Όγδοο
| Υπογράφει: Βαγγέλης Αρναουτάκης |
Ο Πρόδρομος Τσαουσάκης είναι ο σημαντικότερος τραγουδιστής της μεταπολεμικής περιόδου. Εξέφρασε την κατάλληλη…στιγμή το νέο λαϊκό τραγούδι το οποίο κατάφερνε και κρατούσε δεσμούς με το ρεμπέτικο παρελθόν του. Με τις ξεχωριστές ερμηνείες του στα τραγούδια του Βασίλη Τσιτσάνη, του Απόστολου Καλδάρα, του Στέλιου Χρυσίνη, του Γερ. Κλουβάτου και των υπολοίπων συνθετών που τραγούδησε γεφύρωσε το παλιότερο ρεμπέτικο ύφος με τα αδρά χαρακτηριστικά, με τη νέα αντίληψη του μεταπολεμικού - κάποτε σκληρού λόγω συνθηκών - λαϊκού τραγουδιού. Ο Τσαουσάκης δεν ήταν μόνο ο τραγουδιστής με τη «βροντερή ρεμπέτικη φωνή» όπως είπε κάποτε ο Τσιτσάνης, αλλά και εκείνος που με την γλυκιά βραχνάδα, την εκφραστικότητά και την κρυμμένη ευελιξία της φωνής του – που περνούσε σε δεύτερο επίπεδο, κρυμμένη κάτω από την επιβλητικότητα της βαριάς εντύπωσής της – επηρέαζε όσο κανένας άλλος τη νεώτερη γενιά των τραγουδιστών και γινότανε ο δάσκαλος του Στέλιου Καζαντζίδη. Δίκαια, ο Τσιτσάνης που τον ανακάλυψε στη Θεσσαλονίκη στην κατοχή και τον κατέβασε στην Αθήνα για να ηχογραφήσει μαζί του το 1946, τον χαρακτήρισε ως τον «γίγαντα του μεταπολεμικού τραγουδιού».1919-1945 Το πραγματικό του επίθετο ήταν Μουτάφογλου. Γεννήθηκε στηνΚωνσταντινούπολη το 1919. Το 1922, με τον διωγμό, η οικογένεια του μετακινήθηκε και λίγο αργότερα βρέθηκε στη Θεσσαλονίκη και έμεινε στην Ακρόπολη, στο λεγόμενο Κουλέ-καφέ, πάνω στα κάστρα. Μικρό παιδί τραγουδούσε στο παραθύρι του σπιτιού του, απ’ όπου τον άκουγαν οι «παλιές γυναίκες» που αργότερα, όταν έβγαλε δίσκους, του έλεγαν πόσο ωραία τραγουδούσε, μικρός. Οι πρώτες όμως, επαγγελματικές δραστηριότητές του δεν είχαν σχέση με το τραγούδι. Σε νεαρή ηλικία έγινε παλαιστής. Πεχλιβάνης, όπως έλεγαν τότε σε μια τούρκικη ορολογία τους παλαιστές που πάλευαν αλείφοντας τα σώματά τους με λάδι. Τα πρώτα χρόνια ήταν δύσκολα. Εργάστηκε ως επαγγελματίας παλαιστής και το 1940 πήγε εθελοντής φαντάρος. Όταν κηρύχθηκε ο πόλεμος ήταν ήδη στρατιώτης. Πολέμησε και από ανδραγαθήματα στη μάχη έγινε λοχίας. Τους λοχίες τους λέγανε και τσαούσηδες κι έτσι πήρε το ψευδώνυμο Τσαουσάκης. Στον πόλεμο πιάστηκε αιχμάλωτος από τους Γερμανούς και βασανίστηκε. Ταλαιπωρήθηκε πάρα πολύ. Σκληρός, όμως, όπως ήταν άντεξε τις κακουχίες, τον κίτρινο πυρετό, τα κρυοπαγήματα και τα βασανιστήρια. Στα χρόνια της Κατοχής γνωρίστηκε με την γυναίκα του Άννα Καδόγλου, από την Προύσσα, με την οποία κλέφτηκαν το 1942 και παντρεύτηκαν το 1943. Τότε, έπαιζε και τραγουδούσε με κομπανίες σε ταβέρνες της Θεσσαλονίκης. Εκεί γνωρίστηκε και συνεργάστηκε για πρώτη φορά με τονΒασίλη Τσιτσάνη.
