Ήταν τότε που η ατμόσφαιρα ήταν θολή, όχι από την αιθαλομίχλη ή το νέφος, αλλά από την σκόνη του χωματόδρομου, αφού η άσφαλτος δεν είχε περάσει από κάθε γειτονιά. Τότε που διάβαινες τα σοκάκια κι απ΄ τα ανοιχτά παράθυρα σ'έπαιρναν στο κατόπι όμορφες μυρωδιές. Τότε που σε κάθε γωνιά, έλεγες κι από μια καλημέρα, χωρίς απαραίτητα να γνώριζεις τον συνομιλητή σου.
Εκείνες τις εποχές, τα στελέχη εταιρειών ή οι κάτοχοι πανεπιστημιακών τίτλων, ήταν κατάτι λιγότεροι από ότι σήμερα και πολλές από τις υπηρεσίες με περίσσια ζήτηση, δεν είχαν στέγη, προσφέρονταν στην ύπαιθρο, στην αυλή ή ακόμα και στις πλατείες των γειτονιών. «Μπακίρια γανώνω! Εφημερίδες! Εδώ το καλό σαλέπι», ήταν μερικές από τις συνήθεις φράσεις που ακούγονταν από τους μεταπράτες και τους πλανόδιους, οι οποίοι κατανάλωναν το 8ωρο τους περιφερόμενοι προς αναζήτηση πελατείας.
Διαβαίνοντας το κατώφλι του εκσυγχρονισμού βέβαια, δεν ήταν μόνο το αστικο τοπίο και η κοινωνική συμπεριφορά, οι συνιστώσες εκείνεςπου διαφοροποιήθηκαν. Η μάχη της αυτάρκειας μετέβαλε εκ διαμέτρου και τις καθημερινές ανάγκες, με αποτέλεσμα, να τοποθετηθούν, εκτός των άλλων, και πολλά επαγγέλματα του χθες, στο χρονοντούλαπο της ιστορίας. Ποιές είναι όμως; οι εργασίες εκείνες που ακόμα κι αν κατακλύζουν τις αναμνήσεις των γηραιότερων, σήμερα, απουσιάζουν εντελώς ή έστω διατηρούνται με τον ελάχιστο δυνατό αριθμό των εκπροσώπων τους; Το newsbeast.gr κάνει μια μικρή αναδρομή στο χθες και στους τότε πρωταγωνιστές της«εργασιακής αρένας».
Γανωτής
Κουβαλώντας στην πλάτη του τα εργαλεία της δουλειάς, συνήθιζε να καλεί με την τραχιά, από το παίδεμα, φωνή του τις νοικοκυρές να φέρουν τα μπακίρια τους για γάνωμα. Τα χάλκινα οικιακά σκεύη, όπως τα ταχριά, τα καζάνια, τα κουτάλια, τα πιρούνια χρειάζονταν, συχνά πυκνά, γαλβανισμό και στίλβωμα με κασσίτερο, ή αλλιώς γάνωμα.
Όταν προέκυπτε πελατεία, ο γανωτής, έστηνε την γκαζιέρα του στην αυλή του σπιτιού, έλιωνε τον κασσίτερο, κι αφού καθάριζε καλά το σκεύος, άλειφε το εσωτερικό του με σπίρτο και το τρίβε με κουρασάνι (τριμμένο κεραμίδι). Στη συνέχεια, κράταγε το σκεύος με την τσιμπίδα πάνω από τη φωτιά και έριχνε μέσα το νησιαντήρι (χλωριούχο αμμώνιο), για να στρώσει καλύτερα το καλάι( κασσίτερος) πάνω στο χάλκωμα. Το άπλωνε σ’ όλη την επιφάνεια του σκεύους μ’ ένα χοντρό βαμβακερό ύφασμα και στη συνέχεια το βουτούσε σε μια λεκάνη με κρύο νερό, που του έδινε η νοικοκυρά του σπιτιού.Το τελικό σκούπισμα γινόταν με βαμβάκι ώστε να αποκτήσει το σκεύος την απαραίτητη γυαλάδα. Το «γάνωμα», το οποίο επιβαλλόταν για λόγους υγείας, κυρίως στα σκεύη που χρησιμοποιούσαν στο μαγείρεμα, προσέφερε πελατεία ολόκληρο το χρόνο.
