Γυρίσματα κάτω από αντίξοες συνθήκες, πολιτικές διώξεις, λογοκρισία...
ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: 05/06/2011 ΤΟ ΒΗΜΑ
«Αυτή η ταινία δεν με αφορά, δεν με αντιπροσωπεύει.
Για μένα τελείωσε στη λογοκρισία της». Είναι σχεδόν τραγική ειρωνεία που ο σκηνοθέτης και πρωταγωνιστής μιας ταινίας τόσο σημαντικής για την Ιστορία της χώρας μας όσο η «Συνοικία το Ονειρο» (1961) αναφερόταν σε αυτήν πάντοτε με λύπη. Ο Αλέκος Αλεξανδράκης δεν ξέφυγε ποτέ από τη μαύρη σκιά της «σφαγής» που ακολούθησε τη δημιουργία της δεύτερης και τελευταίας ταινίας που σκηνοθέτησε. Μιας ταινίας που εφέτος κλείνει μισό αιώνα από τη δημιουργία της και επαναπροβάλλεται αποκλειστικά στον Ζέφυρο.
Σε μια εποχή όπου η Ακροδεξιά έκανε πάρτι στην Ελλάδα, η «Συνοικία το Ονειρο» λογοκρίθηκε έχοντας προκαλέσει θύελλα αντιδράσεων επειδή « δυσφημούσε την εικόνα της ευημερούσας Ελλάδας ». Τι ήταν όμως αυτό που είχε προκαλέσει το μένος του κράτους και των αρχών; Ηταν η «ενοχλητική» εικόνα μιας φτωχογειτονιάς της Αθήνας, του Ασύρματου. Μιας παραγκούπολης ανάμεσα στον λόφο του Φιλοπάππου και τα Ανω Πετράλωνα. Το κέντρο του κόσμου για τους κατοίκους της, οι οποίοι με κάθε τρόπο προσπαθούν να ξεφύγουν από τη φτώχεια και την ανέχεια, χωρίς ωστόσο να χάσουν την αξιοπρέπειά τους.
Ανάμεσά τους ο Ρίκος (Αλεξανδράκης), πρώην κατάδικος, νυν μικροκομπιναδόρος, αλλά με καλή καρδιά. Η αγαπημένη του Στεφανία ( Αλίκη Γεωργούλη ), που φλερτάρει με πλούσιους και με την ιδέα να ξεφύγει μια και καλή από τη φτωχογειτονιά. Ο ασκητικός «Νεκροθάφτης» ( Μάνος Κατράκης ), που σέρνεται ενώ προσπαθεί να επιβιώσει σε ένα περιβάλλον εφιαλτικό, όπου ακούς μωρά να κλαίνε και επιθετικές γυναίκες να φωνάζουν. Μια τουαλέτα και ένα τηλέφωνο υπάρχουν για ολόκληρη την περιοχή. Νερό, στου διαόλου τη μάνα... Ο ιταλικός νεορεαλισμός του Ντε Σίκα και του Ροσελίνι ενσωματωμένος στην ελληνική πραγματικότητα της αυγής της δεκαετίας του ΄60.
«Μας έφεραν κοντά,πάνω απ΄ όλα, τα κοινά ιδανικά μας,οι κοινοί στόχοι, η πίστη του ενός στον άλλον και πρωταρχικά η συναίσθηση πως έχουμε όλοι μας την υποχρέωση να προσφέρουμε κάτι ουσιαστικό στην ελληνική κινηματογραφία ξεκόβοντας πια από τις ανούσιες υπηρεσίες που της προσφέραμε οι περισσότεροί μας από πολλά χρόνια» αναφέρει η Αλίκη Γεωργούλη σε κείμενό της δημοσιευμένο στο περιοδικό «Επιθεώρηση Τέχνης» της εποχής (1961).
