Ένας μάγκας στο Βοτανικό
Πι και φι ξηγιέται στο λεπτό
Στα παιχνίδια και στα καμπαρέ
Και στου Περδικάκη τον τεκέ
Από αφήγηση του Κώστα Τζόβενου (Π. Κουνάδη: Εις ανάμνησιν στιγμών ελκυστικών), γνωρίζουμε πως ο Περδικάκης ήταν υπαρκτό πρόσωπο:
«Α! με τον Περδικάκη δεν είχα σχέση. Δεν τον γνώριζα. Κι αυτός στον Πειραιά ήτανε. Είχα ακουστά. Υπήρχε.»
Με βάση την ίδια αφήγηση φαίνεται πως ο ομώνυμος τεκές ήταν κάπου στον Πειραιά, ενώ στους στίχους του τραγουδιού «Ο μάγκας του Βοτανικού» του Σπ. Περιστέρη ο τεκές έχει μεταφερθεί κάπου στο Βοτανικό.
Στις εφημερίδες της εποχής, βρίσκουμε αρκετές πληροφορίες για τον «περίφημο τεκέ». Σε άρθρο της εφημερίδας ΣΚΡΙΠ της 6/9/1902 με τίτλο «Ο χθεσινός φόνος εντός χασισοποτείου», διαβάζουμε:
«Εις το τέλος της οδού Ψαρομηλίγκου, παρά την Αγία Τριάδα, εις ένα στενόν που προκαλεί τρόμον, λειτουργεί από πολλού το χασισοποτείον του Περδικάκη ή Μπισμπίρα ή άλλως εις την γλώσσαν των χασισοποτών «Τεκές του Παναγούλια» καλουμένου.»
Στις αρχές λοιπόν του εικοστού αιώνα ο τεκές του Περδικάκη βρισκόταν στην Αθήνα και όχι στον Πειραιά, στην οδό Ψαρομηλίγκου που ξεκινάει από την πλατεία Κουμουνδούρου και καταλήγει στην Αγία Τριάδα.
Περδικάκης, Μπισμπίκης (και όχι Μπισμπίρας) και Παναγούλιας ήταν συνιδιοκτήτες του τεκέ στην οδό Ψαρομηλίγκου, όπως προκύπτει και από δημοσιεύματα που αναφέρουμε στη συνέχεια.
Στο προαναφερθέν άρθρο και σε αντίστοιχο της εφημερίδας ΕΜΠΡΟΣ, περιγράφεται ο φόνος του στρατιώτη Ανδρέα Δασκαλάκη (ή Δασκαλόπουλου) από τον Κων. Παρασκευά ή Γέρο ή Αυγουστή ή Κουφό:
«..Εις το χασισοποτείον του Περδικάκη από προχθές το εσπέρας ευρίσκοντο πολλαί παρέαι χασισοποτών…
…Την επομένην ήτοι χθες οι χασισοπόται εξηκολούθησαν μεθύοντες από χασίς και οργιάζοντες. Ο Δασκαλάκης και ο Παρασκευάς περί την 3ην μ.μ. εσκέφθησαν να παίξωσι χαρτιά.»
Κατά τη διάρκεια της χαρτοπαιξίας «ανεφύη έρις» μεταξύ του στρατιώτη και του Παρασκευά «για 50 λεπτά τα οποία διεξεδίκει ο πρώτος. Η έρις μετ’ ολίγον μετετράπη εις αμοιβαίον αισχρόν υβρεολόγιον, το οποίον επακολουθεί συμπλοκή.»
Ως καλός τεκετζής ο Περδικάκης επεμβαίνει και «αφού τους διαχώρισε τους εξέβαλλεν εκείθεν». Η συμπλοκή συνεχίστηκε έξω από τον τεκέ, ο Δασκαλάκης προσπαθεί να φύγει, αλλά «ο Παρασκευάς πλησιάζει αυτόν και του βυθίζει την μάχαιραν εις το στήθος.»
Στον τόπο του εγκλήματος πήγε «αστυνόμος του οικείου τμήματος όπως ενεργήση ανακρίσεις και συλλάβη τον διευθυντήν του καταγωγίου, ούτος όμως είχεν εξαφανισθεί.»
