταντίνα Κοντογιάννη
Επιμέλεια κειμένου: Ελευθερία Σακελλαρίου
↧
Πίσω από τα κάγκελα
↧
Εκθεση του 1966...Τα πρώτα χιόνια ! Με τοπικό γλωσσικό ιδίωμα..
↧
↧
Αθήνα: Ήθη και έθιμα
Ο πλούτος της λαογραφικής μας παράδοσης στοιχειωθετείται από τις ρίζες και τους αδιάρρηκτους δεσμούς του κάθε τόπου με τη πατρική γη και τους προγόνους του.
Η Αθήνα είναι ένα μεγάλο χωριό στο οποίο έχουν μαζευτεί κάτοικοι από πολλά μικρότερα. Επιπλέον, διαθέτει και μια ιστορία αιώνων πίσω, οπότε είναι δύσκολο να αναφερθείς στα ήθη και τα έθιμα της με σιγουριά. Ο λόγος; Είναι πολύ πιθανό το έθιμο να φαίνεται αθηναϊκό αλλά να το έφερε μαζί του κάποιος μέτοικος μαζί με τις αναμνήσεις από το μέρος καταγωγής του. Περισσότερο η παράδοση και τα έθιμα κρατούν σε μικρότερους οικισμούς λίγο πιο έξω από την πόλη παρά στο Κέντρο της. Όπως και αν έχει εμείς εδώ θα απαριθμήσουμε τα σημαντικότερα.
Το έθιμο της αδελφοποιίας
Ένα έθιμο ιδιαίτερα διαδεδομένο παλιά στην πόλη της Αθήνας (έχουμε συχνές αναφορές και στον Ξενόπουλο), το οποίο λάμβανε μέρος της ημέρα της Λαμπρής. Αυτό είναι απόλυτα λογικό μιας και αυτή είναι η μέρα της χριστιανικής αγάπης. Οπότε, αν δύο φίλοι ήθελαν να γίνουν αδέλφια επέλεγαν εκείνη την μέρα να πάνε στην εκκλησία και τον παπά και να ακολουθήσει το τελετουργικό της αδελφοποιίας.
Η Αθήνα είναι ένα μεγάλο χωριό στο οποίο έχουν μαζευτεί κάτοικοι από πολλά μικρότερα. Επιπλέον, διαθέτει και μια ιστορία αιώνων πίσω, οπότε είναι δύσκολο να αναφερθείς στα ήθη και τα έθιμα της με σιγουριά. Ο λόγος; Είναι πολύ πιθανό το έθιμο να φαίνεται αθηναϊκό αλλά να το έφερε μαζί του κάποιος μέτοικος μαζί με τις αναμνήσεις από το μέρος καταγωγής του. Περισσότερο η παράδοση και τα έθιμα κρατούν σε μικρότερους οικισμούς λίγο πιο έξω από την πόλη παρά στο Κέντρο της. Όπως και αν έχει εμείς εδώ θα απαριθμήσουμε τα σημαντικότερα.
Το έθιμο της αδελφοποιίας
Ένα έθιμο ιδιαίτερα διαδεδομένο παλιά στην πόλη της Αθήνας (έχουμε συχνές αναφορές και στον Ξενόπουλο), το οποίο λάμβανε μέρος της ημέρα της Λαμπρής. Αυτό είναι απόλυτα λογικό μιας και αυτή είναι η μέρα της χριστιανικής αγάπης. Οπότε, αν δύο φίλοι ήθελαν να γίνουν αδέλφια επέλεγαν εκείνη την μέρα να πάνε στην εκκλησία και τον παπά και να ακολουθήσει το τελετουργικό της αδελφοποιίας.
Η διακαινήσιμος ή ασπροβδομάδα
Τα παλιά χρόνια που η Αθήνα ήταν χωράφια και αγροί, φυσικά οι περισσότεροι κάτοικοι της ασχολούνταν με την γεωργία. Την εβδομάδα, λοιπόν, μετά το Πάσχα και μέχρι την Κυριακή του Θωμά, οι Αθηναίοι νοικοκύρηδες δεν έμπαιναν στα χωράφια τους για όλη την επόμενη εβδομάδα.
Η περιφορά του επιταφίου
Ένα έθιμο που λαμβάνει χώρα σε όλη την Ελλάδα αλλά η περιφορά των στολισμένων επιταφίων στην Αθήνα έχει μια ιδιαίτερη ομορφιά. Από κάθε εκκλησάκι σε κάθε ενορία, σε κάθε γωνιά της πόλης θα βγει μεγαλοπρεπής ο επιτάφιος συνοδεία πιστών ενώ πολλοί από αυτούς συναντιούνται και συμπορεύονται κάνοντας την ατμόσφαιρα ιδιαίτερα κατανυκτική. Καλύτερο σημείο της πόλης για την περιφορά του επιταφίου
Τα παλιά χρόνια που η Αθήνα ήταν χωράφια και αγροί, φυσικά οι περισσότεροι κάτοικοι της ασχολούνταν με την γεωργία. Την εβδομάδα, λοιπόν, μετά το Πάσχα και μέχρι την Κυριακή του Θωμά, οι Αθηναίοι νοικοκύρηδες δεν έμπαιναν στα χωράφια τους για όλη την επόμενη εβδομάδα.
Η περιφορά του επιταφίου
Ένα έθιμο που λαμβάνει χώρα σε όλη την Ελλάδα αλλά η περιφορά των στολισμένων επιταφίων στην Αθήνα έχει μια ιδιαίτερη ομορφιά. Από κάθε εκκλησάκι σε κάθε ενορία, σε κάθε γωνιά της πόλης θα βγει μεγαλοπρεπής ο επιτάφιος συνοδεία πιστών ενώ πολλοί από αυτούς συναντιούνται και συμπορεύονται κάνοντας την ατμόσφαιρα ιδιαίτερα κατανυκτική. Καλύτερο σημείο της πόλης για την περιφορά του επιταφίου
δεν είναι άλλο από τα στενά της Πλάκας.
↧
Το ποδόμακτρο το ρόπτρο
↧
Σάκης ο σελέμης
↧
More Pages to Explore .....