Quantcast
Channel: Πίσω στα παλιά
Viewing all articles
Browse latest Browse all 12885

ΤΟ ΒΡΑΚΙ ΤΗΣ ΝΙΚΑΣ

$
0
0

Δημήτρης Τζουβάλης

(Διήγημα)
Η Νίκα, η Νίκα μας, ανεβασμένη στη συκιά κι εμείς, «τα χρυσούλια» της, νόμιμοι σύζυγοιερωτοχτυπημένοι, όλοι εκεί παρόντες. Ο Τάκης ο χάλιας κι ο Γιώργος η τσίτα, Ο Μανώλης ο χέζας κι εγώ –γνωστότερος και σαν ζερβοκούτης- ο Χρήστος ο μπάκακας κι ο Νίκος ο δεσπότης.
“Οι άντρες μου”, έλεγε και τα μάτια της γέμιζαν τρυφεράδα καθώς μας κοίταγε. Και μείς την αγαπούσαμε. Έτσι απλά την αγαπούσαμε.
“Όμορφη που είναι η Νίκα μας”, θαυμάζαμε ονειροπαρμένοι.
“Αν ο Μάης αποφάσιζε να παντρευτεί θα την χάναμε”, ανησυχούσε ο Μανώλης.
“Αν δεν τη διάλεγε, θα πει δεν ξέρει τι του γίνεται”, αποφαινόταν ο Τάκης, απαντώντας στους φόβους του Μανώλη που η γιαγιά του τον πείραζε, όταν έπεσε στην αντίληψή της ο έρωτας του εγγονού της, λέγοντάς του πως ο Μάης, βρίσκει κάθε χρόνο την καλλίτερη και την παντρεύεται. 
Κι αλλοίμονο, ομορφότερη από τη Νίκα μας δεν υπήρχε. Αυτό ήταν το καμάρι κι ο φόβος μας. Γι' αυτό και την φυλάγαμε. Καθόμασταν έξω από το σπίτι της και προσέχαμε μην έρθει ο Μάης ή ο Λεωνίδας ο φορτηγατζής. Και καλά τον Λεωνίδα θα τον βλέπαμε. Το Μάη όμως; Ανατριχιάζαμε στη σκέψη να περνούσε σαν αέρας ανάμεσά μας και να την έπαιρνε τη Νίκα μας. 
Η γιαγιά το ‘χε ξεκαθαρίσει στο Μανώλη. Ο Μάης, ήταν άτρωτος στις βολές της σφεντόνας μας. Ο Λεωνίδας δεν ήταν. Το ‘χε διαπιστώσει κι αυτός και μείς στην πρώτη του προσπάθεια προσέγγισης. Άντε όμως να τα βάλεις με τα στοιχειά. Και η Μάρθα η μάγισσα, που την παρακαλέσαμε να μας βοηθήσει – με την ψυχή στα δόντια περάσαμε το κατώφλι της- μας το ξέκοψε. Απ’ ό, τι εκείνη ήξερε, δεν υπήρχε βοτάνι ή ξόρκι ενάντια στο Μάη. Τίποτε κι από κει.
“Κόρακας κοράκου μάτι δε βγάζει”, έκλαψε ο Χρήστος.
Το πρωί που λείπαμε στο σχολείο, αφήναμε τον Τάκη που ήτανε μικρός και δεν είχε ξεκινήσει ακόμα τέτοια βάσανα, φρουρό στο κατώφλι της.
“Ο Μάης, αν ήθελε νύφη, ας πήγαινε στο χωριό του. Εδώ είναι δικό μας χωριό κι ούτε σώγαμπρους παίρνουμε, ούτε τα κορίτσια μας ξενοπαντρεύουμε”, μουρμούριζε πεισματωμένος ο Τάκης στη σκοπιά του. Κι αν ήτανε στο χέρι του, θα ‘βγανε το Μάη από το δωδεκάμηνο. Έτσι για να μάθει ν’ αφήνει ήσυχα τα κορίτσια του κόσμου. Ας έπαιρνε στο κάτω-κάτω τα λεύτερα. Η Νίκα μας ήτανε λογοδεμένη. Όλοι οι μήνες έχουν τα κουσούρια τους, αλλά τούτος το παράκανε.
