«Μπορεί να πει φυσικά κανείς ότι το ελληνικό πρόβλημα είναι το πρόβλημα της Αθήνας», έγραφε ο στρατηγός Τζελόζο, διοικητής της ιταλικής 11ης Στρατιάς. Όπως έχει παρατηρηθεί από τους ειδικούς σε θέματα επισιτισμού στην περίοδο του πολέμου, εκείνες που χτυπήθηκαν περισσότερο από τη σιτοδεία ήταν οι αστικές περιοχές· και η Αθήνα, μαζί με το επίνειό της τον Πειραιά, στέγαζε προπολεμικά το ένα πέμπτο του πληθυσμού της χώρας. Από τότε, ο πληθυσμός της πόλης είχε αυξηθεί, ίσως κατά πολλές εκατοντάδες χιλιάδες, με πρώην κληρωτούς να προσπαθούν να γυρίσουν στην πατρίδα τους, πρόσφυγες από άλλα μέρη της Ελλάδας, και με τα στρατεύματα του Άξονα. Έτσι, η κατοχή αύξησε τον πληθυσμό των πόλεων ενώ ταυτόχρονα μείωσε την επάρκεια σε τρόφιμα.
Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες δεν χρειάστηκε πολύς χρόνος για να εμφανιστεί το φάσμα του λιμού στον ορίζοντα. Ένας Έλληνας ειδικός ανησυχούσε για την κατάσταση του επισιτισμού ήδη από τις 4 Μαΐου, μία μόλις εβδομάδα από τότε που μπήκαν οι Γερμανοί στην Αθήνα. Ο συνδυασμός πλιάτσικου και πληθωρισμού έκανε τους καταστηματάρχες να αποσύρουν τα εμπορεύματά τους από την πώληση και ενθάρρυνε την αποθησαύριση. Τον Ιούλιο πια, ουρές 300-400 ανθρώπων εκτείνονταν έξω από τον ελαττωνόμενο αριθμό μαγαζιών που εξακολουθούσαν να έχουν τρόφιμα. Οι ουρές για τσιγάρα ήταν τόσο μεγάλες που ο κόσμος έφερνε μαζί του καρέκλες. Η αντίδραση της Βέρμαχτ δεν είχε τίποτα το καθησυχαστικό. «Οι Γερμανοί λένε: “Α, δεν έχετε δει τίποτε ακόμα· στην Πολωνία πεθαίνουν από την πείνα 600 άνθρωποι την ημέρα”», ανέφερε ένας νεαρός Αμερικανός που έφυγε στις 25 Ιουλίου.
Όσον αφορά τους πολίτες —και τα τρόφιμα—, όλα τα κανονικά συστήματα μεταφοράς είχαν εξαρθρωθεί. Για να ταξιδέψεις από την πρωτεύουσα στην Πελοπόννησο απαιτούνταν άδεια από τους καραμπινιέρους και κράτηση πολλές μέρες νωρίτερα· το ταξίδι με τραίνο για τη Θεσσαλονίκη κρατούσε τριάντα έξι ώρες. Από τον Πειραιά στη Χίο με καΐκι ήθελες δεκαπέντε με είκοσι μέρες, και ο ναύλος ήταν έξω από τις δυνατότητες των περισσοτέρων. Όλο το καλοκαίρι ο κόσμος στεκόταν στην ουρά περισσότερο από μία ώρα για να πάρει το τραμ μέσα στην Αθήνα· η έλλειψη καυσίμων ανάγκαζε τις αρχές να περιστέλλουν τις υπηρεσίες, καμιά φορά να τις καταργούν και εντελώς. Στις 14 Ιουλίου, για παράδειγμα, ο μουσικολόγος Δούνιας αποφάσισε να περπατήσει από το σπίτι του, που ήταν στα προάστια, ώς την Αθήνα, γιατί κάθε φορά που περνούσε λεωφορείο οι άνθρωποι ήταν μέσα σαν «σαρδελλοβάρελο». Μέσα σε λίγους μήνες κάθε δημόσιο μέσο μεταφοράς στην Αθήνα έμελλε να σταματήσει, και οι άνθρωποι θα αναγκάζονταν να πηγαίνουν με τα πόδια στη δουλειά τους, μέσα στο χιόνι.
