Μικρά, τυχαία αποσπάσματα....
"..........................................................................................................
Δυστυχώς, στο σχολείο δεν είχαμε μάθει ακόμη για τον Άτλαντα ώστε να μπορέσω να τον αντιστοιχίσω, όμως μου θύμιζε, ακριβέστατα, έναν άλλο τύπο της γειτονιάς, τον περίφημο Τάσο! Τον μπεχλιβάνη, τον παλαιστή, το παλικάρι, τον ήρωα!
Ο τύπος αυτός εμφανιζόταν τ’ απογεύματα σεδιάφορες πλατείες στις γειτονιές της Αθήνας. Μεγάλες, κεντρικές και πολυσύχναστες κατά προτίμηση, για ευνόητους λόγους. Εκεί έδινε τις παραστάσεις του, σαν καλός σολίστας - μπεχλιβάνης. Παραστάσεις δύναμης και παλικαριάς.
Άπλωνε, κατ’ αρχήν, τα σύνεργά του στην πλατεία. Αλυσίδες, σίδερα, σχοινιά, τράπουλες, τούβλα και διάφορα άλλα περίεργα. Για να βλέπει το φιλοθεάμον κοινό και να εντυπωσιάζεται. Μαζί με φωτογραφίες σε πόζες αγριμιού έτοιμου να σε κατασπαράξει, μετάλλια αγνώστων ανδραγαθημάτων (μάλλον αγορασμένα από το Μοναστηράκι, Δημοπρατήριο το λέγανε τότε) και διάφορα άλλα τέτοια … πιστοποιητικά ανδρείας και λεβεντιάς! Μετά μάζευε, διαλαλώντας με στεντόρεια φωνή την παράσταση, στην αρχή τημαρίδα και τους αργόσχολους και μετά, λίγο-λίγο, όλους τους περίεργους περαστικούς ή και όσους τον ήξεραν από προηγούμενες εμφανίσεις. Γδυτός μ’ ένα λιγδιασμένο δερμάτινο σορτσάκι, φαρδιά πέτσινη ζώνη στη μέση με γυαλιστερή, μπρούτζινη, αγκράφα, κορδέλα στο μέτωπο και φαρδιά δερμάτινα βραχιόλια να σφίγγουν τους καρπούς των χεριών. Ίδιος ο περίφημος δούλος Σπάρτακος, επί το...λυμφατικότερο, αφού ο ταλαίπωρος Τάσος ήταν σκέτος σπάγκος στο σουλούπι! Πετσί και κόκαλο. Όμως για να λέμε την αλήθεια, διέθετε πολύ νεύρο και μεγάλη δύναμη.
Αυτός λοιπόν ο Τάσος, τι «ταρζανιά» ήθελες και δεν έκανε. Λύγιζε σίδερα, έσπαγε πέτρες και τούβλα μ’ ένα χτύπημα καράτε, έσκιζε ολόκληρες τράπουλες στα δύο, κράταγε πρόκες ανάμεσα στα δάχτυλα και με μια μπουνιά τις κάρφωνε σε μια σανίδα που κρατούσε στο άλλο χέρι και έκανε ένα σωρό άλλα «κατορθώματα» που άφηναν όλους, και ιδίως εμάς τους μικρούς θαυμαστές του, έκθαμβους και κατάπληκτους!
– Τς, τς, τς…. Τι κάνει, ρε συ, το παλικάρι!!
Και κάθε τέταρτο ο λεβέντης σταμάταγε για λίγο τη δράση για ξεκούραση αλλά, κυρίως, για να βγάλει δίσκο, περιφέροντάς τον στον ευρύτατο κύκλο του φιλοθεάμονος κοινού και μαζεύοντας πενταροδεκάρες.
– Για να βγει η φασολάδα, ρε παιδιά! Ο,τι έχετε ευχαρίστηση. Οπως δήλωνε ο ίδιος. Για να ζήσει ο αθλητής, ρε παιδιά!