1946 - συμβόλαιο με την Columbia Το ερέθισμα της φωνής του Τσαουσάκη για τον Τσιτσάνη ήταν μεγάλο. Με έντονη την επιρροή της φωνής του έγραψε πολλά από τα μεγάλα τραγούδια εκείνης της εποχής. Όταν το 1946 εγκαταστάθηκε οριστικά στην Αθήνα και με την επαναδραστηριοποίηση της δισκογραφίας ξεκίνησε τις φωνοληψίες, τον ήθελε οπωσδήποτε μαζί του. Η άρνηση του Τσαουσάκη να κατέβει στην Αθήνα και να γίνει επαγγελματίαςτραγουδιστής των δίσκων, ανάγκασε τον Τσιτσάνη να χρησιμοποιήσει τη γνωριμία του με τον κουμπάρο του αστυνομικό διευθυντή της Θεσσαλονίκης Νίκο Μουσχουντή ο οποίος, τελικά, τον έπεισε να υπογράψει συμβόλαιο συνεργασίας και να κατέβει κι εκείνος στην Αθήνα. Τα Κάτσε ν’ ακούσεις μια πενιά και Ο ζητιάνος ήταν τα πρώτα τραγούδια της συνεργασίας τους που έγινε στην Odeon. Η μετάβαση συνθέτη και τραγουδιστή στην Columbia στα τέλη του ’46 είχε σαν αποτέλεσμα η συνεργασία αυτή να αποτυπωθεί, σχεδόν, στο σύνολό της, στους δίσκους της Columbia-His Masters Voice και να μείνει σαν μια από τις ιστορικότερες συνεργασίες του λαϊκού τραγουδιού. Ο Τσαουσάκης υπέγραψε συμβόλαιο με την Columbia στις 6 Νοεμβρίου 1946. Η αμοιβή των καλλιτεχνών, τότε γινότανε βάσει του αντιτίμου της τιμής λιανικής πωλήσεως ενός δίσκου 25 εκατοστών, κοινής κατηγορίας, πολλαπλασιασμένης επί… Στο πρώτο συμβόλαιο ο Τσαουσάκης αμείφτηκε με την τιμή 5 δίσκων, ενώ το 1952 είχε φτάσει να αμείβεται με την τιμή των 18 δίσκων! Αυτή, ίσως, ήταν και η μεγαλύτερη αμοιβή για λαϊκό καλλιτέχνη εκείνη την εποχή.
Ο Τσιτσάνης για τον Τσαουσάκη Όταν στα 1976 ο Τσιτσάνης, φιλοξενήθηκε στο Τρίτο πρόγραμμα, στην εκπομπή της Σοφίας Μιχαλίτση, είχε πει για τον Τσαουσάκη: «έρχομαι τώρα να πω δυο λόγια για τον Πρόδρομο Τσαουσάκη, για τη βροντερή ρεμπέτικη φωνή του. Έχει τραγουδήσει άνω των 150 τραγούδια μου. Γίνανε όλα, σχεδόν, επιτυχίες. Είναι ο μόνος άνθρωπος που δεν αξιοποίησε αυτές τις επιτυχίες και προτίμησε την ησυχία, τον απομονωτισμό. Είναι ο μεταπολεμικός γίγαντας του λαϊκού τραγουδιού. Κι αυτός ήταν αποκάλυψις μου».Στον Κώστα Χατζηδουλή: «Ο Τσαουσάκης είναι η μεγάλη μου αποκάλυψη του ’46. Τον έφερα από τη Θεσσαλονίκη, αλλά τον είχα προπαρασκευάσει τέλεια από την κατοχή. Ήταν έτοιμος για δίσκους! Το αντιλαμβάνεσαι; Τα τραγούδια που έγραφα πάνω στη φωνή του αργότερα, κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου και λίγο μετά, τα τραγουδούσαμε ντουέτο στους δίσκους και γίνονταν αμέσως μεγάλες επιτυχίες, Ήταν συνταρακτικός ερμηνευτής στην εποχή του, μέχρι και σήμερα αναντικατάστατος. Δεν υπήρξε τυχαίος τραγουδιστής ο Τσαουσάκης. Τι νόμιζες; Ο Πρόδρομος υπήρξε η πιο γνήσια, η πιο αντιπροσωπευτική λαϊκή φωνή! Να το ξέρεις αυτό! Είναι ο πρώτος που εμπιστεύτηκα την «Συννεφιασμένη Κυριακή», το 1948. Ήταν βυζαντινός αυτός, τρομερός. Οι εκτελέσεις του αριστουργηματικές, ανεπανάληπτες…»