Για μερικούς το καλοκαίρι έκρυβε αυτά τα προβλήματα και η ζωή στην πρωτεύουσα διατηρούσε τα θέλγητρά της. Μια Αμερικανίδα, η κυρία Χόουμερ Ντέιβις, αφού είχε μόλις περιγράψει τη μείωση της μερίδας του ψωμιού, την απουσία λαδιού, βουτύρου και σαπουνιού, τις μακριές ουρές και τις απογειωμένες τιμές, συνέχιζε καθησυχάζοντας ένα φιλικό της πρόσωπο: «Παρ’ όλα αυτά, θα σου ‘κανε κατάπληξη να δεις πόσο φυσιολογική μοιάζει γενικά η ζωή. Φάγαμε στης Μπέσυ λίγο πριν φύγουμε και όλα ήταν όπως πάντα». Η ζωή για τη γερμανική παροικία ήταν τόσο χαμογελαστή, ώστε το δυναμικό της αυξανόταν καθώς έφταναν άνθρωποι από το Ράιχ, για να αποφύγουν τις βομβιστικές επιδρομές των Συμμάχων. Μια Γερμανίδα χήρα ενός Έλληνα δημόσιου υπαλλήλου έγραφε όλο ευτυχία στο γιο της:
Η Ελλάδα έχει γίνει για μένα ένα κομμάτι της πατρίδας μου, είναι απίστευτο πόσο έχουν αλλάξει όλα. Στο μεγάλο σπίτι στην Κηφισιά όπου ζούσε ο κύριος Φορμπς, στο δρόμο προς το Τατόι, ζει ένας ταγματάρχης με τους αξιωματικούς του. Πιάσαμε φιλία και τους έχω σχεδόν κάθε μέρα στο σπίτι μου. Έχω τρία αυτοκίνητα στη διάθεσή μου. Ζω σαν μικρή βασίλισσα. Με σέβονται και με αγαπούν πολύ, κι εγώ δροσίζομαι (sic) από τον ελληνικό λαουτζίκο και ζω τουλάχιστον στο περιβάλλον μου, ανάμεσα σε δυνατούς άνδρες, που έχουν πολύ καλή μόρφωση, φορούν καθαρά ρούχα κι έχουν τους καλύτερους τρόπους.
Γρήγορα όμως, ακόμα και οι προνομιούχοι και όσοι είχαν καλές διασυνδέσεις άρχισαν να αγωνιούν. Ο Σεπτέμβριος ήταν πολύ ζεστός και ξερός. Ο κόσμος περίμενε με τρόμο τον επερχόμενο χειμώνα. Από την Αίγινα, κάποια κυρία Κωνσταντάκου καθησύχαζε την κόρη της στη Ζυρίχη ότι η κατάσταση με τα τρόφιμα ήταν καλύτερη απ’ ό,τι στις πόλεις, κι ότι υπήρχαν ψάρια, σύκα και λαχανικά — «αλλά προβλέπω έναν τραγικό χειμώνα για τους φτωχούς και τα παιδιά στις πόλεις». Ένας Αμερικανός, ο Ραλφ Κεντ, έλεγε πως «θα μπορούσε να συμβεί κάτι στο στυλ της Γαλλικής επανάστασης στην Ελλάδα, γιατί οι φτωχοί στην κυριολεξία πέθαιναν της πείνας».
Για τα τμήματα εκείνα του αστικού πληθυσμού που εξαρτώνταν από τη βοήθεια του κράτους οι προοπτικές ήταν μαύρες. Τα τρόφιμα που έμπαιναν στην Αθήνα με το σταγονόμετρο όλο το καλοκαίρι δεν έδιναν στο υπουργείο Επισιτισμού δυνατότητα για πολλούς ελιγμούς. Εκτός από το ψωμί, το Μάιο επιβλήθηκε επίσης δελτίο στο ρύζι, στο ελαιόλαδο και στη ζάχαρη. Τον Ιούνιο έγινε μία διανομή κρέατος, μία ρυζιού και μία ζάχαρης. Τον Ιούλιο υπήρξαν δύο μικρές μερίδες κρέας και μία ρύζι. Από κει και πέρα το κρέας έγινε γλυκιά ανάμνηση, και το μόνο που μπόρεσε να καταφέρει το υπουργείο Επισιτισμού ώς την επόμενη άνοιξη ήταν μεμονωμένες διανομές ελαιόλαδου, σταφίδας και ζάχαρης.
