Κείμενα για την ιστορία της περιοχής
Σύμφωνα με το αρχικό πολεοδομικό σχέδιο των Κλεάνθη και Ζάουμπερτ (1834), ο χώρος προοριζόταν για την ανέγερση των Ανακτόρων. Στη συνέχεια αποφασίστηκε η ανέγερση του Ναού του Σωτήρος, προκειμένου το έθνος να εκφράσει την ευγνωμοσύνη του προς το θείο για την απελευθέρωση. Ο έρανος δεν απόδωσε τα αναμενόμενα και το ποσό που συγκεντρώθηκε διατέθηκε για την ανέγερση του ναού της Μητροπόλεως. Ο χώρος διαμορφώθηκε σε πλατεία το 1846 και αρχικά πήρε το όνομα πλατεία ανακτόρων και στη συνέχεια πλατεία Όθωνος, προς τιμή του Βασιλιά. Αποτελούσε το βορειότερο σημείο της πόλης και το τέρμα του εξοχικού περιπάτου των Αθηναίων της εποχής. Το 1862 ονομάστηκε σε Πλατεία Ομονοίας, όταν στο χώρο αυτό συγκεντρώθηκαν και έδωσαν όρκο «ομόνοιας» οι αρχηγοί των αντιπάλων πολιτικών μερίδων, οι οποίες είχαν προκαλέσει λόγω του δυναστικού αιματηρές ταραχές στη χώρα. Ηταν αποσήμερο της 14ηςΟκτωβρίου όταν πλήθος Αθηναίων συγκεντρώθηκε στην πλατεία για να γιορτάσει την έξωση του Όθωνα.
Μετά τη δοξολογία ο πρόεδρος της προσωρινής κυβέρνησης μεταξύ άλλων είπε «ας ορκισθούμε σε αυτή εδώ την πλατεία που φέρει ήδη το ωραίο όνομα Ομονοία και ας πει ο καθένας εξ ημών «Ορκίζομαι πίστη εις την Πατρίδα και υπακοή στις εθνικές αποφάσεις».
Μετά τη δοξολογία ο πρόεδρος της προσωρινής κυβέρνησης μεταξύ άλλων είπε «ας ορκισθούμε σε αυτή εδώ την πλατεία που φέρει ήδη το ωραίο όνομα Ομονοία και ας πει ο καθένας εξ ημών «Ορκίζομαι πίστη εις την Πατρίδα και υπακοή στις εθνικές αποφάσεις».
Κατά την περίοδο του Γεωργίου Α’ η πλατεία δενδροφυτεύθηκε με φοινικιές
και ευπρεπίστηκε, απέκτησε παγκάκια ενώ στήθηκε και μαρμάρινη αποβάθρα όπου κάθε Κυριακή παιάνιζε μια στρατιωτική μπάντα προ τέρψη των θαμώνων. Φιλοξενούσε μάλιστα και αγάλματα που απεικόνιζαν τις 8 από τις 9 μούσες.
Η πλατεία με την πάροδο των χρόνων αποτέλεσε το κέντρο της κοσμικής ζωής της Αθήνας μέχρι το 1930, οπότε και σκάφτηκε το υπέδαφος της για να γίνει ο υπόγειος σταθμός του ηλεκτρικού σιδηρόδρομου. Κατά καιρούς φιλοξένησε έργα τέχνης όπως τον «Δρομέα» του Βαρώτσου, την «Πεντάκυκλο» του Ζογγολόπουλου, και τέλος κάτι ταλαίπωρα παρτέρια που αποσύρθηκαν, αφού άφηναν το νερό να περνά στον σταθμό του ηλεκτρικού. Από το 1930 και μετά άρχισε να αποκτά περισσότερο εμπορικό χαρακτήρα και να αποτελεί το πιο αναγνωρίσιμο σημείο για τους κατοίκους της επαρχίας που επισκέπτονταν την Αθήνα. Την δεκαετία του 1960 η επιφάνεια της πλατείας στολιζόταν από τεχνητή λίμνη με συντριβάνια, στα νερά των οποίων βουτούσαν οι Αθηναίοι κατά τους μεγάλους καύσωνες καθώς και οι φίλαθλοι μετά την επιτυχία των ομάδων τους. Στην συνέχεια υπέστη διάφορες μεταμορφώσεις μέχρι και σήμερα που στην ουσία έχει χάσει τον χαρακτήρα της πλατείας και λειτουργεί κυρίως ως οδικός κόμβος.
και ευπρεπίστηκε, απέκτησε παγκάκια ενώ στήθηκε και μαρμάρινη αποβάθρα όπου κάθε Κυριακή παιάνιζε μια στρατιωτική μπάντα προ τέρψη των θαμώνων. Φιλοξενούσε μάλιστα και αγάλματα που απεικόνιζαν τις 8 από τις 9 μούσες.
Η πλατεία με την πάροδο των χρόνων αποτέλεσε το κέντρο της κοσμικής ζωής της Αθήνας μέχρι το 1930, οπότε και σκάφτηκε το υπέδαφος της για να γίνει ο υπόγειος σταθμός του ηλεκτρικού σιδηρόδρομου. Κατά καιρούς φιλοξένησε έργα τέχνης όπως τον «Δρομέα» του Βαρώτσου, την «Πεντάκυκλο» του Ζογγολόπουλου, και τέλος κάτι ταλαίπωρα παρτέρια που αποσύρθηκαν, αφού άφηναν το νερό να περνά στον σταθμό του ηλεκτρικού. Από το 1930 και μετά άρχισε να αποκτά περισσότερο εμπορικό χαρακτήρα και να αποτελεί το πιο αναγνωρίσιμο σημείο για τους κατοίκους της επαρχίας που επισκέπτονταν την Αθήνα. Την δεκαετία του 1960 η επιφάνεια της πλατείας στολιζόταν από τεχνητή λίμνη με συντριβάνια, στα νερά των οποίων βουτούσαν οι Αθηναίοι κατά τους μεγάλους καύσωνες καθώς και οι φίλαθλοι μετά την επιτυχία των ομάδων τους. Στην συνέχεια υπέστη διάφορες μεταμορφώσεις μέχρι και σήμερα που στην ουσία έχει χάσει τον χαρακτήρα της πλατείας και λειτουργεί κυρίως ως οδικός κόμβος.