Καθώς οι βασικές προϋποθέσεις για τη δημιουργία μιας ταινίας δεν έπαψαν ποτέ να είναι το κεφάλαιο, το θέμα και το έμψυχο υλικό, οι σεναριογράφοι Κώστας Κοτζιάς και Τάσος Λειβαδίτης άφησαν για τέσσερις μήνες κάθε άλλη δουλειά τους, ο Αλεξανδράκης σταμάτησε τις ως τότε επικερδείς κινηματογραφικές εμφανίσεις του, ο Τάσος Ζωγράφοςάρχισε να προετοιμάζει τα ντεκόρ. Οσο για τη Γεωργούλη, παράλληλα με τους ρόλους της πρωταγωνίστριας και της διευθύντριας παραγωγής, ανέλαβε και καθήκοντα φροντιστή. «Είχα βγάλει έναν κατάλογο από πάρα πολλά μεταχειρισμένα και φθαρμένα ρούχα, σκεύη και έπιπλα που ήταν αδύνατον να βρεθούν αλλού εκτός από τα ίδια τα σπίτια τουσυνοικισμού » έγραφε η ηθοποιός στην «Ε.Τ.». « Η ποδιά με τα 100 μπαλώματα πάνω στα 100 άλλα μπαλώματα που φορά η Σαπφώ Νοταρά αποτελούσε το αναγκαίο υλικό για να δοθεί ο επιζητούμενος ρεαλισμός ».
Σε συνέντευξή του στα «Νέα» ο Αλέκος Αλεξανδράκης είχε πει ότι χάρη στην προσωπική παρέμβαση της Ελένης Βλάχου στον Κωνσταντίνο Καραμανλή η ταινία μπόρεσε τελικά να παιχτεί, έστω και πετσοκομμένη. Οσο για τις σκηνές που κόπηκαν, κάηκαν στην πυρά! Και πάλι όμως, η πρώτη προβολή του «Συνοικία το Ονειρο» έγινε μέσα σε επεισόδια, καθώς η αστυνομία αποπειράθηκε να εμποδίσει την είσοδο του κοινού στον κινηματογράφο και η παρακολούθησή της ουσιαστικά κατέληξε να είναι πράξη αντίστασης.
« Τι πράγματα είναι αυτά που δείχνετε;» είχε ρωτήσει τον Αλέκο Αλεξανδράκη αστυνομικός διευθυντής που σταμάτησε την προβολή της ταινίας. «Στην Ελλάδα δεν υπάρχουν πεινασμένοι ούτε τρελοί που να κυκλοφορούν ελεύθεροι.Κάνετε κομμουνιστικήπροπαγάνδα ». Επίσης η «Συνοικία» δεν προβλήθηκε σε επαρχιακές πόλεις- ειδικά στις «εθνικά ευαίσθητες περιοχές» εκδόθηκε αυστηρή διαταγή απαγόρευσης.
Σε εμένα προσωπικά ο Αλεξανδράκης είχε αναφερθεί λέγοντας απλώς ότι «έγινε με πολλούς αγώνες,με πολλά κυνηγητά και τελικά με πολλά χρέη». Οντως, η «Συνοικία το Ονειρο», μετά την προβολή της στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και παρά την εύνοια της κριτικής, κατέληξε σε τρομερή αποτυχία. Κατά ένα μέρος συνέβαλε και αυτό στον θρύλο που δημιουργήθηκε γύρω της, θρύλος ο οποίος διατηρείται ακόμη και σήμερα αλώβητος.
Εκτός όμως από το ίδιο το θέμα της ταινίας, εκτός από το κυνηγητό που της ασκήθηκε από τη Δεξιά, για τη μυθοποίηση της «Συνοικίας» έπαιξαν ρόλο και άλλα πράγματα. Το τραγούδι που ερμήνευε ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, το «Βρέχει στη φτωχογειτονιά» σε στίχους του ποιητή Τάσου Λειβαδίτη και μουσική Μίκη Θεοδωράκη, έγινε «ύμνος» της φτωχολογιάς και αποτελεί μια από τις σημαντικότερες στιγμές στην ιστορία του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού. Τέλος, υπήρξε και το μυστηριώδες παρασκήνιο γύρω από τον Αλεξανδράκη και τη Γεωργούλη: το φιλμ σήμανε την οικονομική καταστροφή τους αλλά και το τέλος της σχέσης τους. Από τότε, μόνο δυσάρεστες θα ήταν οι αναμνήσεις και των δύο για τη «Συνοικία το Ονειρο».