Βουνά και θάλασσες μακριά από τις σικ λεωφόρους του κέντρου της Αθήνας, οι φτωχογειτονιές στα κράσπεδα της πόλης ήταν εκείνες που σήκωσαν το μεγαλύτερο βάρος του λιμού. Στο μεσοπόλεμο είχαν ξεφυτρώσει ή είχαν κατασκευαστεί σε ικανή απόσταση από την καρδιά της πόλης παραγκομαχαλάδες, για να στεγάσουν τους χιλιάδες πρόσφυγες που είχαν φύγει από τη Μικρασία μετά την Καταστροφή του ‘22. Οι κάτοικοί τους, οι οποίοι είχαν φτάσει με ελάχιστα προσωπικά αντικείμενα, ζούσαν σε καλύβες από τενεκέ και σανίδες, που δύσκολα θερμαίνονταν ή κρατιόνταν καθαρές. Τετραμελείς ή πενταμελείς οικογένειες μοιράζονταν το ίδιο δωμάτιο· συχνά, αντί για πραγματικές σωληνώσεις, υπήρχαν ανοιχτές αποχετεύσεις που έρρεαν πίσω από τα λασπωμένα σοκάκια. Σε αντίθεση με τους άλλους Έλληνες, οι νιόφερτοι αυτοί δεν είχαν οικογενειακό σπίτι στις επαρχίες για να καταφύγουν όταν οι καιροί ήταν δύσκολοι. Αποτελούσαν το πρώτο γνήσιο αστικό προλεταριάτο της χώρας, και το κράτος τούς είχε παραμελήσει εντελώς.
Πριν από τον πόλεμο, αυτοί και τα παιδιά τους έβγαζαν το ψωμί τους μέσα σε κακοαεριζόμενα εργοστάσια με χαμηλούς μισθούς· άλλοι δούλευαν μικροπωλητές στους δρόμους ή υπηρέτριες. Όταν άρχισε η Κατοχή, έχασαν τις δουλειές τους κατά χιλιάδες, καθώς οι εγκαταστάσεις και τα αποθέματα της βιομηχανίας επιτάσσονταν και οι ελλείψεις στα καύσιμα σταματούσαν την οικονομική δραστηριότητα. Μεγάλοι εργοδότες της προπολεμικής περιόδου, όπως τα υφαντουργεία και οι χημικές βιομηχανίες, είχαν αναγκαστεί να μειώσουν την παραγωγή τους στο 10-15% των κανονικών τους επιπέδων. Προσπαθώντας απελπισμένα να βγάλουν κάποια χρήματα, ο κόσμος άρχισε να πουλάει πράγματα στους δρόμους ή να ζητιανεύει. Στους μώλους του Πειραιά ήταν παραταγμένοι στην προκυμαία ένα πλήθος από άνδρες που έκαναν δουλειές του ποδαριού: «Πρώην υπάλληλοι, εργάτες, οδηγοί και ταμίες, που οι δουλειές τους έχουν πάει στα άχρηστα, έχουν γίνει θυρωροί και προσπαθούν να βγάλουν το άθλιο μεροφάι τους κουβαλώντας τσάντες και ψώνια σε κάρα ή στις πλάτες τους». Μικροπωλητές πουλούσαν κομμάτια χαρουπόπιτα, σύκα και άλλα φρούτα, που όλα έδειχναν βρώμικα, ή σπίρτα, τσιγάρα, παλιά ρούχα. Ζητιάνοι ξάπλωναν κατάχαμα. Στο κέντρο της πλατείας Ομονοίας ήταν άνθρωποι κάθε ηλικίας, ξαπλωμένοι σε κουβέρτες πάνω από τα ζεστά ρεύματα αέρα του μετρό, και έτειναν τις παλάμες τους στους διαβάτες.