Θεσσαλονίκη, Κατοχή, Συννεφιασμένη Κυριακή και Αχάριστη Η Συννεφιασμένη Κυριακή γράφτηκε στην Κατοχή στη Θεσσαλονίκη και γραμμοφωννήθηκε το 1948 με πρώτους εκτελεστές τον Πρ. Τσαουσάκη και τη Σωτηρία Μπέλλου. Ο Βασίλης Τσιτσάνης σε μια παλιά του συνομιλία με τον Κώστα Χατζηδουλή, μέρος της οποίας είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα Αυγή στις 20 Φεβρουαρίου 1977, περιέγραφε όλη την ιστορία της: «Στη Θεσσαλονίκη την περίοδο της κατοχής εμπνεύστηκα τη «Συννεφιασμένη Κυριακή». Μου έδωσε την αφορμή ένα από τα τραγικά περιστατικά που συνέβαιναν εκείνη την εποχή στον τόπο μας, με το φόβο, την πείνα, τη δυστυχία, τις συλλήψεις, τις εκτελέσεις. Το κλίμα της εποχής που μου ενέπνευσε τους στίχους, μου ενέπνευσε και τη μουσική του. Βγήκε μέσα από τη συννεφιά της κατοχής, από την απελπισία που μας έδερνε όλους μας, τότε που όλα τά ’σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά. Ήθελα να φωνάξω για τη μαύρη απελπισία, αλλά συγχρόνως και για την υπερηφάνεια του λαού μας που δεν προσκύνησε κατακτητή, που δεν σηκώνει χαλινάρι και σκλαβιά. Η «Συννεφιασμένη Κυριακή» δεν είναι μόνον ένα περιστατικό της Κατοχής, αλλά κλείνει μέσα της ολόκληρη την περίοδο αυτή. Ότι είχα μέσα μου, ότι έκρυβα από τα θλιβερά γεγονότα που ζούσα, τα είπα μ’ αυτό το τραγούδι μου. Το είχα έτοιμο από τότε, με αρχικό τίτλο «Ματωμένη Κυριακή» και το γραμμοφώνησα το 1948, αφού βασανίστηκα περίπου ένα χρόνο επειδή μια λέξη έλειπε από το κουπλέ. Αισθάνθηκα, και δεν το κρύβω, μια ιδιαίτερη υπερηφάνεια που αμέσως κατέκτησε τον κόσμο. Η εξάπλωσή του από την μια άκρη μέχρι την άλλη με γέμισε πίστη και αισιοδοξία, αλλά και υπέρμετρες ευθύνες για την πορεία μου στο χώρο της λαϊκής μουσικής».Για την περίοδο εκείνη, της Θεσσαλονίκης, ο Πρ. Τσαουσάκης αφηγήθηκε στη Σοφία Μιχαλίτση, στο Τρίτο πρόγραμμα της ελληνικής ραδιοφωνίας, στα μέσα της δεκαετίας του 70: «Στην Κατοχή το 1942 δουλεύαμε σ’ ένα κέντρο πίσω από το Καραβάν σαράι που είναι τώρα η δημαρχία. Υπήρχε ένα κέντρο που λεγότανε Μποέμ. Εργαζόμασταν εκεί. Εγώ, ο Τσιτσάνης και κάποιος άλλος συνάδελφος Τσανάκας Γεώργιος. Εκείνο το πρωινό, ήτανε Κυριακή, άργησε ο Τσιτσάνης να ’ρθει και τον περιμέναμε για δουλειά. Δουλεύαμε τα μεσημέρια γιατί το βραδάκι δεν μπορούσαμε να δουλέψουμε πολύ, ήτανε Κατοχή. Και έρχεται… ο Βασίλης, χαμογελάει κι εμείς έχουμε νευριάσει. Του λέμε «γιατί Βασίλη άργησες; Περιμένουμε, δεν ξέρεις, είναι κατοχή τώρα, δεν μπορούμε να κάνουμε και διαφορετικά». Μου λέει: «Εσύ να σωπαίνεις». «Γιατί Βασίλη να σωπαίνω»; του λέω. «Άκου τι έχω γράψει», λέει, και τότε μας παρουσίασε την Αχάριστη, τον Κατάδικο που λέμε».