Αν και το επάγγελμα του γανωτή ακολούθησαν πολλοί τεχνίτες στη συνέχεια, οι πρώτοι που το εξάσκησαν ήταν οι τσιγγάνοι. Σήμερα βέβαια τον χαλκό αντικατέστησε το ανοξείδωτο ή και το πιο σύγχρονο κεραμικό, οπότε η επικασσιτέρωση είναι περιττή. Τα λίγα εναπομείναντα τέτοια σκεύη, που κληροοτήθηκαν στις νεότερες γενιές, κρεμιούνται σε τοίχους ή κοσμούν τις βιτρίνες, κυρίως εξοχικών κατοικιών
Αβδελλάς
Έχοντας τις ρίζες του στον 19ο αιώνα, το επάγγελμα του αβδελλά, συντηρήθηκε μέχρι και τα μισά του προηγούμενου, όσο οι βδέλες χρησιμοποιούνταν ακόμα για θεραπευτικούς σκοπούς. Σε περιπτώσεις πίεσης ή πονοκεφάλων, οι βδέλλες ήταν το «εργαλείο» για τις τοπικές αφαιμάξεις. Οι πρώτοι που εξάσκησαν το εν λόγω επάγγελμα, ήταν οι αθίγγανοι, οι οποίοι έμπαιναν ξυπόλητοι στα νερά και συνέλεγαν τις βδέλλες με τα χέρια. Στη συνέχεια τις τοποθετούσαν, συνήθως ανά δυάδες, σε μικρά βαζάκια, τα οποία διέθεταν προς πώληση.
Αγγειοπλάστης
Στη λίστα με τα προς εξαφάνιση επαγγέλματα θα μπορούσε να προστεθεί κι εκείνο του αγγειοπλάση, παρόλο που κάποτε η περιοχή του Κεραμικού, έβριθε από εργαστήρια τεχνητών που κατασκεύαζαν πιθάρια, ποτήρια, αγγεία, λυχνάρια και πολλά άλλα. Το κύριο εργαλείο τους, σχετικά απλό, αποτελείτο από έναν τροχό, έναν δίσκο δηλαδή στερεωμένο πάνω σε έναν κάθετο άξονα. Εκεί τοποθετούσε ο τεχνίτης τον πηλό και περιστρέφοντας τον, έδινε στον πηλό το απαραίτητο σχήμα με τα χέρια. Μόλις το δημιούργημα είχε ολοκληρωθεί, είτε έβγαινε στον ήλιο για να ξεραθεί είτε ψηνόταν στον φούρνο ώστε να ξεκινήσει στη συνέχεια η διαδικασία της διακόσμησης.
Αχθοφόρος ή χαμάλης
Σαν να βγήκαν από ξεθωριασμένη καρτ ποστάλ , οι εναπομείναντες του είδους, τριγυρίζουν μέχρι και σήμερα με το καρότσι τους σε σταθμούς λεωφορείων και λιμάνια συνήθως χωρίς να βρίσκουν πελατεία. Παλαιότερα βέβαια ο αχθοφόρος δεν μετέφερε τις βαλίτσες από το πλοίο ως το αυτοκίνητο ή το κοντινότερο μέσο μαζικής μεταφοράς. Κυκλοφορούσε στην αγορά, κι όταν έβρισκε πελάτη, έβαζε τα ψώνια στην πλάτη για να τα μεταφέρει μέχρι την πόρτα του σπιτιού. Έπαιρνε το χαρτζιλίκι και επέστρεφε ταχύτατα στο πόστο του, αφού το μεροκάματο ήταν ανάλογο των δρομολογίων. Στην εξέλιξη του επαγγέλματος η πλάτη ή το καρότσι αντικαταστάθηκε από τα τρίκυκλα και οι μεταφορές γινόνταν γρηγορότερα και φυσικά πιο ξεκούραστα.
