Γιάννης, 29 χρονών. Χρειάζεται δυο γραμμάρια ηρωίνη την ημέρα. Συνήθως τη «xτυπούσε» στην «Τρύπα» της πλατείας Κουμουνδούρου, ένα ερειπωμένο σπίτι. Λίγες μέρες μετά το ρεπορτάζ, το σπίτι πήρε φωτιά. «Ξανάπεσα, γαμώτο, εδώ και μια εβδομάδα. Όταν έρχεσαι στην Ομόνοια, ξαναπέφτεις. Αλλά πού να πάω; Από εννιά χρονών το έσκαγα απ το σπίτι κι ερχόμουν στην πλατεία. Στα δώδεκα μ έδιωξαν οι δικοί μου γιατί αλήτευα. Αρντάν και υπνοστεντόν, τσαντιές και μπούκες σε σπίτια... Με μάζεψαν κάποια παιδιά του δρόμου. Είχαν φτιάξει μια παράγκα. Κλέβανε φαγητά, πότε ο ένας και πότε ο άλλος, και τα μοιραζόμασταν. Εκείνοι ήταν μεγαλύτεροι, στα δεκατέσσερα. Εκείνοι ήταν ήδη χρήστες ηρωίνης. Επεσα επίτηδες στην πρέζα, όταν το κορίτσι μου είπε ότι θα με αφήσει. Τότε ξεκίνησε το μακροβούτι. Είχα ένα όπλο, ένα 38άρι σπέσιαλ, και πυροβόλησα έξω απ το σπίτι της για εκφοβισμό. Με έπιασαν. Το 94 με ξαναέπιασαν γιατί λήστεψα έναν ταξιτζή. Εμεινα μέσα δυόμισι χρόνια. Οταν βγήκα από τη φυλακή ξαναήρθα στην Ομόνοια. Εδώ η ζωή είναι μια ζούγκλα. Οι μπάτσοι μάς βρίζουν, μας κλοτσούν κι εμείς πάμε μέχρι τις καβάτζες στην Κουμουνδούρου για να πιούμε, και πάλι πίσω. Εδώ είναι μια διαφορετική κοινωνία. Τα παιδιά της ταλαιπωρίας γνωριζόμαστε μεταξύ μας. Ποτέ δεν κλέβουμε ο ένας τον άλλον. Όταν γίνει κάτι τέτοιο, οι υπόλοιποι περνούν τον κλέφτη από δικαστήριο και του παίρνουν ό,τι έχει και δεν έχει. Οι σκάρτοι δεν επιβιώνουν εδώ». ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 1999 πηγή
|
|