Quantcast
Channel: Πίσω στα παλιά
Viewing all 12885 articles
Browse latest View live

Εν Αθήναις....ο Εύελπις

$
0
0


Στα σπίτια με μωσαϊκά εκείνα τα χρόνια γινόντουσαν παρτάκια.
Συνήθως την πλήρωνε αυτός ή αυτή που είχε το καλύτερο 
και κυρίως εξελιγμένους γονείς.
Όλοι ρεφενέ όμως για τα ποτά και τα.... ξηροί καρποί.
Κάποιες φορές έκαναν εμφάνιση στο πάρτι και ένστολοι....
Υπήρχε φίλος της παρέας Εύελπις....έπαιρνε και καναδυό άλλους
και ερχότανε....Σάββατο είχαν έξοδο.
Η στολή...τα σιρίτια είχαν τραβηχτικό για τα κορίτσια ...
Άφηναν τα σπαθάκια τους ....τα πηλίκια και τα λευκά γάντια στον καναπέ
και γινόντουσαν ένα με την παρέα.
Ζήλεια οι υπόλοιποι ....
Ένα από αυτά τα παιδιά της Ευελπίδων έμενε απέναντι ...δεν είχε πατέρα μόνο την μάνα.
Πόσο τον καμάρωνε...είχε ξενοδουλέψει σε σπίτια για να τον σπουδάσει.
Και αυτός δεν την άφησε ποτέ....την έπαιρνε μαζί του όπου υπηρετούσε
αλλά και μετά που παντρεύτηκε.
Χωρίς αυτήν έλεγε δεν θα μπορούσε ποτέ να πραγματοποιήσει το όνειρό του.
Δυστυχώς έμπλεξε με την Εθνοσωτήριο και είχε συνέπειες...έγινε
απλός φαντάρος και η παρέα ήθελε να τον θυμάται σαν Εύελπι.
Η σχολή των Ευελπίδων τότε ήταν το όνειρο πολλών παιδιών....εκτός
από την στολή και τα γαλόνια έβλεπαν την σίγουρη επαγγελματική
αποκατάσταση.

Πίσω στα παλιά


Οι ψεύτες συσκέπτονται απόψε για το χαράτσι της ΔΕΗ κ.λ.π.

$
0
0

Βενιζέλος:Πές μας το μυστικό ρε Φώτη .... 
πώς παριστάνεις την σουπιά όταν κάνεις δηλώσεις;

Ο Χατζηπετρής του Κηλαηδόνη και ο Τσίπρας του ΣΥΡΙΖΑ

Η παλαιά Πόλη

$
0
0


Με τις μυρμηγκοφωλιές εκατομμυρίων κατοίκων που συγκροτήθηκαν τους τελευταίους αιώνες, ξεχάσαμε ότι πόλη σημαίνει φρούριο, κάστρο, περιτοίχισμα για να προστατεύει τους κατοίκους. Γι' αυτό και η Νεά-πολη (το φράι-μπουργκ) δήλωνε πάντα τους οικισμούς που χτίζονται εκτός των τειχών, κυρίως για εμπορικούς λόγους. Η Αθήνα, για παράδειγμα, διαθέτει το βασικό της φρούριο, την Ακρόπολη -που μετράει την ηλικία της με χιλιετηρίδες- και τη νεά-πολή της με ιστορία μόνο διακοσίων ετών. Κατά συνέπεια, το ρεύμα των τουριστών που ολοένα ρέει και δεν σταματάει ενδιαφέρεται για την «παλαιά πόλη», για τα αθάνατα βράχια και τα αθάνατα έργα, όχι για τον άσημο κοσμάκη στους δρόμους και το οικιστικό τερατούργημα των προαστίων, που από ψηλά θυμίζει ψιλοκομμένο πατσά, ο οποίος κάλυψε το Λεκανοπέδιο και τώρα σκαρφαλώνει στα γύρω βουνά.   Άρα, ηθική συνήθεια του ντόπιου Αθηναίου είναι να συναναστρέφεται το κατώτερο όχι το ανώτερο, να διαβάζει δρόμους, κτίσματα, πλατείες, πάρκα σάμπως να αποτελούν σουσούμια της προσωπικής του ιστορίας και οικογένειας. Δηλαδή να μην είναι «τουρίστας» στην ίδια του την πόλη. Καθώς τα τουριστικά γκρουπ περνούν πλάι μας με τους χάρτες στα χέρια και δεν μας κοιτάνε, δεν πρέπει να μας πειράζει η σκέψη ότι γεννηθήκαμε από φτωχά αρχίδια, αυτή άλλωστε είναι η αλήθεια: η Ακρόπολη είναι το μυθικό μας κέντρο και ολόγυρα τα έργα και τα κάτεργα δύο αιώνων. Νιώθουμε ότι η πόλη φωνάζει διαρκώς «παρούσα» από το βάθος πολλών αιώνων, ενώ το δικό μας «παρών», τσουρούτικο και ψιλοσυκοφαντημένο, νιώθει αμηχανία και στραβοδίβουλη διάθεση.   Αν με μια παρέα περάσεις μπροστά από το Ηρώδειο και θυμηθείς ότι εκεί έπεσαν πολλά κορμιά το '21 για να υπερασπιστούν τον Σερμπετζέ, πιθανότατα όλοι θα σε κοιτάξουν με δυσφορία. Ούτε μια πινακίδα ούτε 
η παραμικρή νύξη: ο Παρθενώνας μετράει, τα άλλα είναι πενιχρές λεπτομέρειες. Ανάλογες αντιδράσεις έχουν οι ντόπιοι με τα ονόματα των δρόμων. Άλλο καζίκι αυτό. Καλά η οδός Πανεπιστημίου, η λεωφόρος Αλεξάνδρας, η οδός Σταδίου,
 η Ιπποκράτους. Αλλά τι διάβολο θυμίζει η οδός Σέκερη; Η οδός Λούκα Νίκα;
 Τι σημαίνει Πλάκα; Οι αθηναιογράφοι, σαν τον Καμπούρογλου, για να αποκρύψουν την αρβανίτικη λέξη (που σημαίνει «παλαιά») σκαρφίστηκαν κάποια μαρμάρινη πλάκα -αρχαία βέβαια- που έδωσε το όνομά της στην περιοχή.
 Έτσι ο Μπιθιγκούρας έγινε Κολοκοτρώνης (μπίθι=κώλος, γκούρα=κοτρώνα), ενώ το Μπιθικότσης παρέμεινε αμετάφραστο (αυτός που χτυπάει τα πισινά του με τα κότσια). Στην ίδια γραμμή πάντα, όταν στην τηλεόραση ακούμε για κάποιον νεαρό ότι λέγεται «Γκουρομπάρδης», ο παλιός της παρέας μπορεί να μας θυμίσει ότι η λέξη σημαίνει «Λευκο-πετρίτης» (γκούρα=κοτρώνα, μπάρδης=λευκός).   Γνωστή η μετάβαση από την Ομόνοια ως το Σύνταγμα, αλλά ποιος γνωρίζει ότι κάποτε, τον 19 αι., στην Ομόνοια είχε στηθεί κανόνι που έβαλλε κατά του Συντάγματος λόγω πολιτικών συγκρούσεων της εποχής; Είναι δυνατόν κάποιος παλιός να περπατήσει στο κέντρο και να μη θυμηθεί τα Δεκεμβριανά, να πάει παραέξω και να μη θυμηθεί τα προσφυγικά, να περάσει στην Αλεξάνδρας και να μην του έρθουν στον νου οι φυλακές Αβέρωφ; Να περάσει από το Πεδίον του Άρεως και να μη θυμηθεί το Ανάθεμα; Η πόλη μιλάει συνεχώς, το χώμα πονάει και στενάζει, τα ίδια τα κτίρια παραληρούν, έστω κι αν τα ώτα των περαστικών είναι περήφανα και καινούργια. Η Αθήνα έγινε μεγάλη, άσχημη και ασυμμάζευτη από επαρχιώτες, πρόσφυγες και κάθε καρυδιάς καρύδι, οπότε το παραμιλητό της και η μνήμη της είναι επιλεκτικοί συνειρμοί.   Λένε ότι την εποχή των Βαυαρών, όταν η Αττική ήταν ακόμη αμάλαγη από το οικιστικό αλαλούμ, για να οικοδομήσουν τα Ανάκτορα του Όθωνα έσφαξαν ένα μοσχάρι, το κατέκοψαν και έβαλαν τα κομμάτια σε διαφορετικά σημεία. Εκεί όπου το κρέας έμεινε αλώβητο και φρέσκο χτίστηκε η σημερινή Βουλή. Για τον βασιλικό κήπο υπάρχουν πολλές ιστορίες, μια από τις οποίες είναι και του ιστορικού Φίνλεϊ που είχε αγοράσει οικόπεδο στην περιοχή και αποδύθηκε σε πολύχρονους αλλά μάταιους δικαστικούς αγώνες για να το σώσει - τελικά του παραχώρησαν το δικαίωμα να χτίσει στην Πλάκα. Να πούμε και για το σπίτι του Ψύλλα (ποιος Ψύλλας;) στην Πλάκα; Μεγάλο μέρος της βιογραφίας του αφιερώνεται σε αυτή την πολύχρονη διεκδίκηση. Λίγο πιο πάνω, στη Φιλελλήνων, είχε τα άλογά του ο Ροΐδης - εύθικτος, βαρύκοος και πνευματώδης, γεννημένος να γίνει πολύτιμο αγκάθι της εποχής.   Αν μπορούμε να μιλήσουμε για την καλύτερη βόλτα που μπορεί να κάνει κανείς στο κέντρο της πόλης, αυτή ασφαλώς αφορά τον περίγυρο της Ακροπόλεως. Θησείο, Αποστόλου Παύλου -όπου το καλντερίμι του Πικιώνη ψελλίζει ταπεινά καλωσορίσματα-, Ηρώδου του Αττικού και μετά -στο άθλιο άγαλμα του Μακρυγιάννη- αριστερά μέσα προς την Αδριανού. Ο περιπατητής, βέβαια, δεν είναι ποτέ αθώος. Κάθε έξοδος στους δρόμους καταβάλλει έξοδα: 
το πρωινό που διέθεσε δεν θα ξανάρθει, για να απολαύσει τη στιγμή αναλώνει το χρονικό του απόθεμα επενδύοντάς το ασυναισθήτως στην πόλη. 
Από αυτά τα χώματα διάβηκαν όλες οι φυλές του Θεού, ακόμη και ο Απόστολος Παύλος. Εντούτοις, ο δρόμος παραμένει ανοιχτός, προσιτός, τρύπιος σε αμφότερες τις άκρες του. Εισόδια, διόδια, τριόδια, εξόδια.
 Εκεί που περνούν όλοι, τελικά δεν απομένει κανείς.
 Εκτός από την ίδια την πόλη. 
Πηγή: www.lifo.gr