Τέλος εποχής Η συνεργασία Τσαουσάκη – Τσιτσάνη κράτησε μέχρι το 1951 που ο συνθέτης διέκοψε για κάποιο διάστημα τη συνεργασία του με την Columbia και επέστρεψε στην Odeon. Με ελάχιστες εξαιρέσεις κάποιων τραγουδιών του Θεσσαλονικιού μπουζουξή και συνθέτη Χρίστου Μίγκου, του Κ. Καπλάνη, του Απ. Καλδάρα, του Γ. Μητσάκη, του Γ. Παπαϊωάννου και του Στέλιου Χρυσίνη, τη βάση του ρεπερτορίου του τραγουδιστή, την πρώτη πενταετία, αποτέλεσαν τα τραγούδια του Βασίλη Τσιτσάνη. Λέγεται, πως, ακόμη και αυτές οι εμβόλιμες συνεργασίες του Τσαουσάκη με άλλους συνθέτες, κλόνισαν τη σχέση συνθέτη και τραγουδιστή, μιας και ο Τσιτσάνης, ο οποίος θεωρούσε τον Τσαουσάκη ανακάλυψή του, ήθελε τον απόλυτο έλεγχο. Όποια και αν είναι η εξήγηση, σημασία έχει πως από το 1951και μετά δεν υπήρξε, επίσημα τουλάχιστον, ποτέ ξανά συνεργασία ανάμεσα στον Τσιτσάνη και τον Τσαουσάκη. Ούτε ακόμη όταν το 1956 ο Τσιτσάνης επέστρεψε δυναμικά στην Columbia με την οποία ο Τσαουσάκης συνέχιζε τη συνεργασία του. Ακόμη, λέγεται πως ο Τσιτσάνης δώρισε στον Τσαουσάκη κάποια τραγούδια, μεταξύ των οποίων και ορισμένα τα οποία ηχογραφήθηκαν μετά το 1952, όταν εκείνος δεσμευόταν από το νέο του συμβόλαιο με την Odeon. Ακόμη κι αν είναι έτσι, τότε γιατί μετά το 1955, όταν συνθέτης και τραγουδιστής βρέθηκαν ξανά υπό την ίδια δισκογραφική στέγη, δεν συνεργάστηκαν; Εδώ θίγεται κι ένα άλλο θέμα το οποίο αφορά στησυνθετική ιδιότητα του Πρόδρομου Τσαουσάκη η οποία, όπως και στην περίπτωση άλλων τραγουδιστών, αμφισβητήθηκε. Δεν ξέρω ποιο ήταν το μέγεθος της συμβολής του στη δημιουργία αυτών των τραγουδιών. Αυτό για το οποίο είμαι σίγουρος είναι ότι η σκιά που πέφτει στις περιπτώσεις των τραγουδιστών-συνθετών (Γεωργακοπούλου, Χασκήλ, Στελλάκης, Παγιουμτζής, Τσαουσάκης, Καζαντζίδης κ.α) δεν πρόκειται να φύγει ποτέ, όσο υπάρχει ενδιαφέρον γι αυτά τα θέματα, ακόμη κι αν αποδειχτεί περίτρανα ότι τα τραγούδια ήταν δικά τους.