Αυτός λοιπόν ο Τάσος, τι «ταρζανιά» ήθελες και δεν έκανε. Λύγιζε σίδερα, έσπαγε πέτρες και τούβλα μ’ ένα χτύπημα καράτε, έσκιζε ολόκληρες τράπουλες στα δύο, κράταγε πρόκες ανάμεσα στα δάχτυλα και με μια μπουνιά τις κάρφωνε σε μια σανίδα που κρατούσε στο άλλο χέρι και έκανε ένα σωρό άλλα «κατορθώματα» που άφηναν όλους, και ιδίως εμάς τους μικρούς θαυμαστές του, έκθαμβους και κατάπληκτους!
– Τς, τς, τς…. Τι κάνει, ρε συ, το παλικάρι!!
Και κάθε τέταρτο ο λεβέντης σταμάταγε για λίγο τη δράση για ξεκούραση αλλά, κυρίως, για να βγάλει δίσκο, περιφέροντάς τον στον ευρύτατο κύκλο του φιλοθεάμονος κοινού και μαζεύοντας πενταροδεκάρες.
– Για να βγει η φασολάδα, ρε παιδιά! Ο,τι έχετε ευχαρίστηση. Οπως δήλωνε ο ίδιος. Για να ζήσει ο αθλητής, ρε παιδιά!
Το μεγάλο κλου, όμως, της παράστασης ήταν το αλυσόδεμά του! Το μεγαλύτερό του ανδραγάθημα.
Ζητούσε από την παρακολουθούσα ομήγυρη κάποιον, ή κάποιους δυνατούς εθελοντές, τους έδινε μια τεράστια και μακριά αλυσίδα και τους έλεγε να τον δέσουν. Όσο πιο σφιχτά μπορούσαν. Κι αυτός, μετά, με διάφορες κινήσεις, τσαλίμια και τινάγματα λυνόταν. Σε σύντομο χρόνο! Θαύμα! Μπράβο το παλικάρι! Χαλάλι του πλέον τα φραγκοδίφραγκα που έπεφταν βροχή στον δίσκο αντικαθιστώντας τις, προηγούμενα ριφθείσες, πενταροδεκάρες. Και δώσ’ του χειροκρότημα και σφυρίγματα επιδοκιμασίας της παιδικής γαλαρίας!
Ωσπου κάποια μέρα ήρθε η καταστροφή! Η κωμικοτραγική αποκαθήλωση του ήρωα Τάσου και η πλήρης ξεφτίλα και γελοιοποίηση. Ο φουκαράς δεν απέφυγε τη μοιραία κατάληξη του πλείστου των «λαϊκών» ηρώων του είδους και της λαϊκής ζήλιας και κακεντρέχειας. Καταραμένη μοίρα και κοινωνία άσπλαχνη!
Η απομυθοποίηση έγινε στη μικρή πλατεία, μπροστά στον Άγιο Κωνσταντίνο της Λένορμαν, εν όσο η παράσταση προχωρούσε κανονικά κι ο «λεβέντης» θριάμβευε. Ξαφνικά, εκεί που ο τύπος, αγωνιζόμενος σκληρά, ίδρωνε και ξίδρωνε, είχε την ατυχή έμπνευση να ζητήσει λίγο νεράκι από τους θεατές. Να ξεδιψάσει λιγάκι. Αρχή καλοκαιριού ήτανε, ζέστη έκανε, κουρασμένος ήτανε, το νερό του χρειαζόταν. Κοράκιασε ο χριστιανός.
– Λίγο νεράκι, ρε παιδιά, στο παλικάρι!