Ρινιαστής
Λιγότερο γνωστό ίσως σήμερα αλλά συνήθης φιγούρα σε επαρχίες πρότερων χρόνων, υπήρξε και το επάγγελμα του ρινιαστή. Οι έρινοι, ορνιοί ή, στην κοινή, τα αρσενικά σύκα, χρησιμοποιούνται για την γονιμοποίηση των θηλυκών συκιών. Οι ρινιαστές ήταν εκείνοι που συνέλεγαν τα αρσενικά σύκα, αγριόσυκα, τα περνούσαν σε κλωστές, και στη συνέχεια τα αποθήκευαν ή τα πωλούσαν στους ενδιαφερόμενους. Όσοι τα έπαιρναν τα κρεμούσαν στις θηλυκές ώστε όταν έσκαγαν ο αέρας και τα έντομα να μεταφέρουν τα ωάρια για γονιμοποίηση
Σαματατζής
Πανομοιότυπος με τον αυτοφοράκια, με τη διαφορά ότι το δεύτερο συναντάται μέχρι και σήμερα, ο σαματατζής ήταν σε ελεύθερη μετάφραση ο «πληρωμένος ταραξίας δημοσίων συγκεντρώσεων».
Ο Σαματατζής συνήθως χρηματοδοτείτο από κάποια πολιτική ή συντεχνιακή παράταξη ή ακόμα κι από κάποιον μεμονωμένο υποψήφιο, ούτως ώστε να είναι έτοιμος να «παρέμβει» την κατάλληλη στιγμή. Κατά την άσκηση του «επαγγέλματος» , η συνήθης πρακτική λειτουργούσε κάπως έτσι: όταν ο «εργοδότης» τα έβρισκε σκούρα σε κάποια διαφωνία, ο σαματατζής επενέβαινε άμεσα με φωνές και ακατονόμαστες φράσεις, με αποτέλεσμα να διεγείρει το θυμό των παρευρισκομένων και να «διακοπεί η συνεδρίασης».
Απαραίτητα προσόντα για την άσκηση του επαγγέλματος ήταν να στερείται ιδεολογίας, και ως πολυπράγμων να μπορεί είτε να παριστάνει τον ευκαιριακό χειροκροτητή, είτε τον τοιχοκολλητή, ενώ δεν έλειπαν κι οι φορές που έπρεπε να προσαρμοστεί στο ρόλο του αβανταδόρου και του παρατρεχάμενου.
Χαρακτηριστικό ήταν πως η πληρωμή έπρεπε να προκαταβάλλεται καλύπτοντας έτσι την πιθανότητα σπρωξίματος ή και ξυλοδαρμού. Υποκατηγορία θα μπορούσε να θεωρηθεί ο καρπαζοεισπράκτορας, αυτός που συνηθέστερα τις «μάζευε» από υποτιθέμενους παλικαράδες, με την διαφορά πως η πληρωμή ακολουθούσε πάντοτε του ξύλου.
Οι καριερίστες του επαγγέλματος άλλων εποχών, στην ερώτηση «τι επαγγέλλεσαι» απαντούσαν γενικά κι αόριστα «επιχειρήσεις». Και δεν είχαν άδικο άλλωστε, εκείνοι επιχειρούσαν κι ότι βγει…
Καπνοδοχοκαθαριστής
Αν και οι καμινάδες και τα συνεργεία που αναλαμβάνουν τον καθαρισμό τους, δεν έχουν εκλείψει, ο σημερινός καπνοδοκαθαριστής σίγουρα δεν διατηρεί την παραδοσιακή έννοια του όρου. Το τότε συνεργείο αποτελούμενο από δύο ή και περισσότερα άτομα, επισκέπτονταν σπίτια, γραφεία, δημόσια κτίρια ταβέρνες και φούρνους, για να καθαρίσει τις καμινάδες με παραδοσιακά εργαλεία και τρόπο.
