«Όλοι το ίδιο είμαστε σε τούτο τον κοσμάκη,
Και όλοι έχουμε καρδιά, Λαός και Κολωνάκι»
Και όλοι έχουμε καρδιά, Λαός και Κολωνάκι»
Οι Παλιοί Αθηναίοι έλεγαν «Κολωνός και Κολωνάκι» όταν ήθελαν να αντιδιαστείλουν τις δύο τάξεις. Το Κολωνάκι ήταν και παραμένει σε όλους γνωστό σαν η αριστοκρατική συνοικία της Αθήνας. Ξεκινά από την Πανεπιστημίου και φθάνει μέχρι το «Μαιευτήριο Έλενα». Αρχίζει και από τον Λυκαβηττό και κατηφορίζει μέχρι την Βασιλίσσης Σοφίας. Με τα Ανάκτορα, τη Βουλή, τα λαμπρά νεοκλασικά μέγαρα που φιλοξενούσαν την αριστοκρατία και τους νεόπλουτους της πόλης και τις πρεσβείες ολόγυρα, τι άλλο θα μπορούσε να ήταν παρά μια πολύ «καλή» και ακριβή συνοικία.
Όταν το Κολωνάκι δεν ήταν και τόσο αριστοκρατικό
Και όμως, στις σπάνιες φωτογραφήσεις της περιοχής πριν το 1900, βλέπουμε ένα έρημο, άνυδρο τοπίο, που έφτανε μέχρι το εκκλησάκι του Αϊ-Γιώργη. Το έλεγαν τότε «Κατσικάδα» και το νέμονταν Λιδωρικιώτες γαλατάδες που, μετά τη βοσκή, γύρναγαν τους πιο κοντινούς οικισμούς και άρμεγαν το γάλα «παρουσία του πελάτη». Η λεωφόρος Βασιλίσσης Σοφίας που πρότερα ονομαζόταν Λεωφόρος Κηφισίας, είχε τότε την ονομασία «Δρόμος του Μαραθώνος».
Το… κολωνάκι του Κολωνακίου!
Υπήρξαν ακόμη πιο παλιές εποχές, που την τουρκοκρατούμενη ταλαίπωρη πολίχνη θέριζαν κάθε λίγο και λιγάκι επιδημίες. Οι άκρως θρησκόληπτοι, τότε, Αθηναίοι έκαναν λιτανείες προς τον Ύψιστο. Για να εισακουσθούν δε ευμενέστερα, θυσίαζαν και κανένα μοσχαράκι. Ακολούθως «φύτευαν» και μια δίμετρη κολώνα σαν αναμνηστικό σύμβολο. Είχε γεμίσει η Αθήνα τέτοια κολωνάκια. Ένα τέτοιο βρέθηκε τότε και στον οικισμό που εξετάζουμε. Η ονομασία έμεινε! Αν ανηφορίζατε την Ηροδότου και φθάνατε στη «Δεξαμενή», θα συναντούσατετο κολωνάκι του Κολωνακίου αναστηλωμένο στην δεξιά κλίμακα. Σήμερα το έχουν στην ομώνυμη πλατεία.
Μιλώντας για την «Δεξαμενή» να πούμε ότι ήταν μέρος του Αδριάνειου Υδραγωγείου και μάζευε το νερό που ερχόταν από τους Αμπελοκήπους. Με υψόμετρο τα 165 μέτρα, αποτελούσε ιδανικό σημείο για την μετέπειτα διανομή του. Η συγκεκριμένη τοποθεσία είχε πράσινο και φυσικά, την ωραιότερη θέα.