Δεν υπάρχουν επίσημα στοιχεία για την έκταση της ανεργίας στις φτωχότερες γειτονιές, αλλά ο Μαρσέλ Ζυνό του Ερυθρού Σταυρού υπολόγιζε ότι ο μισός εργατικός πληθυσμός και παραπάνω ήταν χωρίς δουλειά. Τα δύο τρίτα απ’ αυτές τις οικογένειες είχαν γραφεί στα τοπικά λαϊκά συσσίτια· δεν έτρωγαν όμως περισσότερο από δύο με τρεις φορές την εβδομάδα, και ακόμη και τότε δεν τρέφονταν όλα τα μέλη της οικογένειας. Ο Ζυνό παρατηρούσε ότι ιδίως σι γυναίκες είχαν την τάση να φεύγουν χωρίς φαΐ, ώστε να αφήσουν λίγο για τα παιδιά τους.
Για πολλούς ο μόνος τρόπος επιβίωσης ήταν να μαζεύουν αγριόχορτα και άλλα φυτά από την εξοχή γύρω από την πόλη. Ύστερα τα έβραζαν, αν υπήρχαν καύσιμα, και τα έτρωγαν αλάδωτα. Τα χόρτα αυτά όμως δεν είχαν θρεπτική αξία: χρειάζονταν πέντε κιλά για να παραγάγουν την ημερήσια δόση υδρογονανθράκων που έχει ανάγκη το ανθρώπινο σώμα. Τα παιδιά έψαχναν στους σκουπιδοτενεκέδες για αποφάγια ή περίμεναν κοντά στις εισόδους υπηρεσίας των μεγάλων ξενοδοχείων. Άλλοι μαζεύονταν γύρω από τις πόρτες των εστιατορίων. Μερικοί Γερμανοί αξιωματικοί βασάνιζαν τα πιτσιρίκια πετώντας τους αποφάγια από τα μπαλκόνια και παρακολουθώντας τα να τσακώνονται μεταξύ τους. Οι στρατιώτες που έτρωγαν ελιές στο δρόμο προσείλκυαν σμάρια ολόκληρα από παιδιά. Μόλις έφτυνε κάποιος ένα κουκούτσι ελιάς, τα παιδιά ορμούσαν να το πιάσουν: το πιο γρήγορο το έβαζε στο στόμα του και το έγλειφε ώσπου να μείνει το ξύλο.
Παρόλο που ο υποσιτισμός αδυνάτιζε το σώμα κι έκανε την εργασία όλο και πιο εξαντλητική, οι οικογένειες που είχαν δουλειά δεν είχαν άλλη επιλογή, αν ήθελαν να ζήσουν, από το να συνεχίσουν σαν να μη συνέβαινε τίποτε. Η Χρύσα Π., χήρα, πήγαινε στη δουλειά τρεις μέρες την εβδομάδα για να βγάλει το ψωμί των φυματικών παιδιών της, παρόλο που ήταν άρρωστη και η ίδια. Ο Γρηγόριος Μ., που είχε απολυθεί, περπατούσε πολλές ώρες την ημέρα στους λόφους για να κόβει αγριόχορτα και να τα φέρνει στο σπίτι. Είχε ήδη εμφανίσει τα οιδήματα που ήταν σημάδι οξύτατου υποσιτισμού, αλλά είχε μάνα, γυναίκα και παιδί να θρέψει.
Τα πράγματα έγιναν ακόμα χειρότερα αφού μετά το ζεστό, ξερό Καλοκαίρι ακολούθησε ένας ασυνήθιστα σκληρός και παρατεταμένος χειμώνας: οι δρόμοι της Αθήνας ήταν χιονισμένοι και τη νύχτα η θερμοκρασία έπεφτε κάτω από το μηδέν. Επειδή το κάρβουνο και το ξύλο είχαν γίνει πολύ ακριβά και καμιά φορά ανύπαρκτα, τα σπίτια δεν θερμαίνονταν σωστά και οι άνθρωποι υπέκυπταν σε κρυολογήματα, γρίπη και φθίση. Μετά από κάμποσες εβδομάδες υποσιτισμού, οι άνθρωποι εξασθενούσαν με ταχύ ρυθμό. Η έλλειψη βιταμινών προκαλούσε οιδήματα και καλόγερους στα χέρια και στα πόδια τα οποία, αν δεν θεραπεύονταν, απλώνονταν σε όλο το σώμα και στο πρόσωπο. Οι μισές περίπου οικογένειες στις φτωχογειτονιές εμφάνισαν αυτά τα συμπτώματα στις αρχές του 1942.
