υπό Γεωργίου Πούλιου, Δικηγόρου Αθηνών
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, στις 3 Φεβρουαρίου 1843 είχε κληθεί στο παλάτι (σημερινό κτίριο της Βουλής) σε δείπνο από το Βασιλιά Όθωνα και τη Βασίλισσα Αμαλία.
Ο Κολοκοτρώνης, στο σπίτι του γύρισε αργά το βράδυ. Την 4η πρωινή (04.02.1843) υπέστη αποπληξία (μειωμένη αιμάτωση εγκεφάλου) και σε ηλικία 73 ετών πέθανε.
Η εξόδιος ακολουθία εψάλει εις τον τότε Μητροπολιτικό Ναό των Αθηνών, της Αγίας Ειρήνης (επί της οδού Αιόλου). Κατά την κηδεία του Γέρου (του σώφρονα) του Μοριά, γύρω από το φέρετρο συγκεντρώθηκαν οι επιφανέστεροι επιζώντες ήρωες του Αγώνα και όλοι οι πολιτικοί της εποχής.
Τον επιτάφιο εξεφώνησε ο ποιητής Παναγιώτης Σούτσος και ο Κωνσταντίνος Οικονόμος ο εξ Οικονόμων. Μεταξύ άλλων, είπε:
… Απόγονος αδούλωτων προγόνων, θερμός προστάτης και πρόθυμος έκδυμος των αδικουμένων. Άτυφος (ταπεινός) και άκομψος και τους τρόπους απέριττος και αρχαϊκός. Αμνησίκακος και φιλάνθρωπος, ανεκτικός και επιεικής, μη μόνον προς τους οικείους, αλλά και προς τους εχθρούς …
Του φόρεσαν τη στολή του Αντιστράτηγου και έφερε το ξίφος. Στα πόδια τσαρούχια και κάτω από τα πόδια του έβαλαν την Τουρκική σημαία. Στο πλευρό του, την περικεφαλαία του.
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης; ήταν μία από τις λαμπρότερες φυσιογνωμίες της Ελληνικής Επαναστάσεως. Πρώτη μορφή στη ζωή και στην Ιστορία της Παλιγγενεσίας. Ήταν μοναδικός. Ήταν ανεπανάληπτος.
Ο ιστορικός Παύλος Καρολίδης, μέγας ιστορικός, μετά τον Παπαρηγόπουλο, έγραψε:
Ο Θ. Κολοκοτρώνης είναι ο μέγιστος και μεγαλοφυέστατος των πολεμαρχών του Μεγάλου Ελληνικού Αγώνος, αποτελών υπό έποψιν πολεμικήν την μεγίστην εσωτερικήν δύναμιν αυτού …
Ο Κολοκοτρώνης, ένα χρόνο πριν πεθάνει, με το άλογό του γύρισε σχεδόν όλη την Πελοπόννησο και τα νησιά Σπέτσες και Ύδρα, προκειμένου να ζητήσει συχώρεση, από εκείνους με τους οποίους είχε έρθει σε ρήξη, κατά τη διάρκεια του Αγώνα.
Ο Θ. Κολοκοτρώνης μετέβαλε τους δούλους σε ελεύθερους. Τους γραικύλους σε Έλληνες. Ήταν ο Έλληνας που βροντοφώναξε: Ό,τι κάμομε, θα το κάμομε μόνοι μας και δεν έχουμε καμιά ελπίδα από τους ξένους.
Ε ωρέ Έλληνες, ξυπνήστε μωρέ, γιατί μας φάγανε ….