Αντώνης Κορφιάτης...το τελευταίο ράλι

$
0
0


Το βάρος των οικονομικών δυσκολιών λύγισε τον πέντε φορές πρωταθλητή ράλι τη δεκαετία του 1970, Αντώνη Κορφιάτη, ο οποίος έδωσε τέλος στη ζωή του, κόβοντας τις φλέβες του με ξυράφι, το μεσημέρι της Κυριακής στην Πάτρα.
Η απουσία του πρώην πρωταθλητή, ο οποίος ζούσε μόνος του, από τις καθημερινές του συνήθειες, ανησύχησε τους φίλους του, οι οποίοι τον αναζήτησαν στο διαμέρισμά του. Οταν άνοιξαν το σπίτι, αντίκρισαν το σώμα του άτυχου 69χρονου μέσα σε μια λίμνη αίματος.
Ο θρύλος του ελληνικού ράλι, ο οποίος διατηρούσε κατάστημα με ανταλλακτικά αυτοκινήτων, αντιμετώπιζε σοβαρά οικονομικά προβλήματα και, σύμφωνα με πληροφορίες, είχε εκμηστυρευτεί σε φίλους του την πρόθεσή του να βάλει τέλος στη ζωή του, ωστόσο, κανείς δεν φανταζόταν ότι θα έκανε πράξη τις σκέψεις του.

Πηγή: Ελεύθερος Τύπος

Σπίτι μου είναι ο δρόμος

$
0
0


Ηταν τακτοποιημένος άνθρωπος με οικογένεια και δουλειά.
Είναι απόκληρος της πόλης και κοιμάται στις πλατείες της Αθήνας
Σπίτι μου είναι ο δρόμος
Για τον Μιχάλη, όπως και για τους περισσότερους αστέγους, το να βρεθεί ένα «ασφαλές» και στεγνό μέρος για κατάλυμα είναι σημαντικό, ακόμη και αν είναι στο πεζοδρόμιο 


Είχε δουλειά, σπίτι, οικογένεια, φίλους και ένα πιάτο ζεστό φαγητό κάθε ημέρα στο τραπέζι. Εχει ένα παγκάκι για κρεβάτι, χαρτόκουτα για μαξιλάρι, αδέσποτους σκύλους για συντροφιά, τρώει στα συσσίτια και μιλάει μόνο με τους λοιπούς «απόκληρους» της πόλης.

Ο Μιχάλης ήταν ένας από εμάς. Ενας «κανονικός», ό,τι λέμε μέσος άνθρωπος, εργαζόμενος και οικογενειάρχης, στα 60 πια. Δείγμα επί χρόνια για τις εταιρείες μετρήσεων, δείκτης στα «greek statistics», καταναλωτής. Εγινε και αυτός απόκληρος και τριγυρνά στα στενά της πόλης, συχνότερα στα σκοτεινά και ελάχιστα στα λαμπερά. Εμεινε στον δρόμο, διέλυσε την οικογένειά του, έχασε τους φίλους του και τη δουλειά του. Ο κολλητός του είναι ο Μαξ, ημίαιμο μπόξερ. Τον συναντά κάθε βράδυστα στενά γύρω από την πλατεία Κλαυθμώνος, όπου όταν οι αλλοδαποί δεν έχουν όρεξη για καβγά αφήνουν και τον Ελληνα να μείνει εκεί. Αν δεν έχει χώρο στην πλατεία, θα τραβήξει κατά το Ζάππειο και ένα παγκάκι θα γίνει ξανά το κρεβάτι του. Δίπλα του σκοτεινές φιγούρες ψάχνουν τον παράνομο και πληρωμένο έρωτα, αλλά εκείνος δεν ενοχλείται. Αρκεί να μην έχει πολύ κρύο. Για τον Μιχάλη το ερχόμενο Πάσχα δεν σημαίνει εκδρομή και οικογενειακές στιγμές αλλά... ζέστη. «Καλά τη βγάλαμε και φέτος.Δεν είχε βαρύ χειμώνα,δεν μας τσάκισε το κρύο τα κόκαλα» λέει με πρόσωπο ανακουφισμένο.

«Από τη μια μέρα στην άλλη...» 

Η ιστορία του δεν διαφέρει από αυτή των άλλων «συγκατοίκων» του. «Ημουν μια χαρά.Δούλευα σε μια μεγάλη εταιρεία, βιομηχανία. Είχα καλό πόστο, δεν είχα παράπονο». Τα υπόλοιπα, γνωστά, τυπικά. «Εχω μια γυναίκα και δύο παιδιά. Δεν τα βλέπω ούτε τουςμιλάω πια.Δεν μου μιλάνε δηλαδή,αλλά κι εγώ δεν θέλω να με βλέπουν σε αυτή την κατάσταση».Βρέθηκε στον δρόμο ξαφνικά. «Από τη μια μέρα στην άλλη.Σχεδόν...Στην αρχή χώρισα.Η γυναίκα μου πήρε τα παιδιά και έφυγε. Μετά έμεινα χωρίς δουλειά. Απολύθηκα, παιδί μου. Ημουν μεγάλος πια για τα νέα κόλπα» λέει, αλλά δύσκολα τον πιστεύεις ότι τα πράγματα είναι τόσο απλά.

Το αποτέλεσμα είναι ορατό και αποκαλύπτεται από κάθε άστεγο. Η αιτία ποτέ! Ο Μιχάλης δεν θέλει να μιλάει για τα παλιά.

Οταν τον ρωτάς για το πώς έφτασε ως τον δρόμο, εκείνος που έμοιαζε συνηθισμένος και «κανονικός» μέσος άνθρωπος, γυρίζει βλέμμα και κουβέντα αλλού. «Ασ΄ τα τώρα.Δεν θα αλλάξει κάτι» λέει. «Εχεις κάνα μπουκάλι ουίσκι να στανιάρω λίγο;». Το αλκοόλ, όταν το βρίσκει, είναι καλός σύντροφος. Τον ζεσταίνει και τον κάνει να ξεχνά. Με τα πολλά πείθεται και διηγείται.

