Στη δεύτερη δεκαετία του αιώνα μας, το αγοραστικό κοινό της περιοχής έχει πια μεταβληθεί ποιοτικά με την οριστική μετατόπιση του κέντρου προς άλλα σημεία.
Στην Ηφαίστου με τα σιδεράδικα της στηρίζεται ένα μέρος της οικονομίας της παλιάς αγοράς. Ο σταθμός, του αρχικά ατμήλατου κι από το 1904 ηλεκτροκίνητου σιδηροδρόμου, εξυπηρετεί επαρχιώτες απ'όλα τα σημεία της χώρας που φθάνουν στο Μοναστηράκι για να παραγγείλουν ή να βρουν έτοιμα τα αγροτικά τους εργαλεία.
Στην Πανδρόσου, που εξακολουθεί πάντα να στεγάζει μαγαζιά πανικών και τσαρουχάδικα, αυξάνονται με ραγδαίο ρυθμό τα παλαιοπωλεία. Το εμπόριο μεταχειρισμένων ειδών που κινείται στην περιοχή από παλιότερα, ανθίζει. Δεν έχει όμως σχέση τόσο με το παλιό αντικείμενο σαν είδος διακοσμητικό ή πολυτελείας, όσο με το μεταχειρισμένο ρούχο, το παπούτσι, το οικιακό αντικείμενο από δεύτερο χέρι.
Το χαμηλό βιοτικό επίπεδο του πληθυσμού καθρεφτίζεται στα είδη που ζητιούνται και προσφέρονται στο Μοναστηράκι.
Το 1922 είναι η χρονιά που ορίζει τη δημιουργία νέων κοινωνικών δομών στη ζωή της Αθήνας. Με την εμφάνιση του μικρασιατικού στοιχείου, των 125.000 προσφύγων που ριζώνουν στην πρωτεύουσα, δεν αυξάνεται μόνο ο πληθυσμός της πόλης. Αυξάνεται κι η ανεργία που έχει τις αιτίες της και στην εσωτερική αλλά και στη γενικότερη οικονομική κρίση.
Ένα μέρος του εργατικού δυναμικού που δεν είχε τη δυνατότητα να διοχευτεύσει αλλού την ενεργητικότητα του, βρήκε απασχόληση στο εμπόριο μεταχειρισμένων ειδών. Νέα, πρόχειρα παραπήγματα, προστέθηκαν στο Μοναστηράκι και τη γύρω ζώνη.
Ο Δήμος τότε, προσπαθώντας να βάλει μια τάξη, ίδρυσε δικά του παραπήγματα. Μνεία του γεγονότος κάνουν οι στίχοι μιας λαϊκής μελωδίας του 1925:
Αν δε μου δώσ'η μάνα σου σαράντα 'μολογίες (του προσφυγικού δανείου) / και μαγαζί στην Αγορά (δημοτική παράγκα) θα 'χωμε φασαρίες...
Οι πρόσφυγες δημιούργησαν και τον πρώτο πυρήνα των πλανόδιων παλιατζήδων.
Ανάμεσα σ’ άλλες, όχι ακόμα ολοκληρωτικά χαμένες, φωνές της πόλης:... ο παπλωματάς... ο γανωτζής... γάλα-γιαούρτι... χόρτα-άγρια χόρτα... ξίδι-καλό ξίδι... ακούγεται ως τα σήμερα ο παλιατζής. Την ύπαρξη του θυμίζει η γνώριμη κραυγή «ρούχα, παλιά παπούτσια αγοράζω», παραλλαγμένη λίγο σε: «όλα τα παλιά αγοράζω» — μια και τα μεταχειρισμένα είδη ρουχισμού ζητιούνται πια όλο και λιγότερο.
Επίγονος των παλιών ο σημερινός παλιατζής, όχι πια με το σακούλι στον ώμο, ούτε βέβαια με κάρο, αλλά μηχανοκίνητος κι εκλεκτικός στις επιλογές του, είναι απ'τους τελευταίους συνεχιστές των μορφών της οικονομίας αιώνων περασμένων...
Πολλοί απ'τους πρόσφυγες ξεκινούσαν σαν γυρολόγοι με τις σούστες τους για να καταλήξουν κάθε μέρα στην πλατεία Αβησσυνίας και να διαθέσουν εκεί το ετερόκλητο εμπόρευμα τους, στους μόνιμους μαγαζάτορες.
Από προσωπικές μαρτυρίες υπάρχουν στοιχεία για την αυτοσχέδια οργάνωση αυτού του εμπορίου.