Κάποιοι μάγκες, που μάλλον του την είχαν στημένη, ή θέλησαν να κάνουν πλάκα, όπως αυτοί την εννοούσαν, προσφέρθηκαν να τον κεράσουν λεμονάδα. Και του έδωσαν μία καθαρτική! Ο ατυχής Τάσος, μέσα στη μεγάλη του δίψα, την κατέβασε μονορούφι, χωρίς ν’ αντιληφθεί περί τίνος επρόκειτο. Αμφιβάλλω αν είχε πιει ποτέ του καθαρτική λεμονάδα. Ακόμη και η συνολική πείρα του για τις κοινές λεμονάδες θα ήταν, σίγουρα, φτωχή λόγω… φτώχειας. Οι εποχές καθιστούσαν το είδος σπάνιο… απεριτίφ!
Η παράσταση προχωρούσε κανονικά, μια και η δράση του καθαρτικού δεν είναι ακαριαία, αλλά απαιτεί κάποιο χρόνο. Και αυτό έγινε, κατά διαβολική σύμπτωση, όταν ο δυστυχής βρέθηκε δεμένος με την αλυσίδα!
Θέλεις η ατυχής συγκυρία, θέλεις το, περιστασιακά, καλύτερο δέσιμο, θέλεις η απώλεια δυνάμεων λόγω του φαρμάκου και της αγωνίας για τουαλέτα, ο Τάσος βρέθηκε, τη… στιγμή μηδέν, αλυσοδεμένος σφιχτά να προσπαθεί απεγνωσμένα ν’ απαλλαγεί από τα δεσμά για να αναζητήσει, επειγόντως, τουαλέτα και να μην μπορεί! Ενα πολλαπλό και πολύπλοκο πρόβλημα με πολύ δύσκολη επίλυση στην πιο ακατάλληλη στιγμή!! Το μεγαλύτερο, ίσως, της «αθλητικής» του καριέρας. Ο τετραγωνισμός του κύκλου για τον «σπουδαστή» Τάσο!
Οι θεατές, που στην αρχή δεν καταλάβαιναν τίποτε, έβλεπαν απορημένοι το «παλικάρι» με ιδιαίτερη μανία και ορμή να προσπαθεί να λυθεί. Να παλεύει, να στριφογυρίζει, να κυλιέται στο έδαφος και σιωπούσαν αμήχανοι αγωνιούντες κι αυτοί με την προσπάθεια του παλικαριού. Στο μεταξύ, άρχισε να διαδίδεται, σιγά σιγά, ο λόγος της αγωνίας του Τάσου και η αρχική θυμηδία, προϊόντος τουχρόνου, μεταβαλλόταν σε τρανταχτά γέλια που έπνιγαν τις απεγνωσμένες κραυγές του «λεβέντη» για βοήθεια. Στο τέλος δεν άντεξε!
– Έλεος χριστιανοί, βοηθήστε με, μωρέ, γιατί χέζομαι. Λύστε με, βρε!
Σιγά μη νοιαστεί κανείς! Τα γέλια, τα ξεφωνητά και τα σφυρίγματα της γαλαρίας έφταναν μέχρι την Ομόνοια!
– Βοήθεια, χριστιανοί, χέζομαι!!!
Ο φουκαράς ο Τάσος σφιχτοδεμένος σαν λουκάνικο με τις αλυσίδες του μαρτυρίου προσπαθούσε με μικρά βηματάκια, αφού το δέσιμό του έφτανε μέχρι τα γόνατα, ίδια γιαπωνέζα γκέισα σαν τη Μαντάμ Μπατερφλάι, ας πούμε, να φύγει από την πλατεία και σπεύσει, πελιδνός και κάθιδρος, να βρει χωράφι να «τα κάνει» με την ησυχία του! Λίγο πιο πέρα, πίσω από το θερινό σινεμά το « Άκρον», όντως υπήρχε άχτιστο οικόπεδο. Και μάλιστα με ψηλά χορτάρια. Προς τα εκεί κατευθύνθηκε χοροπηδώντας αλυσοδεμένος, σαν καγκουρό, ο δύσμοιρος Τάσος. Με το σορτσάκι, τις αλυσίδες, με τα όλα του! Φτάνει ν’ ανακουφιστεί από τα σουβλερά κοψίματα της κοιλιάς του.
