
Πεζοδρόμια, πλατείες, κεντρικοί δρόμοι, γωνιές, κήποι και μνημεία, συνοδεύονταν πάντοτε από τη φυσιογνωμία ενός πλανόδιου. Έτσι ήταν γνωστοί όλοι αυτοί που ασκούσαν μια σειρά επαγγελμάτων, έστω κι αν ακόμα ήταν στάσιμοι.
Τα επαγγέλματα των δρόμων πολλά, ας αριθμήσουμε μερικά: Φωτογράφοι, Σκιτσογράφοι, βιολιτζήδες, Τραγουδιστές, λουκουματζήδες, καστανάδες, στραγαλατζήδες, αχθοφόροι, τοιχοκολλητές, πωλητές τσιγάρων, γλυκατζήδεςκ.ο.κ. Η λίστα ατελείωτη, αν θελήσει πραγματικά κάποιος να την απαριθμήσει. Ας θυμηθούμε κάποια από αυτά τα επαγγέλματα που ανθούσαν κάποτε.
Οι φωτογράφοι:
Πολλές φορές, ειδικά οι μεγαλύτεροι σε ηλικία, που περνούν από τον Τινάνειο κήπο, ψάχνουν ακόμα με την ματιά τους να βρουν τους πλανόδιους φωτογράφους. Τόσο εκεί όσο και στις Πλατείες Τερψιθέας και Κοραή η παρουσία τους ήταν άρρηκτα δεμένη με την ιστορία της πόλης. Γενιές ολόκληρες έχουν φωτογραφηθεί να ταΐζουν περιστέρια μπροστά από το Δημοτικό Θέατρο ή να έχουν βγει φωτογραφίες με Αγιοβασίληδες τα Χριστούγεννα, Πιερότοι και κολομπίνες στις Αποκριές, σε υπαίθρια λούνα παρκ (όπως αυτό που στήνονταν από την πίσω πλευρά της Πλατεία Πηγάδας). Οι φωτογράφοι ήταν οι άνθρωποι που βρίσκονταν στο κατάλληλο μέρος, την κατάλληλη στιγμή. Το καλοκαίρι η χάρη τους έφθανε μέχρι τις παραλίες, είχαν ως θανάσιμο εχθρό τις μηχανές «κόντακ»που δειλά δειλά άρχιζαν να εμφανίζονται. Η μηχανή τους τοποθετημένη πάνω στο γνωστό τρίποδο ενώ σε μια βαλιτσούλα είχαν ολόκληρο κινητό στούντιο! Πέριξ του φωτογραφικού τρίποδα, είχαν τοποθετήσει μικρές προθήκες με τις πιο πετυχημένες φωτογραφίες που είχαν τραβήξει και από κάτω μικρές λεκανίτσες με τα απαραίτητα υγρά για την εμφάνιση. Κάποιοι είχαν φτάσει και στο σημείο να έχουν στημένο και κάποιο ντεκόρ (ξυλοκατασκευή) που ο υποψήφιος προς φωτογράφιση έμπαινε από πίσω και στην φωτογραφία εμφανίζονταν να είναι μεταξύ θηρίων σε ζούγκλα ή ατρόμητος ναυτικός πίσω από μια τιμονιέρα ή στεφανωμένος από δάφνες που τον πλαισίωναν σε έναν κύκλο. Άλλωστε και οι νεώτεροι έχουν τέτοιες αναμνήσεις, καθώς ανάλογα ντεκόρ υπήρχαν μέχρι πρόσφατα στο Πολεμικό Ναυτικό, όπου οι έφεδροι ως ανάμνηση της θητείας τους, κάθονταν στην σειρά για να βγάλουν μια φωτογραφία με ανάλογο ντεκόρ και την λεζάντα«Ενθύμιον στρατιωτικής θητείας», και από κάτω συμπλήρωνε «Καλή αντάμωση!»…
Οι αχθοφόροι:

Λέγοντας αχθοφόροι δεν εννοούμε τους οργανωμένους φορτοεκφορτωτές τουΟργανισμού Λιμένος Πειραιώς, αλλά τους ελεύθερους, που έβγαζαν το ψωμί τους οπουδήποτε. Από τα βαριά πράγματα που έπρεπε από το σπίτι στην Καστέλλα, να κατέβουν στο λιμάνι, μέχρι τις διανομές στα Λεμονάδικα, από τα εκεί υπόστεγα μέχρι στα καταστήματα λιανικής (μανάβικα). Η χρέωση ήταν μικρότερη, αν η μεταφορά γίνονταν με το καρότσι. Οι έμποροι εξοικονομούσαν πολλά, αν καθημερινώς αντί ιππήλατου αρχικά ή μηχανοκίνητου τροχοφόρου αργότερα, χρησιμοποιούσαν τον χαμάλη. Οι ίδιοι οι χαμάληδες έλεγαν ότι για να γίνεις αχθοφόρος χρειάζονταν δύο πράγματα. Το ένα απαραίτητο αλλά το άλλο υποχρεωτικό. Το απαραίτητο ήταν να είσαι γερός άνδρας. Το άλλο το υποχρεωτικό ήταν ότι έπρεπε να είσαι φτωχός! Η φτώχεια ήταν η μόνη αιτία που θα μπορούσε κάποιος να ασκήσει καθημερινώς αυτή την εργασία.
Οι στραγαλατζήδες:

Εργαλεία τους ήταν ένα τρίποδο με ένα ταψί από πάνω το οποίο ήταν χωρισμένο σε τρία τμήματα. Κάθε διαμέρισμα είχε και από ένα διαφορετικό είδος στραγάλι! Στο ένα το αφράτο, το άλλο το αλμυρό και το τρίτο τον πασατέμπο. Αν και είχαν στραγάλι, διαλαλούσαν συνήθως τον πασατέμπο.
«Πασατέμπος ζεστός, εδώ της ώρας!».
Η παρουσία τους σε πλατείες που υπήρχαν πέριξ καφενεία, δεν ήταν ιδιαιτέρως αγαπητή. Τα γκαρσόνια τους καταδίωκαν αμείλικτα καθώς γνώριζαν ότι όποιος αγοράζει πασατέμπο πάει στο παγκάκι και όχι στο τραπεζάκι του καφενείου. Όταν ο στραγαλατζής«διαθέτει τα εκ του νόμου οριζόμενα», έχει το δικαίωμα κάτω από το ταψί να ανάψει και φωτιά, ώστε να κρατάει το εμπόρευμά του ζεστό και να το κάνει γευστικότερο. Αυτοί με τις άδειες, είχαν το δικαίωμα να κρατούν και συγκεκριμένα πόστα, που συνήθως ήταν σημεία μεγάλης διέλευσης. Το εμπόρευμά τους οι στραγαλατζήδες το αγόραζαν από μαγαζιά που παρασκεύαζαν τους πασατέμπους και τα στραγάλια, ειδικά για αυτή την δουλειά. Στα μαγαζιά αυτά εργάζονταν συνήθως πρόσφυγες του ’22 κυρίως από την Πέργαμο, καθώς αυτοί ήταν που μετέφεραν την συνήθεια αυτή στην Ελλάδα.
Πριν την καταστροφή στην Πέργαμο, ακόμα και 80 καμήλες, έμπαιναν σε σειρά η μια πίσω από την άλλη, κουβαλώντας σακιά από ρεβίθια για την παραλία, από όπου αυτά έπαιρναν τον δρόμο για Ελλάδα, Ρωσία, Ρουμανία….
Τους παρασκευαστές από την Πέργαμο διαδέχθηκαν επάξια οι Τρικαλινοί!
Η ποιότητα στο στραγάλι ήταν ανάλογη από την προέλευσή του. Πρώτης ποιότητας ήταν της Περγάμου, όπως και τα Μαροκινά.
Οι Γλυκατζήδες:

Οι Καστανάδες:
Οι πρώτοι καστανάδες στον Πειραιά όπως και στην Αθήνα, ήταν από τα Άγραφα και από τα Τρίκαλα συνήθως. Θεωρούνταν οι πλανόδιοι του Χειμώνα. Είτε ζούσαν στα μέρη τους και κατέβαιναν μόνο τον Χειμώνα για να πωλήσουν, είτε το καλοκαίρι έκαναν άλλη δουλειά! Όταν εμφανίζονταν, θεωρούνταν ότι ο Χειμώνας μπήκε για τα καλά. Μάλιστα και σχετικό τραγούδι της εποχής το έλεγε! «Οι καστανάδες ήρθανε, πλάκωσε ο Χειμώνας».
Στο χέρι τους κρατούσαν πάντα ένα μαχαίρι. Χάραζαν τα κάστανα και τα έριχναν στην φωτιά. Τρία, τέσσερα ή και πέντε κάστανα με ένα φράγκο! Δεν ετοίμαζαν πολλά, καθώς ήταν δύσκολο τον χειμώνα να τα κρατήσουν ζεστά, έστω και πάνω στο μαγκάλι. Έλεγαν ότι τα καλύτερα κάστανα για ψήσιμο ήταν τα Κρητικά, ενώ για βράσιμο τα Βολιώτικα. Πολλές φορές οι καστανάδες έψηναν και καλαμπόκια, ενώ άλλες αν και είχαν μόνο καλαμπόκι, συνέχιζαν να αποκαλούνται Καστανάδες!
Οι λούστροι:

Οι Κουλουρτζήδες:
Ένα από τα λίγα επαγγέλματα πλανόδιων που υπάρχει μέχρι και σήμερα. Από την ίδρυση της Τουριστικής Αστυνομίας πρώτα στην Αθήνα το 1929 και μετά στον Πειραιά το 1935, όλοι οι κουλουρτζήδες υποχρεώθηκαν με υγειονομική διάταξη, να φέρουν τα κουλούρια εντός υάλινης προθήκης, αν ήθελαν να έχουν άδεια σε κάποιο συγκεκριμένο σημείο. Ωστόσο από τότε που εφαρμόσθηκε και μέχρι σήμερα, πολλοί είναι εκείνοι που συνεχίζουν να πωλούν τα κουλούρια μέσα σε τεράστια καλάθια.