Τα καφενεία συνδέονται στενά με τη ζωή του νεοέλληνα και έπαιξαν ρόλο σημαντικό στη νεότερη κοινωνική και πολιτισμική ιστορία της Αθήνας, λειτουργώντας ως χώροι ευρέσεως εργασίας, χώροι όπου διαμορφώνονταν καλλιτεχνικές παρέες και ανταλλάσσονταν ιδέες, ακόμη και ως κέντρα πολιτικών συζητήσεων. Γνωστά καφενεία της εποχής ήταν το Νέον, το Καφενείο του Χάφτα, το Καφενείο Ζαχαράτου και το Καφενείο Μπάγκειον. Τα καφενεία της εποχής, αποτέλεσαν «χώρο ζυμώσεων, αναζητήσεων και διαμόρφωσης πνευματικών συζητήσεων», της επισημαίνει ο ερευνητής και καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών Γιάννης Παπακώστας στο βιβλίο του «Φιλολογικά Σαλόνια και Καφενεία της Αθήνας».
Το 1920 ο Περικλής Γκόσιος και ο Γιάννης Δούκας ιδρύουν στην Ομόνοια το καφενείοΝέονΒυζάντιον και τελικά από τον τίτλο επικράτησε μόνο το ΝΕΟΝ. Στεγάστηκε στο ισόγειο του ξενοδοχείου «Carlton». Ο χώρος του θύμιζε μέχρι και τα τελευταία του χαρακτηριστικό δείγμα νεοκλασικής αρχιτεκτονικής καθώς έφερε κλασικά θέματα στις οροφές, απομιμήσεις μαρμάρου και αρκετές ελαιογραφίες. Αποτέλεσε χώρο που σύχναζαν εκτός από τους ανθρώπους της εργατιάς και ο Γιάννης Ρίτσος, ο Ναπολέων Λαπαθιώτης, ο Γιώργος Ιωάννου, ο Μπάλης Κατσαρός και ο Γιάννης Τσαρούχης. Ο Τσαρούχης μάλιστα έχει απαθανατίσει το «ΝΕΟΝ» σε δυο ελαιογραφίες του που βρίσκονται σήμερα στην Εθνική Πινακοθήκη της Αθήνας: «Το καφενείο Νέον – ημέρα» (1956-66) και «Το καφενείο Νέον – βράδυ» (1965-66). Αν και ανακαινίστηκε το 2009 δεν άντεξε πλέον του ενός έτους. Το Νέοναπό τον Νοέμβριο θα στεγάσει κατάστημα των Φούρνων Βενέτη.
Πρώηνκαφενείο Ζαχαράτου-Καπερώνηεπί της οδού Ομονοίας 6, που αποτελεί διατηρητέο κτίριο
Στο σημείο που βρίσκεται σήμερα το καφεκοπτείο Λουμίδη, ο αγωνιστής Γιάννης Χάφτας λαμβάνει μετά την απελευθέρωση ως αποζημίωση για τις υπηρεσίες του προς την πατρίδα μια αδιαμόρφωτη έκταση στην τότε πλατεία Όθωνος, παλαιότερη ονομασία της Πλατείας Ομονοίας. Μέσα σε ένα δρομάκι στήνει το καφενείο του και συγκεντρώνει πολλούς θαμώνες ρομαντικούς. Ο ανταγωνισμός δυστυχώς κλείνει το καφενείο του Χαφτά το 1880, αλλά το τοπωνύμιο Χαφτεία διατηρείται ακόμη και μέχρι σήμερα. Στις μέρες μας την αίγλη από την παλιά γειτονιά των Χαυτείων θυμίζει το Καφεκοπτείο Λουμίδη που λειτουργεί στην ίδια γωνιά ανακαινισμένο. Το πατάρι του που λειτουργούσε και ως καφέ που εξυπηρετούσε τις συγκεντρώσεις λογοτέχνων και ποιητών θα αποτελέσει τον τόπο δημιουργίας του περιοδικού «Τετράδιο». Σε μια διήγηση του μάλιστα ο Οδυσσέας Ελύτης αναφέρει ότι στο πατάρι αυτό γνωρίστηκε με τον Μάνο Χατζηδάκη και εντυπωσιάστηκε από τη συνομιλία που είχανε, ενώ θεώρησε μοναδικό ότι ένας άνθρωπος μπορούσε να συνδέσει τόσο καλά τη σύγχρονη ποίηση με τη μουσική σύνθεση.
Το κεφέ Μπαγκείον που λειτουργούσε στο ισόγειο του Ξενοδοχείου Μπαγκείον, έργο του αρχιτέκτονα Ερνέστου Τσίλερ που χτίστηκε την περίοδο 1889-1894 , κατόπιν δωρεάς του Ιωάννη Μπάγκα (ή Πάγκα). Λειτούργησε για πρώτη φορά το 1894. Δεσπόζει στην ανατολική γωνία της διασταύρωσης της οδού Αθηνάς με την πλατεία Ομονοίας Στο σημείο εκείνο προϋπήρχε οικία, στην οποία διέμενε η οικογένεια του Χαρίλαου Τρικούπη, μέχρι το 1883. Η ανέγερσή του “Μπαγκείου” (μαζί με το δίδυμό του “Μέγας Αλέξανδρος”, λίγο νωρίτερα) εγκαινίασε, κατά κάποιο τρόπο μια νέα εποχή για τα αθηναϊκά ξενοδοχεία, από πλευράς μεγέθους, εσωτερικής διάταξης και εξωτερικής μορφής (χαρακτηριστική η διακόσμηση της ζώνης του τελευταίου ορόφου με τις κόκκινες ορθογώνιες επιφάνειες). Βασικό νέο στοιχείο αποτελεί η ύπαρξη κεντρικού υαλοσκεπούς αιθρίου, πέριξ του οποίου αρθρώνονται το κτίριο και οι λειτουργίες του. Αρχικά ήταν τριώροφο και ο τέταρτος όροφος προστέθηκε στις αρχές του 20ού αιώνα, εποχή κατά την οποία είχε αποκτήσει και παράρτημα στο διαγωνίως απέναντι κτίριο της πλατείας (στη γωνία με την οδό Γ’ Σεπτεμβρίου, επάνω από το ζυθοπωλείο Ζαχαράτου-Καπερώνη). Σε αντίθεση με τα περισσότερα ξενοδοχεία της ευρύτερης περιοχής της Ομόνοιας, που παρήκμασαν μεταπολεμικά, το “Μπάγκειον” παρουσίασε μια αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα, καθώς λειτουργούσε ακόμη τουλάχιστον μέχρι το 1969 (ως Γ’ κατηγορίας).