Εκτός απ'τους αυτοκέφαλους γυρολόγους υπήρχε κι ένα είδος προλεταριάτου του επαγγέλματος.
Χαρακτηριστική είναι η παιδική ανάμνηση ενός απ'τους λίγους σημερινούς παλαιοπώλες της Ηφαίστου.
Θυμάται τα πρωινά, στην πλατεία Αβησσυνίας, τον άνθρωπο με το καμπανάκι ανεβασμένο σε καρέκλα, να το χτυπάει συγκεντρώνοντας έτσι γύρω του παλιατζήδες με τσουβάλια — καμιά δεκαριά νοματαίους συνήθως. Τους μοίραζε λεφτά και σκορπίζανε. Το βράδυ τους περίμενε να του φέρουν το «πράμα». Παραλάβαινε τη συγκομιδή της ημέρας, δίνοντας τους ένα μικροποσό για αμοιβή και διακινούσε ο ίδιος το εμπόρευμα που του είχαν μαζέψει από κάθε γωνιά της Αθήνας...
Όλο και σε μεγαλύτερη κλίμακα το Μοναστηράκι μετατρέπεται σε αγορά των φτωχών που καταφεύγουν εδώ για να καλύψουν τις πρωταρχικές τους ανάγκες.
Αυτή η φάση της ζωής της πλατείας και των γύρω στενών, σαν περιθωριακού εμπορικού κέντρου, συνεχίζεται μέχρι τα ύστερα μεταπολεμικά χρόνια.
Στην πλατεία Αβησσυνίας, τα πρωινά της Κυριακής, το «Γιουσουρούμ» έχει γίνει πια θεσμός.
Η επωνυμία «Γιουσουρούμ» έρχεται απ'το όνομα ενός Εβραίου εμπόρου της περιοχής που είχε το μαγαζί του εκεί κοντά. Ο Νώε Γιουσουρούμ υπήρξε απ’ τις πιο γνωστές φυσιογνωμίες της αγοράς κι ένα άλλο μέλος της ίδιας οικογένειας εμπόρων, ο Η. Γιουσουρούμ, ήταν αντιπρόεδρος του Σωματείου Παλαιοπωλών απ’ το 1912.
Η αρχική επωνυμία Γιουσουρούμ, πρέπει στη συνέχεια να χρησιμοποιήθηκε στη γενική, για να δηλώσει το μαγαζί του Γιουσουρούμ, στου Γιουσουρούμ, και τελικά ο ίδιος ο χώρος και το υπαίθριο παζάρι της Κυριακής, σαν όνομα ουδέτερο: το Γιουσουρούμ.
Πιθανότατα ο ήχος του ονόματος, ευκολοσυγκράτητος από τ'αυτιά των Ελλήνων της Μικρασίας σαν ήχος ανατολίτικος, να συντέλεσε στο βάφτισμα κι ο ίδιος ο υπαρκτός Γιουσουρούμ να μην είχε άμεση σχέση με την εβδομαδιαία αγορά.
Έτσι, κάθε Κυριακή πρωί, εδώ και δεκαετίες, το Μοναστηράκι σαν έννοια ταυτίζεται με την εφήμερη αγορά της πλατείας Αβησσυνίας, επιβίωση και παραλλαγή της εβδομαδιαίας αγοράς της τουρκοκρατίας.
Τα «τσόλια» είναι οι πωλητές της Κυριακής, οι άνθρωποι που στρώνουν στο πεζοδρόμιο, αρχικά όχι σ’ αυστηρά καθορισμένη θέση, το τσόλι τους (απ'το τούρκικο τσουλ, που σημαίνει πεζοδρόμιο) κι εκεί πάνω μπορούν ν'απλώσουν οποιαδήποτε αντικείμενα θέλουν να πουλήσουν, φτάνει να 'ναι μεταχειρισμένα.
Μια και κανονισμοί συγκεκριμένοι δεν υπάρχουν στην αρχή, επικρατεί το δίκαιο του ισχυρότερου. Μάχες σωστές δίνονται στην πρώτη περίοδο του Γιουσουρούμ, για μια θέση στο πεζοδρόμιο. Με το σπαθί σου κέρδιζες τη θέση — όπως λένε οι παλιοί έμποροι.
Οι πωλητές αυτοί μπορούσε να 'ναι και άνθρωποι που τις υπόλοιπες μέρες της βδομάδας ασκούσαν οποιοδήποτε άλλο επάγγελμα και συμπλήρωναν το πενιχρό τους εισόδημα μ'αυτήν την ευκαιριακή απασχόληση.