Και νομίζω ότι αυτό ήταν που τους διέλυσε».
Για μένα τελείωσε στη λογοκρισία της». Είναι σχεδόν τραγική ειρωνεία που ο σκηνοθέτης και πρωταγωνιστής μιας ταινίας τόσο σημαντικής για την Ιστορία της χώρας μας όσο η «Συνοικία το Ονειρο» (1961) αναφερόταν σε αυτήν πάντοτε με λύπη. Ο Αλέκος Αλεξανδράκης δεν ξέφυγε ποτέ από τη μαύρη σκιά της «σφαγής» που ακολούθησε τη δημιουργία της δεύτερης και τελευταίας ταινίας που σκηνοθέτησε. Μιας ταινίας που εφέτος κλείνει μισό αιώνα από τη δημιουργία της και επαναπροβάλλεται αποκλειστικά στον Ζέφυρο.
Σε μια εποχή όπου η Ακροδεξιά έκανε πάρτι στην Ελλάδα, η «Συνοικία το Ονειρο» λογοκρίθηκε έχοντας προκαλέσει θύελλα αντιδράσεων επειδή « δυσφημούσε την εικόνα της ευημερούσας Ελλάδας ». Τι ήταν όμως αυτό που είχε προκαλέσει το μένος του κράτους και των αρχών; Ηταν η «ενοχλητική» εικόνα μιας φτωχογειτονιάς της Αθήνας, του Ασύρματου. Μιας παραγκούπολης ανάμεσα στον λόφο του Φιλοπάππου και τα Ανω Πετράλωνα. Το κέντρο του κόσμου για τους κατοίκους της, οι οποίοι με κάθε τρόπο προσπαθούν να ξεφύγουν από τη φτώχεια και την ανέχεια, χωρίς ωστόσο να χάσουν την αξιοπρέπειά τους.
Ανάμεσά τους ο Ρίκος (Αλεξανδράκης), πρώην κατάδικος, νυν μικροκομπιναδόρος, αλλά με καλή καρδιά. Η αγαπημένη του Στεφανία ( Αλίκη Γεωργούλη ), που φλερτάρει με πλούσιους και με την ιδέα να ξεφύγει μια και καλή από τη φτωχογειτονιά. Ο ασκητικός «Νεκροθάφτης» ( Μάνος Κατράκης ), που σέρνεται ενώ προσπαθεί να επιβιώσει σε ένα περιβάλλον εφιαλτικό, όπου ακούς μωρά να κλαίνε και επιθετικές γυναίκες να φωνάζουν. Μια τουαλέτα και ένα τηλέφωνο υπάρχουν για ολόκληρη την περιοχή. Νερό, στου διαόλου τη μάνα... Ο ιταλικός νεορεαλισμός του Ντε Σίκα και του Ροσελίνι ενσωματωμένος στην ελληνική πραγματικότητα της αυγής της δεκαετίας του ΄60.