«Τζόγος,αγόρι μου.Εμπλεξα.Ατιμα.Τα ζάρια,τα χαρτιά.Ολα.Αν μπλεχτείς μαζί τους δεν έχεις καλά ξεμπερδέματα» . Λέει ότι κέρδιζε συχνά. Αλλά και ότι έπαιζε ξανά ό,τι και αν είχε στην τσέπη του. Μετά ήρθαν τα προβλήματα. Ο μισθός έφευγε μόλις έμπαινε στην τσέπη. Η γκρίνια στο σπίτι εντεινόταν, εκείνος έλειπε σχεδόν κάθε βράδυ. Μετά ήρθε το αλκοόλ. Οι τσακωμοί. «Εγινα επιθετικός, δεν το αρνούμαι» . Το πρωί αργούσε στη δουλειά. Το μεσημέρι τσακωνόταν στο σπίτι. Το βράδυ μαγευόταν στην πράσινη τσόχα. «Ποιος σου ΄πε ότι δεν υπάρχουν λέσχες στην Αθήνα;» ρωτάει ρητορικά τον αδαή. Κάποτε γύρισε ξημερώματα. Το σπίτι ήταν άδειο από παιδιά και από γυναίκα. «Εκανα προσπάθειες να τους βρω, να της μιλήσω.Ελεγε στους συγγενείς ότι δεν πρόκειται να γυρίσει. Ελεγε ότι τη χτύπησα. Δίκιο είχε.Πάνω στα νεύρα μου....». Το άδειο σπίτι, ο τζόγος και το αλκοόλ σύντομα τον άφησαν και δίχως δουλειά. «Δεν φταίω εγώ γι΄ αυτό.Εντάξει,αργούσα πού και πού, γινόμουν λιώμα τα βράδια και δεν μπορούσα να ξυπνήσω. Αλλά κι αυτοί ήθελαν νεότερους,πιο σβέλτους,να δουλεύουν περισσότερο» .

Ανεργος και μόνος, πήρε τους δρόμους. «Στην αρχή νοίκιασα ένα υπόγειο, κάπου στην Κυψέλη. Εμενα με έναν συγγενή, περνάγαμε πολύ μετρημένα. Κάνα δυο μεροκάματα τηνεβδομάδα. Δεν βγαίναμε». Ο συγγενής έφυγε και ο Μιχάλης έμεινε μόνος. Δεν είχε πια λεφτά για νοίκι, ούτε καν για το μισό.

Συσσίτια, Ασιάτες και μερίδες 
«Βγήκα στον δρόμο, φίλε μου. Είπα ότι αφού δεν έχω λεφτά για σπίτι και φαγητό,θα πρέπει να κάνω σπίτι μου την Αθήνα. Κοιμόμουν στην Κλαυθμώνος αλλά κάτι ρεμάλια ξένοι κλέβουν και άστεγους πια.Πλακωνόμασταν και τώρα τη βγάζω πότε στο Ζάππειο, πότε σε κάνα στενό, κάθετο στη Σταδίου». Τρέφεται στα συσσίτια, «όταν δεν με διώχνουν οι Ασιάτες. Το έμαθαν πολλοί πια και δεν φτάνει το φαγητό για όλους. Κάποιοι παίρνουν τρεις και τέσσερις μερίδες. Μάλλον τις πουλάνε μετά» λέει. Ψάχνει στα σκουπίδια για χρήσιμα αντικείμενα, τα πουλάει στο Μοναστηράκι. Κάνει κάνα θέλημα σε μαγαζάτορες στο κέντρο, «μερικά μαγέρικα μου δίνουν κάνα φαγητό». Εχει μάθει πια «όλα τα κόλπα. Ενα μανάβικο πετάει τα σάπια του κάθε Πέμπτη βράδυ. Ο,τι του ΄χει περισσέψει. Με το κλείσιμο, κάνω μια βόλτα και τη βολεύω».

Μπάνιο και καθαριότητα είναι λέξεις όχι και πολύ γνωστές. Οι «απόκληροι» των Αθηνών ενίοτε βολεύουν ο ένας τον άλλον. «Μπάνιο κάνω σε κάνα φθηνό ξενοδοχείο. Εχω γνωρίσει κάτι “κορίτσια”ξέρεις,αυτά του δρόμου, και όταν φεύγει ο πελάτης με φωνάζουν για να “σιγυριστώ” εγώ στην τουαλέτα».

Πόσο καιρό είναι στον δρόμο; «Πάει καιρός πια. Ξέρω ΄γώ; Ενα, δύο, μπορεί και τρία χρόνια» λέει και αυτοσαρκάζεται: «Δεν βαριέσαι; Συνήθισα πια». Καημό δεν έχει για λεφτά και σπίτι. Μόνον έναν: «Να έκανα έτσι μια στιγμή και να γύριζα τον χρόνο πίσω. Να μην έφευγε η γυναίκα μου με τα παιδιά μου.Αυτό μου λείπει μόνο. Τίποτε άλλο»... 

Κολωνάκι

$
0
0



«Όλοι το ίδιο είμαστε σε τούτο τον κοσμάκη,
Και όλοι έχουμε καρδιά, Λαός και Κολωνάκι»
Οι Παλιοί Αθηναίοι έλεγαν «Κολωνός και Κολωνάκι» όταν ήθελαν να αντιδιαστείλουν τις δύο τάξεις. Το Κολωνάκι ήταν και παραμένει σε όλους γνωστό σαν η αριστοκρατική συνοικία της Αθήνας. Ξεκινά από την Πανεπιστημίου και φθάνει μέχρι το «Μαιευτήριο Έλενα». Αρχίζει και από τον Λυκαβηττό και κατηφορίζει μέχρι την Βασιλίσσης Σοφίας. Με τα Ανάκτορα, τη Βουλή, τα λαμπρά νεοκλασικά μέγαρα που φιλοξενούσαν  την αριστοκρατία και τους νεόπλουτους της πόλης και τις πρεσβείες ολόγυρα, τι άλλο θα μπορούσε να ήταν παρά μια πολύ «καλή» και ακριβή συνοικία.

Όταν το Κολωνάκι δεν ήταν και τόσο αριστοκρατικό

Και όμως, στις σπάνιες φωτογραφήσεις της περιοχής πριν το 1900, βλέπουμε ένα έρημο, άνυδρο τοπίο, που έφτανε μέχρι το εκκλησάκι του Αϊ-Γιώργη. Το έλεγαν τότε «Κατσικάδα» και το νέμονταν Λιδωρικιώτες γαλατάδες που, μετά τη βοσκή, γύρναγαν τους πιο κοντινούς οικισμούς και άρμεγαν το γάλα «παρουσία του πελάτη». Η λεωφόρος Βασιλίσσης Σοφίας που πρότερα ονομαζόταν Λεωφόρος Κηφισίας, είχε τότε την ονομασία «Δρόμος του Μαραθώνος».

Το… κολωνάκι του Κολωνακίου!

Υπήρξαν ακόμη πιο παλιές εποχές, που την τουρκοκρατούμενη ταλαίπωρη πολίχνη θέριζαν κάθε λίγο και λιγάκι επιδημίες. Οι άκρως θρησκόληπτοι, τότε, Αθηναίοι έκαναν λιτανείες προς τον Ύψιστο. Για να εισακουσθούν δε ευμενέστερα, θυσίαζαν και κανένα μοσχαράκι. Ακολούθως «φύτευαν» και μια δίμετρη κολώνα σαν αναμνηστικό σύμβολο. Είχε γεμίσει η Αθήνα τέτοια κολωνάκια. Ένα τέτοιο βρέθηκε τότε και στον οικισμό που εξετάζουμε. Η ονομασία έμεινε! Αν ανηφορίζατε την Ηροδότου και φθάνατε στη «Δεξαμενή», θα συναντούσατετο κολωνάκι του Κολωνακίου αναστηλωμένο στην δεξιά κλίμακα. Σήμερα το έχουν στην ομώνυμη πλατεία.

Μιλώντας για την «Δεξαμενή» να πούμε ότι ήταν μέρος του Αδριάνειου Υδραγωγείου και μάζευε το νερό που ερχόταν από τους Αμπελοκήπους.  Με υψόμετρο τα 165 μέτρα, αποτελούσε ιδανικό σημείο για την μετέπειτα διανομή του. Η συγκεκριμένη τοποθεσία είχε πράσινο και φυσικά, την ωραιότερη θέα.

Τα Κολωνακιώτικα κέντρα «κοινωνικής συνάθροισης»

Δεν άργησαν έτσι να ξεφυτρώσουν και τα πρώτα κέντρα «κοινωνικής συνάθροισης»: πρώτα ηπαράγκα του κυρ-Γιάννη και αργότερα η «Τέρψη». Το «καφενείο» του Κυρ-Γιάννη αναβαθμίστηκε σε διανοουμενίστικο στέκι, αφού εδώ έπιναν τον «ερατεινό» τους ο Παπαδιαμάντης, ο Βάρναλης, ο Σουρής, ο Καζαντζάκης, ο Κονδυλάκης και πολλοί άλλοι λόγιοι. Από τον Κώστα Βάρναλη έχουμε και μια μικρή περιγραφή της «Δεξαμενής»:

«Εκεί απάνου βρήκα μαζί με τα ψηλά δέντρα, τον καθαρόν αέρα, τον ήλιο και τη μακρινή θέα του Σαρωνικού, που με μεθούσε με τη γαληνάδα του και τ’ αστράμματά του, τον καλύτερον εαυτό μου…

»Η Δεξαμενή τότε, είχε όλη της τη φυσική ομορφιά. Δεν είχε μαρμάρινες σκάλες, δεν ήταν σφιγμένη σε… κορσέδες από πέτρινα ντουβάρια και σιδερένια κάγκελα. Χαιρότανε το ψήλος της και τη λευτεριά της μακριά από τη βέβηλη πολιτεία.

