Quantcast
Channel: Πίσω στα παλιά
Viewing all 12885 articles
Browse latest View live

Ανακάλυψη-«μυστήριο» με τη νεκρόπολη στο Φαληρικό Δέλτα

$
0
0


Ανακάλυψη-«μυστήριο» με τη νεκρόπολη στο Φαληρικό Δέλτα

Ογδόντα νεκροί, σε παράταξη, με σιδηρά δεσμά στα χέρια παραπέμπουν στις εξεγέρσεις της Αρχαίας Αθήνας επί Κύκλωνα και Μεγακλή

Εντυπωσιακές είναι οι εικόνες από τα ευρήματα στο Φαληρικό Δέλτα. Η αρχαιολογική σκαπάνη φέρνει στο φως ένα πολυάνδριο. Οι 80 νεκροί είναι τοποθετημένοι σε παράταξη και φέρουν σιδηρά δεσμά στα χέρια.

Στην πλειοψηφία τους δεμένοι πισθάγκωνα με αλυσίδες, τους οποίους οι αιρχαιολόγοι συχνά τους αναφέρουν ως «οι αιχμάλωτοι του Φαλήρου». Επίσης. εκτός από το γεγονός ότι οι σκελετοί ήταν αλυσοδεμένοι, οι νεκροί είχαν πεταχτεί μέσα στους λάκκους, γεγονός εξαιρετικά παράδοξο για τα ήθη των αρχαίων.



Κάποιοι σκελετοί βρέθηκαν μέσα σε πιθάρια και ανήκουν σε βρέφη και παιδιά. Περίπου 5% είναι αποτεφρωμένοι ενώ ένας σκελετός βρέθηκε μέσα σε ξύλινη βάρκα που χρησιμοποιήθηκε ως φέρετρο.


Όπως είπε η έφορος αρχαιοτήτων Δυτικής Αττικής, Πειραιώς και Νήσων Στέλλα Χρυσουλάκη, το πολυάνδριο (ομαδικές ταφές ανδρών που έπεσαν όλοι μαζί) ήρθε στο φως τις τελευταίες 20 μέρες, μόλις μισό μέτρο κάτω από το αρχαίο έδαφος. Εχει εξεταστεί μακροσκοπικά το 50% των σκελετών και ανήκουν όλοι σε άνδρες καλοζωισμένους και, εκ πρώτης όψεως, χωρίς κατάγματα. Η πρώτη σκέψη της κ. Χρυσουλάκη για τον τρόπο θανάτου τους είναι πως ίσως έγινε σφαγή τους και ότι επρόκειτο για εκτέλεση.



Ολοι έχουν σιδερένια δεσμά στα χέρια, εκτός από έναν, στην άκρη του σκάμματος, ο οποίος έχει δεσμά στα πόδια. Οι δεσμώτες όμως δεν ήταν κοινοί κατάδικοι. Είναι τοποθετημένοι κατά παράταξη και έχουν δύο οινοχόες, από σπονδές. Δύο μικρά αγγεία, πολύτιμα όμως αφού χάρη σε αυτά ο τάφος χρονολογείται περί το 632 π.Χ. Τότε που ξεκινά η ιστορία του Κύλωνα.



Από την άποψη της ταφονομίας, στο σημείο αυτό της νεκρόπολης εμφανίζεται για πρώτη φορά μια συνεπής διάταξη στο χώρο, τόσο για τις ταφικές πυρές όσο και για τους κιβωτιόσχημους τάφους και σαφής προσανατολισμός Β-Ν που είναι παράλληλος με την αρχαία ακτογραμμή.



Ο τελευταίος νεκρός που αποκαλύφθηκε στις 31 Μαρτίου, έχει δεμένα πόδια, πράγμα που ίσως συνδέει το πολυάνδριο της Εσπλανάδας με τους αποτυμπανισμένους που αποκαλύφθηκαν έναν αιώνα νωρίτερα, σύμφωνα με την κ. Χρυσουλάκη.

Το ΚΑΣ κλήθηκε να γνωμοδοτήσει ως προς τη διατήρηση ή όχι των αρχαιοτήτων που αποκαλύφθηκαν στην περιοχή δενδροφύτευσης του Κέντρου, αλλά λόγω των εντυπωσιακών ευρημάτων που παρουσίασε η επικεφαλής της ανασκαφής, το ΚΑΣ αποφάσισε να κάνει αυτοψία στο χώρο και να ζητήσει την ολοκληρωμένη πρόταση της εφορίας για την από εδώ και πέρα διαχείριση του χώρου. Το Ίδρυμα «Σταύρος Νιάρχος» στις συνεννοήσεις με την έφορο έχει καταστήσει σαφές ότι δεν πρόκειται να κάνει εκεί δεντροφυτεύσεις μετά τα ευρήματα όμως δεν έχει πάρει θέση για την συνολική διαχείριση του χώρου.

Η γενική γραμματέας του υπουργείου Πολιτισμού Μαρία Ανδρεαδάκη-Βλαζάκη αναφέρθηκε στην υπουργική απόφαση που προβλέπει τη δημιουργία μικρού μουσείου που θα περιλαμβάνει τα ευρήματα και σημείωσε ότι είναι απαραίτητο να υπάρξει πλήρης πρόταση από την εφορία αρχαιοτήτων.

Τα νέα ευρήματα παρουσιάζουν τεράστια ιστορική σημασία, γεγονός που απαιτεί τη συνεργασία της πολιτικής ηγεσίας με το Ίδρυμα, ώστε να υπάρξει κοινός σχεδιασμός για την ανάδειξη και συντήρηση των αρχαιοτήτων.

Τι είναι το «Κυλώνειον άγος»
Με το όνομα Κυλώνειον άγος έμεινε γνωστή στην ιστορία μια σειρά από δεινοπαθήματα και θεομηνίες που έπληξαν την αρχαία Αθήνα και που αποδόθηκαν στην οργή των θεών για τη σφαγή των οπαδών του Κύλωνα που συνέβη κάτω από τις ακόλουθες συνθήκες.

Όταν ο Θεαγένης κατέλαβε με πραξικόπημα την εξουσία στα Μέγαρα το 640 π.Χ. κατόρθωσε με τα μέτρα, που εφάρμοσε να επιφέρει μια μικρή σε διάρκεια, αλλά εμφανή ισορροπία στο εσωτερικό της πόλης. Αυτή η πραγματικότητα παρείχε στον Μεγαρέα τύραννο τη δυνατότητα να σχεδιάσει και να επιχειρήσει να ανατρέψει με πραξικόπημα το καθεστώς της Αθήνας και να εγκαθιδρύσει και εκεί τυραννικό πολίτευμα. Βασικός συνεργάτης του σε αυτό το εγχείρημα ήταν ο σύζυγος της κόρης του, Κύλων. Αν το σχέδιό τους είχε την επιθυμητή έκβαση τότε ο Κύλων θα γινόταν τύραννος της Αθήνας.

Ο Κύλων που ανήκε στην τάξη των ευγενών, είχε αναδειχθεί ολυμπιονίκης. Εκμεταλλευόμενος την δημοτικότητά που είχε αποκτήσει και έχοντας τη βοήθεια του πεθερού του Τυράννου των Μεγάρων Θεαγένη επιχείρησε να καταλάβει την εξουσία στην Αθήνα. Είχε μάλιστα πάρει και χρησμό από το Μαντείο των Δελφών που έλεγε: «εν του Διός τη μεγίστη εορτή καταλαβείν την Αθηναίων ακρόπολιν». Θεώρησε ότι η μεγαλύτερη γιορτή του Δία ήταν τα Ολύμπια. Κατά την διάρκεια της γιορτής των Ολυμπίων επιτρεπόταν στους ολυμπιονίκες στην επέτειο της νίκης τους να πηγαίνουν με συγγενείς και φίλους και να κάνουν θυσίες σε διάφορα ιερά της πόλης.

Εκμεταλλευόμενος τη συνήθεια αυτή αλλά και τη δυσαρέσκεια εκείνη των Αθηναίων, μαζί με τον αδελφό του και τους οπαδούς του κατέλαβε την Ακρόπολη το 632 π.Χ. Απέτυχε όμως γιατί ο τότε επώνυμος άρχων της Αθήνας ο Μεγακλής, πολιορκώντας την Ακρόπολη ανάγκασε τον μεν Κύλωνα και τον αδελφό του να διαφύγουν στα Μέγαρα, τους δε οπαδούς του να καταφύγουν ικέτες στον βωμό της Πολιάδος Αθηνάς. Τότε όσοι κατέφευγαν στους βωμούς θεωρούνταν προστατευόμενοι των θεών και συνεπώς ήταν απαραβίαστοι.

Οι οπαδοί όμως του Μεγακλή, ενώ τους υποσχέθηκαν πως αν βγουν από το ιερό δεν θα τους πείραζαν, παραβαίνοντας το πανελλήνιο εκείνο ιερό έθιμο, τους σκότωσαν προ του ιερού των Ευμενίδων, τη στιγμή που κατέρχονταν από την Ακρόπολη κρατώντας κατά την παράδοση ταινίες των οποίων η άλλη άκρη ήταν δεμένη στο βωμό, αφού προηγουμένως έκοψαν αυτές τις ταινίες.

Το έγκλημα αυτό των ικετών προκάλεσε τη φρίκη των Αθηναίων και τη γενική κατακραυγή και εκτός της Αθήνας, και οι δε Αλκμαιονίδες (οπαδοί του Μεγακλή) θεωρήθηκαν "εναγείς", ενώ αντίθετα οι συμπάθειες στράφηκαν προς τον Κύλωνα. Επακολούθησε σειρά στάσεων και ταραχών μέχρι το 597 π.Χ. που ανέλαβε ο Σόλων να συμβιβάσει τα αντιμαχόμενα μέρη παρακαλώντας τους "εναγείς"να υποβληθούν οικειοθελώς στην κρίση τριακοσιομελούς δικαστηρίου που θα αποφασίσει σχετικά. Οι Αλκμαιονίδες προ αυτής της κατακραυγής δέχτηκαν και το δικαστήριο τους καταδίκασε σε εξορία. Αποφάσισε μάλιστα να εκταφούν όσοι εν τω μεταξύ είχαν πεθάνει και να θαφτούν έξω από την πόλη.

Αν και εκτελέστηκε η απόφαση εκείνη, το «άγος» εξακολουθούσε να υφίσταται και φοβερή ασθένεια, λοιμός έπληξε την Αθήνα, με πολλούς θανάτους, τον οποίο οι πολίτες θεώρησαν ως θεία δίκη για το έγκλημα. Τότε λέγεται πως πάνω από την πόλη εμφανίσθηκαν να πλανώνται ψυχές νεκρών (φαντάσματα) και ένας δεισιδαίμονας φόβος κατέλαβε τους Αθηναίους. 
ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ


Εν Αθήναις...ένα διαφορετικό σπίτι

$
0
0


Εσωτερικό Πλακιώτικου σπιτιού κάποια χρόνια πρίν....αρκετά θα έλεγα.
Δεν ξεχνάω την μυρουδιά του ξύλου από τις εσωτερικές σκάλες
το γυάλισμα ....
Το σπιτικό γλυκό του κουταλιού και κυρίως το σερβίρισμα
στον ασημένιο δίσκο.
Τα κουταλάκια στο άδειο ποτήρι έπαιρνες ένα και στη συνέχεια από το κρυστάλινο μπώλ το νερατζάκι ....το χρησιμοποιημένο κουταλάκι το έβαζες
στο μισογεμάτο νεροπότηρο.
Ο επόμενος έπαιρνε καθαρό κ.ο.κ.
Οδηγίες στο παιδί όταν πήγαινε επίσκεψη η οικογένεια...
Πώς θα καθίσεις....να μην είσαι λαίμαργος...να λές ευχαριστώ πολύ...
να μην αγγίζεις τίποτα.
Κοιτούσες τα κάδρα....τις ανθοστήλες με τα ασημένια βάζα....τα έπιπλα.
Η μπαλκονόπορτα με θέα την Ακρόπολη έμοιαζε με πίνακας ζωγραφικής
και χάζευες.
Είχε πολλά δωμάτια και σκεφτόσουνα και θυμόσουνα την κάμαρα
της αυλής που όλοι οι καλοί χωρούσαν και το ράντζο που το έστηνε
η μάνα για να κοιμηθείς και το ξέστηνε το πρωϊ για να φτουρίσει
ο χώρος.
Και φεύγαμε....και έλεγε η συγχωρεμένη στον δρόμο....
"Δεν βαριέσε μεγάλα καράβια μεγάλες φουρτούνες..."
Και της έδινες το χαρτζιλίκι που σου είχε βάλει στην τσέπη η καλή κυρία
από το όμορφο Πλακιώτικο σπίτι για να αυγατίσει το οικογενειακό εισόδημα.

Πίσω στα παλιά

Έτσι τώχετε εσείς εδώ στην Αθήνα; Χάθηκε μια καλημέρα;

$
0
0


Έτσι τώχετε εσείς εδώ στην Αθήνα; Χάθηκε μια καλημέρα;

«Εμπήκε στο τραίνο από τον σταθμό του Θησείου. Άνθρωπος του λαού, μεσόκοπος, παρεπίδημος ίσως, ποιος ξέρει από ποίαν μακρυνήν επαρχίαν, φέρνοντας μαζή του, μέσα στο αθηναϊκόν περιβάλλον, τον αέρα -έναν αέρα απλότητος και εγκαρδιότητος- άλλων τόπων.

Ροδοκόκκινος, καλοθρεμμένος, πρόσχαρος, με ύφος ανθρώπου καλοζωισμένου και έχοντος την καλλιτέραν ιδέαν περί του κόσμου και των άλλων ανθρώπων. Ένα φλογώδες γαρύφαλλο, περασμένο σε μια κουμπότρυπα του γελέκου του -σακκάκι μ'αυτή τη ζέστη, δεν υπήρχε-, επρόσθετε κάποιον τόνον λαϊκής γκαλαντερί στον γηραλέον, που έφερεν υπερήφανα τα χρόνια του, χωρίς να φαίνεται ότι προσέχει στο βάρος των.

-Καλημέρα  σας! είπε μεγαλοφώνως, χαιρετώντας από την πόρτα τους άλλους επιβάτας. Και χρόνια πολλά!

Κανένας δεν του ανταπέδωσε τον απροσδόκητον χαιρετισμόν. Βλέμματα περίεργα υψώθησαν, μειδιάματα εχαράχθησαν, κάποιο ψιθυρισμοί αντηλλάγησαν και ο κύκλος της αδιαφορίας έκλεισε πάλιν γύρω του, ενώ ο περίεργος νεοφερμένος καταλάμβανε την θέσιν του, ξαφνιασμένος κάπως από την ανεξήγητην γι'αυτόν υποδοχήν των ευγενώς και καλοντυμένων ανθρώπων.



-Χάθηκε μια καλημέρα; μουρμούρισε σε λιγάκι μ'ένα ελαφρόν αναστεναγμόν και χωρίς κακίαν, ο αγαθός άνθρωπος. Ας είσαστε καλά...

Σε κάποιο βλέμμα επιβάτου, που έπεσεν επάνω του, εμάντευε κανείς την ομαδικήν απάντησιν όλων των άλλων προς τον σχετλιασμόν του αφελούς:

-Είχαμε ανάγκη από την καλημέρα σου, χριστιανέ μου; Και από τα "χρόνια πολλά σου"; Που σε είδαμε, που σε ξέρουμε; Μήπως σε είδαμε και χθες; Μήπως θα σε ξαναϊδούμε κι'αύριο; Από που κι'ως που αυτή η οικειότης; Στο σπίτι σου μπήκες εδώ μέσα ή στο σπίτι του ξαδέρφου σου; Εδώ είνε σιδηρόδρομος. Οι άνθρωποι μπαίνουν και κάθονται. Οι χαιρετούρες και τα "χρόνια πολλά"είνε περιττά. Μπορούνε να λείπουν χριστιανέ μου. Αλλά πού να μάθης να φέρνεσαι, κακομοίρη.

Το πρωτόκολλον όμως της καλής συμπεριφοράς του απλοϊκού ανθρώπου είχεν εντελώς διαφορετικούς κανόνας:

-Γιατί δηλαδή κύριοι; Έκανα λάθος λοιπόν που σας είπα την καλημέρα και τα "χρόνια πολλά", ημέρα που είνε σήμερα της Παναγίας; Έπρεπε να μπω σαν το γαϊδούρι εδωμέσα; Μέσα στο ίδιο μέρος βρεθήκαμε όλοι μας, δίπλα καθόμαστε, παρέα κάνουμε, χριστιανοί είμαστε όλοι, την ίδια Παναγία προσκυνούμε. Τι με κυττάτε; Έτσι τώχετε εσείς εδώ στην Αθήνα; Αυτή είνε η ευγένειά σας; Με συμπαθάτε χριστιανοί μου.



Δύο αντίθετα πρωτόκολλα είχαν συγκρουσθή. Το ένα της ψυχράς τυπικότητας και της στεγνής εθιμοτυπίας. Το άλλο της αφελούς εγκαρδιότητας και των αδελφικών τρόπων. Μπορεί ν'ακολουθούμεν το πρώτον. Αλλά θα ήτο λάθος μας να μη συγκινούμεθα από το δεύτερον».

(Χρονογράφημα του Παύλου Νιρβάνα στην "Εστία", Αύγουστος 1929)


Θωμάς Σιταράς (Αθηναιογράφος)
http://paliaathina.com/gr
http://www.protothema.gr/

The Rolling Stones – Γήπεδο Παναθηναϊκού- 17 Απριλίου 1967

$
0
0


Τέσσερεις ημέρες πριν το πραξικόπημα των Συνταγματαρχών, οι Βρετανοί Rolling Stones ανοίγουν τον χορό των ροκ συναυλιών στην Ελλάδα. Η συναυλία τους όμως στο γήπεδο του Παναθηναϊκού, η οποία μάλιστα θα «έκλεινε» την ευρωπαϊκή τους περιοδεία, έμελλε να είναι επεισοδιακή. Στις 9:30 το βράδυ, οι Stones ανεβαίνουν στη σκηνή και ανοίγουν τη συναυλία με το «Last Drive». Οι θεατές ξεπερνούσαν τις 10 χιλιάδες, ενώ η παρουσία των αστυνομικών στον χώρο ήταν αισθητή. Μάλιστα είχαν σαφείς εντολές να συλλάβουν όποιον παρεκτρεπόταν, δηλαδή όποιον… σηκωνόταν από τη θέση του για να χορέψει ή να χειροκροτήσει με ενθουσιασμό. 

Οι Βρετανοί συνεχίζουν το πρόγραμμά τους με τα τραγούδια Lady Jane, 19th Nervous Breakdown, Ruby Tuesday και Let’s spend the night together και λίγο πριν αρχίσουν να παίζουν το Satisfaction, o Mick Jagger αποφασίζει να ρίξει στους θεατές κόκκινα γαρύφαλλα. Μιας και ο ίδιος δεν μπορούσε να φτάσει στην εξέδρα, αναθέτει την «δουλειά» στον μάνατζερ της περιοδείας, Tom Keylock. Η πράξη θεωρήθηκε επαναστατική από την Αστυνομία και αμέσως έξι άνδρες της έπεσαν πάνω στον… άμοιρο μάνατζερ και τον έσπασαν στο ξύλο. Αμέσως μετά, οι υπεύθυνοι του γηπέδου με διαταγή της Αστυνομίας, κατέβασαν το γενικό και κάπως έτσι η πρώτη εμφάνιση της θρυλικής μπάντας στην χώρα έληξε άδοξα μέσα στο απόλυτο σκοτάδι. 

Τριάντα χρόνια μετά το φιάσκο του ’67,το 1998 στο ΟΑΚΑ, η Αστυνομία ήταν πιο… χαλαρή και το ελληνικό κοινό απόλαυσε (επιτέλους) το ιστορικό συγκρότημα χωρίς φασαρίες. 

Δείτε εδώ ένα βίντεο – αφιέρωμα στην επεισοδιακή συναυλία του ’67. 

http://www.in2life.gr

Πώς η Δικτατορία έπιασε στον ύπνο τη Δημοκρατία

$
0
0

Η ταξική επιδρομή των αξιωματικών, τα έξοδα της προστασίας από τους ξένους και το «τίμημα» της Κύπρου
Πώς η Δικτατορία έπιασε στον ύπνο τη Δημοκρατία
Ο τότε βασιλιάς Κωνσταντίνος με την κυβέρνηση των πραξικοπηματιών. Ανάμεσά τους ο Γεώργιος Παπαδόπουλος και ο Νικόλαος Μακαρέζος

Τη νύχτα της 20ής προς 21η Απριλίου 1967 έγινε στην Ελλάδα το «πραξικόπημα των συνταγματαρχών». Μια ομάδα αξιωματικών «άρπαξε» τα σχέδια επιβολής στρατιωτικού νόμου που είχε η ίδια συντάξει κατ'εντολήν της ανώτατης ηγεσίας του στρατεύματος, τα εφήρμοσε και κατέλαβε την εξουσία.

