«Ο ΚΟΣΜΟΣ Ο ΔΙΚΟΣ ΤΟΥ»
Αφηγηματικό σχόλιο εις μνήμην
Άκη Πάνου
Το ροκ για άλλους είναι μουσική και για άλλους τρόπος ζωής
γράφειο Απόστολος Θηβαίος
«Το μαγαζί είναι χαμηλά στην οδό Ιουλιανού. Εκεί ήταν ένα φεγγάρι συνεργείο μοτοσυκλετών. Μαζεύονταν οι έφηβοι μαθητές και ερεθίζονταν με ταχύτητες φανταστικές και τα κορίτσια των επιτοίχιων ημερολογίων. Πιο πέρα οι γυναίκες των ναύλων που τα πρωινά αρχίζουν τη δουλειά νωρίς με τους εργάτες και τους εμπόρους των λαϊκών αγορών. Το μαγαζί έκλεισε πριν λίγο καιρό. Ήρθαν κάποιοι του δήμου, πήραν τα ψυγεία, κάτι μαρμάρινα τραπέζια, κατεβάσαν την επιγραφή, μαζεύτηκε σωρός σίδερα παλιά. Φανήκαν το απόγευμα τα διωγμένα αγόρια και πήραν κάμποσα. Τα ξεδιαλέξαν και τα πήραν να τα πάνε στη στράτζα. Μετά ο ιδιοκτήτης που δουλειά καμιά δεν έχει με τούτα τα μέρη άπλωσε εφημερίδες αθλητικές παλαιών εποχών στις τζαμαρίες και στο μαγαζί απλώθηκε ησυχία και ειρήνη. Κάποιοι του ζητήσαν να το νοικιάσει σε ένα καλό κορίτσι που είχε έρθει από ένα ορεινό χωριό της Αρκαδίας, αλλά έπειτα ρώτησε, έμαθε. Ήταν λέει φευγάτη, πάει να πει κρυβόταν από κάτι ύποπτες καταστάσεις και με τούτες τις κοπέλες δεν έχεις καλά ξεμπερδέματα.Αρνήθηκε επίμονα, τον απείλησαν πως θα βάλουν φωτιά και θα του το χαλάσουν. Μα εκείνος φάνηκε ξύπνιος, είπε θα το σκεφτεί, τα κορίτσια της περιοχής βάλθηκαν να τον μεταπείσουν. «Εδώ οι δουλειές είναι τέτοιες κύριέ μου και τέλος πάντων εμείς τις τιμάμε τις περιουσίες των άλλων και οι δουλειές μας είναι καθαρές πολύ και αν σου βαστάει κατέβα εδώ να κάνεις φασαρίες ή να είσαι βρώμικη και θα δεις που οι άλλες θα σε διώξουν γιατί εδώ, κύριέ μου έρχονται τα παιδιά και εμείς πονούμε τις μανάδες τους.» Εκείνος είπε θα το σκεφτεί και έφυγε και δεν τον ξανάδε κανείς. Ούτε όταν έπιασαν οι μεγάλες ζέστες και πέσαν οι φυλλάδες, κίτρινες, άρρωστες και φάνηκε η άδεια σάλα εκείνος δεν φάνηκε. Ρήμαξε το μαγαζί και στην πρόσοψή του τώρα σταθμεύουν μοτοσυκλέτες γιατί κανείς δεν μπαίνει πια στο μαγαζί. Όσοι γνώριζαν λυπήθηκαν πολύ με το κατάντημα ετούτο. Γιατί γνώριζαν το μαγαζί και που τραγουδήσαν εδώ σπουδαίοι άνθρωποι θυμούνταν και τα γλέντια και τις φασαρίες νοσταλγούσαν. Μια θλίψη στοργική, σαν δυστυχία βγάζαν όσοι ζήσαν τα καλά χρόνια του μαγαζιού.Κάτι αρπαγμένα, ηλεκτρικά Σάββατα με τις γυναίκες, ζέστη πολύ και όλα σπασμένα μέσα και χοροί και τα φτηνά φώτα χαμηλά. Να μην γνωρίζονται τα πρόσωπα, μήτε να φανούν δακρυσμένοι εκείνοι οι γεροί άντρες που στηρίζουν όλη τη νύχτα στους αγκώνες τους. Σταμάταγαν απέξω τα αγοραία από την Κόρινθο και το Άργος και γιορτάζονταν οι αδικημένοι και οι ανεκπλήρωτοι έρωτες. Πάνε όλα ετούτα τώρα. Παλιώσανε οι μνήμες αυτές και δεν αγαπούν οι άνθρωποι με τις καρδιές. Γεμίσαν χρυσάφια τα μυαλά των ανθρώπων, πάει να πει, το χρήμα ρίζωσε παντού και έδωσε βρώμικα βλαστάρια, σαν εκείνα που σηκώνονται μες στους βούρκους πίσω από τα εργοστάσια.