Σιγά σιγά, βέβαια, οι πωλητές μονιμοποιούνται κι οι θέσεις τους στο πεζοδρόμιο παγιώνονται. Έστω και χωρίς γραμμένους νόμους έρχεται μια σχετική ισορροπία στη διανομή του χώρου.
Συχνά οι παλιατζήδες ταξιδεύουν με το καράβι της γραμμής απ'το νησί τους, ή με το λεωφορείο απ'την ορεινή επαρχία, για να πουλήσουν ό,τι συγκέντρωσαν στις εβδομαδιαίες τους εξορμήσεις απ'τα χωριά της περιοχής τους, στο Γιουσουρούμ της Κυριακής.
Πολλές φορές όμως, φτάνει απ'την επαρχία εμπόρευμα διαλεχτό που δεν μπορεί να πουληθεί σ'ένα πρωινό, και τότε καταλήγει στους μόνιμους καταστηματάρχες.
Δεν είναι μύθος: συχνές ήταν μέχρι εδώ και λίγα χρόνια ακόμα, οι περιπτώσεις ανταλλαγής ολοκαίνουργιων γυαλιστερών εικόνων με παλιές και μαυρισμένες που κατέβαιναν απ'τα εικονοστάσια των σπιτιών, χωρίς ενδοιασμούς της νοικοκυράς — που ανανέωνε έτσι τους εφέστιους θεούς της. Άλλωστε, η ίδια αυτή θεοσεβούμενη νοικοκυρά, ίσως κάποτε είχε καλοπροαίρετα βοηθήσει στον εξωραϊσμό της παλιάς εκκλησίας και το ευσυνείδητο σκέπασμα των φθαρμένων τοιχογραφιών της με άσπιλο ασβέστη. Τουλάχιστον μέχρι πριν από δυο δεκαετίες ποιος να την ενημερώσει για τις επιπτώσεις αυτού του «νοικοκυρέματος»;
Απ'αυτές τις συναλλαγές έμεναν ικανοποιημένες κι οι δυο πλευρές. Κερδισμένος όμως δεν ήταν ούτε ο πλανόδιος παλιατζής, που πολλές φορές δεν πληρωνόταν καν με το κομμάτι παραδίνοντας στον Αθηναίο παλαιοπώλη-καταστηματάρχη το εμπόρευμα του...
Κάθε μέρα, γύρω στις δώδεκα το μεσημέρι, με τρίκυκλα και φορτηγάκια σήμερα, έρχεται το «πράμα» στην πλατεία Αβησσυνίας δημιουργώντας για λίγο μια καθημερινή κίνηση. Μετά από ένα είδος πρόχειρου «πλειστηριασμού» το εμπόρευμα περνάει στα χέρια των εμπόρων με τα μόνιμα στέκια ή και στους καθημερινούς πιστούς της πλατείας.
Αν ο χώρος κι η μορφή των συναλλαγών στο Μοναστηράκι ελάχιστα αλλάζουν απ'το 1925 και πέρα, αυτό που σταδιακά διαφοροποιείται είναι το ίδιο το εμπόρευμα.
Όσο το βιοτικό επίπεδο παραμένει χαμηλό, τα είδη που περισσότερο κινούνται είναι τα είδη πρώτης ανάγκης.
Μεταχειρισμένα παπούτσια, ρούχα, ντουλάπες, τραπέζια, αγορασμένα στο Μοναστηράκι, αποτελούν λύση προσιτή για όλους τους νεόφερτους στην Αθήνα επαρχιώτες, εργένηδες, ζευγάρια, φοιτητές.
Σίγουρα, πολλά απ'τα πολύτιμα αντικείμενα που στην κατοχή άλλαξαν χέρια για ένα τενεκέ λάδι πήραν το δρόμο για το Μοναστηράκι. Και πολλά απ'αυτά θα παίξουν ρόλο πρωταγωνιστικό στις συναλλαγές αρκετά αργότερα, όταν οι συνθήκες ζωής καλυτερέυουν κι οι ανάγκες διαφοροποιηθούν.