»Οι λεύκες της, ψηλές και ρωμαλέες, από τις ωραιότερες της Αθήνας, χαρίζανε το δροσερό τους ίσκιο στους ερημίτες της νεοελληνικής λογοτεχνίας και μια βρύση στη μέση έτρεχε αδιάκοπα μέρα και νύχτα και αχολογούσε φλύαρα και χαρούμενα σαν ένα πλήθος από πουλιά.

»Τις νύχτες του φθινοπώρου, όταν φυσούσε ο βοριάς και βογκούσανε οι λεύκες και τα πεσμένα φύλλα χορεύανε, ο αχός της βρύσης έπαιρνε τον πιο μελαγχολικό τόνο. Σχεδόν με τρόμαζε».

Η αριστοκρατική μεταμόρφωση του Κολωνακίου

Μετά το 1900 άρχισε το Κολωνάκι να μορφοποιείται. Ένας βασικός παράγων προόδου ήταν και η λειτουργία του μεγαλύτερου νοσοκομείου της πόλης, του «Ευαγγελισμού» (1884). Μετά το 1918 ξεκινούν στην Πατριάρχου Ιωακείμ να ανεγείρονται και οι πρώτες, πολυτελούς κατασκευής, πολυκατοικίες. Η πλατεία Φιλικής Εταιρείας (πλατεία Κολωνακίου) γέμισε παντοπωλεία, καφενεία, φούρνους, μανάβικα, ζαχαροπλαστεία, εμπορικά, ωραίες Ατθίδες, Δανδήδες και Λιμοκοντόρους.

Μονολογούμε έτσι κι εμείς μαζί με τον Γιώργο Μητσάκη και με έντονη φιλοσοφική διάθεση:

«Που σαι Σωκράτη, δάσκαλε, να δεις το Κολωνάκι,
Οι μαθητές σου σήμερα βαστούν … κομπολογάκι»
Είμαστε πια στο 1930. «Ο κόσμος άλλαξε, αλλάξαν κι’ οι καιροί», όπως λέει και το τραγούδι. Στη «Δεξαμενή»  δεσπόζει πλέον το κοσμικό κέντρο «Παράδεισος» ενώ το αεράκι, οι λεύκες και η ωραία θέα προς την πόλη, την Ακρόπολη και τον Σαρωνικό είναι τα μόνα που έμειναν αναλλοίωτα. Με το δημοσιογράφο «Σύλβιο» της «Αμάλθειας», της Σμυρνιώτικης εφημερίδας που έφτασε κι αυτή παρέα με τους άλλους πρόσφυγες, επιχειρούμε μια επίσκεψη στον νέο ντάνσιγκ της «Δεξαμενής». 

Ευκαιρία να μελετήσει κανείς τη νέα καθημερινότητα, τις νέες αντιλήψεις περί διασκέδασης και προπάντων, τους πρωτόγνωρους ανθρώπινους χαρακτήρες:

«Μίαν ευγενικήν πρόσκλησιν δια τα εγκαίνια του «Παραδείσου», ευρήκα επάνω στο γραφείο μου. Μια πρόσκλησις δια τον Παράδεισον δεν είναι σύνηθες πράγμα. Πρέπει να την αγοράσης ή με αγαθοεργία ή με κανένα εισιτήριο εκ μέρους του Πάπα. Στην προκειμένη περίστασιν ο «Παράδεισος» ήτανε κέντρον κοσμικόν, ντάνσιγκ της Δεξαμενής ώστε δεν εχρειάζοντο και τόσαι δυσκολίαι δια την είσοδον.

»Εφοδιασμένοι με το προσκλητήριον εξεκινήσαμεν μ’ένα καλόν μου φίλον, πεζή δια τον «Παράδεισον». Και στον Παράδεισον κανείς χωρίς συντροφία δεν μπορεί να κάνη. Δια της οδού Λυκαβηττού εφθάσαμεν στα υψώματα της οδού Αναγνωστοπούλου και σε λίγο ευρισκόμεθα προ της πύλης του «Παραδείσου».

»Κανένας Άγιος Πέτρος δεν κρατούσε τα κλειδιά. Η είσοδος ήταν ελευθέρα. Μόλις εισερχόμεθα ηκούσαμεν ψαλμωδίας, όχι δυστυχώς αγγέλων υμνούντων τον Κύριον, αλλά κάποιου ιερέως τελούντος τον αγιασμόν του καταστήματος.

»Θαυμάσιος άνθρωπος ο Διευθυντής του «Παραδείσου». Πριν αρχίση την εργασίαν, προσφέρει σπονδάς εις τους εφεστίους θεούς και κεράσματα εις τους ανεστίους πολίτας, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγομαι.

»Από την ωραίαν ταράτσα του κέντρου, βλέπει κανείς το πανόραμα της Αθήνας ξαπλωμένης μέσα στη σκόνη. Εδώ επάνω αναπνέεις λίγο πεύκο, λίγο θυμάρι, κάποια δροσιά. Η Ακρόπολη φαίνεται μέσα στα κόκκινα σύννεφα της Δύσεως, σαν λευκόν όνειρον. Εδώ ο Υμηττός μενεξεδένιος, εκεί η γλαυκή γραμμή του Σαρωνικού, η Πάρνης δεξιά και από πάνω σαν πελώρια τούρτα ο Λυκαβηττός με το λευκό εκκλησάκι του. Από μακρυά ακούεται το μουρμούρισμα των νερών της Δεξαμενής και μέσα στο σαλόνι του «Παραδείσου», ευθύς μετά τον αγιασμόν, η μουσική του τζαζ-μπαντ αρχίζει το στερεότυπο φοξ-τροτ.

»Η διακόσμησις της αιθούσης, θαυμασία, κομψή, νεωτερίζουσα, με χρωματιστά αμπαζούρ, με λεπτά κοσμήματα, με τοιχογραφίες αρ-νουβώ, με μικρά αναπαυτικά σεπαρέ, παραπετάσματα, βάζα, άνθη. Ένα μικρό σαλονάκι ανατολίτικο στο βάθος με διβάνια τριγύρω, χαμηλά τραπεζάκια, πολύχρωμα μαξιλαράκια, φωτισμένα με κόκκινα λαμπιόνια στους τοίχους, περίφημα τζάμια της Πόλης σε μικρές ακουαρέλλες. Με τι γούστο όλα τριγύρω.

»Μια χαριτωμένη σουμπρέτα και όλα τα γκαρσόνια καλοβαλμένα σερβίρουν το τσάι. Ο Διευθυντής με κομψό σμόκιν περιποιείται τον κόσμον, προσφέρων γλυκά, σάντουιτς, μπύρα, λεμονάδας και όλα τζάμπα. Μα είναι σωστός Παράδεισος εδώ μέσα.

»Τα κορίτσια αρχίζουν να κινούνται. Ο χορός ζωηρεύει. Οι νέοι διεκδικούν τους χορούς μιας όμορφης Σμυρνιάς. Αχ! αυτές οι Σμυρνιές. Πανταχού παρούσαι.

»Σ’ένα τραπέζι αρχίζουν αι προπόσεις:

-Εις υγείαν των αγγέλων του Παραδείσου.

-Εις υγείαν του Κυρίου… Αντουάν.

-Εγώ πίνω υπέρ του «Παραδείσου» της Δεξαμενής.

-Εγώ υπέρ της Δεξαμενής του «Παραδείσου» που βγάζει τέτοια μπύρα!

»Η ζωηρότης εξηκολούθησε χωρίς να παρουσιασθή κανένας απηγορευμένος καρπός να φέρη σκάνδαλα στον Παράδεισο.

»Φεύγοντας ησθάνθηκα την υποχρέωσιν να ευχαριστήσω και να συγχαρώ τον Διευθυντή.

-Είσθε ξένος; τον ηρώτησα.

-Κωνσταντινοπολίτης.

»Ήμουν βέβαιος. Λίγη καινοτομία και πρόοδος πάντοτε απ’έξω μας έρχεται».

Από τον «Παράδεισο» της Δεξαμενής κατευθείαν στην κόλαση!