Αναζητώντας τον Ασύρματο
Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, ο Αλέκος Αλεξανδράκης και η τότε σύντροφός του Αλίκη Γεωργούλη αναζητούσαν μια φτωχή περιοχή για τα γυρίσματα της ταινίας τους. Δεν γνώριζαν τον Ασύρματο, μια συνοικία που ονομαζόταν έτσι επειδή εκεί ήταν τοποθετημένος ο ασύρματος των Γερμανών επί Κατοχής. Κάποιος είπε στον Αλεξανδράκη να δει την περιοχή. Το έκανε και είδε στις παράγκες, τις φτιαγμένες από κωνσταντινουπολίτες πρόσφυγες, το ιδανικό σκηνικό του. Θα μπορούσες να πεις ότι βρήκε το ντεκόρ της ταινίας... στο πιάτο. Το ίδιο συνέβη και με τους κομπάρσους. Οι ίδιοι οι ντόπιοι κάτοικοι της περιοχής, αυτοί που διέμεναν στις παράγκες, έπαιξαν στη «Συνοικία».«Μας έφεραν κοντά,πάνω απ΄ όλα, τα κοινά ιδανικά μας,οι κοινοί στόχοι, η πίστη του ενός στον άλλον και πρωταρχικά η συναίσθηση πως έχουμε όλοι μας την υποχρέωση να προσφέρουμε κάτι ουσιαστικό στην ελληνική κινηματογραφία ξεκόβοντας πια από τις ανούσιες υπηρεσίες που της προσφέραμε οι περισσότεροί μας από πολλά χρόνια» αναφέρει η Αλίκη Γεωργούλη σε κείμενό της δημοσιευμένο στο περιοδικό «Επιθεώρηση Τέχνης» της εποχής (1961).
Καθώς οι βασικές προϋποθέσεις για τη δημιουργία μιας ταινίας δεν έπαψαν ποτέ να είναι το κεφάλαιο, το θέμα και το έμψυχο υλικό, οι σεναριογράφοι Κώστας Κοτζιάς και Τάσος Λειβαδίτης άφησαν για τέσσερις μήνες κάθε άλλη δουλειά τους, ο Αλεξανδράκης σταμάτησε τις ως τότε επικερδείς κινηματογραφικές εμφανίσεις του, ο Τάσος Ζωγράφοςάρχισε να προετοιμάζει τα ντεκόρ. Οσο για τη Γεωργούλη, παράλληλα με τους ρόλους της πρωταγωνίστριας και της διευθύντριας παραγωγής, ανέλαβε και καθήκοντα φροντιστή. «Είχα βγάλει έναν κατάλογο από πάρα πολλά μεταχειρισμένα και φθαρμένα ρούχα, σκεύη και έπιπλα που ήταν αδύνατον να βρεθούν αλλού εκτός από τα ίδια τα σπίτια τουσυνοικισμού » έγραφε η ηθοποιός στην «Ε.Τ.». « Η ποδιά με τα 100 μπαλώματα πάνω στα 100 άλλα μπαλώματα που φορά η Σαπφώ Νοταρά αποτελούσε το αναγκαίο υλικό για να δοθεί ο επιζητούμενος ρεαλισμός ».
Η απογοήτευση και ο θρύλος
Τα όσα συνέβησαν μετά τα γυρίσματα άνοιξαν μια πληγή που δεν θε ραπεύτηκε ποτέ- απόδειξη τα λεγόμενα του ίδιου του Αλέκου Αλεξανδράκη όποτε τον ρωτούσαν για την ταινία. Τις φράσεις στην εισαγωγή αυτού του κειμένου τις είχε πει στον δημοσιογράφοΧρήστο Βασιλόπουλο με αφορμή τη μονογραφία του για τον ηθοποιό στην τηλεοπτική εκπομπή «Η μηχανή του χρόνου». Το φιλμ προβλήθηκε κατακρεουργημένο- και προφανώς ποτέ δεν τον εξέφρασε πλήρως.Σε συνέντευξή του στα «Νέα» ο Αλέκος Αλεξανδράκης είχε πει ότι χάρη στην προσωπική παρέμβαση της Ελένης Βλάχου στον Κωνσταντίνο Καραμανλή η ταινία μπόρεσε τελικά να παιχτεί, έστω και πετσοκομμένη. Οσο για τις σκηνές που κόπηκαν, κάηκαν στην πυρά! Και πάλι όμως, η πρώτη προβολή του «Συνοικία το Ονειρο» έγινε μέσα σε επεισόδια, καθώς η αστυνομία αποπειράθηκε να εμποδίσει την είσοδο του κοινού στον κινηματογράφο και η παρακολούθησή της ουσιαστικά κατέληξε να είναι πράξη αντίστασης.