Το πραξικόπημα δεν ήταν κίνημα στρατιωτικό. Οπως απέδειξε η συνέχεια, ήταν επιδρομή ταξική*, η οποία πλήρωσε και... έξοδα προστασίας της από ξένους. Το «τίμημα» ήταν η Κύπρος και πληρώθηκε σε... αγνώστους.

Οπως αργότερα, μετά την πτώση της χούντας, απεκάλυψε η δημοσιογραφική έρευνα, μια ομάδα αμερικανών αξιωματικών, κατωτέρων βαθμών, είχε εγκατασταθεί στην Ελλάδα στα γραφεία της αμερικανικής στρατιωτικής αποστολής, στο κτίριο του ΜΤΣ. Η ομάδα αυτή είχε υποκαταστήσει την αμερικανική πρεσβεία στις σχέσεις της Ουάσιγκτον με την Αθήνα. Η αποστολή τους ήταν να ποδηγετήσουν τους απριλιανούς να λύσουν το Κυπριακό. Οταν το καλοκαίρι του 1973 η χούντα ανέτρεψε τον Μακάριο και οι Τούρκοι ξεκίνησαν την επίθεσή τους στην Κύπρο, εις μάτην οι χουντικοί αξιωματικοί αναζήτησαν τους αμερικανούς συνδέσμους, είχαν φύγει από την Αθήνα. Πώς εξαφανίστηκαν; Ο τότε αμερικανός πρέσβης στην Ελλάδα Χένρι Τάσκα δεν γνώριζε, είπε, την ύπαρξη και δραστηριότητα της ομάδας αυτής που είχε συμβουλέψει τη χούντα του Ιωαννίδη να... επεκτείνει την κυριαρχία της στην Κύπρο.

Ο ανώτατος άρχων, νεαρός, άπειρος και χωρίς ικανούς και έντιμους συμβούλους, δεν μπορούσε να παίξει τον ρυθμιστικό ρόλο του. Οι Ενοπλες Δυνάμεις ήταν, όπως γενικά επιστεύετο, φωλεά της Δεξιάς και κυρίως των ανακτόρων - για να αποδειχθεί τελικά ότι οι συνταγματάρχες της απριλιανής χούντας δούλευαν για δικό τους λογαριασμό.

Η απριλιανή δικτατορία υπήρξε η φυσική συνέπεια της ταραγμένης μεταπολεμικής περιόδου στην οποία κυριάρχησε ο «κομμουνιστικός κίνδυνος». Με τη Δεξιά να αποκαλεί  «συνοδοιπόρους» όσους δεν ήταν μαζί της και τον ανώτατο άρχοντα να χαρακτηρίζει «μίασμα» την άκρα Αριστερά, η πολιτική ζωή κατέρρευσε με τη διαβόητη αποστασία του 1965. Συνέπεια και αποτέλεσμα της αποστασίας υπήρξε το πραξικόπημα του Απριλίου 1967.

Τις ημέρες αυτές συμπληρώνονται 48 χρόνια από την αποφράδα εκείνη ημέρα του απριλιανού πραξικοπήματος. «Το Βήμα» δημοσιεύει σήμερα το κείμενο που ακολουθεί, το οποίο θα βοηθήσει τους νέους να πληροφορηθούν τα ελληνικά πάθη που έχουν σημαδέψει τη ζωή των γενεών που απέρχονται - έχοντας πληρώσει βαρύτατο τίμημα για τις υπερβολές της πολιτικής ηγεσίας στο εσωτερικό και τις ανοησίες στον χειρισμό των σχέσεων με τους ξένους.

Τα κείμενα που ακολουθούν περιέχονται σε υπό έκδοση βιβλίο του εκδότη της εφημερίδος κ. Σταύρου Ψυχάρη και στα αρχεία του «Βήματος» και των «Νέων».

* Ο Μορίς Ντιβερζέ στο έργο του «Εισαγωγή στην πολιτική» υποστηρίζει ότι οι δικτατορίες στις υπανάπτυκτες χώρες γίνονται από κατώτερους αξιωματικούς οι οποίοι προέρχονται από λαϊκές μάζες και συνδέουν τα κινήματά τους με κοινωνικά αιτήματα. Αναφέρει ως χαρακτηριστικά παραδείγματα τις περιπτώσεις της Αιγύπτου (Νάσερ), της Λιβύης (Καντάφι), της Αιθιοπίας (Χαϊλέ Μαριάμ) και του Ιράκ (Κάσεμ). Σε όλα πρωταγωνίστησαν συνταγματάρχες και όχι στρατηγοί.

Η μεγάλη νύχτα των συνταγματαρχών
Αυτή η νύχτα ήταν μεγάλη. Μέσα σε λίγες σκοτεινές ώρες κατελύθη η δημοκρατία στην Ελλάδα από ένα στρατιωτικό πραξικόπημα. Μια ομάδα συνταγματαρχών άρπαξε την εξουσία προλαβαίνοντας τους στρατηγούς που ήσαν έτοιμοι να δράσουν ως πραξικοπηματίες με τις ευλογίες του τότε ανωτάτου άρχοντος. Ο τότε βασιλεύς των Ελλήνων πιάστηκε κυριολεκτικά στον ύπνο.

Στο Τατόι παίζεται πριν από τα μεσάνυχτα το κορυφαίο θρίλερ της βραδιάς. Η εξοχική βασιλική κατοικία έχει περικυκλωθεί από πεζοναύτες, ενώ τρεις αξιωματικοί, ο  ταξίαρχοςΣτυλιανός Παττακός, ο συνταγματάρχης Γεώργιος Παπαδόπουλος και ο επίσης συνταγματάρχης Νικόλαος Μακαρέζος, κρούουν τη θύρα.

Στον αξιωματικό υπηρεσίας της βασιλικής φρουράς που ανοίγει την πόρτα λένε ότι «έγινε κίνημα των κομμουνιστών» και ο στρατός ανέλαβε την εξουσία στη χώρα. Ο αξιωματικός της φρουράς τούς λέει να περιμένουν και σπεύδει στο βασιλικό δωμάτιο να ενημερώσει τον βασιλιά, ο οποίος τελικά του λέει να οδηγήσει τους τρεις στο υπασπιστήριο όπου πηγαίνει και ο ίδιος. Οταν φτάνουν στην πόρτα οι τρεις αξιωματικοί, ο φρουρός τούς λέει ότι δεν μπορούν να μπουν μέσα αν δεν αφήσουν τα όπλα τους έξω.  Ο Παττακός εκνευρίζεται και αρνείται να αφήσει το όπλο.  Ο Μακαρέζος μένει σιωπηλός, ενώ ο Παπαδόπουλος σπεύδει να ηρεμήσει τα πνεύματα και λέγοντας «Κύριοι, αφήνουμε τα όπλα» αφήνει το πιστόλι του πάνω στο τραπέζι πρώτος.

Σε λίγο οι τρεις αξιωματικοί βρίσκονται ενώπιον του βασιλέως, από τον οποίο ζητούν να τους ακολουθήσει στο Πεντάγωνο διότι έχει εκραγεί το κομμουνιστικό κίνημα και οι Ενοπλες Δυνάμεις έχουν αναλάβει την εξουσία.

Ο Κωνσταντίνος έχει εξηγήσει, μιλώντας σε δημοσιογράφους χρόνια αργότερα, ότι ακολούθησε τους τρεις στο Πεντάγωνο επειδή εκτίμησε ότι η άρνησή του θα προκαλούσε αιματοχυσία. Είχε, εξήγησε, αντιληφθεί ότι η κατοικία στο Τατόι είχε περικυκλωθεί από κομάντος πεζοναύτες που είχαν στρατόπεδο στον Διόνυσο Αττικής, τους οποίους ως τότε θεωρούσε δικούς του.

Ο Παττακός εθεωρείτο και αυτός βασιλόφρων και μάλιστα από τους στενούς ανακτορικούς. Περί τούτου είχε διαβεβαιώσει τον Κωνσταντίνο ο στρατηγός Χρήστος Παπαδάτος, διοικητής  τότε της ΑΣΔΕΝ. Δηλαδή, υπεύθυνος για την ασφάλεια της πρωτεύουσας. «Ηταν» έχει αφηγηθεί ο Παπαδάτος «κουμπάρος μου ο Παττακός, ο ανάξιος και επίορκος».

Κατά την αφήγηση του στρατηγού Παπαδάτου το βράδυ εκείνο συνεδρίασε το Πειθαρχικό Συμβούλιο. Οταν τελείωσε η συνεδρίαση, σχεδόν μεσάνυχτα, ο Παπαδάτος έφυγε για το σπίτι του με ένα υπηρεσιακό τζιπ. Σε μια στροφή δύο τετράγωνα από το σπίτι του ο στρατηγός είδε τον γιο του να οδηγεί το ιδιωτικό του αυτοκίνητο και σταμάτησε και τον ρώτησε πού πάει τόσο αργά.

Ο γιος του τού απάντησε: «Μπαμπά, ήρθαν κάτι αξιωματικοί και στρατιώτες στο σπίτι να σε πάρουν γιατί έχουμε κομμουνιστικό κίνημα».

«Είδες καλά, παιδί μου; Μήπως αυτοί που ήρθαν ήσαν μεταμφιεσμένοι κομμουνιστές;».  

«Οχι»
 απάντησε ο νεαρός, ενώ ο πατέρας του έστριψε για να επιστρέψει στην ΑΣΔΕΝ. Εκεί ο στρατηγός μόλις έφτασε φώναξε τον αξιωματικό υπηρεσίας και τον ρώτησε τι συμβαίνει. Προτού εκείνος απαντήσει πέρασε μπροστά από το γραφείο του  στρατηγού ο συνταγματάρχης Αλεξανδρόπουλος, υπεύθυνος Τηλεπικοινωνιών της ΑΣΔΕΝ.
«Ελα 'δώ, Αλεξανδρόπουλε. Πού πας;».

Υστερα από μια στιγμιαία έκπληξη ο Αλεξανδρόπουλος είπε στον στρατηγό ότι είδε αναμμένα τα φώτα στα γραφεία της ΑΣΔΕΝ και ανέβηκε να δει μήπως συμβαίνει κάτι. Ο στρατηγός τον διέταξε: «Πήγαινε επάνω και βγάλε μου τα ανάκτορα αμέσως». Ο Αλεξανδρόπουλος πήγε, για να γυρίσει σε λίγα λεπτά και να πει ότι οι τηλεπικοινωνιακές γραμμές ήσαν όλες... κομμένες! Δεν υπήρχε τρόπος επικοινωνίας με τον έξω κόσμο.

Οσο αφελής κι αν ήταν ο στρατηγός, δεν χρειάστηκε μεγάλη προσπάθεια για να καταλάβει ότι οι «μικροί» (συνταγματάρχες) την είχαν φέρει στους «μεγάλους» (στρατηγούς).  Τα δύο τανκς κάτω από τους στύλους του Ολυμπίου Διός σημάδευαν από ώρα τα γραφεία της ΑΣΔΕΝ! Ο συνταγματάρχης Αλεξανδρόπουλος ήταν μέλος της «Επαναστατικής Επιτροπής» που οργάνωσε το απριλιανό πραξικόπημα αλλά αποστρατεύτηκε σύντομα για να αναλάβει την αναδιοργάνωση του ΟΤΕ. Το έργο του, όπως θα δούμε στη συνέχεια, στον ΟΤΕ πέτυχε. Σε άλλο σημείο της εξιστόρησης θα δούμε πώς απαγόρευσε στον Φον Ζίμενς να μπαίνει στα γραφεία του ΟΤΕ!

Την ώρα που ο Κωνσταντίνος ξεκινά για το Πεντάγωνο ο αρχηγός της Ενώσεως Κέντρου Γ. Παπανδρέου, αποκαλούμενος «Γέρος», δέχεται την «επίσκεψη» ενός στρατιωτικού τμήματος που του ζητούν να τους ακολουθήσει διότι έχει εκραγεί κομμουνιστικό κίνημα.

Ο «Γέρος» απαιτεί να τον αφήσουν να ντυθεί με την ησυχία του, να διαλέξει γραβάτα και μαντιλάκι. Η ομάδα τον περιμένει να ετοιμαστεί και ο Γ. Παπανδρέου σε λίγο παίρνει τον δρόμο για το στρατόπεδο στου Γουδή. Εκεί μεταφέρονται όλοι οι πολιτικοί  που συλλαμβάνονται στη διάρκεια της νύχτας από τις στρατιωτικές δυνάμεις που μετείχαν στο πραξικόπημα.

Το πραξικόπημα ξεκίνησε γύρω στις 9 το βράδυ της 20ής Απριλίου. Οι συνωμότες συναντήθηκαν σ'ένα διαμέρισμα στην οδό Φρύνης στο Παγκράτι και συζήτησαν τις τελευταίες λεπτομέρειες.

Σύμφωνα με το σχέδιό τους, τα διάφορα στάδια της επιχείρησης ήταν τα προβλεπόμενα στο σχέδιο «Προμηθεύς». Το σχέδιο αυτό, καταρτισμένο στο Πεντάγωνο, ήταν απόρρητο αλλά όχι παράνομο. Εν γνώσει της κυβερνήσεως είχε ετοιμαστεί στο πλαίσιο της θεωρίας ότι μπορεί να ξεσπάσει αιφνιδίως κίνημα κομμουνιστών και να χρειαστεί παρέμβαση των Ενόπλων Δυνάμεων για να εξουδετερωθεί κάθε απόπειρα καταλήψεως της εξουσίας.

ΤΟ ΣΥΝΘΗΜΑ ΓΙΑ ΤΟ ΠΡΑΞΙΚΟΠΗΜΑ
«Εφαρμόσατε σχέδιον “Προμηθεύς”»
Το σχέδιο «Προμηθεύς» είχε καταρτισθεί κατ'εντολήν των στρατηγών από τους επιτελικούς συνταγματάρχες. Η ομάδα των στρατηγών σιγοψιθύριζε ότι ο «Προμηθεύς» θα ετίθετο σε εφαρμογή αν το διέταζε ο βασιλεύς. Οι επιτελικοί συνταγματάρχες διαβεβαίωναν τους στρατηγούς ότι το σχέδιο είναι απόρρητο και οι ίδιοι ακοίμητοι φρουροί του.

Το πρωί της 20ής Απριλίου, παραμονής του πραξικοπήματος, έγινε μια σύσκεψη στρατηγών την οποία ορισμένοι συνταγματάρχες εκ των συνωμοτών, με επικεφαλής τον Γ. Παπαδόπουλο, εξετίμησαν ως τελευταίο σκαλοπάτι προς την επέμβαση του στρατού. Οι συνταγματάρχες, οι μυημένοι στη συνωμοσία, επικοινώνησαν τηλεφωνικώς μεταξύ τους και ο Γ. Παπαδόπουλος, ουσιαστικός αρχηγός της συνωμοσίας, έδωσε το σύνθημα για το πραξικόπημα.

Στη συνωμοσία του πραξικοπήματος δεν μετείχαν φυσικά οι πλείστοι των αξιωματικών που ήσαν νομιμόφρονες, γι'αυτό και εξαφανίστηκαν. Με την έναρξη του σχεδίου «Προμηθεύς» έφυγαν από το Πεντάγωνο απ'όλα τα σχήματα προς όλες τις μονάδες διαταγές ολιγόλογες.«Εφαρμόσατε σχέδιον "Προμηθεύς"».

Οι παραλήπτες της διαταγής, διοικητές μεγάλων και μικρών μονάδων, ήξεραν ότι σε φωριαμούς ασφαλείας ήταν κρυμμένο το σχέδιο «Προμηθεύς» με τα παραρτήματά του. Ηταν ορισμένοι φάκελοι οι οποίοι θα άνοιγαν για να εφαρμόσουν οι παραλήπτες της διαταγής τις απόρρητες οδηγίες - ενέργειες. Οι διαταγές έπρεπε να εκτελεστούν αμέσως σε όλη τη χώρα. Υποτίθεται ότι είχαν προέλθει από τη νόμιμη στρατιωτική ηγεσία στο Πεντάγωνο και τη εγκρίσει του βασιλέως. Η ανά την επικράτεια στρατηγοί και άλλοι ανώτατοι αξιωματικοί δεν μπορούσαν να φανταστούν ότι το κέντρο της στρατιωτικής εξουσίας, το Πεντάγωνο, είχε ουσιαστικά καταληφθεί από την απριλιανή χούντα η οποία είχε πετύχει την εκπληκτική μπλόφα. Να κυκλοφορούν διαταγές εν ονόματι του βασιλέως και τη συναινέσει του πρωθυπουργού για εφαρμογή του στρατιωτικού νόμου και να συλλαμβάνονται ο βασιλεύς στο Τατόι και ο νόμιμος πρωθυπουργός Παναγιώτης Κανελλόπουλος να σύρεται από το κρεβάτι του, λίγο μετά την άφιξή του στο σπίτι του, όπου είχε φθάσει μόλις είχε τελειώσει η συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου.

Οι συνταγματάρχες κέρδισαν το παιχνίδι τις πρώτες ώρες της μεγάλης μπλόφας. Το απόγευμα της 20ής Απριλίου, μετά την απόφασή τους να κινηθούν το βράδυ οι στρατιωτικές δυνάμεις που θα εφήρμοζαν το σχέδιο «Προμηθεύς». Μετά τη σύσκεψή τους στο διαμέρισμα της οδού Φρύνης οι συνωμότες αξιωματικοί  άρχισαν την προετοιμασία τους με επίκεντρο το Πεντάγωνο.

Ο επικεφαλής του πραξικοπήματος Γ. Παπαδόπουλος ακολούθησε στο σπίτι του τον Ν. Μακαρέζο και τον Δ. Ασλανίδη. Εκεί γευμάτισαν με μια μακαρονάδα και γύρω στις 9.30 το βράδυ έφυγαν για το Πεντάγωνο. «Δεν ξέραμε αν θα ξαναδούμε τα σπίτια μας και τις οικογένειές μας» έλεγε μερικά χρόνια αργότερα ο Ν. Μακαρέζος, διηγούμενος τα γεγονότα της μεγάλης νύχτας.

Το Πεντάγωνο είχε επιλεγεί ως τόπος κρατήσεως του βασιλέως, του πρωθυπουργού και των μελών της κυβερνήσεως και όσων εκ των ανωτάτων αξιωματικών θα ηρνούντο να συνεργασθούν με τη χούντα. Οι πολιτικοί σχεδόν όλοι συνελαμβάνοντο και τους οδηγούσαν στο στρατόπεδο τεθωρακισμένων στου Γουδή.

Σε ορισμένους επεφυλάχθη ειδική μεταχείριση. Στον αρχηγό του στρατού στρατηγό Γρηγόριο Σπαντιδάκη οι συνωμότες εφήρμοσαν σχέδιο κατατρομοκρατήσεώς του. Μια ομάδα ενόπλων πήγε και τον πήρε από το σπίτι στο Ψυχικό όπου έπαιζε χαρτιά. Του ζήτησαν να τους ακολουθήσει διότι είχε εκδηλωθεί κομμουνιστικό κίνημα και εκείνος ακολούθησε εμφανώς ταραγμένος. Οταν έφθασαν στο φανάρι του Πενταγώνου, ο οδηγός δεν έστριψε αριστερά προς την είσοδο του Πενταγώνου αλλά συνέχισε ευθεία. Ο Σπαντιδάκης θορυβημένος ρώτησε «πού με πάτε». Ο επικεφαλής της συνοδείας αξιωματικός είπε: «Εγινε λάθος, θα γυρίσουμε πίσω».  Οπως έλεγαν μετά από καιρό δύο επιφανείς απριλιανοί, η σκηνή είχε σχεδιαστεί για να τρομοκρατηθεί ο Σπαντιδάκης και φοβισμένος να ταχθεί με το μέρος των συνωμοτών, όπως και έπραξε.

Tαϋγέτη

$
0
0
<p>Η Ταϋγέτη Μπασούρη είναι γνωστή από τους κωμικούς της ρόλους σε ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου. Τις περισσότερες φορές οι ρόλοι που ενσάρκωνε περιστρέφονταν γύρω από το ιδιαίτερο παρουσιαστικ
Η Ταϋγέτη Μπασούρη είναι γνωστή από τους κωμικούς της ρόλους σε ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου. Τις περισσότερες φορές οι ρόλοι που ενσάρκωνε περιστρέφονταν γύρω από το ιδιαίτερο παρουσιαστικό της και είχαν έντονο το στοιχείο του αυτοσαρκασμού. Η Ταϋγέτη συγκαταλέγεται, μαζί με τη Γεωργία Βασιλειάδου και την Αθηνά Μερτύρη, στις «άσχημες» του ελληνικού κινηματογράφου. Μάλιστα η ίδια η Βασιλειάδου είχε αναφέρει ότι αν γινόντουσαν καλλιστεία για άσχημες, η ίδια θα έβγαινε σταρ Ελλάς και η Ταϋγέτη Μις Ελλάς!...