Πανέξυπνος ο δημοσιογράφος, κατάλαβε ότι πραγματική εικόνα δεν παίρνει κανείς στα εγκαίνια, με παπάδες και τραταρίσματα! Επανήλθε λοιπόν μετά από μερικές ημέρες…

«Μέσα στην μυρωμένην ατμόσφαιραν του «Παραδείσου» της Δεξαμενής, ο φοξτρότειος άνεμος εκινούσε τα φύλα ρυθμικά και έκανε τους διάφορους καρπούς –απηγορευμένους και μη- δελεαστικότερους.

»Η Εύα-αρτίστα καθισμένη στο σεπαρέ και περιστοιχούμενη από τέσσερας Αντάμηδες, επεδείκνυε με περηφάνεια όχι την γυμνήν χάριν της, αλλά την ντυμένην γυμνότητά της: μία ρόμπα-υποκάμισο χωρίς μανίκια, ένα καπελλάκι για τ’αδιάκριτα… μάτια της και μία καπ για τα ντεκολτέ της.

»Ο δημοσιογράφος ψάρευε συγκινήσεις. Με την φαντασίαν του γινότανε φίδι για να τυλιχθή γύρω στο μπράτσο της Εύας, και ξαφνικά χανότανε μέσα στους ήχους της μουσικής και στον καπνό του τσιγάρου.

»Μονομαχία εγίνετο μεταξύ δύο νεαρών χορευτών.

-Το φοξ-τροτ μαζύ μου!

-Το ταγκό μ’εμένανε.

-Ένα ουάν-στεπ;

-Θα βαλσάρωμε μαζύ;

»Η γυναίκα-Εύα επιδαψίλευε τας περιποιήσεις της και στους δύο, μα καθένας χωριστά ζητούσεν αποκλειστικότητα, μονοπώλιο.

»Ο δημοσιογράφος ρωτά μία στιγμή:

-Ποιος από τους δύο;

»Εκείνη διπλωμάτις του ξεφεύγει.

-Δεν λέω ποτέ την γνώμη μου για κανένα.

»Και όμως χορεύει και με τους δύο, γελά και με τους δύο, διασκεδάζει με τους δύο, γλυκοκοιτά και τους δύο, αστειεύεται και με τους δύο.

-Επέρασα θαυμάσια σήμερα κοντά σας, λέγει ο ένας.

-Αυτό μ’ευχαριστεί. Θαυμάσια όσο και την περασμένη φορά;

-Όχι, πολύ καλύτερα. Και φαντάζομαι πως την ερχομένη θάναι ακόμη πιο καλά.

»Ιδού μια έμμεσος πρότασις για νέα συνάντηση.

-Ναι την ερχομένη, ακριβώς, λέγει εκείνη.

»Ο άλλος-χορεύοντας:

-Πότε θα σας ξαναδούμε;

-Μα όταν θέλετε. Να σχεδιάσουμε κάτι.

»Το μήλο πλησιάζει μόνο κάτω από την μύτη τους. Αισθάνονται την μυρωδιά, μα δεν δοκιμάζουν την γεύσι.

»Ξαφνικά δείχνεται θερμότερη στον ένα, τον φορτώνει με κοπλιμέντα, μιλά γι’αυτόν μπροστά σ’όλους, τον τρώει με τα μάτια, τον ρωτά μ’ενδιαφέρον για διάφορα ζητήματά του και ξεχνιέται στην κουβέντα του.

»Ο άλλος πεισμώνει, κακιώνει.

»Ο δημοσιογράφος επεμβαίνη πάλι. Της λέγει σιγά:

-Επηρεάσθηκες;

»Εκείνη ξεσπά σε γέλοιο.

-Επέσατε όλοι στην παγίδα! Το έκανα για να ζηλέψη ο άλλος, ο οποίος μ’ενδιαφέρει περισσότερο.

»Και φεύγει με γέλοια και χαιρετά όλους, και αφίνει να συνοδευθή λίγο από τον πρώτον για να πειράξη τον δεύτερον...

»Την ίδια βραδυά κάθεται σ’ένα θεωρείο του θεάτρου μ’ένα τρίτο γερο-χρηματιστή.

»Τα μήλα του Παραδείσου αγοράζονται σήμερα και ακολουθούν τον υψωμό της Αγγλικής λίρας. Είνε πράγματι απηγορευμένοι καρποί για τους περισσοτέρους».

Εν Αθήναις....μια βόλτα

$
0
0


Είναι γνωστός ο δρομάκος Αγίου Φιλίππου στο Μοναστηράκι δίπλα
στην εκκλησία του Αγίου Φίλιππα προστάτη των παλαιοπωλών.
Εκεί θα βρείς πρέζα....αρπαγμένα κοσμήματα....κινητά....
Δεν σου κάνει εντύπωση δηλαδή....
Έχει πελατεία και για τις αρπαγμένες καδένες και για τα άλλα....
"...πόσο θες γι αυτό ρε...έλα λέγε...τα πήρες κι έφυγες..."
"...έχεις άλλα;"
Διάλογοι της καθημερινότητας....
Κοντοστάθηκα όμως χθές για κάτι νέο....
Κούναγε τα κόκκαλα (ζάρια) ένα ντερέκι και τα έριχνε στο πλακόστρωτο έξω από το προαύλιο της εκκλησίας....
"....κερδίζεις...έβαλες 10 πήρες 20..."
Έδινε το εικοσάρικο στον αβανταδόρο που φαινότανε βαριεστημένος...
"....πάλι κερδίζει ο κύριος..."
Και οι "καραγκιόζηδες" (πειραγμένα ζάρια) πέφτανε στο πλακόστρωτο...
Κρατούσε μερικά χαρτονομίσματα ο επαγγελματίας και περίμενε τον πρώτο
χάνο.
Απέναντι στο καφενεδάκι κοιτούσαν μερικοί και γελούσαν....
Ο πρώτος χάνος πλησίασε και προχώρησα.....
Στην Αποστόλου Παύλου αρκετοί τουρίστες ...περισσότεροι κοντά
στην είσοδο για εισιτήρια....ενώ ο περιπτεράς έκανε χρυσές δουλειές
μαζί με τους δύο υπαλλήλους του.
Ευτυχώς που υπάρχει ο Ιερός Βράχος ...

Πίσω στα παλιά


Το Μεγάλο μας Τσίρκο!

$
0
0


Στην Βουλή στην Προανακριτική.....

 την ώρα που το χαράτσι αλλάζει όνομα

και παραμένει....που η κόκκινη γραμμή του Κουβέλη έγινε ροζ...που η ανεργία καλπάζει....που τα παιδιά ξενητεύονται...

- Αδωνις Γεωργιάδης:Είσαι ένα υποκείμενο χαμηλής στάθμης 

Κωνσταντοπούλου: Είσαι η ντροπή του κοινοβουλίου

Βενιζέλος βγαίνοντας: "Το βρήκα πολύ διασκεδαστικό"
Κασιδιάρης σε Βενιζέλο- "σκάσε! είσαι γελοίος και χοντρός" 

49 χρόνια πρίν... 27.IIΙ.1964

$
0
0



Επιλογή: Μιχαλης Ν. Κατσιγερας
AUSWITCH FARBEN:Φρανκφούρτη, 26.–
 Ο 60ούτης εβραϊκής καταγωγής 
κ. Κουρτ Πόζενερ κατέθεσε σήμερον εις το ενταύθα δικαστήριον κατά ποίον τρόπον είχε «παζαρεύσει» εις το στρατόπεδον του Αουσβιτς με ένα υπαξιωματικόν των Ες – Ες διά να σώση την ζωήν ομάδος ειλώτων που ειργάζοντο διά το εργοστάσιον «Φάρμπεν» (φωτογραφία του 1944-45) εις το Αουσβιτς. Ο μάρτυς, είπεν ότι το επεισόδιον συνέβη όταν εις εκ των 22 κατηγορουμένων –ονόματι Γκέρχαρτ Νόϋμπερτ– έκαμνεν επιλογήν κρατουμένων διά να τους στείλη εις τους θαλάμους αερίων. [Σημ. «Φ»: Τους ναζί κατηγορουμένους προσήγαγον εις δίκας μεταπολεμικώς αι εισαγγελικαί αρχαί της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας.] Ο μάρτυς διηυκρίνησεν ότι η ομάς καταναγκαστικώς εργαζομένων εις το στρατόπεδον, εις την οποίαν ανήκεν ο ίδιος, επεξειργάζετο δέρματα που τα Ες – Ες προώριζαν διά γυναικεία υποδήματα. Ο Νόϋμπερτ επέμεινε να στείλη εις τον θάνατον τους συντρόφους του κ. Πόζενερ, ο οποίος όμως του είπεν ότι αν εξοντωθή ολόκληρος η ομάς αύτη των εργατών, δεν θα υπάρχη πλέον δέρμα διά τα Ες – Ες. Τότε, ο Νόϋμπερτ περιώρισε τας αξιώσεις του, ζητήσας οκτώ μέλη από τα 16 εν όλω της ομάδος, διά να τα θανατώση, ενώ οι υπόλοιποι εργάται θα συνέχιζον την επεξεργασίαν του δέρματος. Αλλ’ ο Πόζενερ, χωρίς να φοβηθή, του είπεν: 
«Εγώ είμαι Εβραίος, αλλά δεν κάμνω εβραίϊκα παζάρια, άφησέ μου και τους 16, ή κανένα». Την ιδίαν εσπέραν τα 16 μέλη της ομάδος του είχον σωθή. Ο κατηγορούμενος Νόϋμπερτ, που ηρωτήθη από τον πρόεδρον του δικαστηρίου, ηρνήθη ότι συνέβη τοιούτον επεισόδιον. Ο αυτός κατηγορούμενος ωμολόγησεν ότι μόνον άπαξ έλαβε μέρος εις την επιλογήν μελλοθανάτων.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Τα σπίτια των προσφύγων στην Κοκκινιά