Αφού επιθεωρούσε τον χώρο, ένας ανέβαινε στην κορυφή της καμινάδας, κρεμώντας το σκοινί που έπιανε ο άλλος από την άλλη είσοδο της καμινάδας. Σε αυτό έδεναν τα φρόκαλα, τσαλιά, τις αφάνες, και ότι άλλο εργαλείο υπήρχε διαθέσιμο ικανό να ξύσει το εσωτερικό της καμινάδας. Όταν έριχναν όλη την μουτζούρα στο τζάκι, ή στο φούρνο, και πάνω σε εκείνον που τύγχανε να κρατάει το σκοινί έμελλε μόνο το σκούπισμα κι είχαν τελειώσει. Στις περιπτώσεις που η κάπνα ήταν λαδωμένη, το σαπούνι ήταν απαραίτητο βοηθητικό για να αφαιρεθεί. Έτσι συνηθέστερα , τον πρωί διατηρούσαν ένα σκούρο ηλιοκαμένο ή ακόμα και μαύρο χρώμα, το οποίο έφευγε μόνο όταν επέστρεφαν σπίτι. Αυτός ήταν ο λόγος που οι συστάσεις της επαγγελματικής σταδιοδρομίας ήταν περιττές.
Ντιβανάς
Πλανόδιος και περιπλανώμενος από γειτονιά σε γειτονιά ήταν και ο ντιβανάς άλλων εποχών. Η φθαρτή φύση των κρεβατιών που ήταν φτιαγμένα από συρματένιο δίχτυ, επέβαλε εκτός από την ύπαρξη του κατασκευαστή κι εκείνη του συντηρητής ή επισκευαστής τους.
Αυτός ήταν και ο λόγος που με ένα ζεμπίλι, μια κουλούρα σύρμα, τανάλιες, πένσες, καρφιά και σφυριά, ο ντιβανάς τριγύριζε στις γειτονιές διαλαλώντας την ιδιότητά του μέχρι να εμφανιστεί κάποια νοικοκυρά που χρειαζόταν τις υπηρεσίες του.
Τότε το ντιβάνι έβγαινε στην αυλή κι ο ειδικός, μετά την εκτίμηση, όριζε το κόμιστρο της επισκευής. Βέβαια πάντα υπήρχαν επιλογές για αυξομειώσεις της τιμής, όπως το τι σύρμα, ανοξείδωτο ή γαλβανιζέ, θα επιλεγόταν χωρίς να λείπουν βέβαια και τα γνωστά παζάρια… Η συμφωνία έκλεινε κι ο μάστορας έπιανε δουλειά. Έσφιγγε με τη μέγγενη τις άκρες ώστε να τεντώσουν καλά και να μην πάρουν κάνουν γούβα. Μετά έπαιρνε τα κάθετα σύρματα, γνωστά και ως υφάδια, τα τέντωνε και αυτά και τα κάρφωνε στις σανίδες. Στη συνέχεια τοποθετούσε το στρώμα και το κρεβάτι ήταν έτοιμο να χρησιμοποιηθεί καλά.