Το τελικό στάδιο πριν από το θάνατο ήταν μια κατάσταση σωματικής και διανοητικής εξάντλησης. Τότε πια οι άνθρωποι απλώς κατέρρεαν και ήταν ανήμποροι να ξανασηκωθούν. Ένας χτίστης που δούλευε σ’ ένα σπίτι στο Ψυχικό ξαφνικά λιποθύμησε από την κάψα του καλοκαιριού. Μια γυναίκα που είχε διασχίσει με τα δυο υποσιτισμένα παιδιά της όλο το κέντρο της Αθήνας σωριάστηκε στο δρόμο, αφήνοντας τα παιδιά να κλαίνε. Αποστρατευμένοι Έλληνες κληρωτοί, παλαίμαχοι του αλβανικού μετώπου, κείτονταν στις εξώπορτες ή στηριγμένοι σε τοίχους. Ένα παγερό δεκεμβριάτικο βράδυ ένας νέος άνδρας σωριάστηκε στην οδό Σκουφά. «Κουνήσου, κουνήσου γιατί χάθηκες!» του είπε κάποιος. «Γιατί, Θεέ μου, μ’ έφερες σ’ αυτή την κατάσταση;» αναστέναξε ο νέος. «Γιατί δεν είμαι κι εγώ σπίτι μου, παρά σέρνω σα σκύλος στους δρόμους, μέσα στη νύχτα: Γιατί, Θεέ μου; Τι σου έφταιξα;» Ήταν στρατιώτης από τη Ζάκυνθο, ένας από τους πολλούς που δεν είχαν μπορέσει να γυρίσουν στον τόπο τους όταν τέλειωσαν οι συγκρούσεις, και τώρα, χωρίς καμιά κυβερνητική βοήθεια, ζητιάνευε στους δρόμους.
Σε μια παράγκα στην προσφυγογειτονιά του Δουργουτιού, η σαραντάχρονη Ανδρονίκη Π. ήταν ξαπλωμένη φαρδιά πλατιά δίπλα στην πόρτα, σκεπασμένη με μια παλιά κουβέρτα, έχοντας πουλήσει το υπόλοιπα υπάρχοντά της για να αγοράσει φαΐ. Ο άνδρας της, που είχε πεθάνει πολλές μέρες νωρίτερα, κείτονταν μέσα. Τα τρία παιδιά της παιδιά έκλαιγαν καθισμένα, αλλά ήταν τόσο αδύναμη που δεν μπορούσε να τα βοηθήσει. Σε μιαν άλλη καλύβα στον Άγιο Γεώργιο ένας άνεργος εργάτης ήταν ξαπλωμένος, ανήμπορος να κουνηθεί, ενώ τα παιδιά του είχαν μαζευτεί γύρω από το κρεβάτι του ζητώντας ψωμί. Πολλοί απ’ τους γραμμένους στα λαϊκά συσσίτια ήταν τόσο αδύναμοι που δεν μπορούσαν να αντέξουν την πορεία ώς εκεί. Στην εργατοσυνοικία του Δουργουτιού, που μπορεί να θεωρηθεί τυπικό παράδειγμα από τις πιο φτωχές γειτονιές, 1.600 από τις 2.200 οικογένειες είχαν ανάγκη από επείγουσα ιατρική μέριμνα και σωστή διατροφή.
Αριθμοί
Ούτε οι εθνικές ούτε οι δημοτικές στατιστικές για τη θνησιμότητα είναι απόλυτα αξιόπιστες. Αν και τα νούμερα που παρουσίαζαν τα συνοικιακά συμβούλια ήταν πιο ευσυνείδητα συλλεγμένα απ’ ό,τι εκείνα που αφορούσαν το σύνολο της επικράτειας, όλες οι στατιστικές έτειναν να υποτιμούν —δεν ξέρουμε πόσο— το πραγματικό ποσοστό θνησιμότητας, αφού πολλοί θάνατοι δεν αναγγέλλονταν στις αρχές. Οι οικογένειες έχωναν τα σώματα των πεθαμένων συγγενών τους νύχτα στα δημόσια νεκροταφεία, για να μπορέσουν να διατηρήσουν τα δελτία τροφίμων τους. Μερικές φορές τους έθαβαν σε βιαστικά σκαμμένους ασημάδευτους τάφους. Τελικά οι δημοτικές υπηρεσίες συνέλλεγαν εκατοντάδες ανώνυμα πτώματα, οπότε και αυτά δεν εμφανίζονταν στα επίσημα στοιχεία.
