● ● ● Όποτε κατεβαίνω τη Δαφνομήλη, λίγο πριν το πάρκο του Αϊ-Νικόλα στα Πευκάκια, πάντα κοιτάζω αριστερά, το κόκκινο σπίτι με το σκελετό στο παράθυρο.
● ● ● Ακουμπάει το κεφάλι του μελαγχολικά στο τζάμι σκυμμένος μπροστά, με το τρύπιο βλέμμα του στο αόριστο του πεζοδρομίου σαν γιαγιά κουτσομπόλα που ξεχάστηκε ακίνητη στο χάζι της πίσω από την κουρτίνα, γιατί τίποτα δεν συνέβαινε στη γειτονιά. Και πέθανε έτσι, περιμένοντας.
● ● ● Όχι και τίποτα, γιαγιά. Δέκα μέτρα πιο κάτω, τις νύχτες γίνεται πάρτι. Κοίτα πώς ταλαντεύονται ξεκοιλιασμένα τα συρματοπλέγματα της περίφραξης στο γηπεδάκι του μπάσκετ. Στα τσιμέντα του, κάτω, σκασμένες οι ψιλοκρεμαστές της νύχτας, βελόνες, πευκοβελόνες, σύριγγες, χαρτιά από γκοφρέτες, κουτάκια μπίρας. Κάποιο πρωί είδα και ένα ζευγάρι σπασμένα μυωπικά γυαλάκια, απλά έτσι, πεταμένα μπροστά στην μπασκέτα.
● ● ● Από αριστερά, στο πλάτωμα ανάμεσα στο 14ο Δημοτικό Σχολείο και την παιδική χαρά, όταν γίνονται φασαρίες στο κέντρο, στήνονται μπάτσοι και περιμένουν. Οπλισμένοι, αρματωμένοι, φουλ. Χαζογελάνε, λένε μαλακίες και παίζουν με τα κινητά, σαν να περιμένουν να τελειώσει το διάλειμμα και να γυρίσουν πίσω στις τάξεις τους. Τις άλλες νύχτες, όταν έχει ηρεμία, σκοτεινές φιγούρες κουρνιάζουν πάνω στα παγκάκια σαν όρνια που παραφυλάνε να ζυγώσει κανένας αναβάτης της δύσκολης ανηφόρας που έρχεται από τη Σίνα, για να χιμήξουν. Δεν μιλάνε, μόνο καμιά κάφτρα του τσιγάρου τους βλέπεις μέσα στο σκοτάδι. Αν θες να πας στο σπίτι της γιαγιάς, καλύτερα να πάρεις τις σκάλες.
● ● ● Δηλαδή, πρέπει να κάνεις ένα μικρό κύκλο για να αποφύγεις το πάρκο. Να ανέβεις την Ασκληπιού που έχει φώτα και μόλις φτάσεις στον Άγιο Νικόλαο να κάνεις δεξιά και να ανέβεις τα σκαλάκια της Πατριάρχου Φωτίου. Αγκομαχώντας παραμερίζεις φυλλωσιές που πνίγουν το πέρασμα, ακροβατείς σε σχάρες που μόνιμα από κάτω βορβορίζουν νερά, καταπίνεις μυγάκια και φτάνεις με την αναπνοή στα δόντια, στο κεφαλόσκαλο. Το έχω κάνει και με χαλάζι.
● ● ● Το ήσυχο, αφύλαχτο πάρκο του Αϊ-Νικόλα πάντα υπήρξε καταφύγιο. Οι σκιές του και οι στροφές του κρύβουν ιστορίες. Παλιότερα, φιλοξενούσε έρωτες και νυχτερινές βόλτες σκύλων για τσίσα. Μετά ήρθαν τα πρεζόνια και μερικά κορίτσια που έψαχναν πελάτη για σεξ. Τώρα, διασχίζοντάς το θα δεις τους μικρούς καταυλισμούς δίπλα στις βρύσες. Μπογαλάκια άστεγων μπαζωμένα με τάξη και φόβο κάτω από τους θάμνους σαν καλύβες χόμπιτ και κάποια λυπημένα, ξεβαμμένα ρούχα τους να στεγνώνουν απλωμένα πάνω στα φυλλώματα, στις αγγελικές του πάρκου. Και πάντα, ο ήχος από μία ανοιχτή βρύση να κελαρύζει κάπου εκεί. Τα νερά έρχονται από μία ανεξάντλητη πηγή, την «πηγάδα του Κρητικού», που ήταν γωνία λεωφόρου Αλεξάνδρας και Γκύζη.
