Γράφει ο Ρήγας Καππάτος
Ήταν τα πρώτα χρόνια μετά την Κατοχή. Νεοφερμένος στην Αθήνα από την επαρχία, αναζητώντας φαΐ και μόρφωση, είχα εγκατασταθεί στα Εξάρχεια, οδός Ανδρέου Μεταξά 28, σε μια σοφίτα, κάνοντας ό,τι δουλειά έβρισκα για να επιβιώσω.
Η οδός Σόλωνος, η Σολωμού και όλες οι πάροδοι ήτανε χωατόδρομοι. Η πλατεία Κάνιγγος ήταν χωράφι. Είχε ένα σαν κηπάκι στη μεση και γύρω-γύρω ήτανε η αφετηρία των λεωφορείων. Μία από τις πρώτες πολυκατοικίες που χτίστηκαν μετακατοχικά στην Αθήνα, αν όχι η πρώτη πριν ρημάξουν την πόλη, ήτανε στην οδό Πατούσα και Πλατεία Κάνιγγος. Είναι ακόμα εκεί.
Η οδός Σόλωνος, η Σολωμού και όλες οι πάροδοι ήτανε χωατόδρομοι. Η πλατεία Κάνιγγος ήταν χωράφι. Είχε ένα σαν κηπάκι στη μεση και γύρω-γύρω ήτανε η αφετηρία των λεωφορείων. Μία από τις πρώτες πολυκατοικίες που χτίστηκαν μετακατοχικά στην Αθήνα, αν όχι η πρώτη πριν ρημάξουν την πόλη, ήτανε στην οδό Πατούσα και Πλατεία Κάνιγγος. Είναι ακόμα εκεί.
Ανάμεσα στις διάφορες εργασίες επιβίωσης που έκανα, ήτανε και θελήματα. Είχα κι ένα καροτσάκι, από κείνα που “κάθονται” μπροστά. Τό “πατάς” σηκώνεται και το σπρώχνεις. Έτσι γνώρισα και είχα και μια ειδική σχέση με σχεδόν όλους όσους Εξαρχιώτες αναφέρω παρακάτω. Ακόμα και με τη Χρύσα και τον “οίκο” της: τους πήγαινα φαΐ, τους αγόραζα τσιγάρα. Στα Εξάρχεια έμεναν ή σύχναζαν διάφορες φυσιογνωμίες και γνωστοί τύποι. Ο Μαθιός, π.χ., ο διάσημος τότε τερματοφύλακας του Παναθηναΐκού, έκανε πιάτσα με το καρότσι του στην Κωλέττη και Εμμανουήλ Μπενάκη. Το φόρτωνε στη λαχαναγορά του Ρέντη, ανέβαινε την Πειραιώς σπρώχνοντας και πήγαινε στο στέκι του. Όλοι τον προτιμούσανε, ακόμα και οι ολυμπιακοί! Γιατί ήτανε καλό παιδί και πολύ Κύριος, με Κ κεφαλαίο, που λένε. Πουλούσε ντομάτες, αγγούρια και τέτοια. Πού τα σημερινά μεγαλεία των ποδοσφαιριστών. Τότε όλοι βγάναμε μεροκάματο, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο.
Ο Μανιαδάκης, ο πρώην υπουργός Εσωτερικών του Μεταξά με το ρετσινόλαδο, έμενε με την αδελφή του στην οδό Μπουμπουλίνας. Πήγαινε κάθε πρωί με το δίχτυ του να ψωνίσει στην αγορά, στην αρχή της οδού Στουρνάρη. Στην οδό Σολωμού και Σουλτάνη, είχε το μαγαζί του ο Χάρης: πούλαε κάρβουνο και ξύλα το χειμώνα και κολώνες πάγο το καλοκαίρι. Λίγο πιο πάνω, στη γωνία Σολωμού και Σπύρου Τρικούπη, ήταν το φαρμακείο του Οικονομίδη, που τον βρήκανε ένα πρωί με μια σφαίρα στον κρόταφο: είχε αυτοκτονήσει. Δεκαετίες μετά διάβασα κάπου πως είχε φιλία με τον Καρυωτάκη. Με όποιον κάτσεις τέτοια κάνεις, που λέει κι η παροιμία!
Στη γωνία Μπόταση και Στουρνάρη ήτανε τα γραφεία της Φίνος Φιλμ, επάνω, όπου λάμπρυναν τότε τη γειτονιά με την παρουσία τους οι διάφορες διάσημες ηθοποιοί, όταν ευτυχούσε η γειτονιά να τις έχει εκεί. Στο υπόγειο του ίδιου σπιτιού είχε το μπορδέλο της η Χρύσα, μια συφιλιδική Ζακυθηνιά, λέγανε, που όταν την έπιανε το γλυκύ της, ακουγότανε ίσαμε την Πλατεία Κάνιγγος. Έβγαινε για να βρίσει κανένα φασαριατζή πελάτη ή νταβατζή, που από τέτοιου είδους μπίζινες δεν απολείπανε. Το ξέσπασμά της ήταν τέτοιας έντασης που όλοι λουφάζανε. Οι μαγαζάτορες άφηναν την πόρτα του μαγαζιού τους και μπαίνανε μέσα, οι γειτόνισσες κλείνανε τα παράθυρα, τα κορίτσια του μπορδέλου χωνότανε χωρίς να βγάνουν τσιμουδιά στα δωμάτιά τους.