Ο τεκές του Περδικάκη δεν ήταν άγνωστος στην αστυνομία. Ήδη το προηγούμενο έτος (1901), ένας αστυφύλακας είχε υποστεί επίθεση και τραυματίστηκε πολύ σοβαρά από ομάδα χασισοποτών όταν επεχείρησε να εισβάλλει στον τεκέ. Διαβάζουμε στην εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ της 13/1/1901:
«Εις την οδόν Ψαρομηλίγγου από πολλού λειτουργεί υπό το πρόσχημα καφενείου και με τον όχι τόσον εύφημον τίτλον του τεκέ εν καταγώγιον του χειρίστου είδους εντός του οποίου συναγελάζοντο τακτικά όλα τα καθάρματα και τα περιτρίμματα της πρωτευούσης, χασισοποτούντα, χαρτοπαίζοντα και διαπράττοντα παντοίας φαυλότητας.
… Το απαίσιον αυτό κέντρον ήτο γνωστόν εις την αστυνομίαν, η οποία πολλάκις αγεληδόν συνελάμβανε τους τροφίμους αυτού, δια να τους απολύση την άλλην ημέραν.
… Ο αστυφύλαξ της καταδιώξεως Δημήτριος Μπουρλάκος είχεν εντολήν να εισέλθη εις το καταγώγιον. Πράγματι δε φέρων πολιτικήν ενδυμασίαν και ακολουθούμενος παρ’ άλλου συναδέλφου του, μείναντος έξωθεν, εισήλθεν εις το κατάστημα και με το περίστροφον εις τας χείρας επέταξεν εις τους χασισοπότες να μη κουνηθούν. Προ της απροόπτου αυτής εφόδου του αστυφύλακος οι χασισοπόται και οι λοιποί φαυλόβιοι κατ’ αρχάς υπεχώρησαν, ιδόντες όμως κατόπιν ότι δεν είχον απέναντί των ή έναν μόνον αστυφύλακα, ερρίφθησαν κατ’ αυτού περί τους εικοσιπέντε φαυλόβιοι, ων τας κεφαλάς δεν είχεν τελείως παραλύσει το κάπνισμα του χασίς, και άλλοι δια μαχαιρών, άλλοι δι’ άλλων φονικών οργάνων ετραυμάτισαν τον ατυχή αστυφύλακα πριν ή ούτος προφθάση καν να αμυνθή εις το στήθος παρά την καρδιακήν χώραν, εις την κεφαλήν και εις άλλα μέρη του σώματος.
… Η κατάστασίς του όμως είναι κρισιμωτάτη, ολίγαι δ’ ελπίδαι υπάρχουσι περί της διασώσεως αυτού. Εκ των δραστών η αστυνομία ηδυνήθη να συλλάβη τρεις.
Πλην όμως τούτων παρουσιάσθη χθες μόνος εις το 3ον τμήμα ο πυροβολητής Σωτήριος Μπισμπίκης, αδελφός του ετέρου των διευθυντών του καταγωγίου ο οποίος ήτο εντός αυτού κατά την ώραν της φονικής σκηνής…»
Λίγες μέρες αργότερα για την επίθεση εναντίον του αστυφύλακα συλλαμβάνεται και ο Π. Παναγούλιας. Διαβάζουμε στο ΕΜΠΡΟΣ της 15/1/1901:
«Χθες συνελήφθη και έτερος εκ των κακοποιών της οδού Ψαρομηλίγκου, ο Π. Παναγούλιας, εκ των συνεταίρων του γνωστού χασισοποτικού καταγωγίου.
Ούτος κατά την ένορκον κατάθεσιν του θύματος, αστυφύλακος Μπουρλάκου, διεδραμάτισεν το κυριώτερον μέρος κατά την επίθεσιν εκείνην.»
Όπως προκύπτει λοιπόν από τα παραπάνω αποσπάσματα, Περδικάκης, Μπισμπίκης και Παναγούλιας μεταξύ 1901 – 1902 ήταν συνιδιοκτήτες του τεκέ της Ψαρομηλίγγου.