Η Νίκα μας έμενε στο έρημο πια σπίτι του Τσιτσώνη. Στο σπίτι που πολλοί το έλεγαν στοιχειωμένο. Ο ιδιοκτήτης, μετά τον εμφύλιο κρυβότανε στην Αθήνα. Είχε σκοτώσει δυο γιατρούς όταν έγινε αντάρτης. Κατέβηκε απ’ το βουνό, πήρε δυο γιατρούς από το νοσοκομείο της πόλης και τους έφερε στο χωριό
“Σας θέλει η Μαρία”, τους είπε.
Τους κατέβασε στο κατώι και τους έριξε ζωντανούς στην άπατη στέρνα του. Πλήρωσαν αυτοί για όλους τους γιατρούς και για κείνον που δεν μπόρεσε να του σώσει τη γυναίκα και που είχε την τύχη να λείπει από το νοσοκομείο. Μετά τον πόλεμο, έμεινε για λίγο στο χωριό. Για λίγο μόνο. Δεν μπορούσε ν’ αντέξει τα «σημεία και τέρατα», κατά τη Μάρθα, που λάβαιναν χώρα στο σπίτι του. Πιο πολύ δεν μπορούσε ν’ ακούει τις φωνές. Βούιζε η «διαολόρατη» η στέρνα από το σκούξιμο των γιατρών. Έτσι τη βάφτισε τη στέρνα ο Σαρέλας, σε αντίθεση με το Θεόρατο. “Τα ψηλά τα βλέπει ο Θεός και τα βαθειά ο Διάολος”, έλεγε.
Τους άκουγε ακόμα και ύστερα από τόσον καιρό, να γρατσουνάνε με τα νύχια τους τα λεία τοιχώματα για να βγουν. Του τρυπάγανε το μυαλό οι φωνές τους. Ήταν και η Μαρία που ερχόταν κάθε βράδυ και τον αναστάτωνε ζητώντας του να πλαγιάσουν μαζί. Τη δεύτερη μέρα του γάμου τους έπεσε άρρωστη. Την πρώτη τους νύχτα, ναρκώθηκε πιωμένος δίπλα της χωρίς να την αγγίξει. Μετά στο νοσοκομείο. Παρθένα έφυγε η Μαρία. Ο άντρας της απαρηγόρητος.
“Την είχανε φκιαγμένη”, διέγνωσε η Μάρθα και προφήτεψε πως η παρθενιά της, που η ψυχούλα της ήξερε πώς την κράτησε ως τα δεκαεννιά της, δεν θα την άφηνε να ησυχάσει στον τάφο της.
Τώρα, κάθε βράδυ, του ζητάει να κάμει το χρέος του. Την πρώτη φορά, εννιά μέρες μετά το θάνατό της, που εμφανίστηκε μπροστά του, πίστεψε πως ήθελε εκδίκηση.
“Το χρέος σου, σαν άντρας μου”, του είπε. Γι αυτό έφαγε τους γιατρούς. Ύστερα κατάλαβε. Έψαχνε δικιολογίες.
“Είμαι μεθυσμένος”, της έλεγε. Κι όλο “αύριο”, της έλεγε. Ένα ρίγος τον διαπερνούσε σ’ όλο του το κορμί στη σκέψη να πλαγιάσει με την πεθαμένη. Ήρθε σαν λύτρωση το κυνηγητό της χωροφυλακής.
“Φεύγω για την Αθήνα, Με κυνηγάνε”.
“Πάρε με μαζί σου”, τον παρακάλεσε.
Έκανε πως δεν άκουγε και κίνησε να φύγει. Πήρε τους πιο σκοτεινούς δρόμους. Μεσάνυχτα. Τη λεπτή αέρινη παρουσία που τον ακολουθούσε, δεν την είδε...