Εν Αθήναις....ο γαλατάς...ο ΕΒΓΑΤΖΗΣ

$
0
0


"Ο γαλατάαα...ις....".....
φώναζε με το γαϊδουράκι ντυμένος με παραδοσιακή φορεσιά για να δείχνει
την φρεσκάδα και την γνησιότητα του προϊόντος.
Έφτανε μέχρι τις γειτονιές του Κέντρου της Αθήνας εκείνα τα χρόνια
με αφετηρία το Γαλάτσι όπου είχε τη στάνη του.
Με το χάραμα η φωνή του αντικαταστούσε το κουρδιστό ξυπνητήρι
και η νοικοκυρά έβγαινε με το κατσαρόλι να πάρει το γάλα.
Στη συνέχεια το έβραζε και με την πέτσα να κολλάει στο σαγόνι
το πείναμε ξυνίζοντας τη μούρη σε συνδυασμό με την κουταλιά σούπας
μουρουνόλαδο.
Ο γαλατάς με τη φορεσιά και το γαϊδουράκι αντικαταστάθηκε βιαίως
από τον συνάδελφό του ΕΒΓΑΤΖΗ με το τρίκυκλο-πατέντα ποδήλατο που μοίραζε
το γάλα σε γυάλινα μπουκάλια.




΄Επαιρνε από το σκαλοπάτι το άδειο και άφηνε το γεμάτο.
Πληρωμή κάθε βδομάδα.....
Το γυάλινο μπουκάλι αντικαταστάθηκε από το πλαστικό...
Το ΕΒΓΑΤΖΙΔΙΚΟ έβαλε και τραπεζάκια....
Το πρωϊ σερβίριζε ζεστό γάλα με φρυγανιές βούτυρο και μέλι....
Το απόγευμα ήταν ένα μικρό ζαχαροπλαστείο ...καταϊφι...μπακλαβάς....
πάστες.
Εκεί δεν ντρεπόσουνα...αγόραζες ένα γλυκό στο χαρτί και πήγαινες
στο σπίτι να το φάς.....που συνήθως αυτό είχε γίνει καθ΄οδόν.

Πίσω στα παλιά

ΔΙΟΓΕΝΗΣ Ο ΚΥΝΙΚΟΣ

$
0
0

Ποιος ήταν ο Διογένης, που περιφρόνησε τον Μέγα Αλέξανδρο, χλεύασε τον Πλάτωνα και κατέκτησε τη διασημότερη πόρνη; Διακήρυσσε ότι η στάση απέναντι στην εξουσία πρέπει να είναι ίδια με τη στάση απέναντι στη φωτιά...
Ο Διογένης ο Κυνικός είναι ένας απ’ τους μεγαλύτερους φιλοσόφους της αρχαίας Ελλάδας...
Ο Διογένης γεννήθηκε το 412 π.Χ. στην ιωνική πόλη Σινώπη. Ο πατέρας του, Ικεσίας, ήταν κατασκευαστής νομισμάτων και ο Διογένης έμαθε την τέχνη δίπλα του. Κάποια στιγμή, τον συνέλαβαν για την παραχάραξη νομισμάτων και τον εξόρισαν...
Λέγεται πως ο Διογένης είχε απαρνηθεί κάθε πολυτέλεια και ζούσε μέσα σε ένα πιθάρι, με κουρελιασμένα ρούχα. Με αυτό τον τρόπο ήθελε να δείξει, ότι οι χαρές της ζωής είναι αυτές που προσφέρει η φύση κι ότι όλες οι άλλες ανάγκες του ανθρώπου είναι τεχνητές....
Ο Διογένης δε σταμάτησε ούτε στιγμή να υποστηρίζει, ότι ο Αντισθένης ήταν ο πραγματικός διάδοχος του Σωκράτη κι όχι ο Πλάτωνας, τον οποίο κορόιδευε συχνά. Όταν ο Πλάτωνας όρισε τον άνθρωπο ως ένα «ζώον με δύο πόδια και χωρίς φτερά», ο Διογένης μάδησε ένα κόκορα και του τον παρουσίασε, λέγοντας: «Ορίστε! Σου έφερα έναν άνθρωπο»....
Όσο ο Διογένης ήταν στην Κόρινθο, θέλησε να τον γνωρίσει ο Μέγας Αλέξανδρος. Όταν συναντήθηκαν, ο βασιλιάς της Μακεδονίας τον ρώτησε ποια χάρη ήθελε να του κάνει. Ο φιλόσοφος απάντησε: «Αποσκότισόν με». Ως συνήθως, η απάντηση του Διογένη είχε διττή ερμηνεία. Μπορεί να ζητούσε απ’ τον Αλέξανδρο να τον βγάλει απ’ το σκοτάδι της άγνοιας, αλλά μπορεί να του ζητούσε να κάνει στην άκρη, γιατί του έκρυβε τον ήλιο....
Η Λαϊς (Η πιο διάσημη εταίρα της αρχαιότητας, ήταν η Λαΐδα η Κορίνθια.... )
είχε ενοχληθεί από την αδιαφορία του κυνικού φιλόσοφου Διογένη. Αν και ανάμεσα στους θαυμαστές της συγκαταλέγονταν... μερικά απ’ τα μεγαλύτερα ονόματα της φιλοσοφίας και των τεχνών, ο Διογένης έμενε τελείως ανεπηρέαστος. Τότε, η εταίρα αποφάσισε να τον τιμωρήσει. Τον πλησίασε και του πρόσφερε να περάσει μία νύχτα μαζί της, χωρίς χρέωση. Ο Διογένης συμφώνησε και πήγε να τη βρει σε ένα σκοτεινό δωμάτιο. Η Λαΐς, όμως, δεν βρισκόταν στο δωμάτιο. Τη θέση της είχε πάρει μία κακάσχημη και ηλικιωμένη υπηρέτριά της. Ο Διογένης δεν κατάλαβε τίποτα και πέρασε τη νύχτα με την άγνωστη γυναίκα. Την επόμενη μέρα, η Λαΐς τον ενημέρωσε για το περιστατικό και τον έκανε «βούκινο» σε όλη την Κόρινθο. Η αντίδραση του Διογένη, έβαλε στη θέση της την «άταχτη» εταίρα: «Λύχνου σβεσθέντος, πάσα γυνή Λαϊς», δηλαδή «Στο σκοτάδι, όλες οι γυναίκες σαν τη Λαΐδα είναι». Η εταίρα εντυπωσιάστηκε απ’ το πνεύμα του φιλοσόφου και του προσέφερε μία πραγματική νύχτα μαζί της, χωρίς να ζητήσει χρήματα. Άλλωστε, ο Διογένης δεν είχε να της δώσει αυτό που ο ίδιος περιφρονούσε, δηλαδή τάλαντα....
Κυκλοφορούσε στην πόλη κουβαλώντας ένα φανάρι, ακόμα και τη μέρα. Έλεγε ότι έψαχνε να βρει ένα τίμιο άνθρωπο, άλλα έβρισκε μόνο κατεργάρηδες και αχρείους. Συμμετείχε σε σεξουαλικές πράξεις σε δημόσιους χώρους, «έκανε την ανάγκη» του μπροστά στον κόσμο και φρόντιζε να ισοπεδώνει τους «καθωσπρεπισμούς» του κόσμου, όποτε του δινόταν η ευκαιρία....
Διακήρυσσε ότι «η στάση απέναντι στην εξουσία πρέπει να είναι ίδια με τη στάση απέναντι στη φωτιά: να μη στέκεσαι ούτε πολύ κοντά, για να μην καείς, ούτε πολύ μακριά για να μην ξεπαγιάσεις...
mixanitouxronou.gr

Εδώ Αθήναι. Ταξίδι στο χρόνο.'s photo.
Εδώ Αθήναι. Ταξίδι στο χρόνο.'s photo.

Έκοψε τις νεραντζιές γιατί «έκρυβαν» το μαγαζί του

$
0
0
ΠΡΟΣΤΙΜΟ ΑΠΟ ΤΟΝ ΔΗΜΟ ΑΘΗΝΑΙΩΝ

Τέσσερις ολάνθιστες νεραντζιές αποφάσισε να αφήσει «ακέφαλες» ένας ιδιοκτήτης εστιατορίου στην οδό Αλκιμάχου στο Παγκράτι επειδή έκρυβαν την πρόσοψη του μαγαζιού του, προκαλώντας την οργή των κατοίκων της περιοχής, οι οποίοι ενεργοποίησαν την Διεύθυνση Πρασίνου του Δήμου Αθηναίων.




Έκοψε τις νεραντζιές γιατί «έκρυβαν» το μαγαζί του
Δημότης της περιοχής κατήγγειλε το γεγονός στην Διεύθυνση Πρασίνου του Δήμου Αθηναίων, που ανταποκρίθηκε άμεσα και, κατόπιν αυτοψίας, επιβεβαίωσε την αυθαίρετη καρατόμηση των τεσσάρων δέντρων, ηλικίας τουλάχιστον 30 ετών.
Στον ιδιοκτήτη, ο οποίος εξάντλησε κάθε έννοια αυθαιρεσίας επιβλήθηκε, πρόστιμο ύψους 1.000 ευρώ ενώ τη Δευτέρα 18 Απριλίου ο Δήμος θα καταθέσει και μήνυση για την αυθαίρετη κλάδευση.
Αν και ο υπεύθυνος του εστιατορίου, μιλώντας στο κλιμάκιο που μετέβη, υποστήριξε ότι προέβη στην κοπή κατόπιν «προηγούμενης επικοινωνίας» με υπηρεσία του Δήμου, κάτι τέτοιο δεν επιβεβαιώνεται. Επιπλέον, τόσο ο ίδιος όσο και ο κηπουρός που ανέλαβε την κοπή, δήλωναν ψευδώς στους περαστικούς ότι το κλάδεμα έγινε μετά από σχετική άδεια.
Μιλώντας στην ιστοσελίδα Protagon, ο υπεύθυνος του εστιατορίου παραδέχθηκε την ευθύνη για την κοπή των δέντρων κάνοντας λόγο για «λάθος μας». Υποστήριξε πως αναγκάστηκε να προχωρήσει στο «κλάδεμα» γιατί ποτέ δεν ενδιαφέρθηκε κανείς για τη φροντίδα των δέντρων. Τέλος απέρριψε τον ισχυρισμό ότι τα δέντρα κόπηκαν για να φαίνεται καλύτερα η πρόσοψη της επιχείρησης υποστηρίζοντας πως τα δέντρα «είχαν αρρωστήσει και ήταν εστία μόλυνσης, καθώς πάνω στα κλαδιά τους είχαν συσσωρευθεί σκουπίδια, πλαστικές σακούλες και άλλα».

http://www.ethnos.gr

Μοναστηράκι: WELCOME TO THE FLEA MARKET

$
0
0

Στη δεύτερη δεκαετία του αιώνα μας, το αγοραστικό κοινό της περιοχής έχει πια μεταβληθεί ποιοτικά με την οριστική μετατόπιση του κέντρου προς άλλα σημεία.

Στην Ηφαίστου με τα σιδεράδικα της στηρίζεται ένα μέρος της οικονομίας της παλιάς αγοράς. Ο σταθμός, του αρχικά ατμήλατου κι από το 1904 ηλεκτροκίνητου σιδηροδρόμου, εξυπηρετεί επαρχιώτες απ'όλα τα σημεία της χώρας που φθάνουν στο Μοναστηράκι για να παραγγείλουν ή να βρουν έτοιμα τα αγροτικά τους εργαλεία.

Στην Πανδρόσου, που εξακολουθεί πάντα να στεγάζει μαγαζιά πανικών και τσαρουχάδικα, αυξάνονται με ραγδαίο ρυθμό τα παλαιοπωλεία. Το εμπόριο μεταχειρισμένων ειδών που κινείται στην περιοχή από παλιότερα, ανθίζει. Δεν έχει όμως σχέση τόσο με το παλιό αντικείμενο σαν είδος διακοσμητικό ή πολυτελείας, όσο με το μεταχειρισμένο ρούχο, το παπούτσι, το οικιακό αντικείμενο από δεύτερο χέρι.

Το χαμηλό βιοτικό επίπεδο του πληθυσμού καθρεφτίζεται στα είδη που ζητιούνται και προσφέρονται στο Μοναστηράκι.

Το 1922 είναι η χρονιά που ορίζει τη δημιουργία νέων κοινωνικών δομών στη ζωή της Αθήνας. Με την εμφάνιση του μικρασιατικού στοιχείου, των 125.000 προσφύγων που ριζώνουν στην πρωτεύουσα, δεν αυξάνεται μόνο ο πληθυσμός της πόλης. Αυξάνεται κι η ανεργία που έχει τις αιτίες της και στην εσωτερική αλλά και στη γενικότερη οικονομική κρίση.

Ένα μέρος του εργατικού δυναμικού που δεν είχε τη δυνατότητα να διοχευτεύσει αλλού την ενεργητικότητα του, βρήκε απασχόληση στο εμπόριο μεταχειρισμένων ειδών. Νέα, πρόχειρα παραπήγματα, προστέθηκαν στο Μοναστηράκι και τη γύρω ζώνη.

Ο Δήμος τότε, προσπαθώντας να βάλει μια τάξη, ίδρυσε δικά του παραπήγματα. Μνεία του γεγονότος κάνουν οι στίχοι μιας λαϊκής μελωδίας του 1925:

Αν δε μου δώσ'η μάνα σου σαράντα 'μολογίες (του προσφυγικού δανείου) / και μαγαζί στην Αγορά (δημοτική παράγκα) θα 'χωμε φασαρίες...

Οι πρόσφυγες δημιούργησαν και τον πρώτο πυρήνα των πλανόδιων παλιατζήδων.
Ανάμεσα σ’ άλλες, όχι ακόμα ολοκληρωτικά χαμένες, φωνές της πόλης:... ο παπλωματάς... ο γανωτζής... γάλα-γιαούρτι... χόρτα-άγρια χόρτα... ξίδι-καλό ξίδι... ακούγεται ως τα σήμερα ο παλιατζής. Την ύπαρξη του θυμίζει η γνώριμη κραυγή «ρούχα, παλιά παπούτσια αγοράζω», παραλλαγμένη λίγο σε: «όλα τα παλιά αγοράζω» — μια και τα μεταχειρισμένα είδη ρουχισμού ζητιούνται πια όλο και λιγότερο.

Επίγονος των παλιών ο σημερινός παλιατζής, όχι πια με το σακούλι στον ώμο, ούτε βέβαια με κάρο, αλλά μηχανοκίνητος κι εκλεκτικός στις επιλογές του, είναι απ'τους τελευταίους συνεχιστές των μορφών της οικονομίας αιώνων περασμένων...

Πολλοί απ'τους πρόσφυγες ξεκινούσαν σαν γυρολόγοι με τις σούστες τους για να καταλήξουν κάθε μέρα στην πλατεία Αβησσυνίας και να διαθέσουν εκεί το ετερόκλητο εμπόρευμα τους, στους μόνιμους μαγαζάτορες.
Από προσωπικές μαρτυρίες υπάρχουν στοιχεία για την αυτοσχέδια οργάνωση αυτού του εμπορίου.

Εκτός απ'τους αυτοκέφαλους γυρολόγους υπήρχε κι ένα είδος προλεταριάτου του επαγγέλματος.

Χαρακτηριστική είναι η παιδική ανάμνηση ενός απ'τους λίγους σημερινούς παλαιοπώλες της Ηφαίστου.

Θυμάται τα πρωινά, στην πλατεία Αβησσυνίας, τον άνθρωπο με το καμπανάκι ανεβασμένο σε καρέκλα, να το χτυπάει συγκεντρώνοντας έτσι γύρω του παλιατζήδες με τσουβάλια — καμιά δεκαριά νοματαίους συνήθως. Τους μοίραζε λεφτά και σκορπίζανε. Το βράδυ τους περίμενε να του φέρουν το «πράμα». Παραλάβαινε τη συγκομιδή της ημέρας, δίνοντας τους ένα μικροποσό για αμοιβή και διακινούσε ο ίδιος το εμπόρευμα που του είχαν μαζέψει από κάθε γωνιά της Αθήνας...

Όλο και σε μεγαλύτερη κλίμακα το Μοναστηράκι μετατρέπεται σε αγορά των φτωχών που καταφεύγουν εδώ για να καλύψουν τις πρωταρχικές τους ανάγκες.

Αυτή η φάση της ζωής της πλατείας και των γύρω στενών, σαν περιθωριακού εμπορικού κέντρου, συνεχίζεται μέχρι τα ύστερα μεταπολεμικά χρόνια.
Στην πλατεία Αβησσυνίας, τα πρωινά της Κυριακής, το «Γιουσουρούμ» έχει γίνει πια θεσμός.

Η επωνυμία «Γιουσουρούμ» έρχεται απ'το όνομα ενός Εβραίου εμπόρου της περιοχής που είχε το μαγαζί του εκεί κοντά. Ο Νώε Γιουσουρούμ υπήρξε απ’ τις πιο γνωστές φυσιογνωμίες της αγοράς κι ένα άλλο μέλος της ίδιας οικογένειας εμπόρων, ο Η. Γιουσουρούμ, ήταν αντιπρόεδρος του Σωματείου Παλαιοπωλών απ’ το 1912.

Η αρχική επωνυμία Γιουσουρούμ, πρέπει στη συνέχεια να χρησιμοποιήθηκε στη γενική, για να δηλώσει το μαγαζί του Γιουσουρούμ, στου Γιουσουρούμ, και τελικά ο ίδιος ο χώρος και το υπαίθριο παζάρι της Κυριακής, σαν όνομα ουδέτερο: το Γιουσουρούμ.

Πιθανότατα ο ήχος του ονόματος, ευκολοσυγκράτητος από τ'αυτιά των Ελλήνων της Μικρασίας σαν ήχος ανατολίτικος, να συντέλεσε στο βάφτισμα κι ο ίδιος ο υπαρκτός Γιουσουρούμ να μην είχε άμεση σχέση με την εβδομαδιαία αγορά.

Έτσι, κάθε Κυριακή πρωί, εδώ και δεκαετίες, το Μοναστηράκι σαν έννοια ταυτίζεται με την εφήμερη αγορά της πλατείας Αβησσυνίας, επιβίωση και παραλλαγή της εβδομαδιαίας αγοράς της τουρκοκρατίας.
Τα «τσόλια» είναι οι πωλητές της Κυριακής, οι άνθρωποι που στρώνουν στο πεζοδρόμιο, αρχικά όχι σ’ αυστηρά καθορισμένη θέση, το τσόλι τους (απ'το τούρκικο τσουλ, που σημαίνει πεζοδρόμιο) κι εκεί πάνω μπορούν ν'απλώσουν οποιαδήποτε αντικείμενα θέλουν να πουλήσουν, φτάνει να 'ναι μεταχειρισμένα.

Μια και κανονισμοί συγκεκριμένοι δεν υπάρχουν στην αρχή, επικρατεί το δίκαιο του ισχυρότερου. Μάχες σωστές δίνονται στην πρώτη περίοδο του Γιουσουρούμ, για μια θέση στο πεζοδρόμιο. Με το σπαθί σου κέρδιζες τη θέση — όπως λένε οι παλιοί έμποροι.

Οι πωλητές αυτοί μπορούσε να 'ναι και άνθρωποι που τις υπόλοιπες μέρες της βδομάδας ασκούσαν οποιοδήποτε άλλο επάγγελμα και συμπλήρωναν το πενιχρό τους εισόδημα μ'αυτήν την ευκαιριακή απασχόληση.

Σιγά σιγά, βέβαια, οι πωλητές μονιμοποιούνται κι οι θέσεις τους στο πεζοδρόμιο παγιώνονται. Έστω και χωρίς γραμμένους νόμους έρχεται μια σχετική ισορροπία στη διανομή του χώρου.

Συχνά οι παλιατζήδες ταξιδεύουν με το καράβι της γραμμής απ'το νησί τους, ή με το λεωφορείο απ'την ορεινή επαρχία, για να πουλήσουν ό,τι συγκέντρωσαν στις εβδομαδιαίες τους εξορμήσεις απ'τα χωριά της περιοχής τους, στο Γιουσουρούμ της Κυριακής.

Πολλές φορές όμως, φτάνει απ'την επαρχία εμπόρευμα διαλεχτό που δεν μπορεί να πουληθεί σ'ένα πρωινό, και τότε καταλήγει στους μόνιμους καταστηματάρχες.