Η πιτσιρικαρία στην αρχή τον ακολουθούσε κατά πόδας σφυρίζοντας και γιουχάροντας.
– Όλο! Ο Τάσος χέζεται. Ζήτω!
Και δώσ’ του χάχανα και πανηγύρια. Καμιά φορά η παιδική αφέλεια γίνεται αφόρητο σαδιστικό βάσανο και τα απερίσκεπτα παιδικά μαρτύρια, χωρίς τη λογική της ωριμότητας, θα τα ζήλευε κι η πιο σκληρή και αδυσώπητη χούντα!
Τελικά οι μεγάλες τσουκνίδες και η άναρχη βλάστηση του παρακείμενου χωραφιού περιέσωσαν τα λείψανα της αξιοπρέπειας του ταλαίπωρου μπεχλιβάνη και του επέτρεψαν… ν’ ανακουφιστεί, κρυμμένος στα χόρτα, χωρίς περαιτέρω ξεφτίλα.
Κι εκεί καλυμμένος δεμένος και ολόχεστος, σαν μωρό στις πάνες του, έμεινε μέχρι να νυχτώσει και ν’ αραιώσει η κίνηση!
Το φινάλε της ιστορίας το έμαθα την επομένη, γιατί η νύχτα που έπεφτε και ο ατελής δημόσιος φωτισμός έβαζε τέλος στη παράσταση επιβάλλοντας διάλυση της ιλαρής συγκέντρωσης και την εσπευσμένη επιστροφή στο σπίτι, καθ’ όσον η μητρική κουτάλα δεν συγχωρούσε και πολύ μεγάλες αργοπορίες. Η νύχτα τρόμαζε τη μητέρα μου και η κουτάλα εμένα!
Ο δυστυχής ο Τάσος, αφού λύθηκε, χεσμένος σαλτάρισε στην παρακείμενη κλειδωμένη Παιδική Χαρά, πλύθηκε, ξεσκατίστηκε, μάζεψε τα εγκαταλελειμμένα στην πλατεία σύνεργα της μοιραίας παράστασης κι όπου φύγει φύγει. Συντετριμμένος, ταπεινωμένος και … κατάχεστος!
Έκτοτε, δεν ξαναφάνηκε ποτέ στη γειτονιά. Οι πληροφορίες ανέφεραν ότι εθεάθη, κάπου κατά Θησείο μεριά, να δίνει τις παραστάσεις του. Μπορεί. Πάντως τα δυτικά σύνορα του Μεταξουργείου δεν τα ξαναπέρασε ποτέ!
Ζητούσε από την παρακολουθούσα ομήγυρη κάποιον, ή κάποιους δυνατούς εθελοντές, τους έδινε μια τεράστια και μακριά αλυσίδα και τους έλεγε να τον δέσουν. Όσο πιο σφιχτά μπορούσαν. Κι αυτός, μετά, με διάφορες κινήσεις, τσαλίμια και τινάγματα λυνόταν. Σε σύντομο χρόνο! Θαύμα! Μπράβο το παλικάρι! Χαλάλι του πλέον τα φραγκοδίφραγκα που έπεφταν βροχή στον δίσκο αντικαθιστώντας τις, προηγούμενα ριφθείσες, πενταροδεκάρες. Και δώσ’ του χειροκρότημα και σφυρίγματα επιδοκιμασίας της παιδικής γαλαρίας!
Ωσπου κάποια μέρα ήρθε η καταστροφή! Η κωμικοτραγική αποκαθήλωση του ήρωα Τάσου και η πλήρης ξεφτίλα και γελοιοποίηση. Ο φουκαράς δεν απέφυγε τη μοιραία κατάληξη του πλείστου των «λαϊκών» ηρώων του είδους και της λαϊκής ζήλιας και κακεντρέχειας. Καταραμένη μοίρα και κοινωνία άσπλαχνη!