Βρήκε τότε ευκαιρία η Νίκα μας κι έκανε κατοχή. Τα στοιχειά δεν τα φοβόταν. Αυτά τα φοβάσαι, όταν τα ‘χεις και κυκλοφορούν μέσα σου και τ’ αφήνεις και σου κυριεύουν το νου. Αν τα ‘χεις πλασμένα με τα ίδια σου τα χέρια. Τότε είσαι χαμένος.Τα παρατάς όλα και πας και κρύβεσαι στην Αθήνα. Στην Αθήνα, τα στοιχειά είναι συνηθισμένο φαινόμενο και κανείς δεν νοιάζεται. Κυκλοφορούν στους δρόμους πλανεμένα κι άκακα, νοσταλγώντας το παρελθόν και την αφετηρία τους. Λαχταρούν να τα σταματήσει κάποιος στη μέση του δρόμου και να τα καλημερίσει. Να τα βρίσει έστω. Ν’ ασχοληθεί μαζί τους. Και τις νύχτες ονειρεύονται. Βάνουν μπρος τις ταξειδιωτικές μηχανές τους κι ονειρεύονται πως φεύγουν. Αν μένεις ξυπνητός τα βράδια, σε ξεκουφαίνει αυτή η ομαδική προσπάθεια για δραπέτευση. Σε ξεκουφαίνει ο θόρυβος των ονειρομηχανών που καίνε –τί άλλο μπρορεί να βρει κανείς στην Αθήνα- πετρέλαιο. Τα πρωινά, ανασαίνουν την αποπνικτική ατμόσφαιρα της αποτυχίας τους και τρελαίνονται. Αρχίζουν τότε να εκπέμπουν SOS προς όλες τις κατευθύνσεις, πατώντας με μανία την κόρνα του αυτοκινήτου τους.
Αλλά ποιός να τους ακούσει...
Νεράιδα πεντάμορφη η Νίκα μας, την βρήκε έκθετη η Άνοιξη και την ανάθρεψε σαν δική της κόρη. Της έδωσε προίκα της το λεπτό άρωμα του Ζέφυρου και τη δροσερή ανάσα της Αύρας.
“Ένας λόγος παραπάνω για το Μάη να κάτσει στ’ αυγά του”, σκεπτόμουνα. “Εμείς τις αδερφές μας τις σεβόμαστε, ακόμα και τις θετές αδερφές μας”.
Μάνα και πατέρα, από κείνους τους επίγειους, δεν είχε. Φρόντισε γι αυτό το επίσημο κράτος. Ο πατέρας, άφησε τα κοκαλάκια του στο νησί του διαβόλου, «δι’ αντεθνικήν δράσιν”, και η μάμα δεν τ’ άντεξε.
“Πού να σ’ αφήσω παιδάκι μου”, αγκομαχούσε κι έβγαινε η ψυχή της. “Ο Θεός παραείναι ψηλά για να σε προσέχει και οι άνθρωποι παραείναι κοντά για να μη σου κάνουνε κακό. Ας σε βοηθήσει η Παναγία. Αυτές τις μέρες μ’ επισκέφτηκε και μου είπε πως με θεωρεί αδερφή της. «Όλες οι πονεμένες είναι αδερφές μου». Έτσι μου είπε”. Η Νίκα μας, ζει από τότε μοναχή της, μοιράζοντας με τα πετεινά του ουρανού τη θεία προστασία. Και η κρατική μέριμνα, εντελώς απούσα, εκκλησιάζεται στους μητροπολιτικούς ναούς και προσεύχεται μαζί με τους δεσποτάδες, για κάτι που έχει ήδη κανονίσει η μάνα της σε ανώτερα κλιμάκια.
Εμείς φρουροί έξω από το σπίτι κι αυτή να τραγουδάει και να μας καμαρώνει.
“Να ‘ναι καλά τα χρυσούλια μου”.
Της πηγαίναμε φαΐ κάθε μέρα, μεσημέρι βράδι. Της πηγαίναμε όλοι, γιατί δεν μπορούσαμε να συμφωνήσουμε.
“Φτάνει ένα πιάτο τη φορά, θα χοντρύνω”.
“Εγώ θέλω να χοντρύνεις”, εξομολογιόταν ο Γιώργος, θέλοντας να γλυτώσει απ’ το πείραγμα της μάνας του της ευτραφέστατης Μόρφως.
“Τί της βρίσκετε μωρέ αυτηνής της κοκαλιάρας”;
Καθόμασταν όλοι γύρω της κι αφού δεν μπορούσε να τα φάει όλα, για να ευχαριστήσει και μας αλλά και τα μέτρα της Μόρφως να πιάσει, την αφήναμε και διάλεγε το πιάτο που της άρεσε και όλοι μαζί, σαν μια οικογένεια, στρωνόμασταν στο φαΐ.
Έτσι ζούσε η γυναίκα μας η Νίκα και με κάτι ψιλά που οικονομούσε από τα θελήματα που έκανε στιε νοικοκυρές και ειδικά στην κυρά Χρυσούλα τη μάνα μου. Όλη μέρα τραγούδαγε. Τραγούδαγε σας λέω και μεις την ακούγαμε. Όχι με τ’ αυτιά αλλά με την καρδιά μας. Την ακούγαμε κι όταν ακόμα είμασταν σχολείο. Ξέραμε τι τραγουδάει και κοιτάζαμε με νόημα ο ένας τον άλλο στο μάθημα. Όταν αγαπάς, όλα τα αισθητήρια όργανα μαζεύονται στην καρδιά. Ή αποκτούν από μια καρδιά το καθένα κι ανατριχιάζουν στα ερεθίσματα του έρωτα.