Μετά το 1950, η εσωτερική μετανάστευση που δημιουργεί τα γκέτο των άσπρων τσιμεντένιων κύβων στις παρυφές της πόλης, αμέσως μετά τον εμφύλιο, δημιουργεί και νέους πελάτες για το Μοναστηράκι. Αυτά που ζητιούνται για την επίπλωση των σπιτιών, με το μοναδικό συχνά δωμάτιο, είναι τα απολύτως στοιχειώδη: Ντουλάπα μονόφυλλη, κρεβάτια, τραπέζι, και καρέκλες τέσσερις...
Αντίθετα, όταν λίγο αργότερα αρχίζει ο οικοδομικός οργασμός που θα επιδράσει καθοριστικά, κι ανεπανόρθωτα ίσως, στη φυσιογνωμία της Αθήνας, τα παλιατζήδικα αρχίζουν να δέχονται τα προϊόντα των κατεδαφίσεων των μονοκατοικιών, σπιτιών μεσοαστικών στην πλειοψηφία τους.
Απ'τα έπιπλα, τα πρώτα θύματα είναι οι ντουλάπες, γιατί ο χώρος που πιάνουν στα πολύτιμα λιγοστά τετραγωνικά των διαμερισμάτων πρέπει να διαφυλαχθεί, κι οι εντοιχισμένες ντουλάπες αυτόματα τις καταργούν. Τα «πολλά ντουλάπια» είναι το διαφημιστικό σλόγκαν των εργολάβων και το όνειρο των νοικοκυρών του 1955.
Αλλά η ψυχολογική ανάγκη της ανανέωσης, η ιδεολογία του «μοντέρνου» — κυρίαρχη των μεταπολεμικών χρόνων, διώχνει απ'τα καινούργια σπίτια κι οτιδήποτε θυμίζει τις κλειστές σάλες με τ'άσπρα καλύμματα, τους μπουφέδες που δυνάστευαν τις μεσοαστικές τραπεζαρίες, τα σκαλιστά έπιπλα που απαιτούν πολύ χρόνο για να καθαριστούν. Κι ο χρόνος αρχίζει να γίνεται όλο και πιο πολύτιμος στη μεγαλούπολη που μετατρέπεται η Αθήνα...
Οι φωνές των πλανόδιων πωλητών λιγοστεύουν, μια και δύσκολα πια φτάνουν μέχρι τα υψηλότερα πατώματα. Ο παλιατζής όμως επιζεί και μ'αντάλλαγμα μηδαμινό, σχεδόν σα χάρη, παίρνει απ'το σπίτι όλα τα ενοχλητικά κατάλοιπα των παλιών καιρών.
Έτσι, συσσωρεύονται στις αποθήκες των εμπόρων έπιπλα, λάμπες, ρολόγια, βάζα, καθρέφτες, φωτογραφίες, δίσκοι, μουσικά όργανα, οτιδήποτε μπορεί ν'αντικατασταθεί από κάτι που να 'χει γραμμή απλή, κάτι καινούργιο που δίνει μια αίσθηση απελευθέρωσης στα νέα ζευγάρια της μεταπολεμικής εποχής.
Η δεκαετία του ‘60, που τόσο καθοριστικό ρόλο έπαιξε στη διαμόρφωση του αστικού τρόπου ζωής στον τόπο μας, φέρνει μαζί της και τα πρώτα σπέρματα του καταναλωτισμού. Δημιουργούνται, ή έστω κατασκευάζονται, νέες ανάγκες χάρη στην αύξηση της ευημερίας.
Παράλληλα με τη θεοποίηση της απλότητας στη γραμμή, που εκφράζεται με τη μεταμόρφωση ενός μεγάλου μέρους των αθηναϊκών σπιτιών σε «δανέζικα», αρχίζει σιγά σιγά να υπάρχει ζήτηση και για «αντίκες». Δυο όροι που υιοθετούνται απ'τη νεοαστική γλώσσα και μαζί με το ουίσκι, το τόουστ, το νεσκαφέ, τα στερεοφωνικά συγκροτήματα, τα μαγνητόφωνα, αποτελούν αδιάψευστα πειστήρια του κοινωνικού ανεβάσματος και της ευημερίας όσων τ'αποκτούν.
Αυτή είναι κι η δεκαετία της καμπής για την εμπορική κίνηση του Μοναστηρακιού. Το παλιό ρούχο και παπούτσι υπάρχει ακόμα σαν είδος εμπορεύματος, αλλά το ανέβασμα του βιοτικού επιπέδου μικραίνει τον κύκλο των ενδιαφερομένων.
Αντίθετα, το «περιττό» παλιό αντικείμενο αρχίζει να ζητιέται όλο και πιο πολύ.