Θα μπορούσαμε να πάρουμε ως ελάχιστο αριθμό την επίσημη εκτίμηση για το πολεοδομικό συγκρότημα Αθήνας/Πειραιά το έτος μετά τον Οκτώβριο του 1941, που έδινε συνολικά 49.188 θανάτους έναντι 14.566 θανάτων την προηγούμενη χρονιά. Ως ανώτατο όριο πρέπει να σημειώσουμε τις σαφώς υπερβολικές εκθέσεις των Ελλήνων και Βρετανών προπαγανδιστών, που έκαναν το BBC, για παράδειγμα, να μιλάει τον Απρίλιο του 1942 για 500.000 θύματα. Έχοντας κατά νου τα δύο αυτά ακραία όρια και κοιτάζοντας τα μηνιαία στοιχεία σε τοπικό επίπεδο, μπορούμε να πορισθούμε μια ορθότερη εντύπωση για την κλίμακα και τη διάρκεια του λιμού.
Για παράδειγμα, οι μηνιαίοι αριθμοί θνησιμότητας για τη συνοικία του Αγίου Γεωργίου δείχνουν ότι τον Αύγουστο του 1941 το ποσοστό ήταν κιόλας διπλό από εκείνο του ίδιου μήνα το 1940· τον Οκτώβριο ήταν τέσσερις φορές ψηλότερο και οκτώ φορές ψηλότερο το Δεκέμβριο. Το Δεκέμβριο του 1940 είχε δηλωθεί ο θάνατος 40 ανθρώπων. Τον Αύγουστο του 1941 ο αριθμός ήταν 58, τον Οκτώβριο 123, το Νοέμβριο 225 και το Δεκέμβριο του 1941 —τον χειρότερο μήνα— 323. Ύστερα το σύνολο έπεσε στους 146 τον Απρίλιο και παρέμεινε ανάμεσα στους 90 και τους 120 τους μήνες που ακολούθησαν. Με άλλα λόγια, η περίοδος του κρύου ανάμεσα στο Νοέμβριο του 1941 και τον Απρίλιο του 1942 γνώρισε μια ιλιγγιώδη αύξηση του ποσοστού θανάτων, η οποία ξεπερνούσε κατά πολύ εκείνη που έδειχναν οι αριθμοί χρόνο με το χρόνο για την πόλη στο σύνολό της.
Το συμπέρασμα αυτό ενισχύεται κι από άλλους αριθμούς. Στοιχεία από ορισμένες γειτονιές του Πειραιά και από νοσοκομεία στην Αθήνα δίνουν ποσοστά θνησιμότητας το χειμώνα του 1941-42 μεταξύ πέντε και επτά φορές μεγαλύτερα από εκείνα του προηγούμενου χρόνου. Εκτιμήσεις που δημοσιεύθηκαν από το υπουργείο Υγείας έδειξαν ότι η πείνα ήταν το άμεσο αίτιο που δηλωνόταν για το ένα τρίτο έως το ένα δεύτερο του συνόλου των θανάτων. Έμμεσα αποτελούσε το αίτιο πολύ περισσότερων, αφού ο υποσιτισμός άφηνε τους ανθρώπους έκθετους στη φυματίωση, στη γρίπη και άλλες αρρώστιες. Από τα στοιχεία αυτά ο Πειραιάς, με τον κυρίως εργατικό πληθυσμό του, προκύπτει ως το μέρος του πολεοδομικού συγκροτήματος της Αθήνας που χτυπήθηκε περισσότερο. Συνολικά, η επίσημη εκτίμηση των 35.000 περίπου θανάτων από το λιμό στην περιοχή Αθήνας-Πειραιά μοιάζει να υπολείπεται από την πραγματικότητα. Ο λιμός πιθανόν να προκάλεσε εκεί περισσότερους από 40.000 θανάτους μέσα στο δωδεκάμηνο που ξεκίνησε μετά τον Οκτώβριο, επιπροσθέτως στους αρκετές χιλιάδες θανάτους που είχαν σημειωθεί τους μήνες πριν από τον Οκτώβριο.
