Ο καφές φραπέ είναι ένα Ελληνικής επινόησης αφρώδες κρύο ρόφημα. Τα βασικά συστατικά του είναι στιγμιαίος καφές, ζάχαρη, νερό και παγάκια. Η εφεύρεσή του έγινε τυχαία το 1957 από τον Δημήτρη Βακόνδιο στην Θεσσαλονίκη.
Παρασκευή
Τα συστατικά του φραπέ είναι στιγμιαίος καφές, νερό, ζάχαρη και προαιρετικά γάλα. Ο φραπές χαρακτηρίζεται «σκέτος», «μέτριος» ή «γλυκός» ως προς τις αναλογίες των συστατικών του. Κατασκευάζεται βάζοντας την επιθυμητή αναλογία καφέ και ζάχαρης σε ένα ψηλό ποτήρι ή σε σέικερ.
Προσθέτοντας νερό σε ύψος ενός εκατοστού από τον πάτο του ποτηριού το μείγμα χτυπιέται στο σέικερ ή με ηλεκτρικό αναδευτήρα μέχρι να σχηματιστεί αφρός. Ακολούθως γίνεται προσθήκη πάγου και νερού και προαιρετικά γάλακτος. Σερβίρεται και πίνεται με καλαμάκι. Ο φραπέ είναι ευχάριστος και δροσιστικός καφές, ιδίως το καλοκαίρι. Όμως είναι πολύ ενεργειογόνος έως διεγερτικός.
Ιστορία
Η δημιουργία του φραπέ ήταν τυχαία. Κατά την διάρκεια της Διεθνούς Έκθεσης στη Θεσσαλονίκη το 1957, ο αντιπρόσωπος της ελβετικής εταιρίας Νεστλέ στην Ελλάδα Γιάννης Δρίτσας παρουσίαζε ένα νέο προϊόν για παιδιά, ένα σοκολατούχο ρόφημα που παρασκευαζόταν στιγμιαία αναμιγνύοντάς το με γάλα και χτυπώντας το με σέικερ.
Ο Δημήτριος Βακόνδιος, υπάλληλος του Δρίτσα συνήθιζε να πίνει Nescafé που ήταν στιγμιαίος καφές και παρασκευαζόταν από την Νεστλέ. Σε ένα διάλειμμα που έκανε κατά την διάρκεια της έκθεσης θέλησε να πιει καφέ αλλά επειδή δεν έβρισκε ζεστό νερό, σκέφτηκε να χρησιμοποιήσει το σέικερ για να φτιάξει τον καφέ του με κρύο νερό.
Έβαλε καφέ, ζάχαρη και νερό, τα κούνησε και δημιούργησε τον πρώτο καφέ φραπέ της ιστορίας. Μετά από χρόνια δήλωνε ότι δε μπορούσε να συνειδητοποιήσει πως ένα απλό πείραμα τον οδήγησε στην εφεύρεση του διασημότερου ροφήματος στην Ελλάδα.
Γλωσσολογία του φραπέ
Η λέξη frappé είναι γαλλική και σημαίνει χτυπημένος ή ανακατεμένος. Ως ξένη λέξη κανονικά δεν κλίνεται (το φραπέ). Όμως, σε αντίθεση με τις περισσότερες γαλλικές λέξεις που έχουμε δανειστεί και παραμένουν άκλιτες, στην ονομαστική επικράτησε να αποκτάει κατάληξη και να κλίνεται (ο φραπές, του φραπέ, οι φραπέδες κλπ.), κυρίως στην καθομιλουμένη. Άλλωστε αυτό παραπέμπει και στην κλίση της λέξης «καφές».
Ενίοτε στον προφορικό λόγο απαντά η μορφή «φραπεδιά» (π.χ.: «Πιάσε μια φραπεδιά») ή, σπανιότερα, «φραπεδούμπα» ή «φράπα» ή «φραπεδοπούλα». «Φραπόγαλο» είναι ο φραπέ με γάλα.
Ο φραπέ χαρακτηρίζει την «ανεμελιά» και τον «ωχαδερφισμό» που παρατηρείται συχνά στους Έλληνες, λόγω του γεγονότος ότι συνήθως πίνεται με αργούς ρυθμούς, με παρέα, με χαλαρή διάθεση, παίζοντας τάβλι, ή συζητώντας περί ανέμων και υδάτων.
πηγή