«Ο Τσαουσάκης ήτανε η πραγματική φίρμα» Μέχρι το 1952-53 ο Πρόδρομος Τσαουσάκης ήταν ο πρώτος τραγουδιστής της Columbia. Ερμήνευσε όλους τους μεγάλους λαϊκούς συνθέτες της εποχής και επηρέασε τη νέα γενιά των τραγουδιστών. Είναι γνωστό σε όλους το πόσο επηρέασε τον Στέλιο Καζαντζίδη στο ξεκίνημά του. Αποκαλυπτικά είναι όσα αναφέρει ο Θόδωρος Δερβενιώτης:«Το δεύτερό μου τραγούδι, με τίτλο Στον κόσμο αυτόν τα βάσανα, είχε πάλι στίχους του Βασιλειάδη. Εντάσσεται κι αυτό στα μετεμφυλιακά τραγούδια που λέμε. Όταν μου είπανε ότι το τραγούδι μου αυτό το ενέκρινε η εταιρία και θα το πει ο Τσαουσάκης, εγώ δεν το πίστεψα. Ο Τσαουσάκης ήταν μεγάλη φίρμα, κάτι σαν Καζαντζίδης της εποχής εκείνης. Αλλά ήτανε πολύ καλό και χρυσό παιδί. Δεν είχε άλλα τραγούδια να πει κι αφού τελείωσε την ηχογράφηση, τους χαιρέτησε όλους και σηκώθηκε να φύγει. Εγώ είχα βγει έξω απ’ το στούντιο και ήμουνα εκεί στον κήπο. Πέρασε από κοντά μου. «Γεια σου, ρε Θόδωρα, και σ’ ευχαριστώ πολύ», μου λέει και μου πιάνει το χέρι…Και θα έμεινα εκεί ένα τέταρτο και παραμιλούσα: «Μα τι έγινε; Μου είπε ότι μ’ ευχαριστεί εμένα; Εμένα που είμαι άγνωστος, καινούργιος, αρχάριος; Και μου είπε το τραγούδι μου! Εγώ έπρεπε να τον ευχαριστήσω…Και μου έφυγε μέσα απ’ τα χέρια μου και δεν πρόλαβα…» Αυτός ήταν ο Πρόδρομος: Σαν τον Τσαουσάκη δε γνώρισα άλλους, τόσο απλούς, τόσο καταδεκτικούς, γελαστούς... Με την πρώτη στιγμή γινότανε φίλος σου, ενώ οι άλλοι κρατούσανε αποστάσεις, το παίζανε φίρμες… Ενώ ο Τσαουσάκης ήτανε η πραγματική φίρμα! Γίναμε γρήγορα πολύ καλοί φίλοι, και με υποστήριξε όσο μπορούσε. Του χρωστάω πολλά… Ο άνθρωπος αυτό ήταν, Άνθρωπος!» (Από το βιβλίο Νέαρχος Γεωργιάδης – Τάνια Ραχματούλινα Ο Θόδωρος Δερβενιώτης και το μετεμφυλιακό τραγούδι εκδόσεις Σύγχρονη εποχή)
Με τον Απόστολο Καλδάρα Πολύ δυνατή ήταν η συνεργασία του Τσαουσάκη με τον Απόστολο Καλδάρα, οι οποίοι με τα χρόνια συνδέθηκαν με βαθιά φιλία. Πολλά κυριακάτικα πρωινά, μάλιστα, όπως ανέφερε στον Πάνο Γεραμάνη ο γιος του Πρόδρομου, Δημήτρης, πήγαιναν κατευθείαν μετά τη δουλειά στην εκκλησία, στους Άγιους Πάντες, όπου ο Τσαουσάκης έψελνε και μετά την εκκλησία πήγαιναν στο σπίτι για καφέ. Τα πρώτα τραγούδια τους έγιναν το 1949 με δεύτερη φωνή την Ιωάννα Γεωργακοπούλου και την ορχηστρική επιμέλεια του Βασίλη Τσιτσάνη ο οποίος έπαιξε μπουζούκι μαζί με τον Στέλιο Χρυσίνη και ήταν τα: Γυναίκα απ’ το σωρό και Ας με κρίνει η κοινωνία. Ακολούθησαν σπουδαία τραγούδια όπως τα: Βρε ζωή φαρμάκια στάζεις, Εσύ πασά μου φάε και πιες, Δεν ζούμε εμείς οι μάγκες, Ότι βρέξει ας κατεβάσει, Μια στενοχώρια που έχω απόψε κ.