Δύο εξαιρετικά ενοχλητικές δημογραφικές τάσεις πρόβαλλαν από τα στοιχεία του υπουργείου Πρόνοιας. Πρώτον, το 1941 και το 1942 ήταν χρονιές όπου —για πρώτη φορά από τότε που είχαν αρχίσει να συλλέγονται στοιχεία— το ποσοστό θνησιμότητας είχε ξεπεράσει το ποσοστό των γεννήσεων, αφήνοντας την πόλη με έναν απότομα μειωνόμενο πληθυσμό. Στην Αθήνα το ποσοστό των γεννήσεων έπεσε από το 15% το 1940 στο 12,5 το 1941 και στο 9,6 το 1942. Το ποσοστό θανάτων ανέβηκε την ίδια περίοδο από το 12% στο 25,8 το 1941 και στο 39,3 το 1942. Μια παρόμοια τάση, αν και λιγότερο χτυπητή, ήταν φανερή σε όλη τη χώρα. Επιπλέον, η θνησιμότητα στα παιδιά ανέβαινε πιο αργά απ’ ό,τι στους ενηλίκους. Ο Ζυνό επισκέφθηκε πολλά νοικοκυριά στην περιοχή του Πειραιά, όπου η μάνα και ο πατέρας είχαν πεθάνει κι είχαν αφήσει τα παιδιά να τα βγάλουν πέρα μόνα τους. Σε πολλές περιπτώσεις αυτό ήταν αποτέλεσμα συνειδητής επιλογής των γονιών, όση τροφή έβρισκαν να τη δίνουν στα παιδιά τους. Οι ενήλικοι πάνω από σαράντα χρονών φαίνεται πως ήταν οι πιο ευαίσθητοι, ιδιαίτερα οι άνδρες. Ο λιμός, με άλλα λόγια, δημιουργούσε χιλιάδες χήρες και ορφανά. Παρόλο που οι συνέπειες ήταν περίπλοκες και χρειαζόταν καιρός για να αποκτήσουν ολοκληρωμένη μορφή, φαίνεται πιθανόν η καταστροφή της οικογενειακής μονάδας που ήρθε ως αποτέλεσμα του λιμού να επηρέασε βαθιά την απόκριση της ελληνικής κοινωνίας στην Κατοχή από τον Άξονα, τα επόμενα χρόνια. Θα επανέλθουμε αργότερα στον καινοφανώς πρωτεύοντα ρόλο των εφήβων και των γυναικών, καθώς διαμορφωνόταν η αντίσταση· αλλά τα σχόλιά μας αναγκαστικά είναι σε μεγάλο βαθμό υποθετικά, επειδή πρόκειται για ένα θέμα για το οποίο έχουν γραφεί λίγα πράγματα ώς τώρα.
Ο αριθμός των 500.000 θανάτων του BBC για το χειμώνα του 1941-42 ήταν σαφώς υπερβολικός. Για την περίοδο της Κατοχής συνολικά όμως, ο τελικός φόρος σε θανάτους από την πείνα μπορεί να μην υπολείπεται πολύ απ’ αυτό το νούμερο. Ο Ερυθρός Σταυρός, που διεξήγαγε τη δική του έρευνα, εκτιμούσε ότι γύρω στους 250.000 ανθρώπους είχαν πεθάνει άμεσα ή έμμεσα εξαιτίας του λιμού ανάμεσα στο 1941 και το 1943. Λογαριάζοντας την υστέρηση των γεννήσεων κατά την ίδια περίοδο, υπολόγισε πως ο συνολικός πληθυσμός της Ελλάδας ήταν τουλάχιστον 300.000 λιγότερος στο τέλος του πολέμου απ’ ό,τι θα ήταν αλλιώτικα, εξαιτίας της σιτοδείας.
πηγή