Ξενοδοχείο Μέγας Αλέξανδρος. Θεωρείται δίδυμο του Μπαγκείου , που δεσπόζει στη δυτική γωνία της διασταύρωσης της οδού Αθηνάς με την πλατεία Ομονοίας, οικοδομήθηκε το έτος 1889, βάσει σχεδίων του αρχιτέκτονα Ernst Ziller(1837-1923), κατόπιν δωρεάς του Ιωάννη Μπάγκα (ή Πάγκα). Η ανέγερσή του (μαζί με το δίδυμό του “Μπάγκειο”, λίγο αργότερα) εγκαινίασε, κατά κάποιο τρόπο μια νέα εποχή για τα αθηναϊκά ξενοδοχεία, από πλευράς μεγέθους, εσωτερικής διάταξης και εξωτερικής μορφής (χαρακτηριστική η διακόσμηση της ζώνης του τελευταίου ορόφου με τις βαθυκόκκινες ορθογώνιες επιφάνειες). Βασικό νέο στοιχείο αποτελεί η ύπαρξη κεντρικού υαλοσκεπούς αιθρίου, πέριξ του οποίου αρθρώνονται το κτίριο και οι λειτουργίες του. Αρχικά ήταν τριώροφο, με αγάλματα στη στέψη, τα οποία αφαιρέθηκαν όταν προστέθηκε ο τέταρτος όροφος (μετά το 1920), ενώ για ένα διάστημα, στις αρχές του 20ού αιώνα, είχε αποκτήσει και παράρτημα σε άλλο κτίριο της πλατείας. Όπως και τα περισσότερα ξενοδοχεία της ευρύτερης περιοχής της Ομόνοιας, παρήκμασε μεταπολεμικά (το συγκεκριμένο λειτουργούσε πάντως ακόμη κατά τη δεκαετία του 1950, ενώ το ομώνυμο καφενείο-γαλακτοπωλείο του ως τα τέλη του 20ού αιώνα).
Το κτίριο του Χόντουκατασκευάστηκε το 1961 σε σχέδια του Αντώνη Κιτσίκη μεταφέροντας στην όψη του λίγο από την ακμάζουσα αρχιτεκτονική της Αθήνας εκείνη την εποχή. Το 1998 το εννιαόροφο κτίριο μετασκευάστηκε πλήρως για να στεγάσει το κατάστημα του Χόντου. Ήταν μια κίνηση ματ για την περιοχή και το κατάστημα έγινε το σημείο αναφοράς για την περιοχή. Μια τεράστια ελληνική σημαία καταλαμβάνει την πρόσοψη φέροντας τον γνωστό στίχο του Μανώλη Ρασούλη «Αχ Ελλάδα σε αγαπώ».
Το κτίριο στο οποίο στεγάζεται η Εθνική Τράπεζα κατασκευάστηκε το 1880 από τον αρχιτέκτονα Ερνέστο Τσίλερ και στέγασε το ξενοδοχείο «Βικτώρια» το οποίο μετονομάστηκε σε «Εξσέλσιορ».
Σαρόγλειο Μέγαρο: επί της πλατείας Ομονοίας και Σταδίου 65. Εννιαόροφο κτίριο ιδιοκτησίας του μετοχικού ταμείου στρατού. Αρχιτέκτονες Λεμπέσης και Ζαχόπουλος
Φαρμακείο Μπακάκου (Μέγαρο Ανδρικίδη) επί της πλατείας ομόνοιας 21 και Αγίου Κωνσταντίνου. Πρόκειται για επταώροφο κτίριο, χαρακτηριστικό δείγμα της εμπορικής αρχιτεκτονικής του μεσοπολέμου. Χτίστηκε το 1938 με σχέδια του αρχιτέκτονα Ρένου Κουτσούρη στη θέση παλιού διώροφου κτιρίου. Ως το 1950 ήταν το μόνο πολυώροφο κτίριο της πλατείας. Στο ισόγειο του παλαιού κτιρίου στεγαζόταν το φαρμακείο του Μπακάκου, τόπος συνάντησης των Αθηναίων από το 1917.
Επί της οδού Δώρου 4 βρισκόταν η οικία Σκουζέ που μετατράπηκε σε ξενοδοχείο Κλάριτζ.
Το ξακουστό θέατρο Κοτοπούληβρισκόταν επί της οδού Κοτοπούλη. Το εμφανίζεται πρώτη φορά ο θίασος Μαρίκα Κοτοπούλη και το 1912 το Θέατρο ομονοίας, το παλαιότερο εν λειτουργία θέατρο της Αθήνας, που είχε στεγάσει τόσο τον θίασο Πρόοδο όσο και τη Νέα Σκηνή, εκμισθώνεται για δέκα χρόνια από τη Μαρίκα Κοτοπούλη και μετονομάζεται σε θέατρο Κοτοπούλη. Από το 1936 το θέατρο Κοτοπούλη μετακομίζει στο ΡΕξ που θα της παραδοθεί λαμπρό και ολοκαίνουργιο. Το πέρασμα από το θίασο και το θέατρο της Μαρίκας Κοτοπούλη υπήρξε σταθμός για τους πρωταγωνιστές και τους θιασάρχες της μεταπολεμικής γενιάς και πέρασαν από εκεί: Βασίλης Αργυρόπουλος, Βασίλης Λογοθετίδης, Αλέξης Μινωτής, Μαίρη Αρώνη, Έλλη Λαμπέτη, Λάμπρος Κωνσταντάρας, Δημήτρης Μυράτ, Μίμης Φωτόπουλος, Ντίνος Ηλιόπουλος, Ελένη Παπαδάκη, Άννα Συνοδινού, η Ειρήνη Παππά και πολλοί άλλοι. Η προσφορά της στην σκηνική κληρονομιά είναι τεράστια και για πολύ θα αποτελεί παράδειγμα μεγάλης καλλιτεχνικής αξίας. Η απήχηση της ως σήμερα αντανακλάται στον ετήσιο θεσμό απονομής του επάθλου Κοτοπούλη σε αξιόλογες ελληνίδες ηθοποιούς (η Μελίνα Μερκούρη, η Έλλη Λαμπέτη και η Άννα Συνοδινού ήταν από τις πρώτες που πήραν το βραβείο αυτό). Η Μαρίκα Κοτοπούλη είχε θυελλώδη προσωπική ζωή που περιελάμβανε τόσο άνδρες όσο και γυναίκες. Η πολύκροτη σχέση της με τον Ίωνα Δραγούμη, πολιτικό και στοχαστή, υπήρξε σκανδαλώδης για τα δεδομένα της εποχής καθώς συζούσαν χωρίς την επισημοποίηση ενός γάμου και ο μεγάλος έρωτας έληξε άδοξα με την δολοφονία του Ίωνα Δραγούμη.