Χαρακτηριστικά των κυριακάτικων πρωινών του χειμώνα στο Γιουσουρούμ πρόσωπα, δεν είναι μόνο οι άνθρωποι που φτάνουν ως αυτή την αγορά, γιατί δεν έχουν άλλη εκλογή.
Ζευγάρια νέα κυρίως, και γενικά άνθρωποι χωρίς ίσως μεγάλη οικονομική άνεση, αλλά ενός κάποιου μορφωτικού επιπέδου, σταματούν, ψάχνουν, βολιδοσκοπούν, παζαρεύουν.
Σιγά σιγά η λάμπα του πετρελαίου που διώχτηκε σαν άχρηστο κι ενοχλητικό ενθύμιο δύσκολων καιρών, ξαναμπαίνει θριαμβευτικά σαν τρόπαιο στο καινούργιο σπιτικό, προκαλώντας συχνά την έκπληξη και τον καγχασμό των ανθρώπων της αμέσως προηγούμενης γενιάς που έζησε τον πόλεμο, την κατοχή, την μεταπολεμική επαρχία. Η εσωτερική μετανάστευση που τους έφερε στην πρωτεύουσα, τους δημιούργησε άλλα πρότυπα ζωής και καθόλου δεν νιώθουν την ανάγκη να ξαναδούν μπροστά τους όσα πρόθυμα πέταξαν σαν συνυφασμένα με τη μιζέρια και τη στέρηση.
Η τακτική κυριακάτικη πελατεία μένει γι'αρκετό διάστημα καθαρόαιμα ελληνική, με μερικές μόνο προσμίξεις τουριστικού στοιχείου τους καλοκαιρινούς μήνες.
Έτσι, η επαρχία κυρίως, τροφοδοτεί συνεχώς τα παλαιοπωλεία και την εφήμερη εβδομαδιαία αγορά, αλλά τα πλαίσια των κερδών μένουν λογικά, μια κι οι οικονομικές δυνατότητες των αγοραστών είναι συχνά περιορισμένες.
Όμως, με προσοχή φυλάγεται τώρα στις αποθήκες των μαγαζιών το εμπόρευμα «πολυτελείας», αφού όλα δείχνουν πως θ'αυξηθεί η ζήτηση κι οι τιμές του και πως το μέλλον ανοίγεται λαμπρό για τις «αντίκες».
Περιστατικά, ακραία ίσως αλλ'αληθινά, που διηγούνται σήμερα οι παλιοί έμποροι για τη δεκαετία του '50, δεν πρόκειται φυσικά να επαναληφθούν: για τις πολυθρόνες Λουΐ-Φιλίπ που κάηκαν για ζεστασιά μια χειμωνιάτικη μέρα στην πλατεία Αβησσυνίας, αφού καιρό είχαν μείνει στα αζήτητα, ή τα νομίσματα του Καποδίστρια που λιώθηκαν για μέταλλο στο χωνί! (Ένα τέτοιο νόμισμα σήμερα πουλιέται 60 με 70 χιλιάδες δραχμές...)
Αντίθετα, μετά το 1966, το τουριστικό ρεύμα που συνεχώς μεγαλώνει, κι η αγοραστική δύναμη των ξένων επισκεπτών, δυσανάλογα μεγαλύτερη απ'των ντόπιων, ανεβάζει τις τιμές. Και φέρνει στην άλλοτε αγορά των φτωχών, έργα τέχνης πολλές φορές, που τώρα πάντα βρίσκουν αυτόν που θα τ'αγοράσει.
Τα παλαιοπωλεία, άλλοτε λιγοστά, του Μαρτίνου, του Βιτάλη, του Ζαρακοβίτη, τώρα πολλαπλασιάζονται.
Το Μοναστηράκι γίνεται «κοινός τόπος». Πόλος έλξης σε άμεση σειρά προτεραιότητας για τους τουρίστες, μετά την Ακρόπολη και τους τσολιάδες...
Αποτυπώνεται σε ταινίες, γίνεται τραγούδι'η εκκλησία, το τζαμί του, οι πραμάτιες του, πλάνα φωτογραφικά.