Ο θυμός της Ζακυθηνής τσατσάς γινότανε σωστή λύσσα με οποιαδήποτε παρέμβαση οιουδήποτε. Το ξέρανε και γι αυτό άλλοι δίνανε τόπο στην οργή κι άλλοι λακίζανε. Από ολόκληρη τη γειτονιά, η παρουσία μόνο ενός ατόμου είχε επίδραση κατευναστική στη Χρύσα, σε τέτοιες στιγμές: του Πέτρου Επιτροπάκη. Αυτός έμενε με τη γυναίκα του, την Αλίκη, που ήταν πιανίστα, δυό πόρτες πιο κάτω από το μπορδέλο της Χρύσας και την Φίνος Φιλμ, επί της Στουρνάρη. Όταν άφριζε η Χρύσα, ευχόντουσαν όλοι να φανεί στη γωνία ή στην πόρτα του σπιτιού του ο Πέτρος για να κοπάσει η θύελλα. Γιατί η κατευναστική επίδρασή του πάνω της ήταν άμεση, ακαριαία: γαλήνευε ως δια μαγείας.
Ο Επιτροπάκης ήταν φιλοπαίγμων, μεγαλόσωμος, ψηλός και ευχάριστος• και είχε μια εγκάρδια σχέση με όλη τη γειτονιά και τους τύπους που ανάφερα, γιατί ήτανε άνθρωπος με λαΐκές ρίζες, πολύ προσηνής. Η δική μου γνωριμία μαζί του και με την Αλίκη, τη γυναίκα του, έγινε όταν πήγα στο σπίτι τους να τους κάνω κάποιο θέλημα. Τρώγανε και η γυναίκα του μου έβαλε κι εμένα να φάω κάτι. Ποιός έλεγε όχι για φαΐ εκείνες τις μέρες! Πήρα θάρρος και του είπα ότι τον είχα ακούσει στη Λυρική Σκηνή, όχι μονάχα από δίσκους. Γιατί ενώ δεν είχα φαΐ να φάω, λόξα για τέτοια είχα μπόλικη και μου περίσσευε: πήγαινα και στο ωδείο! Του είπα και πώς μπόρεσα να τον ακούσω: ο Χρήστος Φαρδούλης, ο ελεγκτής των εισιτηρίων στην είσοδο του θεάτρου, ήτανε γνωστός μου και με άφηνε καμιά φορά να μπαίνω μέσα στη ζούλα.
Ενθουσιάστηκε. Με ρώτησε τί ήξερα ή μάλλον τί μου άρεσε από ποια όπερα. Εγώ δεν είχα ούτε μεγάλες γνώσεις αλλά ούτε και ξεκάθαρες προτιμήσεις. Του είπα όμως ότι μου άρεσε ιδιαίτερα η Ματινάτα, μιά καντσονέτα του Ρουτζιέρο Λεονκαβάλλο, του συνθέτη της όπερας “Παλιάτσι”. Ζήτησε από τη γυναίκα του να τον ακομπανιάρει στο πιάνο και την τραγούδησε επί τόπου. Είχα μείνει εμβρόντητος. Περισσεύει να πω πως έκανα το θέλημα σε χρόνο μηδέν!
Έκτοτε, όταν με συναντούσε στο δρόμο μου τραγούδαε μερικές νότες από τη Ματινάτα κι ο κόσμος έμενε ενεός: Νομίζανε πως τού ’στριψε. Εκείνος, ψηλός και πελώριος, έμενε ατάραχος. Κι αν τον ρωτούσε κανένας, έλεγε πως τραγουδάει για το μπατίρη φίλο του, γιατί του αρέσει η μουσική. Είχε μεγάλη ευστροφία λόγου και κόλλαε παρατσούκλια σε όλους. Το Χάρη, επειδή ήτανε μαύρος από την καρβουνόσκονη, τον έλεγε Χάρο. Τη Χρύσα, Χάρυβδη!
Για ένα διάστημα, ήτανε προς το τέλος της καριέρας του, δεν τραγούδαε στην Όπερα. Ξαφνικά όμως τον φωνάξανε να κάνει μία “Τραβιάτα”. Ποτέ δεν θυμάμαι χωρίς συγκίνηση πώς ήρθε στο δρόμο χαρούμενος, με το πλατύ του χαμόγελο, να με βρει και να μου δόσει ένα εισητήριο να πάω να τον ακούσω. Ήταν υπέροχος. Ήταν και η τελευταία όπερα που τραγούδησε πριν αποσυρθεί.
Κάποτε μου είπε την ιστορία του. Είχε πολλά αδέλφια και ήτανε πολύ φτωχοί. Η μάνα του έβανε μια μεγάλη κατσαρόλα με νερό στη φωτιά, αλλά δεν είχε αρκετά φασόλια. Ανάμεσα στα αδέλφια γινότανε μάχη τότε ποιοι θα πήγαιναν πρώτοι, γιατί για τους τελευταίους έμενε μόνο ζουμί.
Έτσι ήταν ο Πέτρος Επιτροπάκης, ο γλυκός, λυρικός τενόρος που κατάκτησε το πανελλήνιο όταν λανσάρισε τον μπάρμπα-Γιάννη Κανατά και το Γελεκάκι, στη δεκαετία του 30; Κάπου εκεί. Κι έτσι ήταν τα Εξάρχεια, με πολλούς άλλους Εξαρχιώτες τύπους, που ξεχωρίζανε αλλά δεν χωράνε σ’ αυτή την αφήγηση.