Εθνικό Τυπογραφείο: Όλες σχεδόν οι κυβερνήσεις του αγωνιζόμενου για την ανεξαρτησία Έθνους, κατέβαλαν ήδη από το 1825 προσπάθειες οργάνωσης τυπογραφικών μονάδων προκειμένου να δημοσιοποιούν τις πράξεις τους, όμως οι αντίξοες συνθήκες και οι ανάγκες του αγώνα δυσχέραιναν και τις περισσότερες φορές ματαίωναν την οποιαδήποτε προσπάθεια. Γίνεται λοιπόν κατανοητό το γεγονός, ότι μόλις το 1825 οργανώθηκε και λειτούργησε στο Ναύπλιο με τα τότε υπάρχοντα και υποτυπώδη τεχνικά μέσα η πρώτη δημόσια τυπογραφική μονάδα που ονομάστηκε «Τυπογραφία της Διοικήσεως». Το 1833 ιδρύεται η «Εφημερίς της Κυβερνήσεως». Το 1835 εγκαθίσταται για πρώτη φορά στην Αθήνα με την ονομασία «Βασιλικό Τυπογραφείο». Το 1862 μετονομάζεται σε εθνικό τυπογραφείο. Η έδρα του Τυπογραφείου από την ίδρυσή του μετατίθεται ανάλογα με τις εξελίξεις στο εσωτερικό πολιτικό πεδίο.Η έδρα του οριστικοποιείται και παραμένει ως σήμερα με την μετεγκατάσταση του Εθνικού Τυπογραφείου το καλοκαίρι του 1907, στο κτίριο της Οδού Καποδιστρίου. Είναι τεχνική παραγωγική μονάδα γραφικών τεχνών και η γενική του αρμοδιότητα συνίσταται στην έκδοση και κυκλοφορία της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως καθώς και στην κάλυψη των εκτυπωτικών αναγκών των Δημοσίων
Ειδικότερα είναι αρμόδιο για:
- Την παραγωγή και κυκλοφορία της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως.
- Την παραγωγή των κειμένων της νομοθετικής λειτουργίας.
- Την εκτύπωση γενικού τύπου εντύπων που χρησιμοποιούνται από τις Δημόσιες Υπηρεσίες.
- Την παραγωγή εντύπων και εκδόσεων που ζητούνται από τους αρμόδιους Υπουργούς για την εξυπηρέτηση των αναγκών των Υπουργείων ή Υπηρεσιών που εποπτεύουν.
- Την εκτύπωση και βιβλιοδεσία του Διαρκούς Κώδικα Νομοθεσίας.
- Την παραγωγή εκδόσεων διδακτικού ή εκπαιδευτικού χαρακτήρα.
- Την επιμέλεια και παραγωγή εκδόσεων που κρίνεται ότι εξυπηρετούν εθνικούς σκοπούς ή κοινωνικούς σκοπούς.
- Τη διάθεση ΦΕΚ στις Νομαρχίες
Σινεμά Στάρ: σπάνιο δείγμα αρτ ντεκό αρχιτεκτονικής με μαρμάρινα δάπεδα, φουαγιέ, εξώστες. Σχεδιάστηκε από τον εβραϊκής καταγωγής Ζακ Μωσέ και ενώ ξεκίνησε ως οικογενειακός κινηματογράφος με ενδιαφέρουσα αρτ ντεκό πρόσοψη , λόγω της ραγδαίας υποβάθμισης της Ομόνοιας κατά τη δεκαετία του 70 μετατράπηκε αρχικά σε κινηματογράφο με καράτε, καουμπόικα και αισθησιακές ταινίες και στη συνέχεια σε προπύργιο πορνογραφικών θεαμάτων.
Ιστορικό Κτίριο του Ρομάντσο Βεντέτα Πάνθεονεπί της οδού Αναξαγόρα. Θα στεγαστούν οι νέες θεατρικές δραστηριότητες του Bios. Οι ταμπέλες, οι οποίες είναι μνημειώδεις δεν θα πειραχτούν από τους νέους ιδιοκτήτες.