Σαλεπιτζής
Εν έτει 2015, στην Ομόνοια ή στους γύρω δρόμους, δεν είναι απίθανο να συναντήσει κανείς, τους τελευταίους εκπροσώπους του εν λόγω επαγγέλματος, αν και κατά γενική ομολογία κι αυτός ο επαγγελματικός προσανατολισμός τείνει προς εξαφάνιση…
Το σαλέπι, η σκόνη δηλαδή που βγαίνει από τους αποξηραμένους κονδύλους διαφόρων ειδών της οικογένειας των ορχεΐδων, καθώς και το ζεστό αφέψημα που παρασκευάζεται από αυτό, όταν η σκόνη βράζεται με ζάχαρη ή μέλι και αρωματίζεται με πιπερόριζα ή κανέλα, αποτέλεσε για χρόνια το δυναμωτικό της χώρας τόσο για τους ξενύχτηδες όσο και για τους πρωινούς ανθρώπους του μεροκάματου.
Ο σαλεπιτζής, με τον άσπρο σκούφο και την λευκή ποδιά του, τα πολύπλοκα και καλογυαλισμένα μπρούτζινα σκεύη, που συνήθιζε να κουβαλά στον ώμο κρεμασμένα από μια ξύλινη σανίδα, αποτελεί μια γραφική και συνηθισμένη εικόνα άλλων εποχών. Περιτριγυρισμένος σχεδόν πάντα από παρέες, ψήνοντας το ρόφημα σε εύθυμο κλίμα, κρατούσε το ενδιαφέρον των πελατών ανοίγοντας πάντα κάποιο πολιτικό ή άλλο θέμα για συζήτηση , γι αυτό κι από πολλούς θεωρείται πως έβαλε τις βάσεις για τα εξελιγμένα υπαίθρια καφενεία που ακολούθησαν στην Ελλάδα, αφού οι θαμώνες πίνοντας το ποτό τους ενημερώνονταν για την καθημερινότητα και αντάλλασσαν τις απόψεις τους.
Λατερνατζής
Λατέρνα Φτώχεια και Φιλότιμο, ήταν ο τίτλος της κλασσικής ελληνικής ταινίες, που σκιαγραφούσε ένα ακόμα επάγγελμα που χάνεται στο χρόνο καθώς και τα λοιπά χαρακτηριστικά της εποχής της ακμής του. Ο λατερνατζής του χθες, μετέφερε στην πλάτη το ογκώδες όργανό του και σε κάθε στάση γυρνούσε την μανιβέλα της «ρομβίας», διασκέδαζε τους κατοίκους της κάθε γειτονιάς με κλασσικές ή και νέες μελωδίες.
Η λατέρνα, το αυτόματο μουσικό όργανο που αν και ογκώδες, συνήθως χρησιμοποιείται σε ανοιχτούς χώρους, υπήρξε απαραίτητο συστατικό της διασκέδασης άλλων εποχών, συμβάλλοντας μάλιστα στη διάδοση νέων, για την εποχή, μουσικών ήχων. Βέβαια τα προβλήματα που αντιμετώπισαν οι λατερνατζήδες μέσα στα χρόνια, κατάφεραν να περιθωριοποιήσουν την στολισμένη λατέρνα, με αποτέλεσμα σήμερα να διαχέει τους ξεκούρδιστους πια ήχους της, σε ελάχιστες και πολυσύχναστες, αποκλειστικά, γειτονιές.
Αμαξάς
Κι αν οι σύγχρονες διαφημίσεις τετράτροχων, διατυμπανίζουν με καμάρι τα επιπλέον άλογα, ικανά να μας μεταφέρουν γρηγορότερα στον επιθυμητό προορισμό, οι προκάτοχοι των αυτοκινήτων , που συνήθιζαν να χρησιμοποιούν ζωντανά άλογα για να κινήσουν τους τροχούς τους, ήταν αδύνατο να εκμηδενίσουν τις αποστάσεις..
Τα κάρα, ως τα πρώτα του είδους, ακολούθησαν την ανακάλυψη του τροχού και στην αρχή ήταν ανθρωποκίνητα. Αργότερα βέβαια, τους ανθρώπους αντικατέστησαν τα ζώα, στην αρχή μουλάρια ή γαϊδούρια, και ο οδηγός του κάρου ονομάστηκε αραμπάς.
