Χρήστος, 22 χρονών. Είναι στον δρόμο από δώδεκα χρονών και κάνει πιάτσα στην οδό Σατωβριάνδου. Εχει έναν σκύλο, τον Ρόκι, που λέει ότι τον αγαπά πολύ, κι ένα κορίτσι με το οποίο σύντομα θα συζήσουν. «Το κορίτσι μου το γνώρισα σε ένα μπαρ-κονσομασιόν. Ο άντρας που στέκεται πάντα έξω απτο ψητοπωλείο ’στρον μ έπεισε κι εμένα, όπως όλα τα επαρχιωτάκια, να με ξεναγήσει στις γυναίκες της Αθήνας. Είχα έρθει εδώ για να υπηρετήσω τη θητεία μου. Ύστερα δεν ήθελα το κορίτσι μου να κάνει αυτή τη δουλειά. Καλύτερα εγώ. Παίρνω δέκα με δεκαπέντε χιλιάδες από κάθε πελάτη. Τις τρεις τις κρατά το ξενοδοχείο. Οι ξένοι παίρνουν δύο με τρεις χιλιάδες, ακόμη και οι ανήλικοι. Αλλά συνήθως είναι πρόφαση για να κλέψουν τους πελάτες. Εκείνοι χάλασαν την πιάτσα. Κι εγώ κλέβω, μερικές φορές, αλλά μόνο όσους μου ζητούν να κάνω πράγματα που δεν θέλω. Με εξοργίζουν, γι αυτό τους κλέβω και φεύγω. Η αστυνομία με ρωτά τι κάνω εδώ, απαντώ ότι έχω ραντεβού και με κοροϊδεύουν, με πηγαίνουν στο τμήμα για εξακρίβωση στοιχείων και μετά με αφήνουν. Μια φορά με χτύπησαν. Δεν παίρνω ναρκωτικά, βρίσκομαι εδώ μόνο γιατί δεν έχω κανονική δουλειά. Ελπίζω σύντομα ν αρχίσω τα μεροκάματα στον Πειραιά. Επιστρέφει το κορίτσι μου σε ένα μήνα από την επαρχία και τότε θα σοβαρευτώ. Είναι ωραίο να έχεις κάποια να σε αγαπά και να σε στηρίζει. Είναι δυο χρόνια μικρότερή μου και την προσέχω».
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 1999
πηγή