Μέγαρο Εϋνάρδου: πρόκειται για νεοκλασικό κτίριο που έχει χαρακτηριστεί από το Υπουργείο Πολιτισμού ως «έργο τέχνης χρήζον κρατικής προστασίας». Το κτίριο ονομάστηκε έτσι προς τιμή του Ελβετού οικονομολόγου/τραπεζίτη Ιωάννη Γαβριήλ Εϋνάρδου, θερμού Φιλέλληνα, φίλου και υποστηρικτή του Ιωάννη Καποδίστρια. Κατά την επανάσταση του 1821 ο Εϋνάρδος διέθεσε τεράστια ποσά υπέρ των Ελλήνων και παρενέβη επανειλημμένα στην ευρωπαϊκή διπλωματία υπέρ των ελληνικών δικαίων. Μετά την απελευθέρωση εργάστηκε ως άτυπος σύμβουλος του Καποδίστρια σε οικονομικά θέματα. Μετά τη δολοφονία του Καπποδίστρια επέδειξε προσωπικό ενδιαφέρον για τη συγκρότηση της ελληνικής εθνικής οικονομίας και συνέβαλε καταλυτικά στην ίδρυση της Εθνικής Τράπεζας αποστέλλοντας σημαντικά κεφάλαια στην Ελλάδα για τον σκοπό αυτό. Το 1847 αντιμετώπισε με σθένος τις υπερβολικές απαιτήσεις των Άγγλων Τραπεζιτών για το δάνειο τους προς την Ελλάδα και πλήρωσε ο ίδιος μισό εκατομμύριο φράγκα για να τους ικανοποιήσει. Το οικόπεδο στο οποίο έχει κτιστεί επάνω το εν λόγω κτίριο αγοράστηκε αρχικά από τον κτηματία Χρήστο Αντωνόπουλο το 1876, ο οποίος έχτισε και το κτίριο. Εν συνεχεία στα τέλη της δεκαετίας του 1920 έγιναν ορισμένες προσθήκες στο αρχικό σχέδιο του κτιρίου και το 1942 μεταβιβάστηκε στην Εθνική Τράπεζα από τους απόγονους του Αντωνόπουλου. Από τη δεκαετία του 1950 μέχρι και τις αρχές τις δεκαετίας του 1990, η Τράπεζα μίσθωνε το ισόγειο σε εμπορικές επιχειρήσεις και σε εταιρείες, ενώ στον πρώτο και στον δεύτερο όροφο λειτουργούσε το ξενοδοχείο Πατρίς. Το 1992 αποφασίστηκε η ιδιόχρηση του κτιρίου με σκοπό να χρησιμοποιηθεί ως πολιτιστικό κέντρο, το 1993 έγιναν οι εργασίες αποκατάστασης του κτιρίου και από το 1998 παραχωρήθηκε στο Μορφωτικό Ίδρυμα της Εθνικής Τράπεζας και στεγάζει το αρχείο χαρτογραφίας και το Μουσείο Κατίνας Παξινού-Μινωτή. Το Μουσείο φιλοξενεί ενθυμήματα από την κοινή ζωή της μεγάλης ηθοποιού Κατίνας Παξινού με τον Αλέξη Μινωτή καθώς και από την λαμπρή θεατρική της σταδιοδρομία. Σε αυτό θα δείτε έπιπλα από το σπίτι τους, το καμαρίνι της Παξινού με τους καθρέπτες του, τα πινέλα του μακιγιάζ, κοσμήματα από ρόλους στο θέατρο, κουστούμια, φωτογραφίες και πίνακες από παραστάσεις. Ιδιαίτερα άξια λόγου είναι το πορτραίτο της Κατίνας Παξινού δια χειρός Τσαρούχη, εμπνευσμένο από τον Ματωμένο Γάμο, η Βεντάλια που φιλοτέχνησε ο Τσαρούχης για το Σπίτι της Μπερνάντα Άλμπα, κεντήματα που κέντησε η ίδια η Παξινού καθώς και το αγαλματίδιο Όσκαρ που κέρδισε η ηθοποιός για τον ρόλο της Πιλάρ στην χολιγουντιανή ταινία εποχής «Για ποιον χτυπά η Καμπάνα».
Εθνικό Θέατρο: το κτίριο στο οποίο στεγάζεται το Εθνικό Θέατρο αποτελεί μελέτη του γερμανού αρχιτέκτονα Ερνέστου Τσίλερ, το οποίο κατασκευάσθηκε κατά το διάστημα 1895-1901. Πρότυπο για τη σύνθεση της πρόσοψης του μνημείου ήταν η Βιβλιοθήκη του Αδριανού στην Αθήνα. Η πρόσοψη αποτελείται από ένα κεντρικό τμήμα πολύ πλούσιο σε διακοσμητικά στοιχεία, με κιονοστοιχεία κορινθιακού ρυθμού και από δύο πλευρικά τμήματα με τυπική νεοκλασική σύνθεσή. Είναι φανερή η επιρροή από κτήρια της Αναγέννησης. Μέχρι το 1908 το κτίριο λειτουργούσε ως Βασιλικό Θέατρο με προσκλήσεις, οπότε δόθηκε σε κοινή χρήση και το 1924 μετονομάστηκε σε Εθνικό Θέατρο. Οι αρχικές εσωτερικές εγκαταστάσεις σκηνής, φωτισμού και θέρμανσης ήταν οι τελειότερες στο είδος τους την εποχή εκείνη, μελετημένες από Βιενέζους μηχανικούς και κατασκευασμένες σε εργοστάσια του Πειραιά. Το κτίριο κατασκευάστηκε με δωρεά κυρίως του Στέφανου Ράλλη, ομογενή από το Λονδίνο καθώς και άλλων ομογενών του Λονδίνου του Κοριαλένη, του Ευγενίδη καθώς και με χορηγίες του δημόσιου ταμείου με πρωτοβουλία του βασιλιά Γεώργιου του Α. Το κτίριο ανακαινίστηκε αρχικά το 1930-31 υπό την εποπτεία του σκηνογράφου Κλεόβουλου Κλεώνη. Το 1970 έγινε μελέτη διαμόρφωση πειραματικής και μετατρεπόμενης αίθουσας του αρχιτέκτονα Μ. Περράκη, η οποία εφαρμόστηκε, αφού πρώτα κατεδαφίστηκε το ξενοδοχείο «Μεσσήνη» και κτίστηκε η νέα πτέρυγα. Στο εσωτερικό του κτιρίου έχουν γίνει ανακαινίσεις και εκσυγχρονισμός στις εγκαταστάσεις της σκηνής, αποκαταστάθηκε η όψη και διαρρυθμίστηκε η Νέα Σκηνή που ολοκληρώθηκαν τον Οκτώβριο του 2009 και επανέφεραν το κτίριο στην αρχική του λαμπρότητα. Πρώτος Διευθυντής ορίστηκε ο Φώτος Πολίτης και στην συνέχεια ο Δημήτρης Ροντήρης το 1934, ο σκηνοθέτης ο οποίος θα συνδέσει περισσότερο το όνομα του με το Εθνικό Θέατρο υπηρετώντας το μέχρι το θάνατό του (1981)
Σκοπός του Εθνικού Θεάτρου είναι η προαγωγή της πνευματικής καλλιέργειας του λαού και η διαφύλαξη της εθνικής πολιτιστικής ταυτότητας μέσω της θεατρικής τέχνης. Στον ρόλο αυτό συνεισέφεραν οι σημαντικότεροι καλλιτέχνες μεταξύ των οποίων Βεάκης, Νέζερ, Μαμίας, Μινωτής, Παξινού, Παπαδάκη, Ροζάν, Κατράκης
Υπό την εποπτεία του Καλλιτεχνικού Διευθυντή του Εθνικού θεάτρου λειτουργεί η Δραματική Σχολή που στεγάζεται στην οδό Πειραιώς και η οποία τροφοδοτεί τα θέατρα με μερικούς από τους αξιώτερους έλληνες ηθοποιούς.