$
0
0

  Τα οικήματα του συνοικισμού της Κοκκινιάς ήταν -ως επί το πλείστον- ισόγειες κατασκευές  αποτελούμενες από ένα δωμάτιο, μια μικρή κουζίνα, ένα κοινό χώρο υγιεινής. Κάθε οικογένεια, ανεξαρτήτως μελών, διαβίωνε σε 36 τ.μ.. Υπήρχαν κι άλλες αρχιτεκτονικές μορφές όπως:  τα  διώροφα συγκροτήματα που δημιουργούν τετράγωνα εντός των οποίων υπάρχει ένα ανοικτό αίθριο για κοινόχρηστους χώρους (π.χ. πλυντήρια) ή οι διώροφες κατοικίες -με τις ίδιες αναλογίες- που στέγαζαν δυο οικογένειες. Ιδιαίτερη κατηγορία αποτελούν τα “Γερμανικά” στη βόρεια πλευρά του συνοικισμού: οι γερμανικές παράγκες που έστειλαν οι Γερμανοί ως αποζημίωση του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι οποίες στεγάζουν -μέχρι σήμερα- πρόσφυγες που δεν μπόρεσαν ν’ αποκατασταθούν μ’ άλλον τρόπο. Η αυτοστέγαση των προσφύγων ήταν ένας ακόμη τρόπος κατοίκισης. Ευτελείς και πρόχειρες κατασκευές στήνονταν σε προσφυγικά οικόπεδα, τα οποία αγόρασαν οι ίδιοι οι πρόσφυγες ή τους παραχωρήθηκαν απ’ το κράτος. Κύριο χαρακτηριστικό όλων των τύπων κατοικιών, εκτός των ιδιωτικών, ήταν η ομοιομορφία που έδινε την εικόνα της αναγκαστικής κι επιβεβλημένης εξομοίωσης των κατοίκων.
    Το εσωτερικό των σπιτιών εντυπωσίαζε με την καθαριότητα και την τάξη που επικρατούσε σ’ αυτό, αν και τα περιορισμένα δωμάτια ασφυκτιούσαν από τα χρηστικά αντικείμενα, τ’ απαραίτητα για την καθημερινή διαβίωση των ενοίκων. Ο μπουφές με τα γυαλικά, η τραπεζαρία, η γωνιά των ρούχων κι οι συμπληρωματικές ντιβανοκασέλες ήταν τα συνήθη υπάρχοντα είδη των σπιτιών, ενώ αν δεν διέθεταν περισσευούμενο δωμάτιο μπορούσε κανείς στον ίδιο χώρο να συναντήσει τη ντουλάπα, το ψυγείο, ακόμη και το διπλό κρεβάτι του ζευγαριού.
    Οι ασβεστωμένοι τοίχοι και τα κατάλευκα ρείθρα των πεζοδρομίων, οι περιποιημένοι φανοστάτες, οι χειροποίητες κουρτίνες στα παράθυρα,  οι βασιλικοί και τα γεράνια στα σκαλοπάτια, τις ταράτσες, τις αυλές ομόρφαιναν την προσφυγική συνοικία, έδιναν μια χαρμόσυνη νότα ζωής στη φτωχική γειτονιά που μοσχοβολούσε νοικοκυροσύνη και πάστρα. Τα κεντήματα με τα ζωηρά χρώματα στόλιζαν το εσωτερικό των σπιτιών, ενώ σε μια εταζέρα βρίσκονταν τα εικονίσματα, τα ιερά κειμήλια των προσφύγων κι άλλα αγαπημένα αντικείμενα τα οποία εξέθεταν σε καθημερινή θέα, όπως φωτογραφίες της οικογένειας, στεφανοθήκες, μπακίρια, μεταξωτά χάλια τοίχου, το παραδοσιακό χαλί υποδοχής της εισόδου, διάφορα πολύτιμα μικροπράγματα που έδιναν μιαν αίσθηση ζεστασιάς και οικειότητας στο προσφυγικό καταφύγιο μετά τον κατακλυσμό.

Παλιά σπίτια στα Πατήσια

$
0
0



Τα Πατήσια διαθέτουν  ένα μεγάλο αριθμό αξιόλογων νεοκλασικών σπιτιών και επαύλεων, υψηλής αρχιτεκτονικής αξίας, που αποτελούν κληρονομιά του παρελθόντος.  Υπάρχουν επίσης πολυκατοικίες και μονοκατοικίες του μεσοπολέμου καθώς και των δεκαετιών της αντιπαροχής (1950-1960). Ορισμένα από αυτά βρίσκονται σε καλή κατάσταση και κατοικούνται ακόμα.


Σε περιπάτους που κάναμε στη γειτονιά μας εντοπίσαμε και φωτογραφήσαμε μερικά από αυτά.

Τριώροφη πολυκατοικία του 1938 στη συμβολή Πατησίων και Θάσου

Το σπίτι της αντιστασιακού Λέλας Καραγιάννη (Λ. Καραγιάννη 1)

Πατησίων και Καλομοίρη

Πατησίων και Καλλιφρονά, στέγασε το παράρτημα του Γαλλικού Ινστιτούτου

Δροσοπούλου και Καλλιφρονά

Καλλιφρονά και Δροσοπούλου, το σπίτι της ηθοποιού Άννας Παϊταζή

Οδός Πόρου, τρία νεοκλασικά σπίτια στη σειρά

Πατησίων και Λέσβου, στεγάζει ωδείο

Λέλας Καραγιάννη

Ουίλιαμ Κινγκ

Πατησίων και Ίμβρου, προσφατα ανακαινισμένο



  Πάτμου και Νομικού (ιδιωτικό σχολείο Μπαξτερ)



   Πατησίων και Αμοργού



Διώροφο νεοκλασικό στην οδό Τενέδου


 Παλιά πολυκατοικία Πατησίων και ΛέσβουΤοπική Ιστορία 8ου Γυμνασίου Αθηνών

Πεταλούδες της πόλης

$
0
0




Οι οίκοι ανοχής και τα καµπαρέ «άνθισαν» στη µεταπολεµική Θεσσαλονίκη και η χωροθέτηση τους έδειχνε την πορεία ανάπτυξης της πόλης. Στον Α΄ Παγκόσµιο Πόλεµο λειτουργούσε το περίφηµο σαλόνι της Μαντάµ Άννας στην Αγγελάκη για την «ψυχαγωγία» των αξιωµατικών, την ίδια περίοδο τα Λαδάδικα «πουλάν αυτό που θες», αργότερα οι πιάτσες µεταφέρθηκαν στο Βαρδάρη, γύρω από τα σινεµά που πρόβαλλαν «ταινίες σεξ» 
(η περίφηµη Μπάρα, όπως λεγόταν η περιοχή των µπουρδέλων, είχε κεντρική αρτηρία την οδό Ερήνης στην αρχή της Λαγκαδά), στις σκιές του πρώην στρατοπέδου Τσιρογιάννη και σήµερα στη Γιαννιτσών, τη Σαπφούς και σταδιακά µεταφέρονται όλο και πιο δυτικά του κέντρου της πόλης.