Δεν είναι μύθος: συχνές ήταν μέχρι εδώ και λίγα χρόνια ακόμα, οι περιπτώσεις ανταλλαγής ολοκαίνουργιων γυαλιστερών εικόνων με παλιές και μαυρισμένες που κατέβαιναν απ'τα εικονοστάσια των σπιτιών, χωρίς ενδοιασμούς της νοικοκυράς — που ανανέωνε έτσι τους εφέστιους θεούς της. Άλλωστε, η ίδια αυτή θεοσεβούμενη νοικοκυρά, ίσως κάποτε είχε καλοπροαίρετα βοηθήσει στον εξωραϊσμό της παλιάς εκκλησίας και το ευσυνείδητο σκέπασμα των φθαρμένων τοιχογραφιών της με άσπιλο ασβέστη. Τουλάχιστον μέχρι πριν από δυο δεκαετίες ποιος να την ενημερώσει για τις επιπτώσεις αυτού του «νοικοκυρέματος»;

Απ'αυτές τις συναλλαγές έμεναν ικανοποιημένες κι οι δυο πλευρές. Κερδισμένος όμως δεν ήταν ούτε ο πλανόδιος παλιατζής, που πολλές φορές δεν πληρωνόταν καν με το κομμάτι παραδίνοντας στον Αθηναίο παλαιοπώλη-καταστηματάρχη το εμπόρευμα του...

Κάθε μέρα, γύρω στις δώδεκα το μεσημέρι, με τρίκυκλα και φορτηγάκια σήμερα, έρχεται το «πράμα» στην πλατεία Αβησσυνίας δημιουργώντας για λίγο μια καθημερινή κίνηση. Μετά από ένα είδος πρόχειρου «πλειστηριασμού» το εμπόρευμα περνάει στα χέρια των εμπόρων με τα μόνιμα στέκια ή και στους καθημερινούς πιστούς της πλατείας.
Αν ο χώρος κι η μορφή των συναλλαγών στο Μοναστηράκι ελάχιστα αλλάζουν απ'το 1925 και πέρα, αυτό που σταδιακά διαφοροποιείται είναι το ίδιο το εμπόρευμα.

Όσο το βιοτικό επίπεδο παραμένει χαμηλό, τα είδη που περισσότερο κινούνται είναι τα είδη πρώτης ανάγκης.

Μεταχειρισμένα παπούτσια, ρούχα, ντουλάπες, τραπέζια, αγορασμένα στο Μοναστηράκι, αποτελούν λύση προσιτή για όλους τους νεόφερτους στην Αθήνα επαρχιώτες, εργένηδες, ζευγάρια, φοιτητές.

Σίγουρα, πολλά απ'τα πολύτιμα αντικείμενα που στην κατοχή άλλαξαν χέρια για ένα τενεκέ λάδι πήραν το δρόμο για το Μοναστηράκι. Και πολλά απ'αυτά θα παίξουν ρόλο πρωταγωνιστικό στις συναλλαγές αρκετά αργότερα, όταν οι συνθήκες ζωής καλυτερέυουν κι οι ανάγκες διαφοροποιηθούν.

Μετά το 1950, η εσωτερική μετανάστευση που δημιουργεί τα γκέτο των άσπρων τσιμεντένιων κύβων στις παρυφές της πόλης, αμέσως μετά τον εμφύλιο, δημιουργεί και νέους πελάτες για το Μοναστηράκι. Αυτά που ζητιούνται για την επίπλωση των σπιτιών, με το μοναδικό συχνά δωμάτιο, είναι τα απολύτως στοιχειώδη: Ντουλάπα μονόφυλλη, κρεβάτια, τραπέζι, και καρέκλες τέσσερις...

Αντίθετα, όταν λίγο αργότερα αρχίζει ο οικοδομικός οργασμός που θα επιδράσει καθοριστικά, κι ανεπανόρθωτα ίσως, στη φυσιογνωμία της Αθήνας, τα παλιατζήδικα αρχίζουν να δέχονται τα προϊόντα των κατεδαφίσεων των μονοκατοικιών, σπιτιών μεσοαστικών στην πλειοψηφία τους.

Απ'τα έπιπλα, τα πρώτα θύματα είναι οι ντουλάπες, γιατί ο χώρος που πιάνουν στα πολύτιμα λιγοστά τετραγωνικά των διαμερισμάτων πρέπει να διαφυλαχθεί, κι οι εντοιχισμένες ντουλάπες αυτόματα τις καταργούν. Τα «πολλά ντουλάπια» είναι το διαφημιστικό σλόγκαν των εργολάβων και το όνειρο των νοικοκυρών του 1955.

Αλλά η ψυχολογική ανάγκη της ανανέωσης, η ιδεολογία του «μοντέρνου» — κυρίαρχη των μεταπολεμικών χρόνων, διώχνει απ'τα καινούργια σπίτια κι οτιδήποτε θυμίζει τις κλειστές σάλες με τ'άσπρα καλύμματα, τους μπουφέδες που δυνάστευαν τις μεσοαστικές τραπεζαρίες, τα σκαλιστά έπιπλα που απαιτούν πολύ χρόνο για να καθαριστούν. Κι ο χρόνος αρχίζει να γίνεται όλο και πιο πολύτιμος στη μεγαλούπολη που μετατρέπεται η Αθήνα...

Οι φωνές των πλανόδιων πωλητών λιγοστεύουν, μια και δύσκολα πια φτάνουν μέχρι τα υψηλότερα πατώματα. Ο παλιατζής όμως επιζεί και μ'αντάλλαγμα μηδαμινό, σχεδόν σα χάρη, παίρνει απ'το σπίτι όλα τα ενοχλητικά κατάλοιπα των παλιών καιρών.

Έτσι, συσσωρεύονται στις αποθήκες των εμπόρων έπιπλα, λάμπες, ρολόγια, βάζα, καθρέφτες, φωτογραφίες, δίσκοι, μουσικά όργανα, οτιδήποτε μπορεί ν'αντικατασταθεί από κάτι που να 'χει γραμμή απλή, κάτι καινούργιο που δίνει μια αίσθηση απελευθέρωσης στα νέα ζευγάρια της μεταπολεμικής εποχής.

Η δεκαετία του ‘60, που τόσο καθοριστικό ρόλο έπαιξε στη διαμόρφωση του αστικού τρόπου ζωής στον τόπο μας, φέρνει μαζί της και τα πρώτα σπέρματα του καταναλωτισμού. Δημιουργούνται, ή έστω κατασκευάζονται, νέες ανάγκες χάρη στην αύξηση της ευημερίας.

Παράλληλα με τη θεοποίηση της απλότητας στη γραμμή, που εκφράζεται με τη μεταμόρφωση ενός μεγάλου μέρους των αθηναϊκών σπιτιών σε «δανέζικα», αρχίζει σιγά σιγά να υπάρχει ζήτηση και για «αντίκες». Δυο όροι που υιοθετούνται απ'τη νεοαστική γλώσσα και μαζί με το ουίσκι, το τόουστ, το νεσκαφέ, τα στερεοφωνικά συγκροτήματα, τα μαγνητόφωνα, αποτελούν αδιάψευστα πειστήρια του κοινωνικού ανεβάσματος και της ευημερίας όσων τ'αποκτούν.

Αυτή είναι κι η δεκαετία της καμπής για την εμπορική κίνηση του Μοναστηρακιού. Το παλιό ρούχο και παπούτσι υπάρχει ακόμα σαν είδος εμπορεύματος, αλλά το ανέβασμα του βιοτικού επιπέδου μικραίνει τον κύκλο των ενδιαφερομένων.

Αντίθετα, το «περιττό» παλιό αντικείμενο αρχίζει να ζητιέται όλο και πιο πολύ.

Χαρακτηριστικά των κυριακάτικων πρωινών του χειμώνα στο Γιουσουρούμ πρόσωπα, δεν είναι μόνο οι άνθρωποι που φτάνουν ως αυτή την αγορά, γιατί δεν έχουν άλλη εκλογή.

Ζευγάρια νέα κυρίως, και γενικά άνθρωποι χωρίς ίσως μεγάλη οικονομική άνεση, αλλά ενός κάποιου μορφωτικού επιπέδου, σταματούν, ψάχνουν, βολιδοσκοπούν, παζαρεύουν.

Σιγά σιγά η λάμπα του πετρελαίου που διώχτηκε σαν άχρηστο κι ενοχλητικό ενθύμιο δύσκολων καιρών, ξαναμπαίνει θριαμβευτικά σαν τρόπαιο στο καινούργιο σπιτικό, προκαλώντας συχνά την έκπληξη και τον καγχασμό των ανθρώπων της αμέσως προηγούμενης γενιάς που έζησε τον πόλεμο, την κατοχή, την μεταπολεμική επαρχία. Η εσωτερική μετανάστευση που τους έφερε στην πρωτεύουσα, τους δημιούργησε άλλα πρότυπα ζωής και καθόλου δεν νιώθουν την ανάγκη να ξαναδούν μπροστά τους όσα πρόθυμα πέταξαν σαν συνυφασμένα με τη μιζέρια και τη στέρηση.

Η τακτική κυριακάτικη πελατεία μένει γι'αρκετό διάστημα καθαρόαιμα ελληνική, με μερικές μόνο προσμίξεις τουριστικού στοιχείου τους καλοκαιρινούς μήνες.

Έτσι, η επαρχία κυρίως, τροφοδοτεί συνεχώς τα παλαιοπωλεία και την εφήμερη εβδομαδιαία αγορά, αλλά τα πλαίσια των κερδών μένουν λογικά, μια κι οι οικονομικές δυνατότητες των αγοραστών είναι συχνά περιορισμένες.

Όμως, με προσοχή φυλάγεται τώρα στις αποθήκες των μαγαζιών το εμπόρευμα «πολυτελείας», αφού όλα δείχνουν πως θ'αυξηθεί η ζήτηση κι οι τιμές του και πως το μέλλον ανοίγεται λαμπρό για τις «αντίκες».

Περιστατικά, ακραία ίσως αλλ'αληθινά, που διηγούνται σήμερα οι παλιοί έμποροι για τη δεκαετία του '50, δεν πρόκειται φυσικά να επαναληφθούν: για τις πολυθρόνες Λουΐ-Φιλίπ που κάηκαν για ζεστασιά μια χειμωνιάτικη μέρα στην πλατεία Αβησσυνίας, αφού καιρό είχαν μείνει στα αζήτητα, ή τα νομίσματα του Καποδίστρια που λιώθηκαν για μέταλλο στο χωνί! (Ένα τέτοιο νόμισμα σήμερα πουλιέται 60 με 70 χιλιάδες δραχμές...)

Αντίθετα, μετά το 1966, το τουριστικό ρεύμα που συνεχώς μεγαλώνει, κι η αγοραστική δύναμη των ξένων επισκεπτών, δυσανάλογα μεγαλύτερη απ'των ντόπιων, ανεβάζει τις τιμές. Και φέρνει στην άλλοτε αγορά των φτωχών, έργα τέχνης πολλές φορές, που τώρα πάντα βρίσκουν αυτόν που θα τ'αγοράσει.

Τα παλαιοπωλεία, άλλοτε λιγοστά, του Μαρτίνου, του Βιτάλη, του Ζαρακοβίτη, τώρα πολλαπλασιάζονται.

Το Μοναστηράκι γίνεται «κοινός τόπος». Πόλος έλξης σε άμεση σειρά προτεραιότητας για τους τουρίστες, μετά την Ακρόπολη και τους τσολιάδες...

Αποτυπώνεται σε ταινίες, γίνεται τραγούδι'η εκκλησία, το τζαμί του, οι πραμάτιες του, πλάνα φωτογραφικά.

Ενώ η κίνηση αρχικά περιοριζόταν τις καθημερινές στην Πανδρόσου, τώρα κατεβαίνει πιο κάτω. Οι βιοτέχνες σταδιακά εξαφανίζονται και το σφυρί του σιδερά αποσύρεται απ'την αρχαιότερη κοιτίδα του: την οδό Ηφαίστου. Στα κατάβαθα των κτιρίων που άλλοτε στέγαζαν στις προσόψεις τους τα εργαστήρια τους, λίγοι μόνο τεχνίτες δουλεύουν ακόμα. Τα νοίκια της περιοχής ανεβαίνουν. Στα χρόνια που ακολουθούν το 1970, όλοι αγοράζουν παλιά. Έλληνες και ξένοι. Η ανάγκη της πολυτέλειας έχει προ πολλού αντικαταστήσει τη στροφή προς την απλότητα, της εποχής του '55. Τα μαγαζιά γεμίζουν από παλιά διακοσμητικά αντικείμενα και έπιπλα — γνήσια ή απομιμήσεις αδιάφορο. Το Μοναστηράκι παρουσιάζει τις καθημερινές κίνηση που άλλοτε μόνο τις Κυριακές συναντιόταν.

Η μεγάλη ζήτηση παλιών μαζί της φέρνει και την απάτη. Όπως και στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες όπου το παλιό από χρόνια αποτελεί αντικείμενο σοβαρής συναλλαγής και γι'αυτό δίπλα στο γνήσιο υπάρχει και το πλαστό, έτσι κι η ελληνική αγορά σιγά σιγά νοθεύεται. Το παλιό αρχίζει λίγο λίγο να «κατασκευάζεται» με τρόπους έντεχνους. Παράλληλα, το φαινόμενο της δημοπρασίας, σχεδόν άγνωστο στην Ελλάδα, γύρω στα 1978 γίνεται γνώρισμα συνηθέστατο, όχι μόνο της ζωής της Αθήνας αλλά και της επαρχίας.

Ο συνήθως γραφικός ή και σοβαροφανής «αντικέρ», με το σφυράκι στο χέρι, με γνώσεις που ποικίλλουν και που συνήθως το επίπεδο τους είναι ανάλογο με το ακροατήριο στο οποίο απευθύνεται, γίνεται μορφή χαρακτηριστική που συναντιέται και στο Μοναστηράκι αλλά και στις μεγάλες αίθουσες των ξενοδοχείων του μαζικού τουρισμού. Δημιουργεί γούστο και περιβάλλον σε απειράριθμα αστικά διαμερίσματα.

Τα βάζα με τα μαγικά ονόματα Σατσούμα, Σεβρ, Λιμόζ, τα έπιπλα σε στυλ Αμπίρ ή κάποιου από τους Λουδοβίκους, είναι περγαμηνές που προσθέτουν κύρος. Είτε υποτίθεται πως προέρχονται από το πατρογονικό αρχοντικό, είτε δηλώνεται στον φιλικό κύκλο πως αγοράστηκαν σε δημοπρασία, το αποτέλεσμα είναι περίπου το ίδιο αφού η συμμετοχή α αυτήν αποτελεί έτσι κι αλλιώς δείγμα κοινωνικής ανόδου...

Στο Μοναστηράκι, μετά το 1970, εμφανίζονται άνθρωποι που διαθέτουν κεφάλαια αλλά ξένοι στο επάγγελμα, όπως συμβαίνει σε πολλές τουριστικές επιχειρήσεις και σε πολλές τουριστικές περιοχές.

Τα νοίκια συνεχώς ανεβαίνουν. Υπάρχουν περιπτώσεις που δόθηκαν ποσά υπέρογκα σαν «αέρας» για μαγαζιά.

Οι βιοτέχνες εκτοπίζονται σχεδόν ολοκληρωτικά, η ποιότητα του εμπορεύματος κάθετα πέφτει, η παραγωγή των σουβενίρ γίνεται μαζική. Το ίδιο αντικείμενο που πουλιέται στο Μοναστηράκι, βρίσκεται πανομοιότυπο και στην Ύδρα, και στους Δελφούς και στη Σαντορίνη και στο Κανάλι (της Κορίνθου).

Το κόσμημα, συχνά αντίγραφο των μουσειακών εκθεμάτων, ιδιαίτερα ζητιέται. Μόνο που οι κοσμηματοπώλες, που κατακλύζουν την Πανδρόσου, δεν είναι πια κατασκευαστές τεχνίτες αλλά απλοί μεταπράτες.

Η γούνα επικρατεί, απ'το Μοναστηράκι μέχρι τη Ρόδο. Προβάλλεται στη βιτρίνα κατάλληλα φωτισμένη ή ανεμίζει, δημοκρατικά κρεμασμένη στην είσοδο του καταστήματος — ανάλογα με την καταγωγή του ζώου που θυσιάστηκε για την κατασκευή της. Οι ξένοι που τον Αύγουστο κυκλοφορούν στην Πανδρόσου καταπονημένοι απ'το σαράντα υπό σκιάν, σε μόνιμη βάση εκφράζουν την απορία για το πώς γίνεται να κατεβαίνει τόσο το θερμόμετρο σ'αυτή την πόλη το χειμώνα, ώστε να είναι ή γούνα απαραίτητο ενδυματολογικό συμπλήρωμα των Ελληνίδων. Φυσικά, η ερμηνεία του φαινομένου βρίσκεται στο κόστος των εργατικών χεριών και τη δεξιοτεχνία τους να συνθέτουν, συχνά απ'τα άχρηστα μικρά κομμάτια, ολόκληρα παλτά. Αυτά μπορεί να μη ξεγελούν το έμπειρο μάτι, ικανοποιούν όμως απόλυτα τις ανάγκες και τη ματαιοδοξία του μέσου όρου των πελατών.

Η σημερινή μαζικοποίηση του τουρισμού γεννάει και πλήθος εργαστηρίων όπου πρόχειρα αντιγράφονται παραστάσεις από αρχαία αγγεία. Με φανερή προτίμηση στις «διονυσιακές» σκηνές, που μεγεθύνονται σε ευρηματικότητα και σκανδαλίζουν, γι'αυτό κι είναι απ'τις πιο δημοφιλείς στους αγοραστές — επισκέπτες. Κι εδώ το πορνό θριαμβεύει και, κυρίως, «πουλάει».

Όπως και σε κάθε εμπόριο που ανθίζει, υπάρχουν παράλληλα κι έργα αντιγραφικά αληθινής τέχνης, αλλ'αυτά εξαιτίας της τιμής τους απευθύνονται σε περιορισμένο αριθμό αγοραστών, που ολοένα λιγοστεύει, μια και στον τουρισμό η ποσότητα είναι οπωσδήποτε αντίστροφα ανάλογη με την ποιότητα.

Τα γνήσια μπακίρια της Ηφαίστου κι η παραγωγή άλλων ελληνικών κέντρων αυτής της βιοτεχνίας δεν επαρκούν πια στη ζήτηση. Εδώ και λίγα χρόνια, ένα μέρος απ'το εμπόρευμα που πουλιέται σε μας, έρχεται απ'τη Λιβύη και την Αίγυπτο.

Η προβολή της μεσαιωνικής τέχνης τα τελευταία χρόνια σε επίπεδο διεθνές, δημιουργεί και τη μεγάλη ζήτηση εικόνων. Η βυζαντινή τέχνη, τέχνη «εξωτική» για τα δυτικά μάτια, γίνεται αντικείμενο μόδας. Η σπανιότητα τους, μια κι οι πηγές στην Ελλάδα έχουν σχεδόν εξαντληθεί καθώς το χωριό δύσκολα πια ξεγελιέται απ'τις προσφορές των κυνηγών εικόνων, δημιουργεί και κλοπές από μονές και εκκλησίες, αλλά και τη μαζική παραγωγή αντιγράφων. Αντιγράφων κακών ίσως αλλά που, μια κι οι απαιτήσεις του τουρίστα δεν ξεπερνούν την αγοραστική του ικανότητα, ανταποκρίνονται στη ζήτηση κι όλοι μένουν ευχαριστημένοι.

Η ισοπέδωση του γούστου του μέσου ανθρώπου το κάνει ελαστικό. Η αναζήτηση της γνησιότητας είναι κάτι που χρειάζεται κόπο.

Κι ο άνθρωπος των «πακεταρισμένων διακοπών» που δε θέλει να μοχθήσει ούτε για να βρει ξενοδοχείο, ούτε για ν'αναζητήσει το τυπικά ελληνικό φαγητό που βρίσκεται στον κατάλογο αλλά όχι και στο τουριστικό μενού, ικανοποιείται και με το αντικείμενο που θεωρείται ελληνικό απλά και μόνο γιατί έχει, συχνά σε θέση περίοπτη, χαραγμένη τη χώρα προέλευσης του.

Ο μαίανδρος, το κομπολόι, το τσαρούχι, ο Μέγας Αλέξανδρος, το μπουζούκι, ο Παρθενώνας, είναι σύμβολα που δίνουν ταυτότητα ελληνική σ'οποιαδήποτε επιφάνεια τα φιλοξενεί και σ'οποιοδήποτε υλικό: από όνυχα μέχρι πλαστικό. Άσχετο αν ποτέ δεν είχαν κατασκευαστεί σε γνήσιο λαϊκό εργαστήρι μπουζούκια με μαιάνδρους, ή μεταλλικά πιάτα του τοίχου με τις Καρυάτιδες σε πρώτο πλάνο.

Το «Ελλαδέξ» του Σεφέρη αποδείχτηκε προφητεία που αλήθεψε ίσως γρηγορότερα απ όσο κι ο ίδιος είχε προβλέψει...