Το Εθνικό Θέατρο έχει συμβάλει σημαντικά και στην αναβίωση του αρχαίου δράματος ζωντανεύοντας –υπό την καθοδήγηση του Ροντήρη- τα αρχαία θέατρα του Ηρωδείου και της Επιδαύρου και υπογραμίζοντας την ανάγκη δημιουργίας ενός θεατρικού φεστιβαλ αφιερωμένου στο αρχαίο δράμα. Πράγματι το 1955 το Εθνικό καθιέρωσε το Φεστιβαλ Επιδαύρου με τις παραστάσεις «Εκάβη», «Οιδίπους Τύρανος» και Ιππόλυτος. Αποτελεί ζωντανό θεατρικό μουσείο με βιβλιοθήκη, εξαιρετικά πλούσιο φωτογραφικό αρχείο, ηχογραφήσεις, μακέτες, σκηνογραφικά σχέδια και τεράστιο βεστιάριο με 20.000 κοστούμια. Σήμερα υπό την καλλιτεχνική διεύθυνση του Γιάννη Χουβαρδά έχει προσφέρει στο φιλοθεάμον κοινό της Αθήνας υπέροχες παραστάσεις που αποτέλεσαν μεγάλες εισπρακτικές και καλλιτεχνικές επιτυχίες τόσο στην κεντρική, όσο και στις μικρότερες,νέα και πειραματική, σκηνές.
Ναός Αγίου Κωνσταντίνου: Είναι έργο του θεσσαλονικιού αρχιτέκτονα Λύσανδρου Καυταντζόγλου, λάτρη της αρχαίας ελληνικής τέχνης προσκολλημένο στον ρομαντικό κλασικισμό και ευαίσθητο απέναντι στη βυζαντινή αρχιτεκτονική. Διατέλεσε πρώτος έλληνας πρύτανης του σχολείου των τεχνών, μετέπειτα Πολυτεχνείου και κορυφαίος αρχιτέκτονας της εποχής του με διεθνείς διακρίσεις. Μεταξύ άλλων έχει κατασκευάσει το Εθνικό Μετσόβειο Πολυτεχνείο, τον Ναό της Αγίας Ειρήνης, το Οφθαλμιατρείο, τον Ναό του Αγίου Διονυσίου Καθολικών, τον Άγιο Ανδρέα Πατρών, το Αρσάκειο Μέγαρο και τον Άγιο Γεώργιο Καρύτση.
Οδός Σατωβριάνδου πήρε την ονομασία της από τον Φρανσουά ντε Σατωμπριάν, γνωστό και ως Σατωβριάνδο, ένθερμο φιλέλληνα, περιηγητή και συγγραφέα. Υπηρέτησε στην Αθήνα ως διπλωμάτης και πρέσβης της Γαλλίας και χρημάτισε Υπουργός Εξωτερικών κατά την περίοδο 1823-1824. Υποστήριξε σθεναρά την Ελλάδα κατά την επανάσταση του 1821. Στο βιβλίο του «Οδοιπορικό από το Παρίσι στην Ιερουσαλήμ» που δημοσιεύτηκε το 1811 αναφέρεται εκτενώς στην Ελλάδα, δίνοντας εξαίσιες περιγραφές της φυσικής ομορφιάς της, των παραμελημένων ιστορικών μνημείων που μαρτυρούσαν το μεγαλείο του ελληνικού πολιτισμού αλλά και ρεαλιστικές εικόνες από τις απαίσιες συνθήκες ζωής των υπόδουλων Ελλήνων. Το 1825 εξέδωσε το πόνημα «Υπόμνημα περί της Ελλάδος», το οποίο αποτέλεσε φιλελληνικό μανιφέστο κατά τη διάρκεια της ελληνικής επανάστασης και του κέρδισε τον τίτλο του Φιλέλληνα.
Θέατρο Αγγέλων Βήμα:
Το διατηρητέο κτίριο της οδού Σατωβριάνδου 36, στην Ομόνοια, αγοράσθηκε το 2000 για να γίνει ακριβώς αυτό που βλέπουμε σήμερα: ένας Τόπος Συνάντησης Ανατολής-Δύσης μέσα από τον πολιτισμό. Η αποκατάστασή του έγινε με τρυφερότητα και γνώση από τους αρχιτέκτονες Γιώργο Τουμπάνο και Λητώ Τσουκαλά. Η μισή γειτονιά εργάσθηκε στο κτίριο κατά την αποκατάσταση αυτή. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι, από όπου γης, το αγάπησαν, το αγαπούν και το προστατεύουν με τρόπο συγκινητικό. Πρωτοάνοιξε την πόρτα του στις 13 Οκτωβρίου 2005 παίρνοντας το όνομα ΑΓΓΕΛΩΝ ΒΗΜΑ, γιατί θέλει να δώσει βήμα σε όσους έχουν κάτι να αγγείλουν πάνω στην τέχνη και τον πολιτισμό. Εκτοτε, φιλοξενεί θεατρικές και μουσικές παραστάσεις, εκθέσεις, παρουσιάσεις βιβλίων, μικρά συνέδρια. Διοργανώνει διαγωνισμούς και φεστιβάλ, και φιλοξενεί παραγωγές ομάδων από την Ελλάδα και το εξωτερικό.Το ΑΓΓΕΛΩΝ ΒΗΜΑ το ενέπνευσε και το εμψύχωσε από εκεί που βρίσκεται εδώ και χρόνια, ο Λάμπρος Καλογήρου. Γι’ αυτό είναι δικό του. Είναι το σπίτι του μετά το θάνατό του. Περιηγηθείτε στην Έκθεση Σκίτσων και Μακετών των αποφοίτων του Κολεγίου Βακαλό «Μία παράσταση Δέκα + 1 Σκηνογραφικές παραστάσεις» αναφορικά με το έργο του Ντάριο Φο «Ελισσάβετ-Γυναίκα από Σύμπτωση». Ανακαλύψτε ποια σκηνογραφική πρόταση επιλέχτηκε για την ομότιτλη παράσταση που ανεβάζει αυτή την περίοδο το Θέατρο Αγγέλων Βήμα. | |
Καφενείο των Μουσικών: αποτελεί ακόμη και σήμερα χώρο συνάντησης των μουσικών λαϊκού δημοτικού ρεπερτορίου. Στο καφενείο αυτό ανακάλυψε η Καίτη Γκρέυ τον Χρήστο Νικολόπουλο. Επίσης συχνή θαμώνας του ήταν η Ρόζα Εσκενάζυ.