Ακόμη μια αναφορά στο τεκέ του Παναγούλια (Περδικάκη) βρίσκουμε στο ΕΜΠΡΟΣ σε άρθρο της 16/6/1901:
«Συλληφθείς χθες ο γνωστός λωποδύτης Βεγγίνας υπό του αστυφύλακος Β. Μπετσάκου εντός του χασισοποτείου του Παναγούλια παρά την Αγίαν Τριάδα, απεπειράθη επανειλημμένως να φονεύση αυτόν…»
Ο αναφερόμενος στο άρθρο της 10/8/1902 της εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ τεκές, μάλλον δεν είναι ο πολύ καλά γνωστός στην Αστυνομία, τεκές του Περδικάκη:
«Περί την μεσημβρίαν της χθες, επί της οδού Ψαρομηλίγγου ανεκαλύφθη εις τι υπόγειον, ολόκληρον χασισοποτείον. Οι εν αυτώ χασισοπόται συλληφθέντες ωδηγήθησαν εις την Αστυνομίαν, μεθ’ ω θα εξορισθώσιν.»
Άλλωστε και σε άρθρο της εφημερίδας ΣΚΡΙΠ της 10/9/1902, αναφέρονται δύο διαφορετικά χασισοποτεία στην Ψαρομηλίγγου:
«Ένα το του Περδικάκη, και άλλο του Μπισμπίκη, απέναντι του πρώτου» (αν και εδώ μάλλον ο συντάκτης του άρθρου κάνει λάθος στο όνομα, αφού όπως είδαμε ο Μπισμπίκης ήταν συνεταίρος του Περδικάκη). Στο ίδιο άρθρο του ΣΚΡΙΠ, αναφέρεται ένα από τα κόλπα που μεταχειριζόταν οι τεκετζήδες για να προφυλαχθούν από την καταδίωξη των αστυνομικών. Κατά την ώρα της χασισοποσίας, τοποθετούν στην πόρτα του τεκέ τη γυναίκα τους:
«Όταν πλησιάση ο αστυφύλαξ και θελήση να εισέλθη εις το καταγώγιον η γυναίκα φωνάζη και τίθεται προ του αστυνομικού οργάνου δια να προκαλέση εκ μέρους του την βίαν. Τούτο θέλουν να το έχουν οι εγκληματίαι αυτοί ως πρόφασιν ίνα επιτίθενται κατά της αρχής επί τω λόγω ότι του επήραξε την γυναίκαν.»
Προφανώς μια γυναίκα μόνη δε θα μπορούσε να εμποδίσει τους αστυνομικούς να εισβάλλουν στον τεκέ, η φασαρία όμως που προκαλούσε έδινε στον τεκετζή λίγο χρόνο ώστε να εξαφανίσει τα σύνεργα της χασισοποτείας. Το ίδιο κόλπο μεταχειρίστηκε και ο Περδικάκης όταν λίγες μέρες πριν το φόνο του Δασκαλάκη τον είχαν «επισκεφτεί» τα αστυνομικά όργανα.
Ο φόνος του Δασκαλάκη έξω από τον τεκέ του Περδικάκη, έδωσε στην αστυνομία μια καλή αφορμή για να εντείνει τα μέτρα της εναντίον των τεκέδων, και πράγματι πολλοί τεκέδες έκλεισαν αυτή την περίοδο (βλ. ΣΚΡΙΠ 10/9/1902). Οι ίδιοι όμως τεκετζήδες στο ίδιο ή άλλο μέρος μετά από λίγο ξανάνοιγαν το «καφενείο» τους. Αυτό φαίνεται πως έκανε και ο Περδικάκης, αφού περί το 1915 (ή λίγο νωρίτερα) τον βρίσκουμε να διατηρεί χασισοποτείο στο ερημικό (τότε) Ρουφ κάτω από τα Μηχανικά.