Ενώ η κίνηση αρχικά περιοριζόταν τις καθημερινές στην Πανδρόσου, τώρα κατεβαίνει πιο κάτω. Οι βιοτέχνες σταδιακά εξαφανίζονται και το σφυρί του σιδερά αποσύρεται απ'την αρχαιότερη κοιτίδα του: την οδό Ηφαίστου. Στα κατάβαθα των κτιρίων που άλλοτε στέγαζαν στις προσόψεις τους τα εργαστήρια τους, λίγοι μόνο τεχνίτες δουλεύουν ακόμα. Τα νοίκια της περιοχής ανεβαίνουν. Στα χρόνια που ακολουθούν το 1970, όλοι αγοράζουν παλιά. Έλληνες και ξένοι. Η ανάγκη της πολυτέλειας έχει προ πολλού αντικαταστήσει τη στροφή προς την απλότητα, της εποχής του '55. Τα μαγαζιά γεμίζουν από παλιά διακοσμητικά αντικείμενα και έπιπλα — γνήσια ή απομιμήσεις αδιάφορο. Το Μοναστηράκι παρουσιάζει τις καθημερινές κίνηση που άλλοτε μόνο τις Κυριακές συναντιόταν.
Η μεγάλη ζήτηση παλιών μαζί της φέρνει και την απάτη. Όπως και στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες όπου το παλιό από χρόνια αποτελεί αντικείμενο σοβαρής συναλλαγής και γι'αυτό δίπλα στο γνήσιο υπάρχει και το πλαστό, έτσι κι η ελληνική αγορά σιγά σιγά νοθεύεται. Το παλιό αρχίζει λίγο λίγο να «κατασκευάζεται» με τρόπους έντεχνους. Παράλληλα, το φαινόμενο της δημοπρασίας, σχεδόν άγνωστο στην Ελλάδα, γύρω στα 1978 γίνεται γνώρισμα συνηθέστατο, όχι μόνο της ζωής της Αθήνας αλλά και της επαρχίας.
Ο συνήθως γραφικός ή και σοβαροφανής «αντικέρ», με το σφυράκι στο χέρι, με γνώσεις που ποικίλλουν και που συνήθως το επίπεδο τους είναι ανάλογο με το ακροατήριο στο οποίο απευθύνεται, γίνεται μορφή χαρακτηριστική που συναντιέται και στο Μοναστηράκι αλλά και στις μεγάλες αίθουσες των ξενοδοχείων του μαζικού τουρισμού. Δημιουργεί γούστο και περιβάλλον σε απειράριθμα αστικά διαμερίσματα.
Τα βάζα με τα μαγικά ονόματα Σατσούμα, Σεβρ, Λιμόζ, τα έπιπλα σε στυλ Αμπίρ ή κάποιου από τους Λουδοβίκους, είναι περγαμηνές που προσθέτουν κύρος. Είτε υποτίθεται πως προέρχονται από το πατρογονικό αρχοντικό, είτε δηλώνεται στον φιλικό κύκλο πως αγοράστηκαν σε δημοπρασία, το αποτέλεσμα είναι περίπου το ίδιο αφού η συμμετοχή α αυτήν αποτελεί έτσι κι αλλιώς δείγμα κοινωνικής ανόδου...
Στο Μοναστηράκι, μετά το 1970, εμφανίζονται άνθρωποι που διαθέτουν κεφάλαια αλλά ξένοι στο επάγγελμα, όπως συμβαίνει σε πολλές τουριστικές επιχειρήσεις και σε πολλές τουριστικές περιοχές.
Τα νοίκια συνεχώς ανεβαίνουν. Υπάρχουν περιπτώσεις που δόθηκαν ποσά υπέρογκα σαν «αέρας» για μαγαζιά.
Οι βιοτέχνες εκτοπίζονται σχεδόν ολοκληρωτικά, η ποιότητα του εμπορεύματος κάθετα πέφτει, η παραγωγή των σουβενίρ γίνεται μαζική. Το ίδιο αντικείμενο που πουλιέται στο Μοναστηράκι, βρίσκεται πανομοιότυπο και στην Ύδρα, και στους Δελφούς και στη Σαντορίνη και στο Κανάλι (της Κορίνθου).
Το κόσμημα, συχνά αντίγραφο των μουσειακών εκθεμάτων, ιδιαίτερα ζητιέται. Μόνο που οι κοσμηματοπώλες, που κατακλύζουν την Πανδρόσου, δεν είναι πια κατασκευαστές τεχνίτες αλλά απλοί μεταπράτες.
