Αυτό το τραγούδι, γνωστό και ως «Θα πάρω μιά βαρκούλα, καρδούλα μου», τραγουδήθηκε στο Φεστιβάλ από την Μαίρη Λίντα.
Η μεταπολεμική άνοιξη του ελληνικού τραγουδιού.
Η καθιέρωση του θεσμού των Φεστιβάλ ελληνικού τραγουδιού της Αθήνας, εννοείται ελαφρού, αφού τότε το μπουζούκι και γενικώς το λαϊκό τραγούδι ψυχαγωγούσε μόνο καραγωγείς και οπωρολαχανοπώλες της αγοράς του Ρέντη, αποτέλεσε ιδέα του τότε διευθυντού του ΕΙΡ, (Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας), Πύρρου Σπυρομήλιου.
Μέτρησε μόνο τρεις διοργανώσεις, 1959, 1960, 1961, και έσβησε με τον θάνατο του εμπνευστού του παραδίδοντας τη σκυτάλη της οργάνωσης στην Θεσσαλονίκη. Προφανώς ως πολιτιστικό αβαντάρισμα της Διεθνούς Έκθεσης.
Στα τρία αυτά φεστιβάλ εμφανίστηκε όλη η αφρόκρεμα συνθετών και τραγουδιστών παρουσιάζοντας ό,τι εκλεκτότερο τραγούδι γράφτηκε τότε, που παραμένουν ακόμη και σήμερα ανεξίτηλα χαραγμένα στη μνήμη των παλαιοτέρων, περιτυλιγμένα με τις πολύχρωμες σερπαντίνες της νιότης και της νοσταλγίας τους.
Η εποχή εκείνη υπήρξε η αφετηρία μιάς φρενήρους κούρσας που έφερε το ελληνικό τραγούδι και την ελληνική μουσική σε πολύ υψηλές θέσεις, με αποκορύφωμα το Όσκαρ του Χατζηδάκη γιά τα «Παιδιά του Πειραιά».
Στα δύο πρώτα Φεστιβάλ κυριάρχησε ο Χατζηδάκις κι η Μούσχουρη, του Θεοδωράκη απόντος στο Παρίσι και τυρβάζοντος ακόμη περί την κλασική μουσική.
Το 1959 το βραβείο κατέκτησε το έξοχο «Κάπου υπάρχει η αγάπη μου», με τη Νάνα Μούσχουρη, η οποία τραγούδησε και το τραγούδι του Μίμη Πλέσσα «Ξέρω κάποιο αστέρι», που ήρθε δεύτερο.
Κατά το 1960, πάλι σάρωσε το δίδυμο Χατζηδάκις – Μούσχουρη με δύο τραγούδια, όχι ιδιαίτατης ποιότητος, γιά τα μέτρα του Χατζηδάκι πάντα, τα οποία μάλιστα ισοψήφισαν στην πρώτη θέση! Το «Κυπαρισσάκι» και το «Τιμωρία».
ο Θεοδωράκης και ο ανταγωνισμός, πέραν του καθαρά καλλιτεχνικού μέρους, πήρε και πολιτικές διαστάσεις. Δεξιά ο ένας, αριστερά ο άλλος! Μάλιστα και η ψηφοφορία έγινε περισσότερο με αυτά, τα τελευταία κριτήρια. Χαρακτηριστικό δείγμα και απόδειξη το εξής.
Η αείμνηστη δημοσιογράφος Ελένη Βλάχου, η οποία μετείχε της επιτροπής, πάνω στη βαβούρα της ψηφοφορίας μπερδεύτηκε και αντί να ψηφίσει το τραγούδι «Κουρασμένο παλικάρι» του Χατζηδάκι, όπως δήλωσε κατόπιν πως ήθελε, (και είχαν συμφωνήσει κάποιοι να στηρίξουν, ώστε να κερδίσει), ψήφισε κατά λάθος το άλλο μετέχον τραγούδι του Χατζηδάκι, τον «Κυρ Αντώνη»!
Και η λανθασμένη ψήφος της απεδείχθη καθοριστική αφού γιά μία ψήφο κέρδισε η «Απαγωγή» του Μίκη, αφήνοντας το «Κουρασμένο παλικάρι», δεύτερο και… κατακουρασμένο!
Αυτό το τραγούδι, γνωστό και ως «Θα πάρω μιά βαρκούλα, καρδούλα μου», τραγουδήθηκε στο Φεστιβάλ από την Μαίρη Λίντα.
Το τελευταίο Φεστιβάλ σημαδεύτηκε κι από ένα άκομψο… «φάουλ» που έκανε
ο Θεοδωράκης στον Χατζηδάκι, το οποίο, με τις μετέπειτα εξηγήσεις που οπωσδήποτε θα εδόθησαν, πιθανόν να αποτέλεσε και την απαρχή της μεγάλης φιλίας και συνεργασίας που συνέδεσε αυτούς τους κορυφαίους της ελληνικής μουσικής. Τον ερωτικό Χατζηδάκι με τον επικό Θεοδωράκη.
Επάνω στον ενθουσιασμό και τη μέθη της νίκης, μετά την απονομή, (όσοι είχαν παρευρεθεί καταλαβαίνουν), αρκετά μεγαλόφωνα ώστε να ακουστεί ευρύτερα, ο Θεοδωράκης απευθυνόμενος σε Μούσχουρη και Χατζηδάκι, είπε, προφανώς χαριτολογώντας:
- Και τώρα Νάνα μου, θα γράψω και τον δικό σας «Επιτάφιο»!
Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί πως τα 8 τραγούδια του μουσικού έργου «Επιτάφιος», σε στίχους Ρίτσου, γράφτηκαν το 1959 και την πρώτη εκτέλεση έκαναν η Μαίρη Λίντα με τον Μανώλη Χιώτη.
Σαν επιμύθιο κρατώ πως η ποιότητα κι η μεγαλοσύνη των ανθρώπων, όταν υπάρχει, ξεπερνά κάθε εμπόδιο αντιπαλότητος, ιδίως τα πολιτικά, και φέρνει την προσέγγιση, την αλληλλοεκτίμηση, τον αλληλοσεβασμό και την αγνή φιλία.
Χατζηδάκις – Θεοδωράκης, ή Θεοδωράκης – Χατζηδάκις. Δυό φίλοι γίγαντες και δυό γίγαντες φίλοι.