Η εξέλιξη βέβαια συμπορεύτηκε με τον ερχομό της ιππήλατης άμαξας. Από εκεί και πέρα η ταχύτητα μπορούσε να αυξηθεί με την προσθήκη επιπλέον αλόγων, ενώ η πολυτέλεια αφορούσε κυρίως τον ευφάνταστο στολισμό της «καμπίνας», με τα δερμάτινα καθίσματα, τις κορδέλες και τα κρόσια να ανήκουν στα πιο χαρακτηριστικά διακοσμητικά εφέ. Σήμερα έχουν απομείνει ελάχιστοι αμαξάδες, αφού ο μόνος λόγος για να χρησιμοποιήσει κανείς το συγκεκριμένο μέσο μεταφοράς είναι για να ανακόψει την ταχύτητα της καθημερινότητας, πηγαίνοντας μια γραφική και νοσταλγική βόλτα.
Ο Τσαμπάσης
Λαλίστατος και ατσίδα στις διαπραγματεύσης, ήταν ο τσαμπάσης, ο μεταπράτης ζωέμπορος της προ αυτοκινήτου εποχής. Επίκεντρο των αγοραπωλησιών αποτελούσαν οι ζωοπανηγύρεις που συνόδευαν συνήθως τις εορταστικές και εμπορικές δραστηριότητες των μεγάλων πανηγυριών .
Πριν την αναγγελία της εκτίμησης, ζύγιζε το ζώο «με το μάτι» και το ψηλάφιζε. Έτριβε με χοντρό αλάτι το πάνω χείλος του, μέχρι να ματώσει, και πειραματιζόταν με διάφορους τρόπους για να διαπιστώσει τα ζακόνια του , δηλαδή τα ελαττώματά του. Αν κλώτσαγε, δάγκωνε, σκόνταφτε, ή δεν έκανε καλό καμάτι(όργωμα), τότε το ζώο δεν άξιζε και πολλά.
Όταν η αγοροπωλησία αφορούσε άλογα , για τον προσδιορισμό της τιμής, συνυπολογιζόταν πάντα και η γιοργάδα του ζώου, δηλαδή η ικανότητα του να τρέχει γρήγορα και χωρίς καλπασμό. Βέβαια ο καλός επιχειρηματίας του είδους προτιμούσε συνήθως το αδύνατο και καχεκτικό άλογο του στάβλου, το οποίο τάιζε, εκπαίδευε και φρόντιζε για ένα μικρό χρονικό διάστημα, ώστε να πετύχει μεγαλύτερη τιμή πώλησης από εκείνη της αγοράς, αυξάνοντας κατά πολύ το κέρδος.
Μεταπράτης
Ο λιανοπωλητής που δεν είχε πρωτογενή παραγωγή άλλοτε ονομαζόταν μεταπράτης. Αγόραζε την πραμάτεια του από παραγωγούς ή χοντρέμπορους και στη συνέχεια την μεταπωλούσε σε γειτονιές και πανηγύρια.Κάλτσες πουκάμισα κι άλλα ήδη ρουχισμού, είδη σπουτιού ακόμα και τρόφιμα αποτελούσαν το εμπόρευμά του. Οι πελάτες του, μόνιμοι ή ευκαιριακοί, ήταν κυρίως νοικοκυρές οι οποίες αγόραζαν ακόμα και είδη προικός για τα κορίτσια του σπιτιού , τα οποία απολήρωναν με δόσεις ή και με την γνωστή μέθοδο του τεφτεριού. Για μια καλή σταδιοδρομία στο επάγγελμα του μεταπράτη, χρειαζόταν ισχυρή διαπραγματευτική ικανότητα, αφού το παζάρι αποτελούσε χαρακτηριστικό της αγοραπωλησίας, και πολυλογία ώστε υπογραμμίζοντας ή και εφευρίσκοντας ανάγκες να πρωωθεί καλύτερα τα προϊόντα.
