Όταν στρέφω το βλέμμα στα έργα των ανθρώπων και βλέπω πόλεις να έχουν χτιστεί παντού, όλα τα στοιχεία να έχουν χρησιμοποιηθεί κάπου, τις γλώσσες να έχουν πάρει συγκεκριμένη μορφή, τότε αναρωτιέμαι… «Ο περασμένος αιώνας δεν άφησε καμιά δουλειά στο δικό μας;».
30.01.2013. Ώρα 11:00 το μεσημέρι. Ομόνοια. Έχοντας βάλει στοίχημα με τον εαυτό μου, να ξεγελάσω το έπος της συνήθειας, άφησα την Πόλη μου να με πάρει άγαρμπα από το χέρι, να με οδηγήσει στα στενά δρομάκια της και να με παρατήσει εκεί. Εκεί που ξαφνικά ο «Εντουάρ» σωριάστηκε στο πεζοδρόμιο. Η «Μαρία» διαφήμιζε τα στήθη της. Ο «Σωτήρης» στόλιζε με χρώματα τα καφάσια του. Ο «Εμίρ» ούρλιαζε στο κινητό σε μια ακαταλαβίστικη αθηναϊκή διάλεκτο. Εκεί όπου ένας υπέροχα χαμογελαστός κύριος μου χάρισε μια γεμάτη καλημέρα. Εκεί που ένα ξανθό αγόρι με μπότες με ρώτησε: «Ήρθατε για να γλεντήσετε;».
«Ακριβώς!» του απάντησα. Και τότε, λες και ξεστόμισα την κρυφή συνθηματική φράση, δειλά-δειλά, ένα-ένα μου εμφανίστηκαν. Και το βλέμμα καρφώθηκε αναγκαστικά πάνω τους, έκπληκτο από τη βουβή απορία για τα έσχατα όρια της ομορφιάς τους. Τα εγκαταλελειμμένα ξενοδοχεία μιας περασμένης Αθήνας, που πεισματικά οι ταμπέλες τους ακόμα συλλαβίζουν το όνομά τους. Και ξεκινάει μια μέθη χωρίς ανάπαυλα…
Σωκράτους & Βερανζέρου, μου σκάει χαμόγελο το «Hotel Mediteranee». Ένας απίστευτος συνωστισμός στα πόδια του, αλλά η σκουριασμένη μεταλλική επιγραφή όμοια με «μαρκίζα» cinema του broadway, τα σκούρα καφέ ξύλινα παντζούρια, η χρυσή ταμπέλα με το γαλάζιο τίτλο ακόμα ικανή να σε ταξιδέψει σε θάλασσες και η βαριά ξύλινη εξώπορτα ερμητικά κλειστή αλλά με ένα γραμμικό λαμπτήρα φθορίου πάντα να καίει μέρα-νύχτα, μεταμορφώνονται σε γέρο σοφό. Σκύβουν και μου ψιθυρίζουν στο αυτί: «Για να βγεις από έναν αδιέξοδο δρόμο πρέπει να πάρεις έναν άλλο».
Με αυτή τη συμβουλή να χτυπάει ρυθμικά στο τύμπανο, κατηφόρισα Σατωβριάνδου & Μάρνης. Δύο φίλοι, τα ξενοδοχεία «Μυκήναι» και «Eπτάνησος», αντικριστά το ένα από το άλλο, κάθε μέρα ξεχνούν τις ανοιχτές πληγές τους λέγοντας ιστορίες. Και είναι φορές που από τα νεύρα τους, σηκώνουν τόσο τον τόνο της φωνής τους, και ξάφνου εκτιμάς και λατρεύεις τις κοινοτυπίες. Βλέπεις, όταν οι δυο φίλοι νευριάζουν, γίνονται γονιός και σκύβουν χαμηλά, σε ακουμπούν στην πλάτη και σου θυμίζουν: «Οι κοινοτυπίες, όταν είναι ταπεινές, μπορούν να εξουσιάσουν την καρδιά».