Τα Κολωνακιώτικα κέντρα «κοινωνικής συνάθροισης»
Δεν άργησαν έτσι να ξεφυτρώσουν και τα πρώτα κέντρα «κοινωνικής συνάθροισης»: πρώτα ηπαράγκα του κυρ-Γιάννη και αργότερα η «Τέρψη». Το «καφενείο» του Κυρ-Γιάννη αναβαθμίστηκε σε διανοουμενίστικο στέκι, αφού εδώ έπιναν τον «ερατεινό» τους ο Παπαδιαμάντης, ο Βάρναλης, ο Σουρής, ο Καζαντζάκης, ο Κονδυλάκης και πολλοί άλλοι λόγιοι. Από τον Κώστα Βάρναλη έχουμε και μια μικρή περιγραφή της «Δεξαμενής»:
«Εκεί απάνου βρήκα μαζί με τα ψηλά δέντρα, τον καθαρόν αέρα, τον ήλιο και τη μακρινή θέα του Σαρωνικού, που με μεθούσε με τη γαληνάδα του και τ’ αστράμματά του, τον καλύτερον εαυτό μου…
»Η Δεξαμενή τότε, είχε όλη της τη φυσική ομορφιά. Δεν είχε μαρμάρινες σκάλες, δεν ήταν σφιγμένη σε… κορσέδες από πέτρινα ντουβάρια και σιδερένια κάγκελα. Χαιρότανε το ψήλος της και τη λευτεριά της μακριά από τη βέβηλη πολιτεία.
»Οι λεύκες της, ψηλές και ρωμαλέες, από τις ωραιότερες της Αθήνας, χαρίζανε το δροσερό τους ίσκιο στους ερημίτες της νεοελληνικής λογοτεχνίας και μια βρύση στη μέση έτρεχε αδιάκοπα μέρα και νύχτα και αχολογούσε φλύαρα και χαρούμενα σαν ένα πλήθος από πουλιά.
»Τις νύχτες του φθινοπώρου, όταν φυσούσε ο βοριάς και βογκούσανε οι λεύκες και τα πεσμένα φύλλα χορεύανε, ο αχός της βρύσης έπαιρνε τον πιο μελαγχολικό τόνο. Σχεδόν με τρόμαζε».
Η αριστοκρατική μεταμόρφωση του Κολωνακίου
Μετά το 1900 άρχισε το Κολωνάκι να μορφοποιείται. Ένας βασικός παράγων προόδου ήταν και η λειτουργία του μεγαλύτερου νοσοκομείου της πόλης, του «Ευαγγελισμού» (1884). Μετά το 1918 ξεκινούν στην Πατριάρχου Ιωακείμ να ανεγείρονται και οι πρώτες, πολυτελούς κατασκευής, πολυκατοικίες. Η πλατεία Φιλικής Εταιρείας (πλατεία Κολωνακίου) γέμισε παντοπωλεία, καφενεία, φούρνους, μανάβικα, ζαχαροπλαστεία, εμπορικά, ωραίες Ατθίδες, Δανδήδες και Λιμοκοντόρους.
Μονολογούμε έτσι κι εμείς μαζί με τον Γιώργο Μητσάκη και με έντονη φιλοσοφική διάθεση:
«Που σαι Σωκράτη, δάσκαλε, να δεις το Κολωνάκι,
Οι μαθητές σου σήμερα βαστούν … κομπολογάκι»
Όταν το Κολωνάκι δεν ήταν και τόσο αριστοκρατικό
Και όμως, στις σπάνιες φωτογραφήσεις της περιοχής πριν το 1900, βλέπουμε ένα έρημο, άνυδρο τοπίο, που έφτανε μέχρι το εκκλησάκι του Αϊ-Γιώργη. Το έλεγαν τότε «Κατσικάδα» και το νέμονταν Λιδωρικιώτες γαλατάδες που, μετά τη βοσκή, γύρναγαν τους πιο κοντινούς οικισμούς και άρμεγαν το γάλα «παρουσία του πελάτη». Η λεωφόρος Βασιλίσσης Σοφίας που πρότερα ονομαζόταν Λεωφόρος Κηφισίας, είχε τότε την ονομασία «Δρόμος του Μαραθώνος».