α. Του Καλδάρα ήταν και τα τελευταία τραγούδια που είπε ο Τσαουσάκης στην Columbia, σε μια εποχή που εμφανιζόντουσαν στο κέντρο Παλόμα στη Νέα Φιλαδέλφεια, μαζί με την Καίτη Πετράκη (με την οποία αμέσως μετά ο Καλδάρας έφυγε στην Αμερική) τον Μάρκο Μιχαλά η Μαρκάκη μπουζούκι και άλλους. Παλιότερα είχαν εμφανιστεί μαζί στου Θείου, λίγο πιο πάνω από την Παλόμα, στου Βλάχου. Για την εποχή αυτή (1957-1958) ο Τάκης Μπίνηςαναφέρει: «Εκείνη την εποχή, αρχή φθινοπώρου ήταν, δούλευα με τον Πρόδρομο Τσαουσάκη στην Παλόμα του Βασίλη Πετρόπουλου, στη Νέα Φιλαδέλφεια. Με τον Τσαουσάκη είναι η πρώτη συνεργασία αν και γνωριζόμασταν από παιδιά στη Θεσσαλονίκη. Δεν συνεργαζόμασταν, γιατί ήμασταν σχεδόν το ίδιο πράγμα, τα ίδια τραγούδια λέγαμε και ήμασταν κι οι δυο σοβαροί και αυστηροί τραγουδιστές. Σπουδαίος ερμηνευτής και ο Πρόδρομος. Εκεί, χωρίσαμε τα τραγούδια κι έκανε ο καθένας το δικό του πρόγραμμα. Μπουζούκι είχαμε τον Μαρκάκη. Είχαμε και μια γυναίκα. Από αυτό το μαγαζί έφυγα για την Αμερική, μόλις ήρθε η βίζα μου άφησα το μαγαζί και έφυγα.»(Ιωάννας Κλειάσιου - Τάκης Μπίνης Βίος Ρεμπέτικος εκδόσεις Ντέφι)
1955 – 1959 Τα δύσκολα χρόνια Είναι εντυπωσιακή η δισκογραφική πτώση του Τσαουσάκη σε αυτή την εποχή. Από το 1955 έως το 1960 που μετέβη στην RCA Victor ηχογράφησε μόνο12 τραγούδια! Όσα, δηλαδή, το 1953 ηχογράφησε σε λίγους μήνες. Η νέα εποχή, στην οποία το φαινόμενο Στέλιος Καζαντζίδης παρέσυρε τα πάντα στο πέρασμά του, τον είχε περιθωριοποιήσει, όπως και άλλους παλιούς τραγουδιστές (τον Στράτο Παγιουμτζή, τον Τάκη Μπίνη κ.α.).Ο Στέλιος και ο Πρόδρομος Η πρώτη τριετία του Στέλιου Καζαντζίδη στο τραγούδι, από τα τέλη του 1952 μέχρι και τις αρχές του 1955 έχει έντονο το στίγμα της επιρροής της φωνής του Πρόδρομου Τσαουσάκη. Το έλεγε κι ο ίδιος: «…τον λάτρευα και τον είχα για ίνδαλμά μου, γιατί η φωνή μου είχε αδελφωθεί με τη δική του κι όταν πρωτοβγήκα στη δουλειά όχι μόνο τραγουδούσα το ρεπερτόριο του Τσαουσάκη, αλλά προσπαθούσα να τον «κάνω» κιόλα, προσπαθούσα να του μοιάσω…» Ήταν τέτοια η επίδραση του Τσαουσάκη, που ο Καζαντζίδης, παρ’ ότι αργότερα βρήκε το δρόμο του και έφτιαξε τη δική του αυτοκρατορία, δεν ξεπέρασε ποτέ. Τα τελευταία χρόνια, όλο και πιο συχνά επέστρεφε σε αυτή την αναφορά της πρώτης νιότης του στο τραγούδι η οποία είχε αφήσει βαθύ το χάραγμά της. Στη δισκογραφία επανεκτέλεσε αρκετά από τα τραγούδια εκείνα που άκουγε πριν γίνει τραγουδιστής ή ακόμη όταν ξεκινούσε δειλά, δειλά από τα εργοστάσια και τις γειτονιές της Νέας Ιωνίας. Στις παρέες του αυτά τα τραγούδια είχαν ξεχωριστή θέση. Τραγούδια που είχαν μείνει με τη φωνή του Τσαουσάκη, και ο Καζαντζίδης θυμότανε ακέραια, λέγοντας όλους τους στίχους. Το αμαρτωλό σου σώμα, Ο χωρισμός με πλήγωσε, Πλήγωσέ με, Θέλω βαριά να κοιμηθώ κ.α
