Τα σπίτια
«Το συνεχές κυνηγητό του πλούσιου, του πολυτελούς, του εξαιρετικού, θα μας οδηγήσει στη γνώση της ανθρώπινης ματαιοδοξίας και όχι στο πώς να φτάσουμε σε μια αληθινά καλύτερη ζωή... Το συνηθισμένο, το ευτελές, το καθημερινό, το φτωχό, συχνά ακολουθούν μεγάλα πρότυπα... Οποιο μοτίβο κι αν διαλέξεις, δίνει την ίδια αξία στην καλύβα και στο παλάτι.
Οι γειτονιές που μας ενδιαφέρουν ήταν φτωχές, λαϊκές και γι' αυτό πολλά από τα σπίτια τους, στις αρχές του 20ού αιώνα, ήταν μονώροφα, πλινθόκτιστα, με δύο συνήθως κύρια δωμάτια. Το ένα ήταν η "σάλα" που είχε πάτωμα από φαρδιές σανίδες. Ενα μέρος του πατώματος άνοιγε κι έκλεινε. Ηταν η λεγόμενη καταπακτή. Από την καταπακτή κατέβαινε κανείς στο υπόγειο, που φωτιζόταν αμυδρά από το φεγγίτη, διαστάσεων τριάντα επί τριάντα εκατοστά περίπου. Το άλλο δωμάτιο χρησίμευε για τον ύπνο της οικογένειας.
Οι βοηθητικοί χώροι, όπως κουζίνα, "αποχωρητήριο" και αποθήκη, ήταν συνέχεια με τα δωμάτια και συνήθως σκεπασμένα με τσίγκους αυλακωτούς ή πισσόχαρτο καρφωμένο και στερεωμένο με λεπτούς ξύλινους πήχεις. Σε κάποια σπίτια, το αποχωρητήριο ήταν έξω από το σπίτι. Το δάπεδο των υπόλοιπων εσωτερικών χώρων ήταν στρωμένο με πλακάκια, τσιμέντο (τσιμεντοκονία), αλλά και απλό χώμα πατημένο καλά. Τα δάπεδα αυτά το χειμώνα στρώνονταν με μάλλινα στρωσίδια ή κουρελούδες.
Μερικές φορές στην ίδια αυλή συγκατοικούσαν δύο ή και περισσότερες οικογένειες με κοινόχρηστο αποχωρητήριο.
Αρκετά από τα σπίτια αυτά είχαν στην αυλή τους κληματαριά και για τον ίσκιο, αλλά και για τα σταφύλια, αβγουλάτα ή μοσχάτα. Οι αυλές είχαν και δέντρα: Συκιές, ροδιές, μανταρινιές, ήταν τα πιο συνηθισμένα. Είχαν όμως και διάφορα αρωματικά φυτά, όπως δυόσμο, μαντζουράνα, αψιθιά, γιασεμί κ.ά. Το δυόσμο, τον έβαζαν στα φαγητά για μυρωδικό. Η μαντζουράνα γινόταν αφέψημα. Εκανε καλό σε πόνο του στομάχου και της κοιλιάς. Τη δίνανε ακόμα και στα μωρά. Η αψιθιά ήταν θεραπευτικό βότανο. Κόβανε τα φύλλα της και τα βάζανε σε πονεμένο χέρι ή πόδι δεμένα με επίδεσμο.
Τα περισσότερα σπίτια είχανε κοτέτσι, φτιαγμένο από δικτυωτό σύρμα με ταβανάκι ξύλινο και σκεπασμένο με κεραμίδια. Είχαν, επίσης, πηγάδια με μαγκάνι, που το βάθος τους ήταν περίπου 12 μ.