« Τι πράγματα είναι αυτά που δείχνετε;» είχε ρωτήσει τον Αλέκο Αλεξανδράκη αστυνομικός διευθυντής που σταμάτησε την προβολή της ταινίας. «Στην Ελλάδα δεν υπάρχουν πεινασμένοι ούτε τρελοί που να κυκλοφορούν ελεύθεροι.Κάνετε κομμουνιστικήπροπαγάνδα ». Επίσης η «Συνοικία» δεν προβλήθηκε σε επαρχιακές πόλεις- ειδικά στις «εθνικά ευαίσθητες περιοχές» εκδόθηκε αυστηρή διαταγή απαγόρευσης.
Σε εμένα προσωπικά ο Αλεξανδράκης είχε αναφερθεί λέγοντας απλώς ότι «έγινε με πολλούς αγώνες,με πολλά κυνηγητά και τελικά με πολλά χρέη». Οντως, η «Συνοικία το Ονειρο», μετά την προβολή της στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και παρά την εύνοια της κριτικής, κατέληξε σε τρομερή αποτυχία. Κατά ένα μέρος συνέβαλε και αυτό στον θρύλο που δημιουργήθηκε γύρω της, θρύλος ο οποίος διατηρείται ακόμη και σήμερα αλώβητος.
Εκτός όμως από το ίδιο το θέμα της ταινίας, εκτός από το κυνηγητό που της ασκήθηκε από τη Δεξιά, για τη μυθοποίηση της «Συνοικίας» έπαιξαν ρόλο και άλλα πράγματα. Το τραγούδι που ερμήνευε ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, το «Βρέχει στη φτωχογειτονιά» σε στίχους του ποιητή Τάσου Λειβαδίτη και μουσική Μίκη Θεοδωράκη, έγινε «ύμνος» της φτωχολογιάς και αποτελεί μια από τις σημαντικότερες στιγμές στην ιστορία του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού. Τέλος, υπήρξε και το μυστηριώδες παρασκήνιο γύρω από τον Αλεξανδράκη και τη Γεωργούλη: το φιλμ σήμανε την οικονομική καταστροφή τους αλλά και το τέλος της σχέσης τους. Από τότε, μόνο δυσάρεστες θα ήταν οι αναμνήσεις και των δύο για τη «Συνοικία το Ονειρο».
ΔΥΟ ΝΤΟΠΙΟΙ,ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΤΩΝ ΓΥΡΙΣΜΑΤΩΝ,ΘΥΜΟΥΝΤΑΙ
Η Φωτεινή του μπίλι-μπομ
Γέννημα θρέμμα των Ανω Πετραλώνων και ένας από τους πιο ηλικιωμένους σήμερα κατοίκους της περιοχής,ο κ.Παναγιώτηςθυμάται πολύ καλά τα γυρίσματα της ταινίας στο τέρμα της οδού Υπερίωνος: «Ακριβώς δίπλα στα σκαλάκια που οδηγούσαν στο βουνό βρισκόταν το σπίτι του αδελφού μου.Στο αριστερό σου χέρι βρισκόταν ο συνοικισμός,που ήταν το φόντο της ταινίας.Πολλοί κάτοικοι της περιοχής βοήθησαν στα γυρίσματα παραχωρώντας τα σπίτια τους.Ο πατέρας της Φωτεινής που τραγουδάει στο μαγαζί του Βασίλη το “Βρέχει στη φτωχογειτονιά” πουλούσε μαστίχα μπίλι-μπίλι-μπομ.Τη λέγαμε “η Φωτεινή,του μπίλι-μπομ η κόρη”».«Σεισμός» για τον Γρηγόρη