● ● ● Παλιά, λένε, σε όλη αυτή την πλαγιά στα πόδια του Λυκαβηττού, θάβανε νεκρούς. Το είχε ψυχανεμιστεί ο Α., φίλος που ζει εκτός Ελλάδας, όταν τον φιλοξενούσα. Το πρώτο βράδυ στο σπίτι, αργά, κρατώντας το «Κοράκι» του Έντγκαρ Άλαν Πόε στο χέρι (ναι, αυτό διάβαζε), μου είπε: «Έχεις φαντάσματα εδώ, το ξέρεις; Στριφογυρίζει μπροστά μας ένα παγωμένο ρεύμα που έρχεται από εκεί». Και μου έδειξε προς τη μεριά του πάρκου. Δεν είχα κανένα παράθυρο ανοιχτό.
● ● ● Το επόμενο βράδυ, κατεβαίνοντας με το ταξί την Οκταβίου Μερλιέ δίπλα από το Γαλλικό Ινστιτούτο, φωτογραφήσαμε φευγαλέα, στα τυφλά, τις πρασινάδες του πάρκου φωτισμένες μόνο από το ισχνό φως του φθορισμού από τις λάμπες του. Στις εικόνες που είδαμε στην οθόνη μετά διακρίναμε κινήσεις και αύρες, διπλές φιγούρες, αντανακλάσεις, είδωλα και σκιές σε τροχιά. Βέβαια τρανταζόταν και ολόκληρο το ταξί λόγω του σκατόδρομου που είναι γεμάτος τρύπες από τη μόνιμη διαρροή νερού, διαφορετικά θα είχαμε φωτογραφήσει απλώς ένα σκέτο μαύρο, αλλά και πάλι: τα φαντάσματα του πάρκου δεν μπορούσες να τα αγνοήσεις, ήταν εκεί, πίξελ με πίξελ, αληθινά, σαν μελανές τολύπες καπνού.
● ● ● Αργότερα διάβασα στο βιβλίο «Η ωραία Νεάπολις και τα παρεξηγημένα Εξάρχεια» του Γιάννη Καιροφύλα (εκδ. Φιλιπότη) ότι το μικρό εκκλησάκι, προάγγελος του ναού που χτίστηκε αργότερα, κάποτε χρησίμευσε σαν οστεοφυλάκιο. Λίγο αργότερα έγινε νηπιοτροφείο, αργότερα δημοτικό σχολείο και από το 1935 το Ε΄ Γυμνάσιο Θηλέων. Και επειδή δεν χωρούσαν όλα τα κορίτσια στο οστεοφυλάκιο, νοίκιασε το κράτος και ένα σπίτι απέναντι. Μαύρες ποδιές, λευκές κορδέλες. Οι στριγκλιές και τα χάχανα σκέπασαν τη βαριά λάσπη των πεθαμένων και το πάρκο πήρε ζωή.
● ● ● Από κάτω οι νεκροί των αιώνων και από πάνω Αθηναίοι που ζούσαν, έτρωγαν, έπιναν δροσερά νερά από τους καταρράκτες του Λυκαβηττού, πλένονταν. Ο χώρος πίσω από το ναό, εκεί που βρίσκεται τώρα το Πνευματικό Κέντρο των εν Αθήναις Ρουμελιωτών (που κτίστηκε το 1968 και ξεσήκωσε πολλές αντιδράσεις των κατοίκων – χωρίς όμως να γίνει τίποτα, λέει το βιβλίο), στις αρχές του 20ού αιώνα ήταν χαμάμ, λαϊκά λουτρά. Εκεί είχε στεγασθεί και η 7η Ομάδα Προσκόπων. Αργότερα, πριν τη δικτατορία του Μεταξά ο χώρος χρησιμοποιήθηκε για να στεγασθούν η κρατική αποθήκη σπόρων, καθώς και τα λαϊκά συσσίτια του ΠΙΚΠΑ. Ανέβαινε ο κοσμάκης τον Γολγοθά της Σίνα, να φτάσει στους πρόποδες του λόφου να φάει ένα κομμάτι ψωμί.
Και μετά κατέβαιναν την κατηφόρα προς Ακαδημίας, καθαροί, χορτάτοι, χαζογελώντας, λέγοντας μαλακίες, ευτυχισμένοι και αθώοι, άνθρωποι της πόλης που τους καταβροχθίζει.
Και μετά κατέβαιναν την κατηφόρα προς Ακαδημίας, καθαροί, χορτάτοι, χαζογελώντας, λέγοντας μαλακίες, ευτυχισμένοι και αθώοι, άνθρωποι της πόλης που τους καταβροχθίζει.
● ● ● Τις μέρες με ήλιο περνάω μπροστά από το σκελετό της Δαφνομήλη, του γνέφω αδιόρατα μια καλημέρα γιατί ποτέ δεν ξέρεις, και χώνομαι στο πάρκο. Κάθομαι για λίγο στο μικρό, πέτρινο αμφιθέατρο και προσπαθώ να ακούσω τις φωνές της Αθήνας. Το χώμα είναι πάντα βρεγμένο, οι πλάκες πάντα παγωμένες και υγρές. Σαν να έβρεχε πολύ την προηγούμενη νύχτα και τώρα να βγήκε ο ήλιος, να στεγνώσουμε.