Ήθελα κι άλλους ψιθύρους στα αυτιά μου ή μάλλον να αισθανθώ την Πόλη μου στο ρόλο του γονέα. Και τότε συνάντησα στη γωνία Μαιζώνος & Ακομινάτου το «Hotel Paradise». Ακριβώς απέναντι είναι ένα δημοτικό σχολείο. Στην αρχή οι φωνές των παιδιών με ενοχλούσαν, νόμιζα ότι με εμπόδιζαν να δω. Μα αμέσως κατάλαβα, πως το νεοκλασικό κτήριο, με τους μαρμάρινους εξώστες διακοσμημένους με ανθέμια και τα ξύλινα παραθυρόφυλλα σε φωτεινό πράσινο χρώμα, ανασαίνει ακόμα λόγω των παιδιών και έχει μάθει κάτι από αυτά: «Πως εννέα φορές πέφτουν και δέκα σηκώνονται. Πως δεν το βάζουν κάτω, πως όλη μέρα διεκδικούν αυτό που θέλουν».
Και σαν μικρό παιδί βρέθηκα μπροστά σε μια Μάνα στη διασταύρωση των οδών Φαβιέρου & Ψαρρών. Το όνομά της «Hotel Corfu». Αν μπω στη διαδικασία να κατασκευάσω απόφθεγμα για αυτήν, θα μοιάζω με πλασιέ που έχει χάσει το τρένο του. Είναι μια Μάνα πολύ προστατευτική, με γαλάζια μάτια πάντα ορθάνοιχτα, με ροδακινί ξεβαμμένο κεντητό φουρό. Πήγα κι έκατσα στα σκαλιά που οδηγούν στις υπόγειες στοές της, και ένα από τα παιδιά της βγήκε από τα έγκατά της «απλά για να δει το φως της ημέρας»… μου είπε.
Νευρίασα. Νευρίασα με εμένα. Είμαι ένας ακόμα τουρίστας για την Πόλη μου; Είμαι ένας ένοικος ανίκανος να συνειδητοποιήσω πως όλη αυτή η υγιεινή του αποκλεισμού της ελπίδας είναι τόσο γελοία; Και τα νεύρα μου σκόνταψαν πάνω της στην οδό Λιοσίων. Kαι αμέσως έκανα ευχή να μπορούσαν τα μάτια μου να βγάζουν φωτογραφίες!! «Sans Rival». Στη ξεχασμένη Πλατεία Βάθη κάθισα στο καφέ που συνορεύει με το Δημαρχείο και την κοίταγα. Υπέροχη γυναίκα, με αισθησιακές καμπύλες και ρομαντικά σκουλαρίκια στα αυτιά της. Στέκεται εκεί από τις αρχές του αιώνα. Και με κάθε γουλιά καφέ πάντα η ίδια ερώτηση: «Είναι δύσκολο να φανταστούμε μια μητέρα χωρίς μητρική αγάπη όσο ένα φως χωρίς θερμότητα. Πως μπορούμε και φανταζόμαστε αυτό το θηλυκό αποκομμένο απο τις ηδονές της Πόλης;»
Hotel Mediteranee. Μυκήναι. Hotel Επτάνησος. Hotel Paradise. Hotel Corfu. Sans Rival, και άλλα. Mε αυτά τα κουφάρια από άλλη εποχή, συμβαίνει κάτι σαν έκρηξη στο νόημα των λέξεων που χρησιμοποιείς για να τα περιγράψεις: αξίζουν περισσότερο από ότι σημαίνουν στο λεξικό. Σήμερα «λειτουργούν» ως γλυπτικές μορφές επιφορτισμένες να μαζεύουν τα λείψανα μιας ημέρας από τη ζωή της πρωτεύουσας. Μαζεύουν ακόμα ιστορίες, όπως ο φιλάργυρος το θησαυρό του.
Καταφύγια ιδεών, μνημών, γεύσεων, αισθήσεων. Ανθρώπων.
Κτήρια που διαθέτουν εκείνο το στοιχείο που εκτιμώ απεριόριστα στους ανθρώπους. Γενναιοδωρία, υλική και πνευματική. Κτήρια που φαντάζουν με μια ελπίδα που περιπλανιέται δεξιά κι αριστερά άστεγη, άνεργη, αποπροσανατολισμένη. Μήπως να τη στεγάσουμε εντός μας και να τη βάλουμε να μας κάνει καμιά δουλειά;
Μαρία Σφυράκη