«Είναι πικρή η ξενητιά /σαν το βαρύ το χώμα
/δυό χρόνια στο Πολύγωνο /υπηρετώ ακόμα». Το τετράστιχο αυτό σιγοτραγουδούσαν γενιές και γενιές νεοσύλλεκτων που παρουσιάζονταν στο Ιπποδρόμιον Φρουράς, στη Στρατιωτική Ιππευτική Σχολή ή στη Σχολή Εφαρμογής Ιππικού στο Πεδίον του Άρεως. Όταν ιδρύθηκε η Σχολή, στα τελευταία χρόνια του Όθωνα (1858-1861), ανάμεσα στον Ναό των Ταξιαρχών και τη σημερινή οδό Μαυρομματαίων, έφερε την ονομασία Ιπποδρόμιον Φρουράς και εκπλήρωνε τον σκοπό της Ιππευτικής Σχολής. Το 1884 δημιουργήθηκε
η πραγματική Ιππευτική Σχολή, η οποία το 1925 συγχωνεύθηκε με τη Σχολή Εφαρμογής Ιππικού. Στην τελευταία φοιτούσαν για την εκπαίδευσή τους στην ιππασία αξιωματικοί των εφίππων όπλων και μαθητές των στρατιωτικών σχολών.
Ο αθηναϊκός λαός όμως δεν νοιαζόταν για τις στρατιωτικές φροντίδες και σχολίαζε μόνον πρόσωπα και γεγονότα που επηρέαζαν την καθημερινότητά του. Τους μόνιμους ή έφεδρους επιλοχίες και δεκανείς, τα στελέχη του Μικρού Επιτελείου του Ιππικού, που με την πλατιά τους σπάθα, τη φρεσκολουστραρισμένη μπότα και τα επιδεικτικά γαλόνια επέκτειναν τη δράση και τη δικαιοδοσία τους σε όλες τις… καμαριέρες μέχρι και τη συνοικία της Κυψέλης.
Όταν αποφασίστηκε η μεταφορά στο Γουδή, προκειμένου να εφαρμοστεί το φιλόδοξο πρόγραμμα πρασίνου, τότε ο συγγραφέας Δημήτριος Λαμπίκης ασχολήθηκε εκτενώς με την επιρροή των ανδρών της Σχολής στον θηλυκόκοσμο της Αγίας Ζώνης και τα σπιρούνια των νεοσύλλεκτων που κροτούσαν σε ευρύτατη ακτίνα της περιοχής «χάριν των δουλικών» που δεν είχαν κατακτηθεί από τους βαθμοφόρους!
Ακόμη και η σάλπιγγα του εγερτηρίου είχε εμπνεύσει Αθηναίους ποιητές όπως τον Τανταλίδη, που έγραφε: «Ίππον μ’ ελαφρά ποδάρια /δυό σπιρούνια τον κεντούν /και λουριά και χαλινάρια /σαν πετάει τον κρατούν».
Ο επίλογος γράφτηκε το 1938 όταν άρχισαν οι εργασίες κατεδάφισης.
Ο αθηναϊκός λαός όμως δεν νοιαζόταν για τις στρατιωτικές φροντίδες και σχολίαζε μόνον πρόσωπα και γεγονότα που επηρέαζαν την καθημερινότητά του. Τους μόνιμους ή έφεδρους επιλοχίες και δεκανείς, τα στελέχη του Μικρού Επιτελείου του Ιππικού, που με την πλατιά τους σπάθα, τη φρεσκολουστραρισμένη μπότα και τα επιδεικτικά γαλόνια επέκτειναν τη δράση και τη δικαιοδοσία τους σε όλες τις… καμαριέρες μέχρι και τη συνοικία της Κυψέλης.
Όταν αποφασίστηκε η μεταφορά στο Γουδή, προκειμένου να εφαρμοστεί το φιλόδοξο πρόγραμμα πρασίνου, τότε ο συγγραφέας Δημήτριος Λαμπίκης ασχολήθηκε εκτενώς με την επιρροή των ανδρών της Σχολής στον θηλυκόκοσμο της Αγίας Ζώνης και τα σπιρούνια των νεοσύλλεκτων που κροτούσαν σε ευρύτατη ακτίνα της περιοχής «χάριν των δουλικών» που δεν είχαν κατακτηθεί από τους βαθμοφόρους!
Ακόμη και η σάλπιγγα του εγερτηρίου είχε εμπνεύσει Αθηναίους ποιητές όπως τον Τανταλίδη, που έγραφε: «Ίππον μ’ ελαφρά ποδάρια /δυό σπιρούνια τον κεντούν /και λουριά και χαλινάρια /σαν πετάει τον κρατούν».
Ο επίλογος γράφτηκε το 1938 όταν άρχισαν οι εργασίες κατεδάφισης.