Οι λιγοστοί παλιοί έμποροι που 'χουν απομείνει στην περιοχή θεωρούν γεγονός ότι το Μοναστηράκι, σαν γνήσιος ελλαδικός χώρος, χάνει την ταυτότητα του. Κι η επισήμανση είναι καίρια.

Σίγουρα το Μοναστηράκι χάνεται.

Κι η Ακρόπολη χάνεται, όμως η κρατική πρόνοια έχει θετικά επέμβει για ν'ανασταλεί η φθορά.

Ο Παρθενώνας, η ξεχωριστή αυτή στιγμή της τέχνης που η σύγχρονη τεχνολογία κατέστρεψε, μπορεί πάλι με την κατάλληλη αξιοποίηση των δυνατοτήτων της ίδιας της τεχνολογίας, να σωθεί. Ο τρώσας και ιάσεται...

Ένας χώρος όμως όπως το Μοναστηράκι, που δεν είναι μόνο κτίσματα αλλά και ζωντανός οργανισμός, σαν κάθε αγορά, πώς μπορεί να σωθεί;

Το Μοναστηράκι, καθρέφτης των αναγκών της εποχής, γνήσιων ή υπαγορευμένων αδιάφορο, προσφέρει ό,τι ζητιέται, όπως από πάντα πρόσφερε.

Ξεκίνησε απ το τσαρούχι, το φέσι, το γύφτικο σκεπάρνι και τον καμουχά, το σαλέπι και το φρέσκο ψάρι.

Συνεχίστηκε σαν «μπαγιατοπάζαρο», κάλυψε τις ζωτικές ανάγκες του φτωχού με το μονοφόρι, φιλοξένησε κι εμπορεύθηκε κάθε έκφραση της ζωής του τόπου που καταστάλαξε σαν ιστορία στις σκοτεινές του γωνιές και τα πανέρια του: Το φωνόγραφο με το χωνί και τους απόηχους του μεσοπολέμου καταγραμμένους σε βακελίτη. Τις βλογιοκομμένες κορνίζες με τους φουστανελοφόρους προγόνους — εξορισμένους απ τις εστίες τους σ'εποχές κοινωνικής ανόδου των απογόνων. Τους αγίους που απαρνήθηκαν το εικονοστάσι με το καντήλι και τα στέφανα, μετακομίζοντας απ'την κρεβατοκάμαρα στο «καθιστικό», μ'ενδιάμεσο σταθμό το Μοναστηράκι.

Τα ολάνθιστα «δοχεία νυκτός» που, δίχως πουριτανισμούς, τοποθετήθηκαν σαν ανθοδοχεία πάνω στα χαμηλά τραπεζάκια με το ουίσκυ και τα φυστίκια, σε συνύπαρξη αρμονική...

Και στο Μοναστηράκι μπορεί το κράτος ν'αναστηλώσει τα κτίρια, να δημιουργήσει κι άλλους πεζόδρομους, να υπαγορεύσει, να απαγορεύσει, να επέμβει σωστικά, όπως άλλωστε πολύ σωστά κάνει.

Στην πορεία του τη σημερινή όμως σαν αγοράς, πώς να επέμβει κανείς «εκ των άνω», να την ανακόψει και να τη βάλει στο «σωστό» κανάλι;

Γύρω απ'την πλατεία αυτή καταγράφεται ένα μέρος απ'την καθημερινή ζωή της Αθήνας.

Η ποιότητα της είναι που καθρεφτίζεται στις προθήκες των μαγαζιών περιοχής.

Κι η ευθύνη γι'αυτή την ποιότητα είναι ευθύνη συλλογική...


ΛΙΖΑ ΜΙΧΕΛΗ
«ΜΟΝΑΣΤΗΡΑΚΙ ΑΠ'ΤΟ ΣΤΑΡΟΠΑΖΑΡΟ ΣΤΟ ΓΙΟΥΣΟΥΡΟΥΜ»
ΩΚΕΑΝΙΔΑ 1984

Εν Αθήναις...ο φούρνος

$
0
0


Σε  γειτονιά της Αθήνας εκείνα τα χρόνια είχαμε κοντά μας ένα φούρνο

του Κυρ-Μήτσου.....
Παχύς....με σκούφο....μουστάκι....
Πάλευε από το ξημέρωμα μέχρι το βράδυ...
Κυρίως από το ψωμί έβγαζε μεροκάματο γιατί τα βαλάντια των πελατών του
στην πλειοψηφία ....φτωχά για άλλα προϊόντα....
Τις Κυριακές πηγαίναμε τα φαγητά για ψήσιμο....
Ιεροτελεστία ολόκληρη η ετοιμασία του κατεψυγμένου αρνιού από την Ν.Ζηλανδία
με μπόλικα μυρωδικά για να σπάει την μυρουδιά του καλοσυντηρημένου
"πτώματος"αγνώστου ηλικίας....
Ποιός τα έψαχνε αυτά τότε;
Κρέας ήθελες και ας το μάσαγες περισσότερο για να το καταπιείς....
Οι πατάτες όμως που το συνοδεύανε ήταν λουκούμι με την φυτίνη 
και το μπόλικο λεμόνι....
Σου το έδινε η μάνα το ταψί για τον φούρνο ....σε "έψελνε"για να προσέχεις
στον δρόμο και πάντα έλεγε....
"....αχ ο κερατάς (για τον φούρναρη)...να δούμε πόσες πατάτες θα μας γυρίσει πίσω πάλι..."
Το άκουγα συνέχεια αυτό και με πείραζε....δεν ήθελα να μας κοροϊδεύουν...νευρίαζα...
Και μια Κυριακή πήρα την μεγάλη απόφαση καθώς πήγαινα το ταψί στον φούρνο....
Την ώρα που έγραφε με κιμωλία το όνομα στο ταψί ο φούρναρης του φώναξα....
"....και να ξέρεις Κυρ-Μήτσο....οι πατάτες είναι μετρημένες...."
Κοκκίνησε ακόμα περισσότερο .....κάποιοι πελάτες ξεκαρδιστήκανε
στα γέλια αλλά όταν γύρισε από τον φούρνο με το ζεστό ταψί ο πατέρας ....κοκκίνησε
και το δικό μου μάγουλο....
Το γεγονός είναι ότι δεν παραπονέθηκε ξανά η μάνα μου....για πατάτες που έλειπαν.

Πίσω στα παλιά

Πικραμένος ο Κωνσταντίνου: Ποιοι με έκοψαν απ'τον ελληνικό κινηματογράφο

$
0
0

Ο αγαπημένος ηθοποιός εξέφρασε την πικρία του για το γεγονός ότι κάποια στιγμή «τον έκοψαν» από τον ελληνικό κινηματογράφο.
pikramenos-o-kwnstantinou-poioi-ton-ekopsan-ap-ton-elliniko-kinimatografo


Ο Γιώργος Κωνσταντίνου είναι ένας από τους πιο αγαπημένους ηθοποιούς του ελληνικού κινηματογράφου. Τον αγαπήσαμε μέσα από τις κλασσικές ελληνικές ταινίες που έγραψαν ιστορία και δεν χορταίνουμε να τις βλέπουμε ξανά και ξανά. 
Παράλληλα, συμμετείχε σε πολλές θεατρικές παραστάσεις και τηλεοπτικές σειρές.
Σε συνέντευξή του στο «Λοιπόν» ο ίδιος αποκαλύπτει ότι δεν βλέπει πλέον τις ταινίες του γιατί τις ξέρει πολύ καλά, και εκφράζει την πικρία του για το γεγονός ότι κάποια στιγμή «τον έκοψαν» από τον κινηματογράφο.
«Είχα την τύχη να παίξω λίγες ταινίες, αλλά πάρα πολύ ωραίες που έμειναν κλασικές. “Ξύπνα Βασίλη”, “Καλωσήρθε το δολάριο”, “Γάμος αλά ελληνικά”. Ποια να πάρω; Είμαι πολύ τυχερός γιατί δεν …καταναλώθηκα. Πολλοί συνάδελφοι έπαιξαν 150, 180 ταινίες, εγώ σταμάτησα εγκαίρως τον κινηματογράφο, με… σταματήσανε μάλλον»,ανέφερε.
Τι εννοούσε με τη φράση «με σταμάτησαν»;
«Εκείνη την εποχή το είδος του κωμικού ηθοποιού έπρεπε να είναι γνωστό, επικεντρωμένο. Ο κόσμος πήγαινε να δει τον Βέγγο και ήξερε τι πάει να δει, τι θα κάνει ο Βέγγος. Σ’ εμένα δεν ήξερε τι θα δει, αυτό όμως δεν ήταν καλό εμπορικό στοιχείο. Ήθελε να είσαι ο συγκεκριμένος ψηλός – κουτός και να παίζεις σε όλες τις ταινίες τον ψηλό – κουτό, όπως ο Γκιωνάκης ήταν μονίμως ο χαζούλης.
Αυτό που έκανα εγώ εμπορικά δεν έφερνε λεφτά, γιατί ήταν 
η μόδα να έχεις μια ταμπέλα. Αυτός ήταν ο λόγος που κάποια στιγμή σταμάτησαν να με παίρνουν σε ταινίες. Δεν θεωρούμουν ότι ήμουν το εμπορικό στοιχείο. Έτσι, σταμάτησα εγκαίρως, έκανα 15 ταινίες όλες κι όλες, αλλά κατάφεραν να μείνουν στην Ιστορία και αναγνωρίστηκαν. Έκανα και μερικές οι οποίες δεν ήταν αξιόλογες.»

Ο ακριβοδίκαιος του σελιλόιντ, Παντελής Ζερβός

$
0
0

Ο «παπά-Φώτης» του ελληνικού σινεμά που ήταν πάντα ένας ταγμένος θεατρίνος



Ο ακριβοδίκαιος του σελιλόιντ, Παντελής Ζερβός
Μια από τις χαρακτηριστικότερες φυσιογνωμίες της χρυσής εποχής της εθνικής μας κινηματογραφίας και ένας άνθρωπος σεμνός και ταπεινός, ο Παντελής Ζερβός κόσμησε με την παρουσία του το πανί και το σανίδι, αποδεικνύοντας στην πράξη τι σημαίνει να είσαι καλλιτέχνης.
Ο στοργικός πατέρας, ο ακριβοδίκαιος κοινοτάρχης, ο καλοσυνάτος αστυνομικός, παπάς, βαρκάρης κ.λπ. της μεγάλης μας οθόνης ήταν ένας από τους μεγαλύτερους τυπίστες του καιρού του, αφήνοντας παρακαταθήκη ερμηνείες που θα τις κουβαλάμε ισοβίως μέσα μας.
Με την απροσχημάτιστη υποκριτική του απλότητα, που ήταν λες και δεν έπαιζε, απέδιδε αβίαστα τόσο τη συγκίνηση και τη συντριβή όσο και την ανεμελιά και το αστείο, γράφοντας τη δική του προσωπική διαδρομή ως κορυφαίος δευτερορολίστας που περίμεναν ουρά οι παραγωγοί να καπαρώσουν για την επόμενη ταινία τους, 
μιας και ήταν πολυάσχολος και τρομερά επιθυμητός.
Η δεξιοτεχνία του στη μετάδοση του συναισθήματος και στο σκάρωμα του χαρακτήρα ήταν εντελώς έμφυτη, αν και ο Ζερβός διέθετε την ικανότητα να ερμηνεύει σωματικά τους ρόλους του, μετρώντας τεράστιες επιτυχίες στο θέατρο, αποθεώσεις 
κυριολεκτικά στην Επίδαυρο αλλά και στο λατρεμένο του Εθνικό Θέατρο.
Καλόκαρδος, ευχάριστος και ολότελα ταλαντούχος, ο παλαιών αρχών πατέρας και μέντορας των πρωταγωνιστών του ελληνικού σινεμά ενσάρκωσε φυσιογνωμικά, εκφραστικά και βιωματικά την τέχνη του ηθοποιού, παίρνοντας στις πλάτες του το νεοελληνικό θέατρο και σινεμά.
Το τι σημαίνει να είσαι ηθοποιός το απέδειξε εξάλλου μέσα στην τραγικότητα της προσωπικής του τραγωδίας, όταν έμαθε ότι η κορούλα του σκοτώθηκε στον σεισμό
 της Σαντορίνης το 1956 και εκείνος βγήκε να παίξει στην Επίδαυρο και να κάνει το υποκριτικό του καθήκον, παρά την απαράμιλλη οδύνη του. Μόνο όταν έπεσε 
η αυλαία ένιωσε ότι ήταν η στιγμή να πενθήσει για τον χαμό της, λιποθυμώντας 
από τον πόνο του.
Λίγοι ηθοποιοί της γενιάς του περνούσαν με τέτοια άνεση από την κωμωδία 
στο δράμα και τανάπαλιν…

Πρώτα χρόνια

ppannriioeeroossss1
Ο Παντελής Ζερβός γεννιέται στις 23 Δεκεμβρίου 1908 στην Περαχώρα Κορινθίας 
ως γιος του τοπικού ιερέα παπά-Δημήτρη, αν και η τραγωδία θα εκδηλωθεί από 
νωρίς στη ζωή του. Στα τέσσερά του χάνει τη μητέρα του και πριν κλείσει τα οχτώ χρόνια ζωής θα χάσει και τον πατέρα του. Ορφανός πια, θα σταλεί από τους 
συγγενείς του εσώκλειστος στο Τζάνειο Ορφανοτροφείο, όπου και θα περάσει τα επόμενα χρόνια, αν και δεν θα παραμείνει για πολύ, αποφασίζοντας να πάρει 
τη ζωή στα χέρια του.
Ο νεαρός Παντελής θα κάνει πάμπολλες δουλειές του ποδαριού για να επιβιώσει, έχοντας ωστόσο πάντα στον νου του ότι το σχολείο πρέπει να το τελειώσει. Και να μάθει καλά αγγλικά! Όπως και έκανε τελικά, δουλεύοντας το πρωί σε καφενείο στον Πειραιά, φοιτώντας σε νυχτερινό σχολείο και πουλώντας το βράδυ αναψυκτικά 
στους περαστικούς Πειραιώτες.
ppannriioeeroossss2
Ολοκληρώνοντας τη βασική εκπαίδευση στο Σχολαρχείο, κατατάχθηκε στο Βασιλικό Πολεμικό Ναυτικό και έφτασε μάλιστα στον βαθμό του αρχινοσοκόμου. Ο Παντελής ήταν όμως καλλίφωνος νεαρός και είχε ήδη κολλήσει το μικρόβιο της υποκριτικής, κι έτσι αποφάσισε να πάρει μέρος στον διαγωνισμό νέων ταλέντων της Εθνικής 
Λυρικής Σκηνής, όπου και επιλέχθηκε με τυμπανοκρουσίες για την εξαιρετική του φωνή! Αν και η καθοριστική στιγμή θα ερχόταν λίγο αργότερα, σε μια εποχή που ο ανεπανάληπτος Κάρολος Κουν ξεκίναγε δειλά δειλά την περιπέτεια με τη δραματική σχολή του.
Μια μέρα λοιπόν που ήταν με τους μαθητές του στη σχολή, άκουσε απέξω 
το βροντερό γέλιο του Ζερβού και βγήκε να δει τι γινόταν. Εκεί αντίκρισε ένα ναυτάκι, τα είπαν για λίγο και ο Κουν τον ρώτησε αν θέλει να παίξει στο θέατρο. «Φυσικά»,
 του απάντησε ο ναύτης και έτσι ξεκίνησαν όλα. Ο Ζερβός εγκατέλειψε τη λυρική 
σκηνή για να γίνει ηθοποιός πρόζας, σπούδασε υποκριτική στη Δραματική Σχολή
 του Θεάτρου Τέχνης και όταν αποφοίτησε, ο θεατρικός κόσμος του ανήκε…

Θεατρική και κινηματογραφική καριέρα

ppannriioeeroossss3
Ο Ζερβός πρωτοβγήκε στο σανίδι με το Θέατρο Τέχνης το 1933, του οποίου θεωρούνταν ένας από τους θεμέλιους λίθους, και συνέχισε στη Λαϊκή Σκηνή το 
1935 με την «Ερωφίλη», ερμηνεύοντας ήδη από την αρχή ρόλους κλασικούς αλλά
 και σύγχρονου ρεπερτορίου. Σύντομα βέβαια θα έρχονταν τα πέτρινα χρόνια της Κατοχής, όταν ο Ζερβός και οι συνάδελφοί του δεινοπαθούσαν από τη φτώχεια 
και την ανέχεια. Παρά ταύτα, τα υποκριτικά του χαρίσματα θα τον φέρουν σχεδόν 
από σπόντα στον θίασο της μεγάλης πρωταγωνίστριας κυρίας Κατερίνας, αν και οι μετρημένοι θεατές δεν γέμιζαν τα πεινασμένα στομάχια.
ppannriioeeroossss18
Στις αυτοσχεδιαστικές εκείνες παραστάσεις της Κατοχής και τις φανταστικές ιστορίες που σκάρωναν με ήρωες των παλιών καιρών θα ανδρωθεί υποκριτικά ο Ζερβός, 
κι έτσι όταν η χώρα βγει από την περιπέτεια του Β’ Παγκοσμίου, ο Παντελής είναι 
ήδη ψημένος και έμπειρος θεατρίνος. Και μπαρουτοκαπνισμένος φυσικά, καθώς 
στον ελληνο-ιταλικό πόλεμο του 1940 πολέμησε στην πρώτη γραμμή του μετώπου
 ως λοχίας.
ppannriioeeroossss4
Στις αρχές της δεκαετίας του 1950 θα βρεθεί στον θίασο της Μαρίκας Κοτοπούλη, στο πλευρό του Ντίνου Ηλιόπουλου και της Άννας Συνοδινού, λίγο αργότερα θα συνεργαστεί με το Κρατικό Θέατρο Θεσσαλονίκης και με την Ελληνική Σκηνή του Δημήτρη Ροντήρη, βρίσκοντας τελικά το μόνιμο στέκι του, το Εθνικό Θέατρο, βασικό στέλεχος του οποίου παρέμεινε από το 1954 μέχρι και το τέλος της ζωής του. Από το 1948-1954, όταν και θα βρει τη μόνιμη στέγη του στο Εθνικό, είχε ιδρύσει δικό του θίασο.
ppannriioeeroossss5
Ο Ζερβός διακρίθηκε ιδιαιτέρως σε ρόλους κλασικού και νεοελληνικού ρεπερτορίου 
και ήταν ένας από τους λίγους που είχε την τύχη να παίξει σε όλες τις αριστοφανικές κωμωδίες. Το θεατρόφιλο ελληνικό κοινό παραμιλούσε για χρόνια για τους ρόλους 
του στις παραστάσεις «Μάκβεθ», «Άλκηστις», «Αντιγόνη», «Βυσσινόκηπος», «Φιλάργυρος», «Αντιγόνη», «Θεσμοφοριάζουσες» και «Πλούτος», για να αναφέρουμε μερικές μόνο από τους ξακουστούς θεατρικούς του θριάμβους.
ppannriioeeroossss6
Η σπουδαία θεατρική του καριέρα θα τον φέρει στα μήκη και τα πλάτη της Ελλάδας αλλά και στο εξωτερικό, λαμβάνοντας πλήθος βραβείων για τις ερμηνείες του. Για το σύνολο της προσφοράς του στο νεοελληνικό θέατρο τιμήθηκε εξάλλου από τον
βασιλιά Παύλο με τον Χρυσό Σταυρό του Τάγματος του Γεωργίου Α’.
ppannriioeeroossss17
Εξίσου ανεπανάληπτη ήταν και η προσφορά του στο μεγάλο πανί, καθώς τον Ζερβό τον απόλαυσε το κοινό της εποχής σε περισσότερες από 70 ταινίες του ελληνικού σινεμά. Όσο για τους μικρότερους ή μεγαλύτερους ρόλους του, αξέχαστοι 
πραγματικά.
Από εκδικητικός θείος του Ηλιόπουλου στους «Μακρυκωσταίους και Κοντογιώργηδες» και ετοιμόλογος παπάς στη «Μανταλένα» μέχρι γραφικός βουλευτής στο «Ζητείται ψεύτης», χωριάτης ξάδελφος της «Κυράς μας της μαμής» και αυστηρός πατέρας της Λάσκαρη στον «Ατσίδα», ο Ζερβός ξεχώριζε σε κάθε του εμφάνιση. Ποιος μπορεί να τον ξεχάσει ως «παπα-Φώτη» στη «Μανταλένα» του Δημόπουλου, ερμηνεία για την οποία θα αποσπάσει εξάλλου το Βραβείο Β’ Ανδρικού Ρόλου στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης το 1960;
Κάνοντας το ντεμπούτο του το 1943 στον ρόλο του πατριού στη «Φωνή της Καρδιάς», την πρώτη ποτέ ταινία της Finos Film, ο Ζερβός έγινε αναπόσπαστο μέλος του ελληνικού σινεμά, το οποίο υπηρέτησε πιστά για 40 περίπου χρόνια αφήνοντας παρακαταθήκη μοναδικές συνεισφορές στα φιλμ «Πικρό ψωμί» (1951), 
«Ο αγαπητικός της βοσκοπούλας» (1955), «Ο κατήφορος» (1961), «Λόλα» (1964), 
«Ο μεθύστακας του λιμανιού» (1967), «Η δασκάλα με τα ξανθά μαλλιά» (1969), 
«Η Μαρία της σιωπής» (1973), αν πρέπει να ξεχωρίσουμε μερικά.
Χωριστή μνεία οφείλει να γίνει και στις σπουδαίες ραδιοφωνικές εκπομπές του, 
όπου έγραψε άλλον έναν προσωπικό θρίαμβο, κυρίως μέσα από τα σύντομα σκετσάκια «Το 5λεπτο ενός θυρωρού», ενώ με την ίδια ευχέρεια πέρασε και στη 
μικρή οθόνη, αφήνοντας τη σφραγίδα του στις σειρές «Η ταβέρνα» (1972), 
«Ο φάρος» (1976) και «Ιστορίες χωρίς δάκρυα» (1977).