Στο καφενείο απέναντι συχνάζουν οι παλαιοί κάτοικοι της περιοχής. Στέκουν στα σκοτάδια στο βάθος του μαγαζιού, γιατί είναι βλέπεις ο δρόμος πια πολυσύχναστος και όλη μέρα περνούν δαιμονισμένα τα τροχοφόρα. Τι μας κυνηγά μωρέ και έτσι εξαντλούμε τις αποστάσεις και λησμονήσαμε την ηδονή των αναμονών.Ετούτοι οι άνδρες που είναι σοβαροί πολύ και λεν μετρημένες κουβέντες το πρόλαβαν το μαγαζί. Βέβαια ήταν νέοι τότε και οι νύχτες αρσενικές, σωστά δηλητήρια. Τώρα ακόμα και το φως σου καίει τα μάτια, λένε απαρηγόρητοι και δείχνουν με νωθρές κινήσεις την εμπορία που συμβαίνει νωρίς το πρωί και αφήνει νεαρούς ισορροπιστές στο μέσον του οδοστρώματος. Τέτοια δεν γίνονταν τότε. Οι άντρες είχαμε περηφάνια τότε, τη βοήθεια δεν τη ζητάγαμε και τις γυναίκες μας τις κλέβαμε. Μοιάζουν με εκείνα τα πουλιά που αρρώστησαν και τώρα γυρεύουν σκοτάδι και ησυχία να πεθάνουν. Και έτσι που ανοίγουν τα χέρια τους νομίζεις θα σηκωθούν και θα χαθούν μες στη χαράδρα. Στέκουν στο βάθος του μαγαζιού. Κάθε απόγευμα εισβάλλουν σπαραχτικές δύσεις και τους πιάνει ένα παράπονο που θέλουν και δεν μπορούν να κοιτάξουν κατά τον ορίζοντα. Έπειτα φεύγουν ένας ένας, ο καφετζής μαζεύει τα ποτήρια και μετρά το ούζο, κλείνει και αποχαιρετά από μακριά με μια σπουδαία φωνή τα κορίτσια που βαδίζουν εμπρός από το ετοιμόρροπο οπλοπωλείο.
Ετούτος λέει, πρόλαβε μάλιστα μια φορά τον Άκη Πάνου που ήρθε και έπαιξε στο μαγαζί, έτσι σκυφτός και αγέλαστος με τα μάτια χωστά και αθέατα. «Τον έβλεπες και άκουγες τα τραγούδια και τίποτε δεν θα μπορούσε να είναι πιο σπαραχτικό», θυμόταν και ακινητούσε, μήτε κλείδωνε την πόρτα. Καθόταν και οι κινήσεις του ήταν οι αργές, οι κινήσεις εκείνες που φανερώνουν μια συγκίνηση βαθύτατη. «Ετούτος ήταν σπουδαίος εορταστής! Τι γίνηκε και κατέληξε έτσι, κανείς δεν κατάλαβε. Πώς τον δικάσαν με τόση ελαφρότητα, πώς τον σύραν εμπρός μας. Μου φάνηκε σαν εκείνα τα άγρια ζώα που εξημερώθηκαν πια και τώρα θα υποστούν όλη του ανθρώπου τη βλαστήμια.Τότε η τιμή ήταν ιερό πράγμα. Δεν σήκωνε κοροϊδίες, ούτε δισταγμούς. Και εκείνος πληγώθηκε, είπε πως τον κοιτούσαν παράξενα, με όλη την τρυφερότητα που αρμόζει σε έναν αθέλητο αναξιοπρεπή. Και εκείνος δεν το βάσταξε. Ύστερα πήραν όλα το δρόμο τους, την κακιά αρρώστια λεν τη γεννά η μεγάλη λύπη. Τον θέρισε. Μα πέρα από όλα τον πίκρανε που είπαν πως δεν πρόσφερε και τόσο στα πολιτισμικά πράγματα. Να τραγουδάς τον καημό και να παρηγορείς. Αν τούτο δεν είναι πολιτισμός, τότε κανείς δεν τη χρειάζεται τέτοια φροντίδα, τέτοια τέχνη είναι άχρηστη και απάνθρωπη.»
Η ζωή στάθηκε με τον Άκη Πάνου σκληρή, σχεδόν αδυσώπητη. Ο σπουδαίος, λαϊκός μουσικοσυνθέτης κέρδισε επάξια τις καρδιές του κοινού με τα βιωματικά και αληθινά τραγούδια του, ενώ προίκισε το χώρο της ελληνικής μουσικής, με μια μοναδική ιδιοπροσωπία.Το τέλος του ήταν τραγικό. Ο θάνατος του ίδιου από την επάρατο νόσο ολοκλήρωσε το δραματικό επίλογο του βίου του. Εκείνο όμως, το οποίο καταξιώνει τον Άκη Πάνου δεν είναι άλλο από το λαϊκό αισθητήριο, εκείνο το ίδιο που συγχωρεί και αναγνωρίζει και τελικά επικυρώνει τη διαχρονικότητα ενός δημιουργού. Η γνησιότητα της πράξης του Άκη Πάνου και η προσωπική, εξομολογητική μουσική του φανερώνει ένα ολόψυχο άνθρωπο, με τα λάθη και τα αμαρτήματά του. Φαίνεται όμως πως ο ρυθμός, ακόμα και αν δεν τα αμβλύνει, δίχως να τα σέρνει σε αγορές και τσίρκo, τα ημερεύει.
...ένα μοναδικό ποίημα γραμμένο από το σημαντικό ποιητή Άκη Πάνου
Η ζωή μου όλη είναι μια ευθύνη
όλα μου τα παίρνει τίποτα δε δίνει
η ζωή μου όλη είναι ένα καμίνι
που ‘χω πέσει μέσα και με σιγοψήνει
Η ζωή μου όλη μια ανοησία
κι η μοναδική μου η περιουσία
η ζωή μου όλη είναι μια θυσία
που σκοπό δεν έχει ούτε σημασία
Η ζωή μου όλη είναι ένα τσιγάρο,
που δεν το γουστάρω κι όμως το φουμάρω
κι όταν γίνει η γόπα, κέρασμα στο χάρο,
όταν έρθει η ώρα και τόνε τρακάρω