Οι άνθρωποι πρίζονται. Πεθαίνουν στους δρόμους.
Οι Γερμανοί αφαιρούν το παν. Τα τρόφιμα έχουν φτάσει σε δυσθεώρητα ύψη. Το θέαμα ανθρώπων αναίσθητων από την πείνα στα πεζοδρόμια της Λεωφόρου Πανεπιστημίου είναι κάθε μέρα συχνότερο. [...]
Στο σταθμό μια γυναίκα πέφτει μπροστά μου σαν κεραυνόπληχτη. Την σηκώνουν, μαζεύεται κόσμος και της δίνει λεφτά.
Τι να τα κάνει;
(Ασημ. Πανσέληνος, Φύλλα Ημερολογίου (1941-1943), Αθήνα, Κέδρος, 1993,
σ. 118-119)
Μεγάλες θλιβερές ουρές Τ' αγοράζεις με μια χρυσή λίρα."
(Γιώργος Καράγιωργας, Οι τραγουδιστάδες της Λευτεριάς, αναφορά στο: Χατζηπατέρα-Φαφαλιού, Μαρτυρίες 40-44, β' έκδοση, Αθήνα, Κέδρος, 1993,
σ. 328)
ΠεινώΚατοχή. Στις γωνιές των δρόμων οι ντενεκέδες με τα σκουπίδια περιμένουν όχι το αυτοκίνητο ή μάλλον το κάρο να τους αδειάσει. Περιμένουν τους πεινασμένους ανθρώπους να ψάξουν μέσα να βρουν κάτι φαγώσιμο: λεμονόκουπα, φύλλα κρεμμυδιού...
[...]
Τα μπακάλικα άδεια. Το μόνο που βρίσκαμε ήταν μουστάρδα.
[...]
Τα μπακάλικα άδεια. Το μόνο που βρίσκαμε ήταν μουστάρδα.
Ο κυρ Βαγγέλης -ο παντοπώλης μας- διερωτάται πώς αγοράζουμε όλο μουστάρδα... Μια μέρα του έλυσα την απορία αυτή:
"Σπουδαίο φαγητό" του λέω...
Η λέξη "πεινώ" αντηχούσε συνεχώς στ' αυτιά μας. Παιδιά γύριζαν σκελετωμένα, ωχρά, σύρριζα στο πεζοδρόμιο και φώναζαν "πεινώ" για να τ' ακούσουν
οι ένοικοι των ισογείων σπιτιών να συγκινηθούν και να τους δώσουν κάτι,
αν είχαν.
[...]
Κάποτε μας έδιναν με δελτίο λίγο ψωμί οι φούρνοι. Ήταν από σκουπόσπορο.
[...]
Κάποτε μας έδιναν με δελτίο λίγο ψωμί οι φούρνοι. Ήταν από σκουπόσπορο.
Αν το κρατούσες στα χέρια να πας στο σπίτι, κάποιος σου τ' αρπούσε χωρίς ντροπή...
(Έρη Mελέκου, στο: Χατζηπατέρα-Φαφαλιού, Μαρτυρίες 40-44, β' έκδοση, Αθήνα, Κέδρος, 1993, σ. 305)