Το… κολωνάκι του Κολωνακίου!
Υπήρξαν ακόμη πιο παλιές εποχές, που την τουρκοκρατούμενη ταλαίπωρη πολίχνη θέριζαν κάθε λίγο και λιγάκι επιδημίες. Οι άκρως θρησκόληπτοι, τότε, Αθηναίοι έκαναν λιτανείες προς τον Ύψιστο. Για να εισακουσθούν δε ευμενέστερα, θυσίαζαν και κανένα μοσχαράκι. Ακολούθως «φύτευαν» και μια δίμετρη κολώνα σαν αναμνηστικό σύμβολο. Είχε γεμίσει η Αθήνα τέτοια κολωνάκια. Ένα τέτοιο βρέθηκε τότε και στον οικισμό που εξετάζουμε. Η ονομασία έμεινε! Αν ανηφορίζατε την Ηροδότου και φθάνατε στη «Δεξαμενή», θα συναντούσατετο κολωνάκι του Κολωνακίου αναστηλωμένο στην δεξιά κλίμακα. Σήμερα το έχουν στην ομώνυμη πλατεία.
Μιλώντας για την «Δεξαμενή» να πούμε ότι ήταν μέρος του Αδριάνειου Υδραγωγείου και μάζευε το νερό που ερχόταν από τους Αμπελοκήπους. Με υψόμετρο τα 165 μέτρα, αποτελούσε ιδανικό σημείο για την μετέπειτα διανομή του. Η συγκεκριμένη τοποθεσία είχε πράσινο και φυσικά, την ωραιότερη θέα.
Τα Κολωνακιώτικα κέντρα «κοινωνικής συνάθροισης»
Δεν άργησαν έτσι να ξεφυτρώσουν και τα πρώτα κέντρα «κοινωνικής συνάθροισης»: πρώτα ηπαράγκα του κυρ-Γιάννη και αργότερα η «Τέρψη». Το «καφενείο» του Κυρ-Γιάννη αναβαθμίστηκε σε διανοουμενίστικο στέκι, αφού εδώ έπιναν τον «ερατεινό» τους ο Παπαδιαμάντης, ο Βάρναλης, ο Σουρής, ο Καζαντζάκης, ο Κονδυλάκης και πολλοί άλλοι λόγιοι. Από τον Κώστα Βάρναλη έχουμε και μια μικρή περιγραφή της «Δεξαμενής»:
«Εκεί απάνου βρήκα μαζί με τα ψηλά δέντρα, τον καθαρόν αέρα, τον ήλιο και τη μακρινή θέα του Σαρωνικού, που με μεθούσε με τη γαληνάδα του και τ’ αστράμματά του, τον καλύτερον εαυτό μου…
»Η Δεξαμενή τότε, είχε όλη της τη φυσική ομορφιά. Δεν είχε μαρμάρινες σκάλες, δεν ήταν σφιγμένη σε… κορσέδες από πέτρινα ντουβάρια και σιδερένια κάγκελα. Χαιρότανε το ψήλος της και τη λευτεριά της μακριά από τη βέβηλη πολιτεία.
»Οι λεύκες της, ψηλές και ρωμαλέες, από τις ωραιότερες της Αθήνας, χαρίζανε το δροσερό τους ίσκιο στους ερημίτες της νεοελληνικής λογοτεχνίας και μια βρύση στη μέση έτρεχε αδιάκοπα μέρα και νύχτα και αχολογούσε φλύαρα και χαρούμενα σαν ένα πλήθος από πουλιά.
»Τις νύχτες του φθινοπώρου, όταν φυσούσε ο βοριάς και βογκούσανε οι λεύκες και τα πεσμένα φύλλα χορεύανε, ο αχός της βρύσης έπαιρνε τον πιο μελαγχολικό τόνο. Σχεδόν με τρόμαζε».
