Απόσπασμα από το βιβλίο της Μαριέλλης Σφακιανάκη-Μανωλίδου
Τις Κυριακές φορούσαμε τα καλά μας
(σσ. 134-136)
(σσ. 134-136)
"Κυριακή απόγευμα, αρχές καλοκαιριού, αποφασίσαν να μας στείλουν τη Μαίρη, εμένα και τον Ίωνα βόλτα στη Φωκίωνος Νέγρη, όπου είχαν έρθει κούνιες, αλογάκια και παιχνίδια. Θα μας συνόδευαν η Σπυριδούλα με τη Δήμητρα, αλλά επειδή η γιαγιά μου τις θεωρούσε άβγαλτες στην κίνηση (έπρεπε να διασχίσουμε την Αχαρνών, την Τρίτης Σεπτεμβρίου και την Πατησίων με τα τράμ της), υποχρέωσε και την κυρία Κούλα να μας συνοδεύσει. [...]
Κάποτε φτάσαμε σ'ένα φαρδύ χωματόδρομο, σαν ρεματιά, γεμάτο πυκνά πλατάνια, όπου ανάμεσά τους έτρεχε κελαρύζοντας άφθονο νερό. Κόσμος δροσιζότανε βολτάροντας τριγύρω, ενώ στις βρεγμένες και καλοσκουπισμένες άκρες αυτού του χωματόδρομου υπήρχαν σε συμμετρικές σειρές τραπέζια με λευκά τραπεζομάντιλα τριγυρισμένα από ψάθινες καρέκλες, κι απάνω τους πιάτα, πετσέτες, ποτήρια, μαχαιροπίρουνα, έτοιμα να παρασύρουν τον κόσμο να καθίσει να φάει τα σουβλιστά κρέατα που ψήνονταν δίπλα. Κανένας όμως δεν καθόταν στα τραπέζια. Ίσως γιατί ήταν ακόμη νωρίς. Προς το παρόν όλοι όσοι βόλταραν ρουφούσαν και κατάπιναν την τσίκνα της ψησταριάς. Γι' αυτήν δεν πλήρωναν τίποτε. Μυρίσαμε κι εμείς για λίγο, κόβοντας το βήμα, ενώ η Δήμητρα συνεχώς έλεγε "τι μυρωδιές είν' αυτές μάνα μου;" και περπάταγε με ανοιχτό το στόμα και μισόκλειστα μάτια, μέχρι που η κυρία Κούλα της είπε πως θα φάει τα μούτρα της έτσι που πήγαινε.
Σταθήκαμε μπροστά σε μια ρηχή ντενεκεδένια λιμνούλα, που μέσα της είχε ψεύτικα χρυσόψαρα με έναν αριθμό στην κοιλιά του το καθένα. Πιο πίσω σε μια ραφιέρα υπήρχαν αραδιασμένα όσα δώρα θα κέρδιζαν οι τυχεροί αριθμοί.
Το μάτι μας αμέσως έπεσε σε μια τεράστια κούκλα με μακρύ φόρεμα, καπέλο και γόβες παπούτσια, από εκείνες που οι μαμάδες είχαν μανία να τις στολίζουν καθιστές στους καναπέδες των σαλονιών τους και να μην αφήνουν τα παιδιά τους ούτε καν να τις αγγίζουν. Αν όμως τώρα κερδίζαμε εμείς αυτή την κούκλα, κανένας δε θα μπορούσε πια να την αποσπάσει από τα χέρια μας. Έτσι, αποφασίσαμε να δώσουμε εκεί τα χρήματά μας, αντί για τα αλογάκια. Πήραμε από ένα καλάμι και αρχίσαμε να ψαρεύουμε.
Το ψάρι της Μαίρης κέρδισε ένα μπουκάλι ούζο. Του Ίωνα δώδεκα μανταλάκια. Το δικό μου, ήλπιζα με τρελό χτυποκάρδι, θα κέρδιζε επιτέλους την κούκλα. "Άκυρο", μου είπε αυτός που έλεγξε από μέσα την κοιλιά του κι ύστερα, ξανακλείνοντάς το, το έριξε πάλι πίσω στο νερό ...".