Η γούνα επικρατεί, απ'το Μοναστηράκι μέχρι τη Ρόδο. Προβάλλεται στη βιτρίνα κατάλληλα φωτισμένη ή ανεμίζει, δημοκρατικά κρεμασμένη στην είσοδο του καταστήματος — ανάλογα με την καταγωγή του ζώου που θυσιάστηκε για την κατασκευή της. Οι ξένοι που τον Αύγουστο κυκλοφορούν στην Πανδρόσου καταπονημένοι απ'το σαράντα υπό σκιάν, σε μόνιμη βάση εκφράζουν την απορία για το πώς γίνεται να κατεβαίνει τόσο το θερμόμετρο σ'αυτή την πόλη το χειμώνα, ώστε να είναι ή γούνα απαραίτητο ενδυματολογικό συμπλήρωμα των Ελληνίδων. Φυσικά, η ερμηνεία του φαινομένου βρίσκεται στο κόστος των εργατικών χεριών και τη δεξιοτεχνία τους να συνθέτουν, συχνά απ'τα άχρηστα μικρά κομμάτια, ολόκληρα παλτά. Αυτά μπορεί να μη ξεγελούν το έμπειρο μάτι, ικανοποιούν όμως απόλυτα τις ανάγκες και τη ματαιοδοξία του μέσου όρου των πελατών.
Η σημερινή μαζικοποίηση του τουρισμού γεννάει και πλήθος εργαστηρίων όπου πρόχειρα αντιγράφονται παραστάσεις από αρχαία αγγεία. Με φανερή προτίμηση στις «διονυσιακές» σκηνές, που μεγεθύνονται σε ευρηματικότητα και σκανδαλίζουν, γι'αυτό κι είναι απ'τις πιο δημοφιλείς στους αγοραστές — επισκέπτες. Κι εδώ το πορνό θριαμβεύει και, κυρίως, «πουλάει».
Όπως και σε κάθε εμπόριο που ανθίζει, υπάρχουν παράλληλα κι έργα αντιγραφικά αληθινής τέχνης, αλλ'αυτά εξαιτίας της τιμής τους απευθύνονται σε περιορισμένο αριθμό αγοραστών, που ολοένα λιγοστεύει, μια και στον τουρισμό η ποσότητα είναι οπωσδήποτε αντίστροφα ανάλογη με την ποιότητα.
Τα γνήσια μπακίρια της Ηφαίστου κι η παραγωγή άλλων ελληνικών κέντρων αυτής της βιοτεχνίας δεν επαρκούν πια στη ζήτηση. Εδώ και λίγα χρόνια, ένα μέρος απ'το εμπόρευμα που πουλιέται σε μας, έρχεται απ'τη Λιβύη και την Αίγυπτο.
Η προβολή της μεσαιωνικής τέχνης τα τελευταία χρόνια σε επίπεδο διεθνές, δημιουργεί και τη μεγάλη ζήτηση εικόνων. Η βυζαντινή τέχνη, τέχνη «εξωτική» για τα δυτικά μάτια, γίνεται αντικείμενο μόδας. Η σπανιότητα τους, μια κι οι πηγές στην Ελλάδα έχουν σχεδόν εξαντληθεί καθώς το χωριό δύσκολα πια ξεγελιέται απ'τις προσφορές των κυνηγών εικόνων, δημιουργεί και κλοπές από μονές και εκκλησίες, αλλά και τη μαζική παραγωγή αντιγράφων. Αντιγράφων κακών ίσως αλλά που, μια κι οι απαιτήσεις του τουρίστα δεν ξεπερνούν την αγοραστική του ικανότητα, ανταποκρίνονται στη ζήτηση κι όλοι μένουν ευχαριστημένοι.
Η ισοπέδωση του γούστου του μέσου ανθρώπου το κάνει ελαστικό. Η αναζήτηση της γνησιότητας είναι κάτι που χρειάζεται κόπο.
Κι ο άνθρωπος των «πακεταρισμένων διακοπών» που δε θέλει να μοχθήσει ούτε για να βρει ξενοδοχείο, ούτε για ν'αναζητήσει το τυπικά ελληνικό φαγητό που βρίσκεται στον κατάλογο αλλά όχι και στο τουριστικό μενού, ικανοποιείται και με το αντικείμενο που θεωρείται ελληνικό απλά και μόνο γιατί έχει, συχνά σε θέση περίοπτη, χαραγμένη τη χώρα προέλευσης του.
Ο μαίανδρος, το κομπολόι, το τσαρούχι, ο Μέγας Αλέξανδρος, το μπουζούκι, ο Παρθενώνας, είναι σύμβολα που δίνουν ταυτότητα ελληνική σ'οποιαδήποτε επιφάνεια τα φιλοξενεί και σ'οποιοδήποτε υλικό: από όνυχα μέχρι πλαστικό. Άσχετο αν ποτέ δεν είχαν κατασκευαστεί σε γνήσιο λαϊκό εργαστήρι μπουζούκια με μαιάνδρους, ή μεταλλικά πιάτα του τοίχου με τις Καρυάτιδες σε πρώτο πλάνο.