Προσωπική ζωή

ppannriioeeroossss8
Βαθύτατα θρησκευόμενος και εθνικόφρων, ο συντηρητικός Παντελής Ζερβός ήταν φιλοβασιλικός στις πολιτικές του πεποιθήσεις και σφοδρός αντικομουνιστής. Στο απριλιανό πραξικόπημα του 1967 συντάχθηκε μάλιστα με το καθεστώς των συνταγματαρχών και ως πρόεδρος των Εθνικοφρόνων Ελλήνων Ηθοποιών πρωτοστάτησε στην καθαίρεση της διοίκησης του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών, 
του οποίου ήταν μέλος. Μεταπολιτευτικά, έγινε σφοδρός καραμανλικός.
ppannriioeeroossss14
Αφήνοντας τα πολιτικά κατά μέρος, ο Ζερβός ήταν φανατικός Παναθηναϊκός και μανιώδης καπνιστής, αν και ήταν ακόμα πιο ταγμένος οικογενειάρχης. Έχοντας ερωτευτεί τη Σαντορινιά Μαρία του ήδη από τα νιάτα του, το ζευγάρι απέκτησε τρεις κόρες. Η οικογένεια ζούσε στο Παλαιό Φάληρο τον χειμώνα και τα καλοκαίρια μητέρα και κόρες τα πέρναγαν στη Σαντορίνη, καθώς οι θεατρικές υποχρεώσεις του Ζερβού τον κρατούσαν συνήθως μακριά τους.
Η προσωπική τραγωδία θα του χτυπούσε για άλλη μια φορά την πόρτα το καλοκαίρι του 1956, όταν η οικογένεια βρισκόταν στο νησί για τις θερινές διακοπές και 
ο Ζερβός ήταν στην Επίδαυρο. Ο Εγκέλαδος της 9ης Ιουλίου 1956 που ισοπέδωσε το νησί έθαψε κάτω από τα ερείπια τη μικρή του κόρη, τη 12χρονη Ευδοξία, γεγονός
 που πληροφορήθηκε ο ηθοποιός λίγο πριν βγει στην Επίδαυρο.
ppannriioeeroossss7
«Σκοτώθηκε η Ευδοξούλα», του είπαν, κι εκείνος ανέβηκε στη σκηνή και έπαιξε κάνοντας για άλλη μια φορά τον κόσμο να σκάσει στα γέλια με την αριστοφανική ερμηνεία του. Όταν τέλειωσε, υποκλίθηκε, τον αποθέωσαν, τον ανάγκασαν μάλιστα 
να ξαναβγεί στη σκηνή άλλες οχτώ φορές, για τέτοια επιτυχία μιλάμε, και όταν αποσύρθηκε επιτέλους στα παρασκήνια λιποθύμησε από τον καημό του.
ppannriioeeroossss15
Το δράμα έμελλε να έχει συνέχεια, καθώς τρία χρόνια αργότερα, κατά την εκταφή, διαπιστώθηκε πως το κοριτσάκι είχε ενταφιαστεί ζωντανό (η σορός της είχε αλλάξει θέση μέσα στο φέρετρο). Ο Ζερβός κράτησε το γεγονός μυστικό από τη γυναίκα και
 τις άλλες κόρες του και το εξομολογήθηκε μόνο όταν έφτασε στα τελευταία του: «Εκείνες τις τραγικές μέρες στη Σαντορίνη όποιον σκουντούσαν και δεν σάλευε, τον έθαβαν αμέσως για λόγους υγείας, καθώς τα μέσα ήταν ανύπαρκτα», είπε σε πολύ μεταγενέστερη συνέντευξή του.
Στοργικός πατέρας και ακόμα στοργικότερος παππούς, ο Ζερβός δεν χαλούσε χατίρι στους δικούς του, παραμένοντας εξάλλου ευρύτερα γνωστός για τη γενναιοδωρία
 του. Επέστρεφε πάντα στη γενέτειρά του στο Λουτράκι για να εξασκήσει το 
αγαπημένο του χόμπι, το ψάρεμα, και απολάμβανε πάντα την παρέα των απλών ανθρώπων του χωριού από τα θεατρικά πηγαδάκια.
ppannriioeeroossss16
Ο καλός οικογενειάρχης, πολύπλευρος καλλιτέχνης και ένας άνθρωπος ιδιαιτέρως δοτικός άφησε την τελευταία του πνοή στις 22 Ιανουαρίου 1982 στο σπίτι του στο Παλαιό Φάληρο, προδομένος από την καρδιά του. Ο καημός του ήταν που δεν θα προλάβαινε να ζήσει στο ρετιρέ που είχε μόλις αγοράσει στο Λουτράκι για να 
βλέπει τη θάλασσα στον τόπο που τόσο αγάπησε. Ήταν 73 ετών…
http://www.newsbeast.gr

Eν Αθήναις...ένα παλιό σπίτι

$
0
0


Μια βόλτα στην Παλιά Αθήνα που ευτυχώς εξακολουθεί να υπάρχει
έστω και με ετοιμόρροπα σπίτια που σε γυρίζουν στα χρόνια
της αθωότητας .
Η σιδερένια πόρτα ανοιχτή σε ένα από αυτά....μπήκα δειλά και είδα
δύο κυρίους να σημειώνουν....
Ζήτησα την άδεια να περάσω παραμέσα και δεν μου αρνηθήκανε....
Η αυλή και γύρω τα δωμάτια που νοικιάζανε οικογένειες κάποτε...
Παλιές πρίζες .....πλακάκια από μωσαϊκό....κοινόχρηστη τουαλέτα....
πλυσταριό....πηγάδι.....ένα παλιό μπαούλο....μια σπασμένη ντουλάπα...
κληματαριά....
Όταν έχεις γεννηθεί σε τέτοιο σπίτι και το ξαναβρίσκεις με πολλά χρόνια
στην πλάτη είναι κάτι το πολύ όμορφο μέσα στην σημερινή μουτζούρα.
Είχα ξεχαστεί και νόμιζα ότι ήμουν μόνος... 
Ευγενικά με πλησίασε ο ένας κύριος και μου είπε ότι πρέπει να φύγουν...
Ο άλλος φαινόταν ξένος....δεν ρώτησα την τύχη που θα έχει ο παλιός
αυτός Παράδεισος των παιδικών μου χρόνων....απλά την φαντάστηκα
αν και με ευχαρίστηση στην συνέχεια θυμήθηκα τον Νόμο για την περιοχή 
της Πλάκας που αφορά τα παλιά κτίσματα.
Απλά διώχνει τον πελάτη...

Πίσω στα παλιά

Στιγμιότυπα από τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας του 1896 που προκαλούν γέλιο!

$
0
0

 Σήμερα οι Ολυμπιακοί Αγώνες είναι ένα θέαμα εκατοντάδων εκατομμυρίων που μαγνητίζει τα παγκόσμια φώτα και φέρνει κοντά έθνη, τάξεις και φυλές για να παρακολουθήσουν τα υπεράνθρωπα κατορθώματα των κορυφαίων αθλητών της οικουμένης.
Οι πρώτοι σύγχρονοι Ολυμπιακοί της Αθήνας όμως ήταν μια ολότελα διαφορετική ιστορία: μόλις 14 χώρες συμμετείχαν, οι αθλητές δεν ήταν επαγγελματίες και κάποιες μάλιστα αποστολές υποχρεώνονταν να εκτελούν και χρέη αθλητικού συντάκτη για τις χώρες τους, γράφοντας στον ελεύθερο χρόνο τους τις ανταποκρίσεις από την Αθήνα! Όπως έγινε με την ολυμπιακή αποστολή των ΗΠΑ δηλαδή, καθώς οι αμερικανοί αθλητικογράφοι δεν θεώρησαν το αθλητικό event σπουδαίο ώστε να δεχτούν να το καλύψουν.
Παρά ταύτα, οι Θερινοί Ολυμπιακοί του 1896 θεωρήθηκαν μεγάλη επιτυχία, αν και για τα σημερινά δεδομένα παραήταν ερασιτεχνικοί και ολότελα ανατρεπτικοί. Παρά ταύτα, η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή (που είχε γεννηθεί μόλις δύο χρόνια πρωτύτερα) αποφάσισε να βραβεύσει όλους τους συμμετέχοντες με χάλκινα μετάλλια, μήπως και μείνει κάποιος παραπονεμένος! Σαν σχολική αθλητική εκδήλωση δηλαδή όπου όλα τα παιδάκια παίρνουν το κατιτίς τους. Κάθε αθλητής των Ολυμπιακών της Αθήνας πήρε λοιπόν το μετάλλιο συμμετοχής του, διά χειρός βούλγαρου γλύπτη, κι έτσι ήταν όλοι ευχαριστημένοι.
Κι αν για μας τους Έλληνες ο Σπύρος Λούης έμεινε θρύλος μετά τους ιστορικούς αυτούς Ολυμπιακούς, μιλάμε για την κωμικοτραγική διοργάνωση που μέτρησε πολλά ευτράπελα…
Η ολυμπιακή αποστολή της Αυστραλίας συμμετείχε συμπτωματικά (και κοπάνησε κι έναν θεατή!)
atgnaaaoolylvviiccs1
Μπορεί σήμερα οι ολυμπιακοί αθλητές να περνούν χρόνια προπόνησης για μια ευκαιρία να πάρουν ένα μετάλλιο, τα πράγματα ωστόσο ήταν ολότελα διαφορετικά το 1896. Γιατί τότε οποιοσδήποτε εμφανιζόταν μπορούσε να πάρει μέρος και αυτό το αποδεικνύει με ανάγλυφο τρόπο η ομάδα της Αυστραλίας. Αυτό το «ομάδα» είναι βέβαια αρκούντως σχετικό, καθώς η Αυστραλία πήρε μέρος με έναν μόνο αθλητή κι αυτόν από σπόντα!
Πρόκειται για τον μυστακοφόρο Έντουιν Φλακ, ο οποίος έτυχε να βρίσκεται στην Αγγλία τον Μάρτιο του 1896 και κατέβηκε στην Αθήνα για να παρακολουθήσει τους αγώνες. Ως θεατής φυσικά, αν και φτάνοντας στην Ελλάδα αποφάσισε να λάβει μέρος. Προσέγγισε έτσι την ομάδα της Αγγλίας και γράφτηκε σε τρία αγωνίσματα: δυο event αγώνα δρόμου και ένα διπλό στο τένις. Και μιας και η Αυστραλία ήταν τότε αγγλική αποικία, τα μετάλλια του Φλακ στα 100 και τα 1.500 μέτρα αποδόθηκαν στην Αυστραλία χρόνια αργότερα!
Το κωμικοτραγικό της δικής του συμμετοχής ήρθε όμως όταν γράφτηκε στον μαραθώνιο. Μην έχοντας καμία εμπειρία, ο Φλακ άρχισε να τρέχει, αν και ο αττικός ανοιξιάτικος ήλιος του έπεσε βαρύς κι έτσι σωριάστηκε στον δρόμο. Φουκαράς θεατής που πήγε να τον σηκώσει δέχτηκε μπουνιά στο πρόσωπο, καθώς ο αυστραλός αθλητής ήταν στο έδαφος σε κατάσταση αμόκ!
Ο πρωταθλητής δισκοβολίας που δεν είχε ιδέα τι είναι ο δίσκος
atgnaaaoolylvviiccs2
Αν θες ολυμπιακό μετάλλιο, πρέπει να μοχθήσεις στην προπόνηση και τους αγώνες για χρόνια, αν και ο Ρόμπερτ Γκάρετ δεν ήταν προφανώς υπέρμαχος της σκληρής δουλειάς. Ο αμερικανός αθλητής εξαναγκάστηκε λίγο πολύ από την ολυμπιακή αποστολή των ΗΠΑ να συμμετάσχει στη δισκοβολία, καθώς κανείς άλλος δεν ήθελε. Το μόνο πρόβλημα; Ότι ο Γκάρετ δεν είχε δει ποτέ στη ζωή του δίσκο!
Κι αυτό δεν είναι σχήμα λόγου: πριν αποβιβαστεί στην Αθήνα, ο Γκάρετ δεν είχε ακούσει καν ότι υπάρχει τέτοιο αγώνισμα και για να προπονηθεί ζήτησε από ένα αμερικανό σιδηρουργό να του φτιάξει έναν με βάση τις αρχαιοελληνικές προδιαγραφές. Αυτές μπόρεσε να βρει ο άνθρωπος, αυτές ζήτησε! Ο σιδεράς του έφτιαξε λοιπόν μια σιδερένια μάζα 30 εκατοστών και βάρους 14 κιλών! Όχι ότι μπορούσε να τον ρίξει μακριά, αλλά αυτόν είχε, με αυτόν προπονήθηκε.
Όταν είδε λοιπόν στον στίβο του Παναθηναϊκού Σταδίου τους έλληνες αθλητές να πετούν τους πραγματικούς δίσκους τους, τότε κατάλαβε την «πατάτα» που είχε κάνει. Δεν είχε όμως επιλογή και συμμετείχε τελικά στο αγώνισμα. Κι ενώ οι δυο πρώτες βολές του εκτοξεύτηκαν στην εξέδρα και λίγο έλειψε να προσγειωθούν στα κεφάλια των θεατών, η τρίτη πήγε περίφημα και του εξασφάλισε την πρώτη θέση! Όπως σχολίασε χρόνια αργότερα την απροσδόκητη αυτή νίκη συναθλητής του στην ολυμπιακή αποστολή των ΗΠΑ: «Κανείς δεν ήταν πιο έκπληκτος από τον ίδιο τον Ρόμπερτ Γκάρετ»!
Οι μαμάδες των αμερικανών αθλητών πληρώνουν τα εισιτήρια
atgnaaaoolylvviiccs3
Σήμερα η συμμετοχή σε μια ολυμπιακή αποστολή σημαίνει όλα τα έξοδα πληρωμένα από τους χορηγούς, καθώς ο αθλητής πρέπει να είναι απερίσπαστος στον αγώνα του. Τα πράγματα το 1896 μόνο έτσι δεν ήταν, καθώς το γκλάμουρ δεν περιλαμβανόταν στην ατζέντα του Κουμπερτέν. Κι έτσι το 1/3 της αμερικανικής ομάδας έβαλαν τους γονείς τους να πληρώσουν τα έξοδα για να κατέβουν στην Αθήνα και να πάρουν μέρος στους Θερινούς Ολυμπιακούς του 1896!
Δεν είναι εύκολο να διανοηθούμε στις μέρες μας πόσο λίγο ενδιαφέρον έδειξαν πολλές χώρες στις προτροπές του Κουμπερτέν για αναβίωση του ολυμπιακού ιδεώδους και οι ΗΠΑ ήταν μάλλον οι πιο αδιάφορες. Δεν έκαναν φυσικά εθνικούς αγώνες για να στείλουν τους καλύτερους και δεν πέρασαν καν από δοκιμαστικά όσους εκδήλωσαν ενδιαφέρον. Το μόνο κριτήριο για να βρεθεί κάποιος στην Αθήνα ως μέρος της αμερικανικής ομάδας ήταν η δυνατότητά του να είναι εγκαίρως στην Ελλάδα!
Δύο αθλητές μάλιστα, οι Τζέιμς Κόνολι και Γουίλιαμ Χόιτ, δεν μπορούσαν να πάρουν άδεια από το Χάρβαρντ όπου σπούδαζαν για να βρεθούν στην Αθήνα, κι έτσι αναγκάστηκαν να παρατήσουν τις σπουδές τους για να συμμετέχουν στους Ολυμπιακούς. Ευτυχώς για τις ζωές τους, αμφότεροι απέσπασαν διακρίσεις.
Άλλοι τέσσερις Αμερικανοί, φοιτητές του Πρίνστον αυτοί, δεν έβρισκαν σπόνσορες και οι γονείς τους δεν ήθελαν καν να ακούσουν για ταξιδάκια στην Ελλάδα. Συμμετείχαν τελικά μόνο στον Ρόμπερτ Γκάρετ και κυρίως τη μαμά του, η οποία δέχτηκε να καλύψει τα έξοδα των παιδιών…
Κανείς δεν πιστεύει ακόμα και σήμερα ότι υπήρξε αθλητής από τη Χιλή
atgnaaaoolylvviiccs3
Εξίσου ερασιτεχνική ήταν και η καταγραφή των σκορ στους ιστορικούς εκείνους αγώνες, προκαλώντας πολλές περιπέτειες και ευτράπελα στους συμμετέχοντες. Τρανό παράδειγμα εδώ είναι ο χιλιανός αθλητής Λούις Σαμπερκασό, ο οποίος παρά το γεγονός ότι πήρε μέρος σε τρία αγωνίσματα, κανείς δεν έμελλε να τον θυμάται. Αν και το πρόβλημά του είναι ελαφρώς διαφορετικό: η Διεθνής Εταιρία Ολυμπιακών Ιστορικών (ISOH) ξεσκονίζοντας τα κιτάπια της το 2016 κατέληξε ότι η Χιλή δεν είχε στείλει αντιπρόσωπο στους Αγώνες του 1896!
Ο Σαμπερκασό βρέθηκε στην Αθήνα με τον διπλωμάτη πατέρα του για να δει τις επιδόσεις της αγαπημένης του γαλλικής ομάδας και θέλησε κάποια στιγμή να συμμετάσχει σε κάνα-δυο αγωνίσματα. Παρά το γεγονός ότι πήρε τελικά μέρος ως μέλος της γαλλικής αποστολής, είπε στους κριτές την τελευταία στιγμή ότι είναι Χιλιανός. Εξοργισμένος ο πρέσβης μπαμπάς, μιας και δεν είχε τη σύμφωνη γνώμη της χιλιανής κυβέρνησης, του είπε να κρατήσει το στόμα του κλειστό μέχρι να δουν τι θα γίνει.
Τίποτα δεν έγινε φυσικά, ο Σαμπερκασό δεν κέρδισε σε κανένα αγώνισμα και όλα θα ξεχνιούνταν, ακόμα και η συμμετοχή του από τα μητρώα! Μόλις σε ένα επίσημο έγγραφο των Ολυμπιακών υπάρχει το όνομά του ως αθλητής των Γάλλων κι αυτό είναι όλο…
Ο Γλύξμπουργκ και η αμερικανική ομάδα
tosofooggllykmoov6
Οι σημερινοί γαλαζοαίματοι δεν κάνουν τίποτα άλλο στους Ολυμπιακούς παρά να παρακολουθούν τα τεκταινόμενα από τις εξέδρες των επισήμων. Στην Ελλάδα του 1896 τα πράγματα ήταν βέβαια διαφορετικά, καθώς το περιστατικό μας θα φέρει κοντά ένα ανοιξιάτικο απόγευμα τη βασιλική οικογένεια και την αμερικανική αποστολή, η οποία προσπάθησε να μάθει ράγκμπι στους Γλύξμπουργκ και κατέληξε με ένα μίνι διπλωματικό επεισόδιο στα χέρια της!
Για όλα ευθύνονται ένα πορτοκάλι, ένα μπαστούνι βαδίσματος και η επίσημη πριγκιπική στολή του διαδόχου Κωνσταντίνου. Θέλοντας να δείξουν στους έλληνες γαλαζοαίματους το καμάρι της Αμερικής, το μπέιζμπολ, οι αθλητές έπεισαν τον Κωνσταντίνο να δοκιμάσει με ό,τι βρήκαν εύκαιρο στο Τατόι: ένα πορτοκάλι για μπάλα κι ένα μπαστούνι βαδίσματος για μπαστούνι του μπέιζμπολ.
Ο Γλύξμπουργκ κατάφερε να χτυπήσει τα πορτοκαλί μπαλάκι, αν και όλοι είδαν με τρόμο το πορτοκάλι να σπάει στον αέρα και να λεκιάζει την πριγκιπική στολή από την κορφή ως τα νύχια! Παρά το γεγονός ότι ο Κωνσταντίνος γέλασε με την καρδιά του, αυτή θα ήταν η τελευταία απόπειρα να γίνει το μπέιζμπολ εθνικό σπορ των Ελλήνων…

http://www.pronews.gr

Η ΕΛΛΑΔΑ ΠΟΥ ΞΕΧΑΣΑΜΕ

$
0
0



Σκηνές αποχαιρετισμού ενώ το πλοίο ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΦΕΙΔΕΡΙΚΗ ετοιμάζεται να αποπλεύσει από τον Πειραιά μεταφέροντας μετανάστες στις ΗΠΑ. Ακριβής ημερομηνία άγνωστη.