Η αριστοκρατική μεταμόρφωση του Κολωνακίου
Μετά το 1900 άρχισε το Κολωνάκι να μορφοποιείται. Ένας βασικός παράγων προόδου ήταν και η λειτουργία του μεγαλύτερου νοσοκομείου της πόλης, του «Ευαγγελισμού» (1884). Μετά το 1918 ξεκινούν στην Πατριάρχου Ιωακείμ να ανεγείρονται και οι πρώτες, πολυτελούς κατασκευής, πολυκατοικίες. Η πλατεία Φιλικής Εταιρείας (πλατεία Κολωνακίου) γέμισε παντοπωλεία, καφενεία, φούρνους, μανάβικα, ζαχαροπλαστεία, εμπορικά, ωραίες Ατθίδες, Δανδήδες και Λιμοκοντόρους.
Μονολογούμε έτσι κι εμείς μαζί με τον Γιώργο Μητσάκη και με έντονη φιλοσοφική διάθεση:
«Που σαι Σωκράτη, δάσκαλε, να δεις το Κολωνάκι,
Οι μαθητές σου σήμερα βαστούν … κομπολογάκι»
Είμαστε πια στο 1930. «Ο κόσμος άλλαξε, αλλάξαν κι’ οι καιροί», όπως λέει και το τραγούδι. Στη «Δεξαμενή» δεσπόζει πλέον το κοσμικό κέντρο «Παράδεισος» ενώ το αεράκι, οι λεύκες και η ωραία θέα προς την πόλη, την Ακρόπολη και τον Σαρωνικό είναι τα μόνα που έμειναν αναλλοίωτα. Με το δημοσιογράφο «Σύλβιο» της «Αμάλθειας», της Σμυρνιώτικης εφημερίδας που έφτασε κι αυτή παρέα με τους άλλους πρόσφυγες, επιχειρούμε μια επίσκεψη στον νέο ντάνσιγκ της «Δεξαμενής».
Ευκαιρία να μελετήσει κανείς τη νέα καθημερινότητα, τις νέες αντιλήψεις περί διασκέδασης και προπάντων, τους πρωτόγνωρους ανθρώπινους χαρακτήρες:
«Μίαν ευγενικήν πρόσκλησιν δια τα εγκαίνια του «Παραδείσου», ευρήκα επάνω στο γραφείο μου. Μια πρόσκλησις δια τον Παράδεισον δεν είναι σύνηθες πράγμα. Πρέπει να την αγοράσης ή με αγαθοεργία ή με κανένα εισιτήριο εκ μέρους του Πάπα. Στην προκειμένη περίστασιν ο «Παράδεισος» ήτανε κέντρον κοσμικόν, ντάνσιγκ της Δεξαμενής ώστε δεν εχρειάζοντο και τόσαι δυσκολίαι δια την είσοδον.
»Εφοδιασμένοι με το προσκλητήριον εξεκινήσαμεν μ’ένα καλόν μου φίλον, πεζή δια τον «Παράδεισον». Και στον Παράδεισον κανείς χωρίς συντροφία δεν μπορεί να κάνη. Δια της οδού Λυκαβηττού εφθάσαμεν στα υψώματα της οδού Αναγνωστοπούλου και σε λίγο ευρισκόμεθα προ της πύλης του «Παραδείσου».
»Κανένας Άγιος Πέτρος δεν κρατούσε τα κλειδιά. Η είσοδος ήταν ελευθέρα. Μόλις εισερχόμεθα ηκούσαμεν ψαλμωδίας, όχι δυστυχώς αγγέλων υμνούντων τον Κύριον, αλλά κάποιου ιερέως τελούντος τον αγιασμόν του καταστήματος.
»Θαυμάσιος άνθρωπος ο Διευθυντής του «Παραδείσου». Πριν αρχίση την εργασίαν, προσφέρει σπονδάς εις τους εφεστίους θεούς και κεράσματα εις τους ανεστίους πολίτας, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγομαι.