Μπαράκι του Μάριου: σημείο συνάντησης των μουσικών της ρεμπέτικης μουσικής. Συνήθιζαν να λένε ότι αν δεν έχεις περάσει από εκεί δεν θα έπρεπε να λέγεσαι ρεμπέτης. Σε αυτό σύχναζαν ο Βασίλης Τσιτσάνης, ο Απόστολος Καλδάρας, η Μαρίκα Νίνου, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου και άλλοι πολλοί. Μάλιστα κατά τις εννιά ερήμωνε γιατί όσοι είχαν δουλειά φεύγανε και οι υπόλοιποι πηγαίναν στα σπίτια τους γιατί δεν είχαν παρέα. Εκεί μέσα κανείς δεν φώναζε τον άλλο με το όνομα του αλλά με παρατσούκλια. Ο «βλάχος» (Τσιτσάνης), ο «Βραχνός» (ο Βαμβακάρης), ο Αριστοκράτης (ο Χιώτης) και η Όμορφη (Σεβάς χανούμ), ο ντροπαλός (Καζαντζίδης), ο «γεωπόνος» (Καλδάρας) περνούσαν την ώρα τους εκεί.
Το Καφενείο Στέμμα: το στέκι των θεατρίνων. Σε αυτό πήγαιναν οι ηθοποιοί που έψαχναν για δουλειά στα μπουλούκια δηλαδή στους περιοδεύοντες θιάσους, Στον δημοφιλή για την εποχή χώρο ο Αλέκος Σακελάριος εντόπισε την Γεωργία Βασιλειάδου δίνοντας της την πρώτη της δουλειά. Δεκάδες ηθοποιοί περίμεναν στα τραπεζάκια του μια ευκαιρία. Το μόνο που απομένει είναι μια πινακίδα.
Θέατρο Άλμα: Το καλλιτεχνικό τέκνο της Κατερίνας Μαραγκού και του Βίλλη Ανδρέου, το οποίο άνοιξε τις πόρτες του για πρώτη φορά το 2004 και έκτοτε έχει προσφέρει στο θεατρόφιλο κοινό αξιόλογες παραστάσεις μεταξύ των οποίων η πρόσφατη εμπορική και καλλιτεχνική επιτυχία Φθινοπωρινή Ιστορία, Ο Χορός του Θανάτου και Τζών Γαβριήλ Μπόργκμαν. Σύμφωνα με δήλωση των συντελεστών του: Το θέατρο είναι μια προσωπική ιδεολογική υπόθεση που δεν θα ξεπεράσουμε ποτέ. Είναι η ανάγκη μας για επεξεργασία αξιών. Είναι η αντίσταση σε μια πραγματικότητα, που οδηγεί τη σκέψη μας σε λάθος βάσεις. Είναι ένας τόπος που δίνει το δικαίωμα στο όνειρο. Από το 1990 που ξεκινήσαμε την προσπάθειά μας στο θέατρο ΑΘΗΝΩΝ, ονειρευόμαστε να βρούμε τον γνήσιο καλλιτεχνικό παλμό που γεννάει την εξαίσια στιγμή συνύπαρξης ηθοποιού – θεατή. Μάθαμε πολλά στα χρόνια που μεσολάβησαν και το 2004 συνεχίζουμε στο θέατρο ΑΛΜΑ τη θεατρική μας διαδρομή, με οδηγό μια φράση του Ο’Νηλ… «Το θέατρο για μένα είναι η ζωή, η ουσία και η ερμηνεία της. Το θέατρο θα πρέπει να είναι η πηγή της έμπνευσης που θα μας εξυψώσει πέρα από τα γνωστά όρια του εαυτού μας και θα μας ταξιδέψει βαθιά στο άγνωστο που βρίσκεται μέσα και πίσω μας. Το θέατρο οφείλει να μας αποκαλύπτει αυτό που πραγματικά είμαστε.»
Πλατεία Βάθη: Βρισκόμαστε σεμια από τις παλιές συνοικίες της Αθήνας, που στις αρχές του περασμένου αιώνα ήταν ακόμα εκτός σχεδίου πόλης ειναι η Βάθεια ή Βάθη. Ο περίφημος χείμαρρος του Κυκλοβόρου κατέβαινε κάποτε την σημερινή οδό Μάρνη. Εκεί το σημείο ήταν χαμηλό δημιουργώντας κοίλο στο έδαφος. Έτσι τα νερά μετά τις βροχές λίμναζαν στην ανοικτή έκταση. Όπως ήταν λογικό το βαθούλωμα άφησε στην περιοχή το προσωνύμιο «στη Βάθη».Από την Βάθη ο δρόμος που έβγαινε από την πόλη σχημάτιζε δυο κλάδους. Ο ένας δρόμος οδηγούσε στο Μενίδι, η σημερινή οδός Αχαρνών και ο άλλος στα Λιόσια η αποκαλούμενη οδός Λιοσίων. Μετέπειτα η Βάθη απετέλεσε την αφετηρία για τα λεωφορεία των Δυτικών Συνοικιών.Σταδιακά άρχισε να δημιουργείτε οικισμός από μικρά σπίτια γύρω από τη Βάθεια. Το κοίλο σημείο της περιοχής αποξηράνθηκε και έτσι δημιουργήθηκε ένας μεγάλος ανοικτός χώρος για πλατεία και έτσι δημιουργήθηκε και επίσημα η Πλατεία Βάθη (και όχι Βάθης). Οι λεύκες που υπήρχαν γύρω στη Βάθη βοηθήθηκαν να αναπτυχθούν από τα νερά των ρεμάτων που άφθονα έρεαν.