Εν Αθήναις....ο παλιός φαντάρος

$
0
0


Όταν ερχότανε η ώρα να πάει φαντάρος κάποιος από την αυλή εκείνα τα χρόνια
ήταν μεγάλο γεγονός....θλιβερό.
Φτωχοί άνθρωποι του μεροκάματου βλέπεις και τι θα γινόνατε πίσω η οικογένεια 
που έμενε.
Παντρευόντουσαν μικροί τότε ή οι ανύπαντροι άφηναν πίσω άμαχο
πληθυσμό.
Η θητεία ήταν κάπου στους 28 μήνες στην καλύτερη περίπτωση και οι άδειες
λιγοστές.
Ανασκουμπονόντουσαν οι κυρίες της αυλής....να κρατήσουν τα παιδιά του φαντάρου
για να κάνει κανένα μεροκάματο η γυναίκα του στην σκάφη.
Δεν την άφηναν να βάζει κατσαρόλα....της πήγαιναν φαϊ κάθε μέρα ....
Υπήρχε συννενόηση...σήμερα εσύ αύριο εγώ.
Στο νοίκι τσοντάρανε όλοι και η σπιτονοικοκυρά αρκετές φορές τα χρήματα
τα έδινε πίσω στην γυναίκα του φαντάρου αν και η ίδια από τα νοίκια ζούσε.
Και  μάθαινε τα γεγονότα με τα γράμματα που έπαιρνε ο φαντάρος και ένοιωθε
 ότι η οικογένειά του ήταν ασφαλής.
Περνούσε ο καιρός και έφτανε επί τέλους η ημέρα της απόλυσης....
Η αυλή ανάστατη....οι κατσαρόλες πηγαινοερχόντουσαν στην τραπεζαρία
της σπιτονοικοκυράς όπου θα γινότανε το γλέντι ...
Όλοι χαρούμενοι ....μια οικογένεια.

Πίσω στα παλιά






Γράφει ο Τάκης από την Αγγλία....

$
0
0

Είπασι στην Μέρκελ να "ταχτοποιήσει" τον Τσίπραν

κι εκείνη "ταχτοποίησεν" την Τσίπρον......

Αναχώρηση Κυβερνήτου.!

$
0
0
"Έφυγε " ο Ναύαρχος  Νίκος Παππάς......



Α/Τ ΒΕΛΟΣ


Πώς γνώρισε τον αείμνηστο Ναύαρχο Παππά

$
0
0



Ο ORPHEAS άφησε ένα νέο σχόλιο για την ανάρτησή σας "Αναχώρηση Κυβερνήτου.!": 

Κάποτε, λίγο πριν από τη ανταρσία του Ναυτικού, στα χρόνια της χούντας, διεκδικήσαμε κάτι σε ένα παλιατζήδικο - αντικάδικο του Πειραιά. 
Ως μεγαλύτερος και οικονομικά ισχυρότερος πλειοδότησε και, φυσικά, θα τό έπαιρνε. Όμως μη κρατώντας χρήματα μαζί του, δεν είχε αφήσει καπάρο, λέγοντας πως θα περάσει την επομένη. Επόμενη όμως δεν υπήρξε λόγω των γεγονότων, που τον έφεραν με το "Βέλος", ζητώντας πολιτικό άσυλο, στην Ιταλία. Κανείς δεν ήξερε τότε τι ακριβώς συνέβη και γιατί χάθηκε ο Παππάς.
 Η ιδιοκτήτρια του καταστήματος θεώρησε το γεγονός ως τυπική περίπτωση αθέτησης λόγω αλλαγής γνώμης.
 Έτσι το αντικείμενο κατέληξε σε μένα!
Χρόνια μετά, όταν όλα τέλειωσαν και ο Παππάς γύρισε στην Ελλάδα, ανεζήτησε το αντικείμενο και μέσω του καταστήματος μου προσέφερε περισσότερα.

Φυσικά αρνήθηκα ευγενικά, αφού ήδη το κατείχα, το αγαπούσα και το ήθελα. 
Ήταν ένα μπρούτζινο άγαλμα του Μερσιέ, με fondeur τον περίφημο Barbedienne και τίτλο "Quand meme". Η επιμονή του δεν είχε αντίκρυσμα, όμως το άγαλμα μου τον θύμιζε, ως περίπτωση, και τώρα που "έφυγε" θα μου τον θυμίζει εντονότερα.
Καλή αντάμωση Captain..... 

Τι δεν βρέθηκαν από την έρευνα στα κελιά του Κορυδαλλού!

Τι τον πείραξε!

$
0
0
Σκίτσο του Ανδρεα Πετρουλάκη

ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Yπάρχουν στοιχειωμένα σπίτια στην Αθήνα;

$
0
0

Υπάρχουν στοιχειωμένα σπίτια στην Αθήνα;
Θα ρωτήσει κάποιος… Υπάρχουν στοιχειωμένα σπίτια στην Αθήνα;
Και όμως. Σε μία πόλη σε κατάθλιψη και στοιχειωμένη από «φαντάσματα» πολύ πιο απτά, υπάρχει πλέον χώρος για τέτοιους αστικούς θρύλους(;)…

Πολλά από τα σπίτια αυτά παραμένουν πεισματικά στη θέση τους, ακλόνητα αν όχι ανέπαφα από τον χρόνο.

Δείτε τα…

Τα υπόγεια περάσματα του Αρδηττού

Στη σκιά του δροσίζεται το Καλλιμάρμαρο – κι όμως, λίγοι γνωρίζουν πως ο συγκεκριμένος λόφος είναι ένα από τα πιο γνωστά «στοιχειωμένα» σημεία της Αθήνας. Είναι άλλωστε και ένα από τα αρχαιότερα σημεία της πόλης: έλαβε το όνομά του από τον αρχαίο ήρωα Αρδήττη και ήταν ο χώρος στον οποίο ορκίζονταν οι δικαστές στην αρχαιότητα, αλλά και τελούνταν τα μικρά Ελευσίνια μυστήρια. Χώρος φορτισμένος λοιπόν με μνήμες και μυστηριακές υποσχέσεις.



Η αλήθεια είναι πως ακόμα και σήμερα ο λόφος έχει μία ιδιαίτερη αύρα, αλλά και πιασάρικα σημεία που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν για μία low budget, ελληνική εκδοχή του Blair Witch Project. Ανάμεσά τους και ένα πηγάδι μέσα στο οποίο έχουν πέσει και χαθεί πολλοί άνθρωποι – τώρα αν έπεσαν μόνοι τους, τους ρούφηξε κάποιο ισχυρό μαγνητικό πεδίο ή κάτι πιο… ανορθόδοξο, χωράει συζήτηση.



«Το πηγάδι έχει σφραγιστεί χρόνια τώρα, ενώ λέγεται πως επικοινωνεί υπόγεια με άλλες σφραγισμένες υπόγειες εισόδους που μπορεί να δει κανείς ανά τον λόφο. Φημολογείται μάλιστα πως συνδέεται με ένα ολόκληρο δίκτυο από υπόγειες σήραγγες, που φθάνει μέχρι και το Σούνιο», μου εξομολογείται ο 29χρονος Μάνολης, που έχει επισκεφθεί πολλές φορές τον λόφο.

Εντοπίζω μία αρμαθιά από πολύχρωμες πιπίλες πάνω σε ένα λούκι που «κοιτάζει» στο σφραγισμένο άνοιγμα του πηγαδιού – η πινελιά που ολοκληρώνει το αγριευτικό σκηνικό. Το creep factor έχει πιάσει κόκκινο και νιώθω σαν να έχω μόλις βαδίσει στο σκηνικό της «Λάμψης» του Στάνλεϊ Κιούμπρικ – όπου να’ ναι θα αντικρίσω μπροστά μου δίδυμα κοριτσάκια. Ώρα να πηγαίνω λοιπόν. Κι ας μου χαλάνε εν μέρει την ψευδαίσθηση του κινηματογραφικού σκηνικού οι διάφοροι joggers που συνεχώς τσακώνω με το μάτι μου περιμετρικά του λόφου.



Ένα από τα πιο ονομαστά στοιχειωμένα σπίτια της Αθήνας βρίσκεται στην οδό Άγρα, ακριβώς δίπλα στον λόφο. Ωστόσο, εδώ βιώνω την πρώτη μου απογοήτευση: το σπίτι είναι ημιανακαινισμένο (αν και όχι κατοικημένο προς το παρόν).



Το μόνο σημείο, εξωτερικά τουλάχιστον, που παραπέμπει σε prop από ταινία τρόμου είναι η σκουριασμένη καγκελόπορτα. Σύμφωνα με τους κατοίκους της περιοχής, το σπίτι πουλήθηκε τα τελευταία χρόνια, όμως η διαδικασία ανακαίνισης έχει παγώσει για αδιευκρίνιστους λόγους. Οπτασίες σκύλων, χωροχρονικές πύλες και δρομάκια που εμφανίζονται και εξαφανίζονται παραπλεύρως του σπιτιού είναι μερικοί από τους θρύλους που ακούγονται για αυτό.

Ο πύργος των ονείρων

Αν πάει κανείς μέχρι την οδό Σμολένσκυ 4, στο Ν. Φάληρο, θα αντικρίσει ένα ερειπωμένο αρχοντικό, με φοίνικα στη αυλή του – γνωστό στους κύκλους των φίλων του μεταφυσικού και ως «Πύργος των Ονείρων».