Νερουλάς ή Νεροκόπος
Τότε που η ΟΥΛΕΝ δεν υπήρχε ακόμα, ο γνωστός ολυμπιονίκης Σπύρος Λούης συνήθιζε να μεταφέρει νερό στα λίγα τότε σπίτια του Αμαρουσίου. Το επαγγελμά του ήταν νερουλάς , και έπρεπε ν απρομηθεύει με νερό την σταθερή του πελατεία.
Τον πρώτο καρό η μεταφορά του νερού γινόταν με τενεκέδες ή μπακιρένια γκιούμια. Ο νερουλάς γέμιζε τους τενεκέδες από την κεντρική βρύση , τους έδενε έπειτα σ’ ένα γυρτό ξύλο και τους κουβαλούσε στον ώμο.Ήταν δε στους δρόμους από το πρωί ώς το βράδυ αφού για να εξυπηρετήσει όλη του την πελατεία έκανε αμέτρητα δρομολόγια. Με τον καιρό βέβαια που οι ανάγκες πολλαπλασιάστηκαν, το νερό κουβαλούσε κάποιο ζώο , γαϊδούρι ή μουλάρι, το οποίο φόρτωνε με μεγάλα ξύλινα βαρέλια των 30 περίπου οκάδων. Στα βαρέλια υπήρχε και μια κάνουλα από την οποία γέμιζαν οι κανάτες του κάθε σπιτιού. Δεν έλειπαν βέβαια και οι νερουλάδες με τις βοϊδάμαξες, στις οποίες μετέφεραν βαρέλια των 100 οκάδων, πουλώντας το νερό με τον κουβά για οικιακή κυρίως χρήση...
Εφημεριδοπώλης
Εφημερίδες , εφημερίδες, έκτακτο παράρτημα, ο βασιλιάς..."έλεγαν οι πλανόδιοι εφημεριδοπώλες που περιφέρονταν στους δρόμους διατυμπανίζοντας τα νέα της ημέρας. Παραλάμβαναν τις εφημερίδες από τα Πρακτορεία Διανομής Τύπου και προωθούσαν την καθημερινή κυκλοφορία του ελληνικού τύπου περπατώντας στους κεντρικούς δρόμους της πόλης το. Εκτός από τους περαστικούς έκανε και την διανομή στα σπίτια, που αποτελούσαν και τους μόνιμους πελάτες του.
Το συνήθειο του εφημεριδοπώλης των αρχών του 20ού αιώνα να διαλαλεί την πραμάτεια του: το «Σκριπ», το «Άστυ», την «Ακρόπολη» αλλά και ενημερώνει για τα μεγάλα γεγονότα ήταν ένα κόλπο για να αυξάνει τις πωλήσεις του.
Αγωγιάτης ή κιρατζής
Οι πρόδρομοι των αυτοκινιτιστών, ή αλλιώς αγωγιάτες εκτελούσαν επί πληρωμή ιδιωτικές μεταφορές εμπορευμάτων , διακινούσαν ταξιδιώτες, γιατρούς για επίσκεψη σε ασθενείς, κρατικούς λειτουργούς για την εκτέλεση της υπηρεσίας και φυσικά και προϊόντα.
Τις μεταφορές οι κιρατζήδες, όπως ονομάζονταν διαφορετικά, τις έκαναν συνήθως με μουλάρια μέχρι και την δεκαετία του '30 ενώ σε μερικές περιοχές μέχρι και τη δεκαετία του '50. Το επάγγελμα συνήθως εξασκούσαν οι ακτήμονες αγρότες των χωριών και των κωμοπόλεων ενώ παράλληλα μπορούσαν να εργάζονται και σε εργοστάσια, ελαιοτριβεία, ταλκορυχεία ή άλλες βιομηχανικές ζώνες.