Η Εφημερίδα ΣΚΡΙΠ από τις 28/8/1927 αρχίζει να δημοσιεύει τις ιδιόγραφες (κατά τη δήλωση του αρθρογράφου) βιογραφικές σημειώσεις του Μιλτιάδη Κονταξή, του πρώτου Έλληνα αναρχικού όπως αναφέρει στον τίτλο των άρθρων της η εφημερίδα. Ο Μ. Κονταξής γόνος εύπορης οικογένειας που κατοικούσε στο Κολωνάκι, σπουδάζει στο Πολυτεχνείο, και εν συνεχεία σε ηλικία 22 ετών μεταβαίνει στο Μόναχο της Γερμανίας για ανώτερες σπουδές. Εκεί γνωρίζεται με τον Ιταλό αναρχικό Λουϊζον Αρλότα και λίγο αργότερα το όνομά του θα αναγραφόταν στους καταλόγους της Γερμανικής υπηρεσίας ξένων ως «επικινδύνου αναρχικού». Επιστρέφει στην Ελλάδα, όπου συναναστρέφεται με σεσημασμένους κακοποιούς, συλλαμβάνεται ως αρχηγός σπείρας διαρηκτών, φυλακίζεται, εκτίει την ποινή του, αποφυλακίζεται και τελικά αυτοκτονεί στα 1917. Τα αναφερόμενα λοιπόν στις ιδιόγραφες σημειώσεις του αφορούν γεγονότα προ του 1917. Αληθινή ή όχι η ιστορία, περιέχει σημαντικές πληροφορίες για τον υπόκοσμο των Αθηνών τις πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα. Διαβάζουμε:
«Θυμάμαι με τι καρδιοκτύπι ξεκινήσαμε εγώ, ο Μπισμπίκης, ο Ντομένικος, ο Λίζος και ο Μάρας από το ντεκέ του Περδικάκη του Γιάννη από το Ρουφ, μια νύκτα ολοσκότεινη μ’ ένα απαίσιο κατακλυσμό του ουρανού, για να σπάσουμε κάποια αποθήκη από δέρματα στον Πειραιά, στη συνοικία της Άγιας Σοφίας.»
Το πρώτο που έχουμε να παρατηρήσουμε είναι η μεταφορά του τεκέ από την Ψαρομηλίγου στο Ρουφ, αλλά και η αναφορά του μικρού ονόματος του Περδικάκη.
Το δεύτερο είναι η παρουσία στην παρέα του Κονταξή ενός γνωστού μας από τα γεγονότα του 1901 – 1902, του Μπισμπίκη. Πρόκειται για τον Δημ. Μπισμπίκη το συνεταίρο του Περδικάκη στον τεκέ που διατηρούσε στην Ψαρομηλίγγου και ο οποίος φονεύτηκε στα 1926 στην Πλατεία Ψυρρή από κάποιο υποδηματοποιο.
Η τρίτη έκπληξη ακούει στο όνομα Ντομένικος. Και η έκπληξη είναι το πλήρες όνομά του (που διευκρινίζεται λίγο πιο κάτω στη σειρά αυτή των άρθρων): Ντομένικος Βαμβακάρης!!!
Υπάρχει ακόμη ένα άρθρο του ΣΚΡΙΠ στις 18/3/1926 που επίσης αναφέρεται σε εποχή παλιότερη από αυτή της δημοσίευσης, αφού κατά δήλωση της εφημερίδας η ιστορία προέρχεται «από τα απομνημονεύματα» πρώην αστυνομικού.
«Ένα γλυκό ανοιξιάτικο βράδυ -μετά τα μεσάνυκτα- τότε αρχίζει τη δουλειά της η Καταδίωξις- η αναζήτηση κάποιου πορτοφολατζή με οδηγεί μετά των χωροφυλάκων Δαμίγ… και Δημόπ… εις την ερημικήν συνοικίαν Ρουφ, κάτω από τα Μηχανικά. Εκεί λειτουργεί ο ντεκές του Γιάννη Περδικάκη. Εις τον θαμπόν φεγγίτην του, διακρίνομεν αμυδρόν φως. Σημείον, ότι κάποιοι τον πατούν εκεί μέσα. Κτυπώμεν.
-Ποιος είναι;
-Αστυνομία. Ανοίξτε.
Βλασφημίες, τρεχάματα, χαλασμός Κυρίου μέσα. Η θύρα τέλος ανοίγει και εισερχόμεθα.
-Γεια σου Περδικάκη!... Βρε Ντεληγιάννη τον άναβες; Κι εσύ Μπισμπίκη εδώ;
-Αμ που ήθελες να ήμουνα; Σε κανένα εσπερινό;
…
Απαραίτητος μπαγλαμάς στολισμένος με κόκκινην φούνταν μεταξωτήν και μερικά ασημένια φράγκα και δίφραγκα ξεκρεμιέται από τον κιτρινισμένον από τις κάπνες τοίχον, και ακούγεται η προσταγή:
-Βάρα τον ασικλή Μπισμπίκη!
Και ο Μπισμπίκης, …, αρχίζει να υποκρούη ένα μερακλίδικο ντουζένι:
Τι τραβούμ’ εμείς τ’ αλάνια
Όταν είμαστε χαρμάνια…»
πηγή