Όταν ήτανε για σύκα, κάναμε όλοι πίσω. Αφήναμε τη Νικα μας ν’ ανέβει πρώτη. Έφτανε μέχρι το τελευταίο κλαράκι. Εμείς συνωστισμένοι από κάτω της, λιγωμένοι, με τα μάτια μας μεγάλα, αφηνόμαστε έρμαια, παιχνιδάκια αυτηνής της υπέροχης έκτης αίσθησης, που την αποκαλούν ορμή γενετήσια, να μας περιδιαβάσει ναρκωμένους, αδύναμους να κουνήσουμε, ανάμεσα απ’ τις κολώνες εκείνες ποι ιερότερες δεν είχε για μας ναός άλλος, που ξεκίναγαν από τους τορνευτούς αστράγαλους και κατέληγαν ψηλά σ’ ένα θεσπέσιο θόλο γεμάτο μυστήριο και αίγλη, στα μπούτια της Νίκας μας.
Η Νίκα μας δεν φόραγε βρακί. Δεν είχε. Ένα που της είχε δώσει η κυρά Χρυσούλα η αστυνόμαινα, το φύλαγε στο συρτάρι για κάποια στιγμή που την περίμενε να ‘ρθει. 
Να
‘ρθει μαζί μ’ ένα χέρι παλικαριού να την ανατριχιάσει. Μέσα σ’ ένα παλιό τσίτι, αποφόρι κι αυτό, είχε τυλιγμένο ένα κορμί που ο Πλάστης μαστορικά και με υπομονή, είχε τα κέφια του ως φαίνεται κείνη τη μέρα, σμίλεψε και την τελευταία του λεπτομέρεια, έτσι που να την κοιτούν με ζήλεια οι άλλες οι νοικοκυροπούλες, που είχαν βγει με τη δωδεκάδα κι όλο κάτι τους έλειπε. Σήκωνε το μπροστινό μέρος του φουστανιού της για να το γεμίσει μ’ ένα θησαυρό από σύκα. Και τον δικό της το θησαυρό τον ανέγγιχτο, τον άφηνε βορά και χάδι των ματιών μας.
Δεκάξι χρονώ κι εμείς στα δέκα...
“Οι άντρες μου”, έλεγε και γελούσε, όταν δίπλα στη βρύση τρώγαμε τα σύκα, παίρνοντας κατ’ ευθείαν απ’ την ποδιά της.
Είμασταν οι άντρες της. Αυτό ήταν το μυστικό που δεν είχαμε αποκαλύψει σε κανένα. Την είχαμε παντρευτεί όλοι, με κανονικό μυστήριο και με παπά το Νίκο που ήθελε να γίνει δεσπότης.
“Τι όνομα θα ‘χει τώρα”, αναρωτήθηκε ο Χρήστος.
“Το δικό της”, συμφωνήσαμε όλοι μετά από μια εβδομάδα με συζητήσεις και διαβουλεύσεις.
“Πρόσεξε τα σκουλήκια”, της είχα πει κάποτε, βλέποντάς την να τρώει τα σύκα χωρίς να τ’ ανοίγει. “Μέχρι να γίνουν αυτά ίσα μ’ εμένα, έχουμε καιρό”.
Και πραγματικά, τίποτε δεν ήταν δυνατότερο απ’ το σφρίγγος και τα νειάτα της Νίκας μας. Μέσα σ’ αυτόν τον μύλο του κορμιού της, έλυωνε τα πάντα.
“Πότε θα σε παντρευτούμε αληθινά και να μένουμε μαζί”, παραπονιόμασταν έμπλεοι πόθου.
“Άμα γίνει ο Νίκος αληθινός δεσπότης”.
Κι ο Νίκος έγινε δεσπότης. Αλλά άργησε. Άργησε πολύ...
Αυτή την καθυστέρηση εκμεταλεύτηκε ο Λεωνίδας ο φορτηγατζής, που ενέσκηπτε κάθε δεκαπέντε, φόβος και τρόμος καλοδεχούμενος για τα κορίτσια.
Και μας την πήρε τη Νίκα μας...