»Από την ωραίαν ταράτσα του κέντρου, βλέπει κανείς το πανόραμα της Αθήνας ξαπλωμένης μέσα στη σκόνη. Εδώ επάνω αναπνέεις λίγο πεύκο, λίγο θυμάρι, κάποια δροσιά. Η Ακρόπολη φαίνεται μέσα στα κόκκινα σύννεφα της Δύσεως, σαν λευκόν όνειρον. Εδώ ο Υμηττός μενεξεδένιος, εκεί η γλαυκή γραμμή του Σαρωνικού, η Πάρνης δεξιά και από πάνω σαν πελώρια τούρτα ο Λυκαβηττός με το λευκό εκκλησάκι του. Από μακρυά ακούεται το μουρμούρισμα των νερών της Δεξαμενής και μέσα στο σαλόνι του «Παραδείσου», ευθύς μετά τον αγιασμόν, η μουσική του τζαζ-μπαντ αρχίζει το στερεότυπο φοξ-τροτ.
»Η διακόσμησις της αιθούσης, θαυμασία, κομψή, νεωτερίζουσα, με χρωματιστά αμπαζούρ, με λεπτά κοσμήματα, με τοιχογραφίες αρ-νουβώ, με μικρά αναπαυτικά σεπαρέ, παραπετάσματα, βάζα, άνθη. Ένα μικρό σαλονάκι ανατολίτικο στο βάθος με διβάνια τριγύρω, χαμηλά τραπεζάκια, πολύχρωμα μαξιλαράκια, φωτισμένα με κόκκινα λαμπιόνια στους τοίχους, περίφημα τζάμια της Πόλης σε μικρές ακουαρέλλες. Με τι γούστο όλα τριγύρω.
»Μια χαριτωμένη σουμπρέτα και όλα τα γκαρσόνια καλοβαλμένα σερβίρουν το τσάι. Ο Διευθυντής με κομψό σμόκιν περιποιείται τον κόσμον, προσφέρων γλυκά, σάντουιτς, μπύρα, λεμονάδας και όλα τζάμπα. Μα είναι σωστός Παράδεισος εδώ μέσα.
»Τα κορίτσια αρχίζουν να κινούνται. Ο χορός ζωηρεύει. Οι νέοι διεκδικούν τους χορούς μιας όμορφης Σμυρνιάς. Αχ! αυτές οι Σμυρνιές. Πανταχού παρούσαι.
»Σ’ένα τραπέζι αρχίζουν αι προπόσεις:
-Εις υγείαν των αγγέλων του Παραδείσου.
-Εις υγείαν του Κυρίου… Αντουάν.
-Εγώ πίνω υπέρ του «Παραδείσου» της Δεξαμενής.
-Εγώ υπέρ της Δεξαμενής του «Παραδείσου» που βγάζει τέτοια μπύρα!
»Η ζωηρότης εξηκολούθησε χωρίς να παρουσιασθή κανένας απηγορευμένος καρπός να φέρη σκάνδαλα στον Παράδεισο.
»Φεύγοντας ησθάνθηκα την υποχρέωσιν να ευχαριστήσω και να συγχαρώ τον Διευθυντή.
-Είσθε ξένος; τον ηρώτησα.
-Κωνσταντινοπολίτης.
»Ήμουν βέβαιος. Λίγη καινοτομία και πρόοδος πάντοτε απ’έξω μας έρχεται».
Από τον «Παράδεισο» της Δεξαμενής κατευθείαν στην κόλαση!
Πανέξυπνος ο δημοσιογράφος, κατάλαβε ότι πραγματική εικόνα δεν παίρνει κανείς στα εγκαίνια, με παπάδες και τραταρίσματα! Επανήλθε λοιπόν μετά από μερικές ημέρες…
«Μέσα στην μυρωμένην ατμόσφαιραν του «Παραδείσου» της Δεξαμενής, ο φοξτρότειος άνεμος εκινούσε τα φύλα ρυθμικά και έκανε τους διάφορους καρπούς –απηγορευμένους και μη- δελεαστικότερους.