Αργος 1940. Μαθήτρια σε εθνική επέτειο.


Η Αθήνα κάτω από την Ακρόπολη στις 14-12-1951. Σας θυμίζει τίποτα ?


Λακωνία, 28-10-1960. Πανηγυρικός λόγος από την δασκάλα του χωριού σε εθνική επέτειο. Ο χωροφύλακας την κοιτάζει μάλλον περίεργα, προφανώς η δασκάλα θα είπε κάτι επιλήψιμο.


Σχολείο στη Λακωνία, κάπου μεταξύ 1950 και 1960. Χωρίς θέρμανση αλλά με θέληση.


Εξορία, Χρυσόστομος Ικαρίας, Απρίλιος 1948. Η συνέχεια ήταν στη Μακρόνησo ...


Δημοτικό σχολείο στο χωριό Βελανίδια Λακωνίας, μεταξύ 1950 και 1960. Χαρακτηριστική φωτογραφία του δασκάλου με τους μαθητές. Μετρήστε πόσα παιδιά φοράνε παπούτσια...


Νεάπολη Λακωνίας, 1958. Το λιμάνι.

Εν Αθήναις...στα Πλακιώτικα στενά

$
0
0

Ανηφόριζα στην Πλάκα σχεδόν μόνος.
Μια ησυχία που σε ηρεμούσε και κοιτώντας τον Ιερό Βράχο ένοιωθες ότι
βρισκόσουνα σε μια άλλη εποχή μέχρι που ένα πάρκινγκ πιο πέρα
σε επαναφέρει στο σήμερα.
Η καλημέρα είναι εύκολη ακόμα στην Πλάκα και λίγες κουβέντες μπορούν
να σου φιάξουν την διάθεση.
"Κρατάμε όσο μπορούμε...."
Μου είπε ένας ηλικιωμένος Πλακιώτης.
Και είχε δίκιο ...με μεγάλη προσπάθεια κρατάνε ακόμα.
Τι θα γίνει μετά με αυτά τα διατηρητέα;
Η γνωστή και μοναδική μέθοδος.
Οι κληρονόμοι τα πουλάνε όχι ιδιαίτερα ακριβά γιατί
δεν έχουν την δυνατότητα να τα αναπαλαιώσουν.
Το κόστος είναι μεγάλο.
Συνήθως αυτοί που διαθέτουν χρήμα τα αγοράζουν και τα αναπαλαιώνουν
με "σύγχρονο"τρόπο που με τίποτα δεν θυμίζουν την αρχική τους μορφή.
Πολλοί κατασκευάζουν και μίνι πισίνες...με θέα την Ακρόπολη.
Υπάρχουν και  ακατοίκητα σπίτια που καταρρέουν.
Αυτά τα διεκδικούν συνήθως περισσότεροι κληρονόμοι που δεν μπορούν
να συννενοηθούν.
Πέρασα από την Αδριανού ησυχία και εκεί.
Βγήκα στην Φιλελλήνων και ξαναβρήκα την σημερινή Αθήνα.

Πίσω στα παλιά

Πέθανε ο σπουδαίος ηθοποιός Γιάννης Βόγλης

$
0
0


Πέθανε ο σπουδαίος ηθοποιός Γιάννης Βόγλης

- Θλίψη στον καλλιτεχνικό κόσμο για τον θάνατο του σπουδαίου ηθοποιού Γιάννη Βόγλη
- Πέθανε σε ηλικία 79 ετών - Είχε συνεργαστεί με εκατοντάδες σπουδαίους ηθοποιούς σε θέατρο και τηλεόραση
- Το τελευταίο διάστημα είχε προβλήματα υγείας  

Ο Γιάννης Βόγλης, ένας σπουδαίος ηθοποιός με μεγάλη καριέρα στο θέατρο, στον κινηματογράφο και στην τηλεόραση έφυγε σήμερα από την ζωή σε ηλικία 79 ετών. Ο Γιάννης Βόγλης νοσηλευόταν το τελευταίο διάστημα σε νοσοκομείο με προβλήματα υγείας. Πέθανε σήμερα το πρωί στο Ιπποκράτειο από επιπλοκές μετά από μάχη με τον καρκίνο.
Γεννήθηκε στην Αθήνα στις 30 Σεπτεμβρίου του 1937. Σπούδασε στη δραματική σχολή του Πέλου Κατσέλη. Η πρώτη του εμφάνιση στο θέατρο έγινε στη θεατρική παράσταση "Η άνοδος του Αρτούρο" το 1961, σε σκηνοθεσία του Καρόλου Κουν. Εμφανίστηκε για πρώτη φορά στον κινηματογράφο στην ταινία 
"Οι Υπερήφανοι". Έγινε γνωστός από την ταινία "Το χώμα βάφτηκε κόκκινο"'το 1966, ενώ σημαντική ερμηνεία του υπήρξε στην ταινία "Κορίτσια στον ήλιο"'του Βασίλη Γεωργιάδη. Εμεινε θρυλική η φράση «Στάσου μύγδαλα!» στην συμπρωταγωνίστριά του, Αν Λόμπεργκ. 
Εργάστηκε κυρίως στο θέατρο, μαζί με αξιόλογους άλλους ηθοποιούς, όπως η Έλλη Λαμπέτη, ο Αλέκος Αλεξανδράκης, ο Μάνος Κατράκης. Συνεργάστηκε ως βασικό στέλεχος με το"Προσκήνιο"του Αλέξη Σολομού. Εργάστηκε για μια πενταετία ως βασικό στέλεχος του ΚΘΒΕ μετά την μεταπολίτευση. Φαίνεται να χρησιμοποίησε το όνομα John Miller σε αγγλόφωνη ταινία, ενώ στο αρχείο του Εθνικού Θεάτρου αναφέρεται και ως Ι. Γκόγκλης. Το "Γιάννης Βόγλης"είναι καλλιτεχνικό ψευδώνυμο.
Ήταν ο ιδρυτής του Καλλιτεχνικού Οργανισμού "Ανατολή"κατά την πενταετία του '80. Σημαντικές παραγωγές του ήταν οι "Καπετάν Μιχάλης", "Αλέξης Ζορμπάς", "Ελλάδα-Ρίτσος Μακρυά Πορεία" (Πολυθέαμα), "Ο Καλός Στρατιώτης Σβέικ", "Αγαπημένε μου Παππού", "Προμηθέας Δεσμώτης"του Αισχύλου και περιόδευσε στην Ελλάδα, την Κύπρο, τον Καναδά με μεγάλη επιτυχία.
Συνεργάστηκε με το Θέατρο "Πράξη"της Μπέτυς Αρβανίτη. Μερικά έργα στα οποία έπαιξε είναι: "Ο Φερνάντο Κραπ μου Έγραψε ένα Γράμμα", "Η Κυρία από τη Θάλασσα"σε σκηνοθεσία Μίνου Βολανάκη, "Μια Πιθανή Συνάντηση", 
"Η Επιστροφή"του Χ. Πίντερ, κ.α.
Με πληροφορίες από wikipedia
http://www.newsit.gr

1880-1925: Οι πρώτοι Νοικοκυραίοι της Αθήνας

$
0
0




Όταν το πλανόδιο εμπόριο ήταν μορφή κοινωνικής πρόνοιας, οι μαγαζάτορες λειτουργούσαν ως τραπεζίτες των φτωχών και οι επαγγελματίες αντιστέκονταν 
στην προλεταριοποίηση τους

Γράφει η Ιωάννα Μπρατσιάκου

Στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα οι ευκαιρίες να ξεκινήσει κανείς 
τη δική του επιχείρηση σε μια πόλη που ολοένα μεγάλωνε ήταν πολλές. 
 Ήταν η περίοδος που γεννήθηκε και θεμελιώθηκε η παραδοσιακή μικροαστική τάξη, δηλαδή οι ιδιοκτήτες μικρών μονάδων στον χώρο του λιανικού εμπορίου, της
 βιοτεχνίας και της παροχής υπηρεσιών. Αυτό είναι και το αντικείμενο δεκαετούς
 μελέτης του Δρ. Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, Νίκου Ποταμιάνου, που μετουσιώθηκε σε μια έκδοση 547 σελίδων.

Ξεφυλλίζοντας το βιβλίο «Οι Νοικοκυραίοι: Μαγαζάτορες και βιοτέχνες στην Αθήνα 
1880-1925» δεν μπορεί κανείς να μην σκεφτεί με θλίψη τα σημερινά «λουκέτα» στους δρόμους της πόλης, πόσο μάλλον όταν η επιθυμία «να κάνουμε κάτι δικό μας»
αραμένει μπολιασμένη στην ψυχοσύνθεση του Έλληνα. Ενώ ταυτόχρονα 
συνειδητοποιεί μια άλλη διάσταση του όρου μικροαστός, ο οποίος είναι φορτισμένος 
με αρνητικές αναφορές. Ο μικροαστός του Νίκου Ποταμιάνου είναι απαλλαγμένος 
από το αρνητικό φορτίου του «petit bourgeois» που μιμείτο τις συμπεριφορές των
 αστών στη Γαλλία του 19ου αιώνα. Είναι απαλλαγμένος της αρνητική χρήση των Μαρξιστών, για τους οποίους είναι «ο μη συνειδητοποιημένος εργάτης», ένας 
άνθρωπος χωρίς ταξική συνείδηση που ενδιαφέρεται μόνο για την κοινωνική του 
ανέλιξη. Είναι απαλλαγμένος από τη σημερινή εκδοχή του «πολιτισμικού 
μοντερνισμού», που αποκαλεί ως μικροαστικό οτιδήποτε κομφορμιστικό και 
συντηρητικό.

Οι «μικροαστοί πατριάρχες» του Νίκου Ποταμιάνου είναι επαγγελματίες που αναδεικνύονται σε υποκείμενα της ιστορίας, εντασσόμενοι σε διαφόρων ειδών συλλογικότητες ή αναπτύσσοντας κοινές συμπεριφορές, επιμένοντας στην 
ανεξάρτητη απασχόληση, οργανώνοντας συνοικιακά πιστωτικά δίκτυα, λειτουργώντας
ως «τραπεζίτες των φτωχών» και ως «κομματάρχες» στο εσωτερικό διαφόρων
 κοινοτήτων της πόλης.









(Αμαξάς σε δρόμο της Πλάκας,
 1920. Φωτογραφία του 
Boissonnas © Αρχείο Fred Boissonnas, Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης.
 Αρ. φωτογραφίας: 2099Α)

Η έξοδος από το παζάρι, η διασπορά και οι πιάτσες

Πού κατοικούσαν όμως οι μικροαστοί; Σε γενικές γραμμές οι επαγγελματίες

 ζούσαν διάσπαρτοι στην πόλη, από τον αμαξά στο Κολωνάκι έως τον παντοπώλη

 στις παράγκες δίπλα στον σκουπιδότοπο στο Δουργούτι. Το ίδιο ίσχυε 

σε μεγάλο βαθμό και για τους βιοτέχνες. Ως γειτονιές πάντως που 

κυριαρχούσαν άνθρωποι μετρίου εισοδήματος αναφέρονται τα Εξάρχεια, 

η Νεάπολη, η Πλάκα, του Μακρυγιάννη, η Βάθεια, η Καλλιθέα. Επιπλέον η συνοικία

 του Ψυρρή μπορεί πιθανώς να συνδεθεί με την παραδοσιακή μικροαστική τάξη,

 τους βιοτέχνες και τους μαγαζάτορες που κατοικούσαν δίπλα στον χώρο της 

δουλειάς τους, στο Μοναστηράκι, στο εμπορικό τρίγωνο κλπ., λόγω της σημασία

 της οικογενειακής εργασίας για τη λειτουργία των μικρών επιχειρήσεων, 

ιδίως των εμπορικών.Βεβαίως υπήρχαν σημεία που διατηρούσαν τον χαρακτήρα 

της πιάτσας σε πολλά επαγγέλματα και αυτό είχε να κάνει και με λόγους

 ελέγχου. Η αστυνομία μπορούσε να επιβάλει στους μαγαζάτορες μια 

συγκεκριμένη τοποθεσία, ενώ οι δήμοι φρόντιζαν να κατασκευάζουν κλειστές 

αγορές τροφίμων για να διατηρούνται πιάτσες που μπορούσαν να ελεγχθούν 

εύκολα ως προς τις συνθήκες υγιεινής. Έτσι διατήρησε την πρωτοκαθεδρία

 της η Παλιά Αγορά επί δεκαετίες, έως ότου καταστράφηκε από πυρκαγιά 

το 1884, για να δώσει τη θέση της δύο χρόνια μετά στη Νέα Αγορά (Βαρβάκειος).









Kρεοπωλείο & οπωροπωλείο στην Αγορά ©Η Ελλάς κατά τους Ολυμιακούς 
Αγώνας του 1896: Πανελλήνιον Εικονογραφημένον Λεύκωμα, Αθήνα 1896)
Ωστόσο η μεγάλη επέκταση της πόλης που συντελείτο εκείνα ακριβώς τα χρόνια 
οδήγησε τους επαγγελματίες να δημιουργήσουν κι άλλες πιάτσες. Η «έξοδος 
από το παζάρι» βέβαια είχε ξεκινήσει πολύ νωρίτερα για όσους απευθύνονταν 
σε ένα αστικό κοινό με εξευρωπαϊσμένα γούστα, οι οποίοι λειτουργούσαν
 πλήθος μαγαζιών στην Ερμού, την Αιόλου και τα γύρω στενά. Αυτά τα 
εμπορικά καταστήματα άλλαζαν την εικόνα της πόλης, επιστρατεύοντας
φωτισμένες βιτρίνες για να προσελκύουν τους περαστικούς, καθώς η Αθήνα 
μεγάλωνε και οι πελάτες δεν περιορίζονταν σε συγγενείς, φίλους και γείτονες.

(Καρτ-ποστάλ με την οδό Αιόλου, δεκαετία 1910 © Ελληνικό Λογοτεχνικό
 και Ιστορικό Αρχείο Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης [ΕΛΙΑ/ΜΙΕΤ])


Όταν το εισαγόμενο ήταν για τους «παρακατιανούς»

Όπως προκύπτει από την έρευνα, η εκμηχάνιση για τις μικρές βιοτεχνίες

 ήταν υπόθεση του Μεσοπολέμου. Νωρίτερα η σχέση παραγωγής – εμπορίου, 
παρότι είχε διαρρηχθεί ήδη από την εποχή της Τουρκοκρατίας (όπου έκαναν 
την εμφάνισή τους διάφορα μαγαζιά ψιλικών, υφασμάτων κ.α. που πουλούσαν 
προϊόντα που δεν είχαν κατασκευάσει οι ιδιοκτήτες τους), παρουσίασε μια 
ανθεκτικότητα, ειδικά στον χώρο των τροφίμων. Περισσότερο καθοριστικός για τον διαχωρισμό του λιανικού εμπορίου από την παραγωγή ήταν ο ρόλος των εισαγωγών
 παρά η ανάδυση μεγάλων επιχειρήσεων μεταποίησης. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην υποδηματοποιία και τη ραπτική η κατά παραγγελία παραγωγή είχε περίοπτη θέση στα μεσαία και ανώτερα εισοδήματα, ενώ τα εισαγόμενα ενδύματα και υποδήματα από το εξωτερικό προορίζονταν για τα κατώτερα εισοδήματα. Με εξαίρεση τα έτοιμα ανδρικά ρούχα από τη Βιέννη.

Το πλανόδιο εμπόριο ως μορφή κοινωνικής πρόνοιας

Ένας μετασχηματισμός που όρισε την οικονομική ανάπτυξη των μικροαστών ήταν η μακροχρόνια μετάβαση από το πλανόδιο στο εδραίο εμπόριο και τη βιοτεχνία. 
Παρά τη δημιουργία ενός δικτύου καταστημάτων με αυξανόμενο βάρος στην αγορά, οι πλανόδιοι δεν εξέλιπαν, αλλά ενδεχομένως απέκτησαν έναν νέο ρόλο. Το 1920,
 οι κύριες κατηγορίες πλανόδιων ήταν οι μανάβηδες, οι αυγουλάδες, οι ψιλικατζήδες 
και οι γαλατάδες. Είναι χαρακτηριστική η εικόνα του γαλατά με τη φουστανέλα που
 γύρναγε με ένα μικρό κοπάδι κατσίκες, τις άρμεγε επί τόπου και πουλούσε σε δοχεία 
το γάλα. 
Οι δε μανάβηδες αποτελούσαν την πλέον εμβληματική φιγούρα πλανόδιου. Κατά την περίοδο που εξετάζει το βιβλίο ένα πλήθος μανάβικων άνοιξε στις γειτονιές και το
 βάρος των πλανόδιων μειώθηκε. Τη δεκαετία του 1920 όμως επανέκαμψε ως πρόχειρη απασχόληση των χιλιάδων ανέργων, μια παραδοσιακή μορφή κοινωνικής πρόνοιας, 
ένα καταφύγιο για γέρους, αρρώστους και ανάπηρους. Επιπλέον, η δυσκολία απορρόφησης των προσφύγων από τις υπάρχουσες παραγωγικές δομές οδήγησε το πλανόδιο εμπόριο σε παροξυσμό. Οι δε καταστηματάρχες, με το να πουλάνε χονδρικά 
σε πλανόδιους αποκτούσαν ένα μερίδιο από τις πωλήσεις στους φτωχούς χωρίς να υποβάλλονται στο ρίσκο και τα έξοδα προσέγγισής τους. Μάλιστα, κάποιοι πλανόδιοι 
ήταν υπάλληλοι καταστημάτων.










(Γαλατάς με το κοπάδι του στο Κολωνάκι, δεκαετία του 1930 © ΕΡΤ Α.Ε., 
Φωτογραφικό αρχείο Πέτρου Πουλίδη, Αρ.φωτογραφίας 1304)

Το τοπικό μονοπώλιο του «βερεσέ»

Οι δυνατότητες κερδοφορίας δεν ήταν ίδιες σε όλα τα επαγγέλματα, αλλά το λιανικό εμπόριο υπερτερούσε σαφώς της βιοτεχνίας. Σε αυτό συνέβαλε το γεγονός ότι ενώ οι περισσότεροι βιοτεχνικοί κλάδοι πιέζονταν από την ελληνική ή την ευρωπαϊκή 
βιομηχανία, στο λιανικό εμπόριο δεν είχαν εμφανιστεί ακόμα τα πολυκαταστήματα 
και οι αλυσίδες. Ένας δεύτερος παράγοντας πρέπει να ήταν το ισχυρό μονοπώλιο που απολάμβαναν οι τοπικοί μαγαζάτορες, το οποίοι εδραιωνόταν μέσω του μηχανισμού 
του «βερεσέ». Επιπλέον «το μαγαζάκι της γωνίας» αξιοποιούσε το εμπόδιο του χώρου 
για τη δημιουργία ενός μονοπωλιακού πλεονεκτήματος που του επιτρέπει να πουλάει ακριβότερα. Το 1911, ο εργοαστασιάρχης υποδηματοποιίας Ρηγόπουλος ισχυριζόταν 
ότι τα μικρά συνοικιακά μανάβικα, μπακάλικα και φούρνοι, είχαν κέρδος γύρω στο 
20% στα διάφορα είδη που πουλούσαν, έναντι 5-6% των μεγάλων καταστημάτων. 
Εννοείται ότι κάποιες επιχειρήσεις ξεχώριζαν και διαβάζουμε για καταστηματάρχες 
που πλούτισαν στ’ αλήθεια. Λέγεται μάλιστα ότι ο υποδηματοποιός Ι. Τσάμης έγινε εκατομμυριούχος και έφτασε να αγοράσει ξενοδοχείο στο Φάληρο.

Μιλάμε για μια περίοδο που συντελούνταν συσσώρευση κεφαλαίου στην ελληνική κοινωνία, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ αυξανόταν τη δεκαετία του 1880 και την περίοδο 
1910-14, ωστόσο ήταν κυρίως το μεγάλο κεφάλαιο που καρπωνόταν την αύξησή του. 
Η συντριπτική πλειοψηφία των μικρών μονάδων, είχαν ως ζητούμενο την επιβίωσή
 τους, ως πόρος εισοδήματος των νοικοκυριών. Ενώ η τεχνολογική υστέρηση των βιοτεχνιών αποτελούσε μια από τις εκφάνσεις της αδυναμίας για διευρυμένη αναπαραγωγή του κεφαλαίου τους. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι πριν το 1926, 
η κατανάλωση ηλεκτρικού ρεύματος στη μεταποίηση παρέμενε πολύ χαμηλή, ενώ
 και σε βιοτεχνικούς κλάδους με αξιόλογη ανάπτυξη, όπως η επιπλοποιία, 
η εκμηχάνιση ήταν περιορισμένη.