Η μεγαλύτερη από αυτές, η περίφημη Λεύκα της Βάθης κόπηκε το 1926. Πολλοί θρύλοι συνδέονται με την περιοχή. Οι παλαιότεροι Αθηναίοι ασφαλώς θα έχουν ακούσει την ιστορία με τον μονόχειρα και πιθανότατα να θυμούνται τη χαρακτηριστική φιγούρα του, που περιφερόταν στην περιοχή της Πλ. Βάθης γύρω στα 1920. Ο μονόχειρας με την αγριωπή όψη, ζούσε σε ένα από τα παλαιότερα σπίτια, στον πύργο της οδού Αλκιβιάδου και αποτελούσε φόβο και τρόμο για τους πιτσιρίκους της γειτονιάς. Η ιστορία με τον μονόχειρα πέρασε από στόμα σε στόμα, 60 περίπου χρόνια μετά τον θάνατό του και έγινε θρύλος. Ένας θρύλος που λέει ότι ο μονόχειρας έγινε φάντασμα και εξακολουθεί να κόβει την ανάσα στους κατοίκους της περιοχής και σε όσους τύχει να περάσουν νύχτα έξω από τον πύργο της οδού Αλκιβιάδη.
Στην πλατεία ευρισκόταν το πρώτο αμιγές συνεργείο μοτοσυκλέτας της Ελλάδας που φαίνεται να άνοιξε το 1919 στην Αθήνα, κι έμελλε να διατηρηθεί ως το καλύτερο της χώρας για σχεδόν μισόν αιώνα. ‘Ηταν το συνεργείο της οικογένειας Δημήτρη Παπουτσά, στη γωνία των οδών Μενάνδρου και Βερανζέρου, γνωστό ως ο «Ναός της μοτοσυκλέτας», όπως το θυμάται η γενιά του μεσοπολέμου των Ελλήνων μοτοσυκλετιστών.
Από τα περίφημα κτίσματα της συνοικίας μεταξύ άλλων ήταν εκείνο του ηγεμόνα της Μολδοβλαχίας Μιχαήλ Βόδα Σούτσουπου βρίσκονταν μέσα σε ένα τεράστιο κήπο και που αργότερα μετατράπηκε σε Άσυλο, καθώς επίσης και η βίλα του Γερμανού φιλέλληνα και γιατρού του Ελληνικού στρατου κατα την διάρκεια της επανάστασης,Έρικ Τράιμπερ, στου οποίου τα χέρια πέθανε ο αρχιστράτηγος Καραισκάκης. Η Βίλα Τράιμπερ ένα νεοκλασοκό διατηρητέο στεγάζει σήμερα το Μουσείο Σκίτσου.
Εθνικό Ωδείο: Ιδρύθηκε το 1926 από τον μουσουργό Μανώλη Καλομοίρη και μια ομάδα προσωπικοτήτων από τον ευρύτερο μουσικό και καλλιτεχνικό χώρο μεταξύ των οποίων η Χαρίκλεια Καλομοίρη, η Μαρίκα Κοτοπούλη, ο Διονύσιος Λαυράγκας, Σοφία Σπανούδη, Φρειδερίκος Βολωνίνης και άλλοι. Σκοπός του Εθνικού Ωδείου δεν είναι μόνο η κατάρτιση μουσικών αλλά και η προσέλκυση και καλλιέργεια νέου και ενημερωμένου ακροατηρίου. Για το λόγο αυτό οργανώθηκαν ποικίλες συναυλίες και μελοδραματικές παραστάσεις που αποτέλεσαν θεσμό. Υπήρξε ο πρώτος ελληνικός εκπαιδευτικός και πολιτιστικός φορέας που ίδρυσε παραρτήματα στην ελληνική επαρχία και στην Αίγυπτο, την Κύπρο και τον Καναδά. Μεγάλες προσωπικότητες δίδαξαν ή συνεργάστηκαν κατά καιρούς με το Εθνικό Ωδείο, όπως ο Δημήτρης Μητρόπουλος και η Αύρα Θεοδωροπούλου. Αξίζει να σημειωθεί ότι η Μαρία Κάλλας, όντας μαθήτρια του Εθνικού Ωδείου, στην τάξη της Μαρίας Τριβέλα, έκανε την πρώτη της εμφάνιση στη σκηνή στην παράσταση «Καβαλερία Ρουστικάνα» που ανέβασε το Εθνικό Ωδείο στις 2 Απριλίου 1939. Την ηγεσία του ωδείου έχει στα χέρια της η κα Χαρά Καλομοίρη, εγγονή του αείμνηστου Μανώλη Καλομοίρη. Καλλιτεχνικός διευθυντής διατελεί ο καταξιωμένος συνθέτης Περικλής Κούκος. Από τη χρονιά της ιδρύσεως του το 1926 μέχρι το 1935 στεγάστηκε στη οδό Δώρου 3, στην συνέχεια μεταφέρθηκε στη γωνία Γ’Σεπτεμβρίου και Σολωμού μέχρι το 1936, μετά στην οδό Αριστοτέλους και Σολωμού, ενώ μεταφέρθηκε το 1969 στην σημερινή τοποθεσία. Το τετραώροφο αυτό κτίριο διαθέτει αίθουσες συναυλιών, μελοδραματικής, χορωδίας και βιβλιοθήκη. Ενώ στεγάζει και τον σύλλογο Μανώλη Καλομοίρη, το Σύλλογο αποφοίτων του Εθνικού Ωδείου και το καλλιτεχνικό καφενείο Concertoστη στοά.