Το «Ελλαδέξ» του Σεφέρη αποδείχτηκε προφητεία που αλήθεψε ίσως γρηγορότερα απ όσο κι ο ίδιος είχε προβλέψει...
Οι λιγοστοί παλιοί έμποροι που 'χουν απομείνει στην περιοχή θεωρούν γεγονός ότι το Μοναστηράκι, σαν γνήσιος ελλαδικός χώρος, χάνει την ταυτότητα του. Κι η επισήμανση είναι καίρια.
Σίγουρα το Μοναστηράκι χάνεται.
Κι η Ακρόπολη χάνεται, όμως η κρατική πρόνοια έχει θετικά επέμβει για ν'ανασταλεί η φθορά.
Ο Παρθενώνας, η ξεχωριστή αυτή στιγμή της τέχνης που η σύγχρονη τεχνολογία κατέστρεψε, μπορεί πάλι με την κατάλληλη αξιοποίηση των δυνατοτήτων της ίδιας της τεχνολογίας, να σωθεί. Ο τρώσας και ιάσεται...
Ένας χώρος όμως όπως το Μοναστηράκι, που δεν είναι μόνο κτίσματα αλλά και ζωντανός οργανισμός, σαν κάθε αγορά, πώς μπορεί να σωθεί;
Το Μοναστηράκι, καθρέφτης των αναγκών της εποχής, γνήσιων ή υπαγορευμένων αδιάφορο, προσφέρει ό,τι ζητιέται, όπως από πάντα πρόσφερε.
Ξεκίνησε απ το τσαρούχι, το φέσι, το γύφτικο σκεπάρνι και τον καμουχά, το σαλέπι και το φρέσκο ψάρι.
Συνεχίστηκε σαν «μπαγιατοπάζαρο», κάλυψε τις ζωτικές ανάγκες του φτωχού με το μονοφόρι, φιλοξένησε κι εμπορεύθηκε κάθε έκφραση της ζωής του τόπου που καταστάλαξε σαν ιστορία στις σκοτεινές του γωνιές και τα πανέρια του: Το φωνόγραφο με το χωνί και τους απόηχους του μεσοπολέμου καταγραμμένους σε βακελίτη. Τις βλογιοκομμένες κορνίζες με τους φουστανελοφόρους προγόνους — εξορισμένους απ τις εστίες τους σ'εποχές κοινωνικής ανόδου των απογόνων. Τους αγίους που απαρνήθηκαν το εικονοστάσι με το καντήλι και τα στέφανα, μετακομίζοντας απ'την κρεβατοκάμαρα στο «καθιστικό», μ'ενδιάμεσο σταθμό το Μοναστηράκι.
Τα ολάνθιστα «δοχεία νυκτός» που, δίχως πουριτανισμούς, τοποθετήθηκαν σαν ανθοδοχεία πάνω στα χαμηλά τραπεζάκια με το ουίσκυ και τα φυστίκια, σε συνύπαρξη αρμονική...
Και στο Μοναστηράκι μπορεί το κράτος ν'αναστηλώσει τα κτίρια, να δημιουργήσει κι άλλους πεζόδρομους, να υπαγορεύσει, να απαγορεύσει, να επέμβει σωστικά, όπως άλλωστε πολύ σωστά κάνει.
Στην πορεία του τη σημερινή όμως σαν αγοράς, πώς να επέμβει κανείς «εκ των άνω», να την ανακόψει και να τη βάλει στο «σωστό» κανάλι;
Γύρω απ'την πλατεία αυτή καταγράφεται ένα μέρος απ'την καθημερινή ζωή της Αθήνας.
Η ποιότητα της είναι που καθρεφτίζεται στις προθήκες των μαγαζιών περιοχής.
Κι η ευθύνη γι'αυτή την ποιότητα είναι ευθύνη συλλογική...
ΛΙΖΑ ΜΙΧΕΛΗ
«ΜΟΝΑΣΤΗΡΑΚΙ ΑΠ'ΤΟ ΣΤΑΡΟΠΑΖΑΡΟ ΣΤΟ ΓΙΟΥΣΟΥΡΟΥΜ»
ΩΚΕΑΝΙΔΑ 1984