(Σανδαλοποιεία στην οδό Αθηνάς, 1920. Φωτογραφία του Boissonnas © 
Αρχείο Fred Boissonnas, Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης.
Αρ. φωτογραφίας: 2101b)
Οικογενειακή υπόθεση

Ένα άλλο βασικό χαρακτηριστικό των μικροεπιχειρήσεων ήταν η συχνή έδρασή
 τους στην οικογένεια ως οικονομική μονάδα. Η φθηνή και ελαστική εργασία των
 μελών της οικογένειας ήταν κομβικής σημασίας για τη λειτουργία και αναπαραγωγή 
των μικρών επιχειρήσεων. Στην πρώιμη εργατική νομοθεσία μάλιστα υπήρξε ένα
 είδος νομικού ορισμού της οικογενειακής επιχείρησης: το 2012-13 επιτράπηκε η 
τρίωρη εργασία παιδιών 10-12 ετών «εις εργασίας εις τας οποίας ασχολούνται μόνο
 μέλη της ιδίας οικογένειας υπό τη διεύθυνση του πατρός» και συγκεκριμένα 
η σύζυγος, τα παιδιά και οι γονείς του επικεφαλής «και οι μέχρι και του τρίτου
 βαθμού εξ αίματος συγγενείς του εργοδότου».


Παράλληλα υπήρχαν πρακτικές που συσκότιζαν τη θεωρητικά ξεκάθαρη διάκριση 
ανάμεσα στην οικογενειακή και μισθωτή εργασία, όπως οι νεαροί εργάτες που κατοικούσαν στο σπίτι του μάστορα αποτελώντας μέλη του νοικοκυριού. 
Ή οι ανήλικοι μαθητευόμενοι «παραγιοί».

Βέβαια πολλοί μαθητευόμενοι και ειδικευμένοι εργάτες θα ανέρχονταν κατόπιν σε μάστορες, τεχνίτες, εμποροϋπαλλήλους με δικές τους δουλειές. Και εδώ μπαίνει η παράμετρος της κοινωνικής ανόδου εντός ενός διαφορετικού, σαφώς καπιταλιστικού πλαισίου. Οι δυνατότητες κοινωνικής ανόδου οπωσδήποτε υπήρξαν και τροφοδότησαν αυτό που ο Δερτιλής αποκαλεί «ιδεολογία της προκοπής», με πολιτικούς και 
βιομηχάνους να διαβεβαιώνουν ότι «οι σημερινοί υπάλληλοι είναι οι καταστηματάρχαι
 της αύριον». 























(Υποδηματοποιός με τον παραγιό του, γύρω στα 1900 ©Προσωπική συλλογή
 Μάνου Χαριτάτου)


«Κρούσμα φεμινισμού εις τας λαϊκάς τάξεις»

Επιστρέφοντας στη λειτουργία της οικογενειάκης επιχείρησης, πρέπει να 

πούμε ότι «αρχηγός» ήταν ο άντρας , τον οποίον βοηθούσαν η γυναίκα και τα
 παιδιά ως εξαρτημένα από αυτόν μέλη. Στα τέλη του 19ου αιώνα, το άνοιγμα
 κουρείου σε γειτονιά της Αθήνας από «μια κυρία Μαριγώ» χαρακτηριζόταν
 ως «κρούσμα φεμινισμού εις τας λαϊκάς τάξεις». Άλλωστε, υπήρχαν 
και νομικοί περιορισμοί στο να ανοίξει μια γυναίκα μαγαζί: «η γυνή 
δεν δύναται να εμπορεύεται δημοσίως χωρίς την συναίνεσιν του ανδρός της».



(Σ. Χρηστίδης, εξώφυλλο του βιβλίου Ερωτικαί περιπαίτειαι της ωραίας 
παντοπώλιδος [χ.χ.] © Απόστολος Δούρβαρης, Σωτήριος Χρηστίδης 
[1958-1940], Αθήνα 1993, έκδοση ΕΛΙΑ)


Οι «τραπεζίτες των φτωχών» και οι τοκογλύφοι

Όπως προαναφέρθηκε, η πίστωση ήταν ένας τρόπος να διαμορφωθεί μια 

σταθερή πελατεία αναγκασμένη να συναλλάσσεται με τον συγκεκριμένο 
καταστηματάρχη και μόνο. Παράλληλα, η σωστή επιλογή του σε ποιον θα
 δώσεις βερεσέ ήταν κρίσιμη για την επιβίωση της επιχείρησης, 
που διαφορετικά μπορούσε να καταστραφεί από συσσωρευμένα δανεικά κι αγύριστα.

Παράλληλα, ο βερεσές ήταν ο σημαντικότερος τρόπος με τον οποίο

οι μαγαζάτορες λειτουργούσαν ως «τραπεζίτες των φτωχών», δεν ήταν όμως 
ο μόνος. Τα δάνεια φαίνεται ότι δεν ήταν ασυνήθιστα, συχνά με κάποιο 
ενέχυρο. Οι κοινότητες αλληλογνωριμίας εντός των οποίων 
δραστηριοποιούνταν οι καταστηματάρχες ως δανειστές, δεν περιορίζονταν
 στη γειτονιά: σε σκετσάκι του 1888, «ο τραπεζίτης μου εν μέραις χαλεπαίς», 
ο ήρωας ζητούσε δανεικά από έναν συμπατριώτη του παντοπώλη. 
Ο συγγραφέας πάντως σημειώνει ότι αναλογικά συνάντησε λίγες
πληροφορίες για μαγαζάτορες της Αθήνας που δραστηριοποιούνταν
 ως τοκογλύφοι, σε αντίθεση με τον «μικρομπακάλη του χωριού» 
που «εξελίσσεται βαθμηδόν εις τοκογλύφον».


«Ο πωλών επί πιστώσει και ο πωλών τοις μετρητοίς»: λιθογραφία 
αγνώστου καλλιτέχνη, πολύ συνηθισμένη στα καταστήματα)

Η υπερεργασία ως τίμημα για την αποφυγή της προλεταριοποίησης

Παράλληλα το βιβλίο σημειώνει ότι οι μικρές μονάδες αναπαράγοντας 

κυρίως χάρη στην εντατική εργασία του μάστορα, των μελών της οικογένειάς 
του και των μισθωτών υπαλλήλων του. Κάπως έτσι κατάφεραν οι συνοικιακοί 
βιοτέχνες που έφτιαχναν χειροποίητα παπούτσια να ισοφαρίσουν την μείωση των τιμών που επήλθε μετά την εισαγωγή μηχανών στα μεγαλύτερα υποδηματοποιεία κατά τον Μεσοπόλεμο, ενώ κάπως έτσι επιβίωναν και τα αρτοποιία. Αντίστοιχα τα μικρομάγαζα έμεναν ανοιχτά περισσότερες ώρες για να μπορέσουν να ανταγωνιστούν τα μεγαλύτερα. Είναι χαρακτηριστική η αναφορά δημοσιογράφου το 1904, ότι κατά το μνημόσυνο του Παύλου μελά έκλεισαν «ακόμα και τα τελευταία μικρομπακάλικα στου Ψυρρή».

Οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις λοιπόν, δεν μπόρεσαν να απωθήσουν τις μικρές στο περιθώριο της αγοράς, σε ρόλους συμπληρωματικούς και όχι ανταγωνιστικούς. Η πληθώρα όμως των μικρών επιχειρήσεων έφτασε κάποια στιγμή ως μοντέλο στα όριά του.

(Φούρναρης, Κολωνάκι, μεταξύ 1915 και 1921 © ΕΡΤ Α.Ε., Φωτογραφικό αρχείο Πέτρου Πουλίδη. Αρ. φωτογραφίας 1520)



Ταξική συγκρότηση

Το 1910 ξεκίνησε μια σειρά από αλλαγές στο θεσμικό και πολιτικό πλαίσιο. Μετά το αρχικό σοκ, οι μικροεπαγγελματίες προσαρμόζονται, αλλάζουν την έως τότε συλλογική τους οργάνωση και ξεκινούν να αναπτύσσουν μια καινούρια, προκειμένου να αντιμετωπίσουν την επέκταση της σφαίρας της κρατικής παρέμβασης και μια πρώτη ωρίμανση του εργατικού κινήματος. Μέχρι το τέλος της εξεταζόμενης περιόδου έχουν αποκτήσει ένα αξιόλογο επίπεδο ταξικής συγκρότησης. Το 1925, τουλάχιστον στην Αττική, έχουν πετύχει αξιόλογη οργανωτική ανάπτυξη και έχουν κερδίσει νίκες που καθιστούν φανερή τη χρησιμότητά τους στους καταστηματάρχες και διασφαλίζουν την αυτόνομη παρουσία τους (ίδρυσαν το 1925 βιοτεχνικά και επαγγελματικά επιμελητήρια, απέκρουσαν φόρους και βελτίωσαν υπέρ τους τους όρους των κρατικών ρυθμίσεων στην αγορά). Επιπλέον, είχαν την πολυτέλεια της αποστασιοποίησης από τους αστούς, η οποία ήρθε να προστεθεί στις συνθήκες που παρήγαγαν τη μεγάλη αστάθεια κατά τον Μεσοπόλεμο.

(Μέλη επαγγελματικών σωματείων, με τις σημαίες τους, πριν τη συμμετοχή σε εκδήλωση, Μεσοπόλεμος © ΕΡΤ Α.Ε. Φωτογραφικό αρχείο Πέτρου Πουλίδη. Αρ. φωτογραφίας 17102)

Υπερεπαγγελματισμός

Τον Μεσοπόλεμο κυριαρχεί η παραδοχή ότι ο αριθμός των μικροεπιχειρήσεων υπερέβαινε κατά πολύ τις ανάγκες και αυτό δημιουργούσε προβλήματα, πρώτα και κύρια στις πιο μεγάλες και εδραιωμένες μονάδες του κλάδου. Συνέβαλλε σε αυτό και μια μάλλον πρόσκαιρη ιδεολογική στροφή προς τον «εξορθολογισμό» της οικονομίας και την ενίσχυση των μεγάλων επιχειρήσεων, καθώς και οι δυσκολίες που δημιούργησε η σταθεροποίηση του νομίσματος μετά το 1927.

Ο υπερεπαγγελματισμός αποδίδεται στην τάση των Ελλήνων «προς την αυτοκέφαλον εργασίαν» και διατυπώνονται αιτήματα περιορισμού σε διάφορα επαγγέλματα, σε συντονισμό με τις ιδεολογικο-πολιτικές τάσεις στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Το 1901, μια πρόταση για μέτρα μείωσης του ανταγωνισμού απευθυνόταν στους μάστορες και τα σωματεία τους. Το 1931, όμως, το σωματείο καταστηματαρχών κουρέων απευθυνόταν στο κράτος ζητώντας να θεσπιστεί η υποχρεωτική κατάθεση ενός χρηματικού ποσού από όποιον θα άνοιγε κουρείο.

Όπως σημειώνει ο συγγραφέας, η αυξημένη εγρήγορση απέναντι στην πληθώρα των επαγγελμάτων στα 1928-30 δεν στερούνταν πραγματικής βάσης: δεδομένης της ισχύος του ιδεώδους της μικρής ιδιοκτησίας και της κοινωνικής ανόδου, η έμμεση –έστω- αμφισβήτησή του που σηματοδοτούσε η καταγγελία του υπερεπαγγελματισμού αποτελεί ένδειξη ότι η πυκνότητα των καταστημάτων και εν γένει των –τυπικά, έστω- ανεξάρτητων παραγωγών άγγιζε τα όρια που έθεταν οι δομές της ελληνικής οικονομίας.
*Το άρθρο γράφτηκε με πληροφορίες από το βιβλίο του Νίκου Ποταμιάνου «Οι Νοικοκυραίοι: Μαγαζάτορες και βιοτέχνες στην Αθήνα 1880-1925», το οποίο κυκλοφορεί από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.

Γιατί η Σπεράντζα Βρανά στο ντεμπούτο της στα μπουλούκια έπαιξε μεθυσμένη.

$
0
0



Σε μια παράσταση της φώναζαν «Έμπα μέσα μωρή κρύα», αλλά όταν κατά λάθος φάνηκε το στήθος της ζητούσαν να ξαναβγεί στη σκηνή .
 Το 1942 η Ελπίδα Χωματιανού, που έκανε καριέρα στο θέατρο ως Σπεράντζα Βρανά, ήταν μόλις 13 ετών. Είχε απομείνει τελείως μόνη, μετά και από το θάνατο της μητέρας της. «Πήγα στο Μεσολόγγι κι αφού οι συγγενείς μου με αντιμετώπισαν αδιάφορα, αναγκάστηκα να βρω άλλο τρόπο για να εξασφαλίσω το φαγητό μου και να επιβιώσω», θυμόταν χρόνια αργότερα. Έτσι, ακολούθησε το θεατρικό μπουλούκι του Ρολάνδου Χρέλια, που εμφανιζόταν στην περιοχή του Αιτωλικού. Τραγούδησε δοκιμαστικά δίπλα σε μια από τις πρωταγωνίστριες και σχεδόν αμέσως αποφάσισαν να πάρει μέρος στην παράσταση. Η νεαρή Σπεράντζα όμως είχε πολύ άγχος, κάτι που διέκριναν οι έμπειροι ηθοποιοί του θιάσου. «Εγώ συνήθως έτρωγα γλυκό. Eκείνη την ημέρα μου παράγγειλαν κονιάκ, για να ζεσταθεί ο λαιμός μου και να μην έχω τρακ. Ούτε ξέρω πόσα κονιάκ ήπια. Πήγαμε στο θέατρο. Ήμουν σχεδόν μεθυσμένη. Φόρεσα το ωραίο φόρεμα της Υβόνης (ηθοποιός) και ήρθε η ώρα να βγω στο σανίδι». Όταν ήρθε η ώρα να κάνει σιγόντο στο ρεφρέν του τραγουδιού «Τ” όνειρο της αγάπης μας έσβησε», άκουσε μεθυσμένη το κοινό να ξεσπά σε επιδοκιμασίες, χωρίς να καταλαβαίνει το λόγο. Ξαφνικά κατάλαβε ότι από το τρακ, τραβούσε αμήχανα με τα χέρια τη διάφανη μουσελίνα που φορούσε, με αποτέλεσμα να ξεγυμνώσει το στήθος της. Πανικοβλημένη η νεαρή Σπεράντζα, παράτησε το τραγούδι και αποσύρθηκε στο καμαρίνι. Εκεί περίμενε μέχρι να τελειώσει η παράσταση, παρά τις φωνές του ανδρικού πληθυσμού να ξαναβγεί στη σκηνή. «Οι βλάχοι φώναζαν να ξαναβγώ. Βέβαια. Πού θα ξανάβλεπαν τέτοιο θέαμα». Με αυτόν τον περιπετειώδη τρόπο η Σπεράντζα Βρανά έκανε την πρώτη θεατρική εμφάνιση με ένα  μπουλούκι, που θα άλλαζε για πάντα τη ζωή της. 




Την εποχή που η Σπεράντζα Βρανά έπαιζε ακόμη στα μπουλούκια.


 «Τα μπούτια μου είχαν τρίχες και έκανα σαν σπαστικό» Η ηθοποιός ήταν πλέον μέλος του θεατρικού μπουλουκιού. Καθημερινά προσπαθούσε να μάθει τη δουλειά από τους παλιότερους αλλά δεν έλειπαν οι κακές στιγμές την ώρα της παράστασης. Το 1943, εν μέσω πολέμου, ο θίασος του Ρολάνδου Χρέλια, βρέθηκε στη Λάρισα. Η παράσταση που θα παρουσιάζονταν στην πόλη και στα γύρω χωριά ήταν η «Δασκάλα μαθητής». Η Βρανά θα έπαιζε ένα μικρό ρόλο και πάλι, δίπλα στον ηθοποιό Αποστολάκη. «Ήμουν τόσο άσχετη, είχα πάθει και μια αντράλα γιατί μου φόρεσαν ένα κοντό ρούχο και φαινόντουσαν τα μπούτια μου που είχαν τρίχες. Καθώς προσπαθούσα να παίξω έκανα σαν σπαστικό», θυμόταν η ηθοποιός. Οι αντιδράσεις του κοινού αυτή την φορά όμως δεν ήταν θερμές. Η ερμηνεία της νεαρής δεν άρεσε και έτσι οι χωρικοί της ούρλιαζαν «έμπα μέσα μωρή κρύα». Στην επόμενη παράσταση «Γενοβέφα» ήταν πλέον πρωταγωνίστρια. «Το τι ξύλο έφαγα για να βγάζω κλάμα δεν περιγράφεται. Κλάμα εγώ, κλάμα και οι θεατές που με έβλεπαν να κλαίω». Κατά τη διάρκεια των μετακινήσεων με τα πόδια ή με κάποιο μέσο, η Σπεράντζα Βρανά έμενε μαζί με το μπουλούκι, στο ύπαιθρο ή όπου άλλου έβρισκαν. «Πολυτέλειες και ξενοδοχεία μας ήταν άγνωστα. Κάθε φορά που επιχειρούσαμε να πάμε σε ξενοδοχεία, μας έδιωχναν γιατί δεν είχαμε χρήματα να πληρώσουμε. Χαρακτηριστική είναι η σκηνή που περιγράφει σε μια περιοδεία με τον Χατζηχρήστο και την τότε γυναίκα του Νίτσα. «Μείναμε σε ένα δωμάτιο σε μια μάντρα που πωλούσε ασβέστη και κάρβουνο. Δεν είχε κουφώματα. Είχαμε βάλει κάτι σαρακοφαγωμένες κουβέρτες στα παράθυρα γιατί χιόνιζε και είχε πολύ κρύο. Δεν υπήρχαν κρεβάτια. Πάνω σε τρίποδα βάζαμε τάβλες και παλιές κουβέρτες και ξαπλώναμε. Στη μέση είχαμε ένα μαγκάλι για να ζεσταινόμαστε», θυμόταν η ηθοποιός. 1956. Θέατρο Ακροπόλ.



 Με τη Μπεάτα Ασημακοπούλου (αριστερά) και την Πάμελα (κέντρο), κατά τη διάρκεια επιθεώρησης Το όνειρο της επιθεώρησης.


 Μέχρι τα 18 της η Σπεράντζα Βρανά, είχε γίνει μια πανέμορφη και «εκρηκτική» ηθοποιός και περιζήτητη πλέον από όλα τα θεατρικά μπουλούκια. Δεν ξέχασε όμως ποτέ τις παραστάσεις που έπαιξε, γυρνώντας από πόλη σε πόλη και από χωριό σε χωριό. Για αυτήν υπήρξαν το καλύτερο σχολείο. Εκεί έμαθε τι ήταν η οπερέτα, το δράμα και οι μουσικές κωμωδίες. Το μόνο που δεν έμαθε ήταν οι επιθεωρήσεις. «Σε αυτές δεν συμμετείχα. Έλεγα ένα τραγουδάκι στην αρχή και έφευγα». Όταν το μπουλούκι της κάποτε γύρισε στην Αθήνα, η νεαρή ηθοποιός είχε πεισμώσει και ήθελε να κάνει επιθεώρηση. Οι κουβέντες που είχε ακούσει στις πρώτες εμφανίσεις, την είχαν σημαδέψει. «Δεν θα μου ξαναέλεγαν εμένα έμπα μέσα μωρή κρύα», έλεγε η Βρανά. Άρχισε να παρακολουθεί καθημερινά διάφορες επιθεωρήσεις που τότε «ξεφύτρωναν» η μια πίσω από την άλλη, στα θέατρα της πρωτεύουσας. Από την κουίντα έβλεπε ηθοποιούς όπως τους Ορέστη Μακρή, Βασίλη Αυλωνίτη, Κούλη Στολίγγα, η Ντιριντάουα, η Γεωργία Βασιλειάδου και άλλους. Ξεπατίκωνε τις κινήσεις και τις εκφράσεις τους και έκανε όνειρα ότι θα έπαιζε δίπλα τους. Λίγα χρόνια μετά θα έπαιζε τελικά σε επιθεώρηση μαζί με άλλους νέους και ελπιδοφόρους ηθοποιούς,  όπως το Νίκο Ρίζο, την Ειρήνη Παπά, το Ντίνο Ηλιόπουλο και άλλους πρωτοεμφανιζόμενους πρωταγωνιστές.... 
 http://www.mixanitouxronou.gr
Viewing all 12885 articles
Browse latest View live




Latest Images