Η απομυθοποίηση έγινε στη μικρή πλατεία, μπροστά στον Άγιο Κωνσταντίνο της Λένορμαν, εν όσο η παράσταση προχωρούσε κανονικά κι ο «λεβέντης» θριάμβευε. Ξαφνικά, εκεί που ο τύπος, αγωνιζόμενος σκληρά, ίδρωνε και ξίδρωνε, είχε την ατυχή έμπνευση να ζητήσει λίγο νεράκι από τους θεατές. Να ξεδιψάσει λιγάκι. Αρχή καλοκαιριού ήτανε, ζέστη έκανε, κουρασμένος ήτανε, το νερό του χρειαζόταν. Κοράκιασε ο χριστιανός.
– Λίγο νεράκι, ρε παιδιά, στο παλικάρι!
Κάποιοι μάγκες, που μάλλον του την είχαν στημένη, ή θέλησαν να κάνουν πλάκα, όπως αυτοί την εννοούσαν, προσφέρθηκαν να τον κεράσουν λεμονάδα. Και του έδωσαν μία καθαρτική! Ο ατυχής Τάσος, μέσα στη μεγάλη του δίψα, την κατέβασε μονορούφι, χωρίς ν’ αντιληφθεί περί τίνος επρόκειτο. Αμφιβάλλω αν είχε πιει ποτέ του καθαρτική λεμονάδα. Ακόμη και η συνολική πείρα του για τις κοινές λεμονάδες θα ήταν, σίγουρα, φτωχή λόγω… φτώχειας. Οι εποχές καθιστούσαν το είδος σπάνιο… απεριτίφ!
Η παράσταση προχωρούσε κανονικά, μια και η δράση του καθαρτικού δεν είναι ακαριαία, αλλά απαιτεί κάποιο χρόνο. Και αυτό έγινε, κατά διαβολική σύμπτωση, όταν ο δυστυχής βρέθηκε δεμένος με την αλυσίδα!
Θέλεις η ατυχής συγκυρία, θέλεις το, περιστασιακά, καλύτερο δέσιμο, θέλεις η απώλεια δυνάμεων λόγω του φαρμάκου και της αγωνίας για τουαλέτα, ο Τάσος βρέθηκε, τη… στιγμή μηδέν, αλυσοδεμένος σφιχτά να προσπαθεί απεγνωσμένα ν’ απαλλαγεί από τα δεσμά για να αναζητήσει, επειγόντως, τουαλέτα και να μην μπορεί! Ενα πολλαπλό και πολύπλοκο πρόβλημα με πολύ δύσκολη επίλυση στην πιο ακατάλληλη στιγμή!! Το μεγαλύτερο, ίσως, της «αθλητικής» του καριέρας. Ο τετραγωνισμός του κύκλου για τον «σπουδαστή» Τάσο!
Οι θεατές, που στην αρχή δεν καταλάβαιναν τίποτε, έβλεπαν απορημένοι το «παλικάρι» με ιδιαίτερη μανία και ορμή να προσπαθεί να λυθεί. Να παλεύει, να στριφογυρίζει, να κυλιέται στο έδαφος και σιωπούσαν αμήχανοι αγωνιούντες κι αυτοί με την προσπάθεια του παλικαριού. Στο μεταξύ, άρχισε να διαδίδεται, σιγά σιγά, ο λόγος της αγωνίας του Τάσου και η αρχική θυμηδία, προϊόντος τουχρόνου, μεταβαλλόταν σε τρανταχτά γέλια που έπνιγαν τις απεγνωσμένες κραυγές του «λεβέντη» για βοήθεια. Στο τέλος δεν άντεξε!
– Έλεος χριστιανοί, βοηθήστε με, μωρέ, γιατί χέζομαι. Λύστε με, βρε!