»Η Εύα-αρτίστα καθισμένη στο σεπαρέ και περιστοιχούμενη από τέσσερας Αντάμηδες, επεδείκνυε με περηφάνεια όχι την γυμνήν χάριν της, αλλά την ντυμένην γυμνότητά της: μία ρόμπα-υποκάμισο χωρίς μανίκια, ένα καπελλάκι για τ’αδιάκριτα… μάτια της και μία καπ για τα ντεκολτέ της.
»Ο δημοσιογράφος ψάρευε συγκινήσεις. Με την φαντασίαν του γινότανε φίδι για να τυλιχθή γύρω στο μπράτσο της Εύας, και ξαφνικά χανότανε μέσα στους ήχους της μουσικής και στον καπνό του τσιγάρου.
»Μονομαχία εγίνετο μεταξύ δύο νεαρών χορευτών.
-Το φοξ-τροτ μαζύ μου!
-Το ταγκό μ’εμένανε.
-Ένα ουάν-στεπ;
-Θα βαλσάρωμε μαζύ;
»Η γυναίκα-Εύα επιδαψίλευε τας περιποιήσεις της και στους δύο, μα καθένας χωριστά ζητούσεν αποκλειστικότητα, μονοπώλιο.
»Ο δημοσιογράφος ρωτά μία στιγμή:
-Ποιος από τους δύο;
»Εκείνη διπλωμάτις του ξεφεύγει.
-Δεν λέω ποτέ την γνώμη μου για κανένα.
»Και όμως χορεύει και με τους δύο, γελά και με τους δύο, διασκεδάζει με τους δύο, γλυκοκοιτά και τους δύο, αστειεύεται και με τους δύο.
-Επέρασα θαυμάσια σήμερα κοντά σας, λέγει ο ένας.
-Αυτό μ’ευχαριστεί. Θαυμάσια όσο και την περασμένη φορά;
-Όχι, πολύ καλύτερα. Και φαντάζομαι πως την ερχομένη θάναι ακόμη πιο καλά.
»Ιδού μια έμμεσος πρότασις για νέα συνάντηση.
-Ναι την ερχομένη, ακριβώς, λέγει εκείνη.
»Ο άλλος-χορεύοντας:
-Πότε θα σας ξαναδούμε;
-Μα όταν θέλετε. Να σχεδιάσουμε κάτι.
»Το μήλο πλησιάζει μόνο κάτω από την μύτη τους. Αισθάνονται την μυρωδιά, μα δεν δοκιμάζουν την γεύσι.
»Ξαφνικά δείχνεται θερμότερη στον ένα, τον φορτώνει με κοπλιμέντα, μιλά γι’αυτόν μπροστά σ’όλους, τον τρώει με τα μάτια, τον ρωτά μ’ενδιαφέρον για διάφορα ζητήματά του και ξεχνιέται στην κουβέντα του.
»Ο άλλος πεισμώνει, κακιώνει.
»Ο δημοσιογράφος επεμβαίνη πάλι. Της λέγει σιγά:
-Επηρεάσθηκες;
»Εκείνη ξεσπά σε γέλοιο.
-Επέσατε όλοι στην παγίδα! Το έκανα για να ζηλέψη ο άλλος, ο οποίος μ’ενδιαφέρει περισσότερο.
»Και φεύγει με γέλοια και χαιρετά όλους, και αφίνει να συνοδευθή λίγο από τον πρώτον για να πειράξη τον δεύτερον...
»Την ίδια βραδυά κάθεται σ’ένα θεωρείο του θεάτρου μ’ένα τρίτο γερο-χρηματιστή.
»Τα μήλα του Παραδείσου αγοράζονται σήμερα και ακολουθούν τον υψωμό της Αγγλικής λίρας. Είνε πράγματι απηγορευμένοι καρποί για τους περισσοτέρους».