Παιδάκι δώδεκα χρόνων την εποχή της ταινίας,ο κ.Μανώλης δεν θα ξεχάσει ποτέ την εμπειρία της σκηνής στο νυχτερινό κέντρο,τότε που όλη η γειτονιά της πλατείας Μερκούρη βρέθηκε στο πόδι για να παρακολουθήσει τα γυρίσματα.Η άφιξη του Γρηγόρη Μπιθικώτση βρήκε τον Μανώλη στην απέναντι μονοκατοικία της ταβέρνας στην Καλλισθένους,όπου μαζί με την παρέα του είχε κατασκηνώσει στην ταράτσα προσπαθώντας να διακρίνει μέσα από τις γρίλιες τι διαδραματιζόταν μέσα.Ο κ.Μανώλης θυμάται σαν να ήταν χθες τη φωνή τρόμου της γιαγιάς του,η οποία φοβόταν ότι από την πολυκοσμία «θα κατέβαινε το ταβάνι».Ο «Βασίλης» της «Φτωχογειτονιάς»
Η ταβέρνα όπου έγιναν τα γυρίσματα της σκηνής του Γρηγόρη Μπιθικώτση (επάνω), με τον Αλέκο Αλεξανδράκη να χορεύει χασαποσέρβικο φωνάζοντας «άτιμε ντουνιά!»,υπάρχει ως σήμερα, αλλά με διαφορετική ονομασία. Λέγεται «Της κακομοίρας» (δεξιά), ενώ κατά την περίοδο εποχή των γυρισμάτων της «Συνοικίας» ήταν απλώς «Ο Βασίλης», από το όνομα του πρώην ποδοσφαιριστή κ. Βασίλη Δεδιώτη ο οποίος είχε τη διαχείρισή της. Τα χρώματα στην αφήγηση του κ. Δεδιώτη είναι πολύ έντονα καθώς θυμάται τον Αλέκο και την Αλίκη, «τα καλύτερα παιδιά στον κόσμο», να ξενυχτούν στο μαγαζί του, που ήταν ένα από τα στέκια της παραγωγής. «Το συνεργείο έπαιζε κουμ-καν και η ατμόσφαιρα ήταν πάντα χαρωπή» θυμάται ο κ. Δεδιώτης για τον «Βασίλη»- τη δημοφιλέστατη ταβέρνα για γυρίσματα ταινιών εκείνης της εποχής, με τον ίδιο τον εστιάτορα να εμφανίζεται σε ρόλους κομπάρσων.Η ΑΡΙΣΤΕΡΗ ΑΛΙΚΗ ΓΕΩΡΓΟΥΛΗ
«Ο Αλέκος Αλεξανδράκης δεν μιλούσε ποτέ για τη Γεωργούλη, όπως και η Γεωργούλη δεν μιλούσε ποτέ για τον Αλεξανδράκη» λέει ο φωτογράφος κ.Γιώργος Καλφομανώλης (κάτω δεξιά,στην είσοδο του κινηματογράφου Ζέφυρος), γιoς της Αλίκης Γεωργούλη (επάνω δεξιά,όπως εμφανιζόταν στη «Συνοικία το Ονειρο») από τον δεύτερο γάμο της και σήμερα κάτοχος των δικαιωμάτων της ταινίας.«Αυτό που ξέρω είναι ότι η μητέρα μου και ο Αλεξανδράκης δεν είχαν παρτίδες μετά τον χωρισμό τους». Μάλιστα,στις δυο-τρεις φορές που ο Καλφομανώλης έτυχε να φωτογραφίσει τον Αλεξανδράκη,όποτε του είχε αναφέρει ότι είναι γιος της Γεωργούλη,η αντίδραση του ηθοποιού «δεν ήταν ενθουσιώδης.Νομίζω ότι είχαν μια πολύ μεγάλη διαμάχη ως προς το θέμα της παραγωγής της ταινίας»λέει.«Διότι ο Αλεξανδράκης ως σκηνοθέτης ήθελε να εμφανίζεται και ως παραγωγός, ενώ στην ουσία αυτή η δουλειά έγινε από τη Γεωργούλη.Η αριστερή που έβαλε τον Αλεξανδράκη σε αυτή την υπόθεση ήταν η μητέρα μου.Εκείνη είχε τις γνωριμίες με τον Κατράκη και τον Θεοδωράκη.Και νομίζω ότι αυτό ήταν που τους διέλυσε».