Σιγά μη νοιαστεί κανείς! Τα γέλια, τα ξεφωνητά και τα σφυρίγματα της γαλαρίας έφταναν μέχρι την Ομόνοια!
– Βοήθεια, χριστιανοί, χέζομαι!!!
Ο φουκαράς ο Τάσος σφιχτοδεμένος σαν λουκάνικο με τις αλυσίδες του μαρτυρίου προσπαθούσε με μικρά βηματάκια, αφού το δέσιμό του έφτανε μέχρι τα γόνατα, ίδια γιαπωνέζα γκέισα σαν τη Μαντάμ Μπατερφλάι, ας πούμε, να φύγει από την πλατεία και σπεύσει, πελιδνός και κάθιδρος, να βρει χωράφι να «τα κάνει» με την ησυχία του! Λίγο πιο πέρα, πίσω από το θερινό σινεμά το « Άκρον», όντως υπήρχε άχτιστο οικόπεδο. Και μάλιστα με ψηλά χορτάρια. Προς τα εκεί κατευθύνθηκε χοροπηδώντας αλυσοδεμένος, σαν καγκουρό, ο δύσμοιρος Τάσος. Με το σορτσάκι, τις αλυσίδες, με τα όλα του! Φτάνει ν’ ανακουφιστεί από τα σουβλερά κοψίματα της κοιλιάς του.
Η πιτσιρικαρία στην αρχή τον ακολουθούσε κατά πόδας σφυρίζοντας και γιουχάροντας.
– Όλο! Ο Τάσος χέζεται. Ζήτω!
Και δώσ’ του χάχανα και πανηγύρια. Καμιά φορά η παιδική αφέλεια γίνεται αφόρητο σαδιστικό βάσανο και τα απερίσκεπτα παιδικά μαρτύρια, χωρίς τη λογική της ωριμότητας, θα τα ζήλευε κι η πιο σκληρή και αδυσώπητη χούντα!
Τελικά οι μεγάλες τσουκνίδες και η άναρχη βλάστηση του παρακείμενου χωραφιού περιέσωσαν τα λείψανα της αξιοπρέπειας του ταλαίπωρου μπεχλιβάνη και του επέτρεψαν… ν’ ανακουφιστεί, κρυμμένος στα χόρτα, χωρίς περαιτέρω ξεφτίλα.
Κι εκεί καλυμμένος δεμένος και ολόχεστος, σαν μωρό στις πάνες του, έμεινε μέχρι να νυχτώσει και ν’ αραιώσει η κίνηση!
Το φινάλε της ιστορίας το έμαθα την επομένη, γιατί η νύχτα που έπεφτε και ο ατελής δημόσιος φωτισμός έβαζε τέλος στη παράσταση επιβάλλοντας διάλυση της ιλαρής συγκέντρωσης και την εσπευσμένη επιστροφή στο σπίτι, καθ’ όσον η μητρική κουτάλα δεν συγχωρούσε και πολύ μεγάλες αργοπορίες. Η νύχτα τρόμαζε τη μητέρα μου και η κουτάλα εμένα!
Ο δυστυχής ο Τάσος, αφού λύθηκε, χεσμένος σαλτάρισε στην παρακείμενη κλειδωμένη Παιδική Χαρά, πλύθηκε, ξεσκατίστηκε, μάζεψε τα εγκαταλελειμμένα στην πλατεία σύνεργα της μοιραίας παράστασης κι όπου φύγει φύγει. Συντετριμμένος, ταπεινωμένος και … κατάχεστος!
Έκτοτε, δεν ξαναφάνηκε ποτέ στη γειτονιά. Οι πληροφορίες ανέφεραν ότι εθεάθη, κάπου κατά Θησείο μεριά, να δίνει τις παραστάσεις του. Μπορεί. Πάντως τα δυτικά σύνορα του Μεταξουργείου δεν τα ξαναπέρασε ποτέ!