Μη μου πατάτε το ζωνάρι Με την πρώτη αναβίωση του ρεμπέτικου το 1960 επανήλθαν στο προσκήνιο και τη δισκογραφία αρκετά από τα πρόσωπα της παλιότερης εποχής, όπως ο Μάρκος, ο Στράτος, η Μπέλλου, η Γεωργακοπούλου και άλλοι. Σε αυτή την εποχή μπήκαν τα θεμέλια της δεύτερης καριέρας του Πρόδρομου Τσαουσάκη. Μια εποχή στην οποία το ρεπερτόριό του και η λογική της ερμηνείας του άντλησαν την εκφραστική και τη δυναμική τους από τη ρεμπέτικη περίοδο με τα μάγκικα τραγούδια και τη μακρόσυρτη εκφορά των λέξεων που έγινε το σήμα κατατεθέν του. Αυτή η περίοδος του ρεπερτορίου και της φωνής του, που συμπίπτει με την εμφάνιση των δίσκων 45 στροφών, είναι και εκείνη που κυριάρχησε στα νεώτερα χρόνια, σαφώς, εις βάρος της πρώτης εποχής του γραμμόφωνου στην οποία υπήρξε ένας από τους κορυφαίους ερμηνευτές. Στην RCA Victor με την οποία συνεργάστηκε μέχρι το 1963 ηχογράφησε43 τραγούδια και τα περισσότερα έγιναν επιτυχίες. Σε αυτό το ρεπερτόριο τον συνόδευσαν μπουζουξήδες όπως: ο Γ. Τσιμπίδης, ο Ευάγ. Μπαλλής, ο Αντ. Κατινάρης και ο Σπ. Λιώσης. Το Πιτσιρικάκι, του Γιώργου Ροβερτάκη έγινε το πιο χαρακτηριστικό τραγούδι αυτής της δεύτερης, πιο «γεροντικής», καριέρας που συνεχίστηκε στην Odeon-Parlophone μέχρι το 1970.Όλη αυτή την εποχή ο Τσαουσάκης τραγούδησε και στα λαϊκά μαγαζιά στο Αιγάλεω, το Περιστέρι και το Χαϊδάρι (τότε συνεργάστηκε και με το Μάρκο) η ακόμη στην επαρχία και σε πανηγύρια στα οποία έλεγε μέχρι και δημοτικά τραγούδια.. Η φωνή του μπορεί να μην είχε τη γοητεία και τη συγκίνηση της πρώτης εποχής, αλλά, πλέον, έπεφτε βαριά και μάγκικη: Όπου πατώ το πόδι μου, Να καεί το πελεκούδι. Αυτή την περίοδο ο Τσαουσάκης στηρίχτηκε από τον Θόδωρο Δερβενιώτη, τον Κώστα Βίρβο και τονΛεονάρδο Μπουρνέλη, ενώ έγραψε και πάρα πολλά δικά του τραγούδια.Το 1976 ηχογράφησε και τα τελευταία τραγούδια στην Panivar μ’ ένα μεγάλο δίσκο στον οποίο η φωνή του ακουγόταν πολύ βαριά και δύσκαμπτη. Είχε υποστεί όχι μόνο τη φθορά του χρόνου αλλά και των καταχρήσεων. Ήταν γνωστό το πόσο του άρεσαν το ούζο και το κονιάκ. Έφυγε σε ηλικία 60 χρόνων στις 23 Οκτωβρίου 1979. Ο ένας από τους δυο γιους του, ο Δημήτρης, που έπαιζε μαζί του από τα μέσα της δεκαετίας του ’60 μπουζούκι και αργότερα ντραμς, συνεχίζει την παράδοση του πατέρα του τραγουδώντας κι εκείνος με τον ιδιαίτερο τρόπο που ο Τσαουσάκης έμεινε στη συνείδηση των περισσοτέρων σαν ένας από τους εκφραστικότερους τραγουδιστές του λαϊκού-ρεμπέτικου και μάγκικου τραγουδιού. |
|