Όταν ερχότανε η ώρα να πάει φαντάρος κάποιος από την αυλή εκείνα τα χρόνια
ήταν μεγάλο γεγονός....θλιβερό.
Φτωχοί άνθρωποι του μεροκάματου βλέπεις και τι θα γινόνατε πίσω η οικογένεια
που έμενε.
Παντρευόντουσαν μικροί τότε ή οι ανύπαντροι άφηναν πίσω άμαχο
πληθυσμό.
Η θητεία ήταν κάπου στους 28 μήνες στην καλύτερη περίπτωση και οι άδειες
λιγοστές.
Ανασκουμπονόντουσαν οι κυρίες της αυλής....να κρατήσουν τα παιδιά του φαντάρου
για να κάνει κανένα μεροκάματο η γυναίκα του στην σκάφη.
Δεν την άφηναν να βάζει κατσαρόλα....της πήγαιναν φαϊ κάθε μέρα ....
Υπήρχε συννενόηση...σήμερα εσύ αύριο εγώ.
Στο νοίκι τσοντάρανε όλοι και η σπιτονοικοκυρά αρκετές φορές τα χρήματα
τα έδινε πίσω στην γυναίκα του φαντάρου αν και η ίδια από τα νοίκια ζούσε.
Και μάθαινε τα γεγονότα με τα γράμματα που έπαιρνε ο φαντάρος και ένοιωθε
ότι η οικογένειά του ήταν ασφαλής.
Περνούσε ο καιρός και έφτανε επί τέλους η ημέρα της απόλυσης....
Η αυλή ανάστατη....οι κατσαρόλες πηγαινοερχόντουσαν στην τραπεζαρία
της σπιτονοικοκυράς όπου θα γινότανε το γλέντι ...
Όλοι χαρούμενοι ....μια οικογένεια.
Πίσω στα παλιά