Ακριβώς απέξω, δύο ηλικιωμένες κυρίες, φορτωμένες με ψώνια, κοντοστέκονται και σχολιάζουν πώς κατάντησε. Στην αυλή του εγκαταλειμμένου μεγάρου έχουν συσσωρευτεί σκουπίδια και αποκαϊδια. «Δεν ξέρω πολλά για την ιστορία του μέρους, περίμενε, θα φωνάξω τον αδελφό μου που ξέρει», μου εκμυστηρεύεται η μία.



Μέσα σε λίγα λεπτά, ένας κύριος κατεβαίνει από την πολυκατοικία που βρίσκεται ακριβώς δίπλα στον Πύργο: «Εδώ έμενε κάποτε κάποιος Κουρτάλης. Αυτό ξέρω μόνο». Κι έπειτα αποχωρεί κάπως απότομα.

Η αλήθεια είναι πως αυτή την πληροφορία την κατείχα κι εγώ. Σύμφωνα με τον θρύλο, εδώ κατοικούσε κάποτε ένας υφασματέμπορος ονόματι Καρτάλης (ή Κουρτάλης, σύμφωνα με τον γείτονα). Όλη του τη ζωή είχε εμμονή με το να αποκτήσει κάποιο αξίωμα, σταδιακά τρελάθηκε, απομονώθηκε στο αρχοντικό του και πέθανε υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες. Θα καταφέρω όμως να μάθω την ιστορία πίσω από τον θρύλο;



Ένας ηλικιωμένος κύριος κατεβαίνει από την ίδια πολυκατοικία, έχοντας ακούσει πως ζητάω πληροφορίες για τον Πύργο. Ο κ. Χρήστος Καθάριος, με τα καθάρια γαλάζια μάτια, είναι σαν τον από μηχανής θεό μίας τυπικής ιστορίας μυστηρίου, τον σοφό ηλικιωμένο που αποκαλύπτει στον πρωταγωνιστή όλα τα φοβερά μυστικά λίγο πριν το αναπόφευκτο φινάλε.

«Είχα γνωρίσει τον Κουρτάλη, στις αρχές της δεκαετίας του ’70, λίγο καιρό αφού μετακόμισα σε αυτή εδώ την πολυκατοικία.

Ήταν 70 χρονών περίπου τότε. Ήταν γιος βιομηχάνου, ο πατέρας του έφτιαχνε σχοινιά». Ισχύουν οι ιστορίες περί μεγαλομανίας του μακαρίτη; «Ήθελε να γίνει τενόρος όταν ήταν νέος, αλλά ο πατέρας του δεν τον άφηνε. Ο πατήρ Κουρτάλης θεωρούσε πως τενόρος είναι κάτι σαν θεατρίνος, κάτι υποτιμητικό. Έτσι του έμεινε άχτι του γιου». Και τελικά; «Μεγάλος πια, έμενε μόνος του εδώ. Ήταν πολύ περίεργος. Θυμάμαι πως έβγαινε στο μπαλκόνι και τραγουδούσε άριες. Κυκλοφορούσε με μία ρεπούμπλικα και με ένα παπιγιόν, όλα λιγδιασμένα. Χαιρετούσε τον κόσμο με υπόκλιση. Έλεγαν πως κάποτε ήταν και δημοτικός σύμβουλος εδώ, τον καιρό που υπήρχε ακόμα Δήμος Ν. Φαλήρου».

Πώς πέθανε τελικά ο Κουρτάλης; Άλλωστε οι μυστηριώδεις θάνατοι αποτελούν την πεμπτουσία μίας αξιοπρεπούς ιστορίας «στοιχειώματος». «Δεν υπάρχει κανένα μυστήριο», με αποστομώνει ο κ. Καθάριος. «Έμενε μόνος του εδώ ο Κουρτάλης, είχε απομονωθεί, τον έφαγαν τα ποντίκια – κυριολεκτικά και μεταφορικά. Τον είχαν τσιμπήσει αρουραίοι. Δεν είχε να φάει πια. Επειδή ήταν γιος βιομηχάνου και είχε αυτούς τους κάπως αριστοκρατικούς τρόπους, τον θεωρούσαν «προσωπικότητα», τον κερνούσαν κάνα ουζάκι στη γειτονιά. Δεν είχε να πληρώσει ούτε το ρεύμα. Στο τέλος, δεν μπορούσε πια να κινηθεί λόγω ηλικίας, χτύπησε το χέρι και το πόδι του και τον πήγαν στο νοσοκομείο. Και έτσι, εξαθλιωμένος, πέθανε».

Και σήμερα τι γίνεται; «Έρχεται κατά καιρούς κόσμος που έχει ακούσει για την ιστορία του σπιτιού, να ρωτήσει. Φυσικά δεν είναι στοιχειωμένο, αυτά είναι σαχλαμάρες. Το σπίτι είναι υπό κατάρρευση, συνέχεια πέφτουν κεραμίδια. Έρχονται ξένοι εδώ καμιά φορά, άστεγοι, πηδάνε τα σύρματα, ανάβουν φωτιά για να ζεσταθούν (σ.σ. έτσι εξηγούνται τα σκουπίδια και τα αποκαϊδια). Έρχεται η αστυνομία και τους μαζεύει». Δίπλα στον λογοτεχνικό τρόμο, παρατίθεται ο σύγχρονος: να μην έχεις στέγη πάνω από το κεφάλι σου.

Το σπίτι της Σοφίας Λασκαρίδου

Ένα όμορφο διώροφο νεοκλασικό στην οδό Λασκαρίδου στην Καλλιθέα στεγάζει έναν άλλο θρύλο – αυτόν που υποστηρίζει πως στο σπίτι… κόβει βόλτες το φάντασμα της ζωγράφου Σοφία Λασκαρίδου, που χάρισε και το όνομά της στην οδό. Ένα φάντασμα αιώνια φορτισμένο με ενοχές για τον θάνατο του λογοτέχνη Περικλή Γιαννόπουλου, που ήταν παράφορα ερωτευμένος μαζί της και αυτοκτόνησε το 1910.



Εδώ και δέκα χρόνια, το σπίτι στο οποίο έζησε και πέθανε η διάσημη ζωγράφος έχει ανακαινιστεί πλήρως και στεγάζει τη Δημοτική Πινακοθήκη Καλλιθέας – «Σοφία Λασκαρίδου». «Το σπίτι αυτό χτίστηκε γύρω στα 1900», μου εξηγεί ο Γκέντση Ρούτσης, καλλιτεχνικός διευθυντής της Πινακοθήκης. «Είναι το δεύτερο σπίτι που χτίστηκε στην Καλλιθέα, το σχεδίασε μάλιστα ο Ερνστ Τσίλλερ. Η Λασκαρίδου διατηρούσε και εργαστήριο τέχνης εδώ, όπου δίδασκε σε μικρά παιδιά».

Δειλά-δειλά φέρνω την κουβέντα στους θρύλους για το φάντασμα της Σοφίας Λασκαρίδου. Ο κ. Ρούτσης γελάει. «Ναι, τις ξέρω αυτές τις ιστορίες. Πιστέψτε με, είμαι πολλές ώρες τη μέρα εδώ, αν υπήρχε κάποιο φάντασμα κάτι θα είχα αντιληφθεί!» Αυτό που ξέρει σίγουρα είναι πως ο Δήμος Καλλιθέας πάλεψε πολύ για να αγοράσει το σπίτι και να το μετατρέψει κατόπιν σε Δημοτική Πινακοθήκη, με δωρεάν πρόσβαση σε όλους, «ένα βήμα πολιτισμού για τους κατοίκους της Καλλιθέας», όπως μου επισημαίνει.

Τελικά ποιο είναι το επιμύθιο αυτής της περιπλάνησης – αν υπάρχει; Βολτάροντας προς ένα άλλο σπίτι που θρυλείται πως είναι στοιχειωμένο, στην οδό Αλκιβιάδου, κοντά στην Πλατεία Βάθης, παρατηρώ μία κυρία να ψάχνει στα σκουπίδια. Δύο διαφορετικές πραγματικότητες που κοντράρονται. Ασχέτως όμως αν πιστεύουμε ή όχι στα φαντάσματα, ίσως χρειαζόμαστε στ’ αλήθεια αυτούς τους αστικούς μύθους – τώρα, περισσότερο από ποτέ. Στα τσιμεντένια βασίλεια, οι μύθοι εξελίσσονται και μεταλλάσσονται, αλλά, κυρίως, επιβιώνουν.


himaira.blogspot.com
Viewing all 12885 articles
Browse latest View live




Latest Images