Ένα βράδι μας μάζεψε όλους γύρω της. Ήταν λουσμένη και τα μαλλιά της χείμαρος ανοιξιάτικος στους ώμους της. Είχε βάψει τα χείλια της κατακόκκινα με μπογιά που βρήκε στο σεντούκι της Μαρίας και το πρόσωπό της ένα αίνιγμα γεμάτο χαμόγελο που λαμπύριζε παράξενες ανταύγειες στο φεγγαρόφωτο. Εμείς, άφωνοι, καθισμένοι έναν κύκλο κι αυτή στη μέση όρθια, να φαντάζει πανύψηλη κι ωραία όσο ποτέ, να στριφογυρίζει και να μας κοιτάει κατάματα έναν έναν.
“Αν είναι να γίνει, πρέπει εσείς οι νόμιμοι να είστε οι πρώτοι. Ας γίνει εδώ απόψε”.
Σήκωσε, χορεύοντας στις μύτες των ποδιών της, σιγάσιγά το φόρεμά της. Μαζί της χόρευαν και τα μάτια μας και η ζωή μας ολόκληρη, ένας χορός κάτω από το φεγγάρι και πάνω, ποιός μπορούσε να ξεχωρίσει σε ποιόν, σ’ έναν ονειρεμένο πλανήτη όπου η φωνή και οι κινήσεις δεν ήταν πλέον δική μας βούληση αλλά της νεράιδας που απόψε είχε αποφασίσει να μας περιδιαβάσει στο σύμπαν, που είχε συγκεντρώσει για χάρη μας κάτω από το καλό της το φουστάνι. Κι εκεί, ήλιος λαμπερός το κόκκινο βρακί της καλής μας. Απλώσαμε τα χέρια μας και αγγίξαμε το φλογερό φεγγοβόλο αστέρι... Την χάσαμε τη Νίκα μας. Όταν της πήγαμε φαΐ την άλλη μέρα, δεν ήταν εκεί. Ο Τάκης, φύλαγε το άδιο σπίτι που για πρώτη φορά μας φάνηκε στοιχειωμένο. Καθόμασταν αμίλητοι στις σκάλες του σπιτιού χωρίς ν’ αλλάζουμε κουβέντα. Κάθε μέρα. Μόνο ο Τάκης την ώρα του δείπνου, σηκώνονταν, πήγαινε σπίτι του και γύριζε μ’ ένα πιάτο φαΐ που τ’ απίθωνε στο κατώφλι.
“Πάμε τώρα, θα φάει”.
Άλλες φορές, μας αναστάτωνε ένα παράξενο θρόισμα της συκιάς, όμοιο με της Νίκας μας σαν μάζευε σύκα. Και τρέχαμε να σκαρφαλώσουμε.
Κάποιος την είδε, φτιασιδωμένη κι ωχρή, με μια τσάντα στον ώμο, να τριγυρνάει στην οδό Αθηνάς.
Εμείς μεγαλώσαμε. Μένουμε, όπως όλος ο κόσμος, στην Αθήνα. Είναι φορές, που σαν να έχουμε από πριν συνεννοηθεί, τα παρατάμε όλα κι αλλοπαρμένοι αλωνίζουμε την οδό Αθηνάς, κοιτάζοντας εξεταστικά όλες όσες που φτιασιδωμένες κι ωχρές τριγυρνάνε στις σκοτεινές παρυφές της. 
Η Αθήνα, το ίδιο φτιασιδωμένη κι ωχρή, με μια τσάντα στον ώμο, κρύβει όσες της μοιάζουν.
Τον Λεωνίδα τον ψάχναμε και μεις. Πυρωμένα κάρβουνα τα μάτια μας τον αναζητούσαν. Τον βρήκε η Μοίρα και του ‘δωκε έξι μαχαιριές στην κοιλιά, εκεί κάπου στην πλατεία Βάθη.
Έξι μαχαιριές! Μια για τον καθένα μας συλλογιστήκαμε.
“Ήμαρτον Κύριε, η μια θα ΄θελα να ‘ναι δική μου”, εξομολογήθηκε γονατιστός μπροστά στην Αγία Τράπεζα, ο αρχιμανδρίτης Θεόκλητος με το κοσμικό όνομα Νίκος..

Viewing all articles
Browse latest Browse all 12885

Trending Articles



<script src="https://jsc.adskeeper.com/r/s/rssing.com.1596347.js" async> </script>