Τα σπίτια είχαν τρία συνήθως παράθυρα με γρίλιες που έβλεπαν στο δρόμο και τα λέγανε γερμανικά, καθώς και μια ξύλινη πόρτα. Αλλα πάλι σπίτια είχαν σιδερένιες αυλόπορτες και κάγκελα με διάφορα σχέδια, αληθινά αριστουργήματα φτιαγμένα από λαϊκούς τεχνίτες, σιδηρουργούς της εποχής, που ο κόσμος τους έλεγε γύφτους. Τα σπίτια είχαν σκεπές με κεραμίδια. Μπροστά οι στέγες τους είχανε μια σειρά από κόκκινα ακροκέραμα, κάτω απ' τη σειρά αυτή, υπήρχε για στολίδι μια μπορντούρα. Οι προσόψεις των σπιτιών ήταν βαμμένες συνήθως στο χρώμα της ώχρας ή στο χρώμα του ροδιού. Υπήρχαν, όμως, και λίγα διώροφα σπίτια στις γειτονιές που μας απασχολούν. Αυτά ήταν κυρίως στις οδούς Πειραιώς, Μεγάλου Βασιλείου και στην Ιερά Οδό, π.χ. του Κουλουφάκου στην οδό Μεγάλου Βασιλείου, του Μανώλη Μπιξάκη στη γωνία Φρεαρίων και Μεγάλου Βασιλείου, του Γεωργίου Δημακαράκου Φρεαρίων 5, Κουρέτη στην Ιερά Οδό, του Ανδρέα Κόκκινου Ορφέως και Τριπτολέμου κλπ.
Ιωάννης Κωττής, ετών 89, κάτοικος Ρουφ.
"Αρχικά μέναμε στη Λεωνίδου και μετά στη Γαργηττίων με νοίκι, σε αυλή που είχε πολλά δωμάτια. Πέντε - έξι οικογένειες μέναμε στην ίδια αυλή, που είχε και πηγάδι. Κάθε οικογένεια είχε ένα δωμάτιο. Το αποχωρητήριο ήτανε ένα για όλους, στην αυλή. Ετσι, λοιπόν, περιμέναμε στην ουρά.
Μετά ο πατέρας μου αγόρασε οικόπεδο Ορφέως και Αχνιαδών και έχτισε το σπίτι μας και το μαγαζί μας, αλλά επειδή έχασε στο κραχ του 1928 τα μισά του λεφτά, έχτισε το σπίτι με πλίθρες".
Μαρτυρία β`
Χαρίκλεια Τζωρτζάτου - Κωττή, ετών 76, κάτοικος Ρουφ.
"Στα παιδικά μου χρόνια, μέναμε στην Ιερά Οδό, δίπλα στη Λαχαναγορά. Το σπίτι μας ήτανε διώροφο. Στο ισόγειο, ήτανε το βενζινάδικο του Κουρέτη. Στον α` όροφο, μέναμε δύο οικογένειες, σε δύο διπλανά διαμερίσματα. Η οικογένεια η δική μας και του Κουρέτη.
Η πόρτα της εισόδου ήταν ξύλινη. Ανεβαίναμε στο σπίτι μας από μια ξύλινη σκάλα με κουπαστή. Στο κατέβασμα, εγώ και οι αδελφές μου Λίνα, Γεωργία, και Πηγή κάναμε στην κουπαστή τσουλήθρα. Δεν κατεβαίναμε από τα σκαλιά.
Είχαμε και δύο κατσικούλες, τη Φλώρα και τη Μαριάνθη, που τις είχαμε δεμένες στην αυλή μας, πίσω από το βενζινάδικο.
Τις Κυριακές, ο πατέρας μου, Χρίστος Τζωρτζάτος, έπινε τον καφέ του στο καφενείο του Ευαγγελάτου. Ολοι οι Κεφαλλονίτες, εκεί πηγαίνανε. Μετά το καφενείο, πριν έρθει στο σπίτι, μας αγόραζε στριφτές χρωματιστές καραμελίτσες, όχι μόνο για μένα και για τις αδελφές μου, αλλά και για τις κατσικούλες μας"».
πηγή