Μια (πρώην) μυστική αυλή. Είναι ένα από τα εναπομείναντα αθηναϊκά riad (τα μαροκινά σπίτια με τις εσωτερικές αυλές) του Ψυρρή, αυτά τα «συγκροτήματα» κατοικιών που χτίστηκαν κυρίως στα τέλη του 19ου αιώνα και φιλοξενούσαν καμιά δεκαριά (ανάλογα με το μέγεθος) οικογένειες (χαρακτηριστικό παράδειγμα και υπόδειγμα αναστήλωσης είναι το taf της Νορμανού). Σε πολλές περιπτώσεις (όπως της Αυλής εδώ) στα ισόγεια των κτιρίων αυτών υπήρχαν μαγαζιά, ένας τσαγκάρης, ένας που πουλούσε μπουκάλες φωταερίου, ένα μικρό μπακάλικο με σακιά με όσπρια κι ένα καφενείο που εξυπηρετούσε τόσο τις ανάγκες των κατοίκων όσο και των γύρω μαγαζιών. Το σκηνικό θυμίζει ελληνική ταινία της δεκαετίας του '50: μια μακρόστενη αυλή, ένα ισόγειο κτίσμα αριστερά κι ένα διώροφο δεξιά, μπλε παραθυρόφυλλα, γλάστρες, ασβεστωμένες σκάλες, γάτες, καρέκλες φύρδην μίγδην (πλαστικές, του «γύφτου» και ξύλινες), πλαστικά καρό τραπεζομάντιλα, λαϊκά στα ηχεία από ραδιοφωνικό σταθμό, ένα κουζινάκι με δύο εστίες και γκάζι, τσίκνα και ξύλινες ταμπέλες με ατάκες όπως «όλος ο κόσμος είναι ένα τρελοκομείο, αλλά εδώ είναι τα κεντρικά». Η Αυλή, το καφενείο της Αγίου Δημητρίου, αντιπροσωπεύει τέλεια τη χαμένη λαϊκότητα του αθηναϊκού downtown, που την προηγούμενη δεκαετία (ειδικά στου Ψυρρή και στο Γκάζι) αντικαταστάθηκε είτε με glamo-kitch καφετέριες και μπαρ, είτε με ανθυπο-ρεμπετάδικα με κράχτες στον δρόμο, ενισχυτές τσίτα στα πρίμα και κατεψυγμένα κεφτεδάκια στα πιάτα. Ευτυχώς που η κρίση έφερε τουλάχιστον μια διόρθωση και το Φρανκενστάιν Ψυρρή, έστω με τις εναπομείνασες παρασπονδίες, απέκτησε ξανά λίγο από τον παλιό του χαρακτήρα. Έγραψα και σε προηγούμενο σημείωμα ότι διαβλέπω μια δεύτερη «ανάσταση» της περιοχής, αυτήν τη φορά σε πιο underground βάση, όπως ακριβώς ταιριάζει σε αυτή την υπέροχη γειτονιά, την οποία για κάποιον λόγο τελευταία την προτιμούν όσοι ακούν darkwave (και τα παρακλάδια του), αφού εκεί βρίσκονται ήδη τρία μπαρ/κλαμπ του είδους (SecondSkin, TeddyBoy, DeathDisco). Πηγή: www.lifo.gr
Η Αυλή υπήρξε καφενείο από την Κατοχή. Ο (πάντα χαμογελαστός) Τάκης που το έχει τώρα το ανέλαβε το 1985 και το κράτησε όπως ήταν, με μερικές διακοσμητικές προσθήκες (όπως το κασκόλ και τα αυτοκόλλητα της ΑΕΚ). Είχε προλάβει μερικές οικογένειες να κατοικούν στα λιγοστά τετραγωνικά των «διαμερισμάτων». Μέχρι και πριν από 2-3 χρόνια σέρβιρε μόνο καφέ ελληνικό και φραπέ. Είχα περάσει μερικές φορές. Ο κόσμος ήταν λιγοστός, ένα τραπέζι με μερικούς παππούδες που πρέπει να ήταν «αιώνιοι» θαμώνες και διάσπαρτοι άλλοι στα υπόλοιπα τραπεζάκια, ενώ έκλεινε καθημερινά μετά τη δύση του ήλιου. Μια Κυριακή πριν από τρία χρόνια βρέθηκα ξανά εκεί σε ένα dance party (!). Μια παρέα παιδιών είχε εγκαταστήσει στην αυλή μηχανήματα ήχου και μια ψησταριά με σουβλάκια και είχε στήσει ένα καταπληκτικό DIY πάρτι. Οι παππούδες έτρωγαν σουβλάκια μαζί με τους όψιμους ravers και όλοι έδειχναν να απολαμβάνουν εκείνη την γκροτέσκα βραδιά. Έκτοτε, η Αυλή απέκτησε και φαγητό. Λίγα πιάτα, όλα στο τηγάνι (ωραίο συκώτι και χοιρινή τηγανιά), που παρασκευάζονται στην «ανοιχτή» του κουζίνα (δηλαδή έξω, μπροστά σου, πάνω σε ένα τραπεζάκι στο οποίο βρίσκονται οι εστίες) από έναν συμπαθέστατο Πακιστανό, ένα ψυγείο γεμάτο μπίρες και γυάλινες κανάτες με νερό (μου αρέσει πολύ αυτή η λεπτομέρεια), τιμές προ-περασμένης δεκαετίας και ένα αναπάντεχο hype τους τελευταίους μήνες, σε σημείο που να δυσκολεύεσαι πια να βρεις τραπέζι. Μάλιστα, το εξαιρετικό βρετανικό περιοδικό «Boat», που αφιέρωσε όλο του το τελευταίο τεύχος στην Αθήνα, έχει στο εξώφυλλό του μια φωτογραφία από την Αυλή κι ένα δισέλιδο θέμα. Και δεν θα τα έγραφα όλα αυτά, αν δεν είχα ανοίξει ένα βράδυ κατά τις 3 τα ξημερώματα τη μικροσκοπική πόρτα που βρίσκεται ανάμεσα σε μια αποθήκη ψιλικών και μια βιοτεχνίας επαγγελματικών ρούχων, για να διαπιστώσω ότι εκείνη τη στιγμή είχε περισσότερο κόσμο από άλλα μπαρ του κέντρου και ότι το παλιό, κατοχικό καφενείο του σενιόρ Τάκη δείχνει τον δρόμο στη νέα (που είναι παλιά) αφήγηση της πόλης.
lifo.gr