Aρκουδιάρης
Με το όνομα ακρουδιάρης ή και αρκουδόγυφτος, φερόταν συνήθως εκείνος που γυρνούσε τις περιοχές με την αρκούδα του, δίνοντας υπαίθριες παραστάσεις στην πλατεία της γειτονιάς τείνοντας στο τέλος το κασκέτο του για την καταβολή της πληρωμής. Κατάλοιπο του βάρβαρου αυτού επαγγέλματος είναι η ανάπαρσταση του σε κάποιες περιοχές, όπως αυτή της Σάμου, κατά την περίοδο της αποκριάς. Δύο άντρες, ο ένας υποδυόμενο τον αρκουδιάρη κι ό άλλος την αρκούδα φορώντας περιλαίμιο με αλυσίδα χορεύουν προς αστεϊσμό τον «αρκουδιάρικο» χορό, σε μίμηση κατά μελωδία και χορό εκείνου της αρκούδας του αρκουδόγυφτου.
Εισπράκτορας Συγκοινωνιών
Κάποια χρόνια πριν υπήχρε περίπτωσε σε κάποια απομακρυσμένη γραμμή λεωφορείου της συμπρωτεύουσας να συναντήσει κανείς την γνωστή ούρα που σχηματιζόταν κατά την είσοδο λόγω του εισπράκτορα. Καθισμένος συνήθως σε ειδικά διαμορφωμένη θέση στο πίσω μέρος του λεωφορείου, εκοβε κατά την είσοδο των επιβατών τα εισιτήρια, ανήγγειλε τις στάσεις των λεωφορείων, ή συνέβαλε στο ανεβοκατέβασμα των επιβατών, δίνοντας οδηγίες.
Ήταν επίσης δέκτης των παραπόνων των επιβατών αφού θεωρούνταν υπαίτιος για τυχόν καθυστερήσεις ή προβλήματα που προέκυπταν.. Την εποχή του εισπράκτορα άλλωστε σε κάθε λεωφορείο υπήρχε η ενδεικτική πινακίδα: «ΜΗΝ ΟΜΙΛΕΙΤΑΙ ΣΤΟΝ ΟΔΗΓΟ»
Όταν η θέση θεωρήθηκε ασύμφορη, υπουργικές ή συντεχνιακές αποφάσεις σταμάτησαν τις προσλήψεις και εκείνοι που δεν συνταξιοδοτήθηκαν αναβαθμίστηκαν σε οδηγούς και ελεγκτές.
Εκείνες τις εποχές, τα στελέχη εταιρειών ή οι κάτοχοι πανεπιστημιακών τίτλων, ήταν κατάτι λιγότεροι από ότι σήμερα και πολλές από τις υπηρεσίες με περίσσια ζήτηση, δεν είχαν στέγη, προσφέρονταν στην ύπαιθρο, στην αυλή ή ακόμα και στις πλατείες των γειτονιών. «Μπακίρια γανώνω! Εφημερίδες! Εδώ το καλό σαλέπι», ήταν μερικές από τις συνήθεις φράσεις που ακούγονταν από τους μεταπράτες και τους πλανόδιους, οι οποίοι κατανάλωναν το 8ωρο τους περιφερόμενοι προς αναζήτηση πελατείας.
Διαβαίνοντας το κατώφλι του εκσυγχρονισμού βέβαια, δεν ήταν μόνο το αστικο τοπίο και η κοινωνική συμπεριφορά, οι συνιστώσες εκείνεςπου διαφοροποιήθηκαν. Η μάχη της αυτάρκειας μετέβαλε εκ διαμέτρου και τις καθημερινές ανάγκες, με αποτέλεσμα, να τοποθετηθούν, εκτός των άλλων, και πολλά επαγγέλματα του χθες, στο χρονοντούλαπο της ιστορίας. Ποιές είναι όμως; οι εργασίες εκείνες που ακόμα κι αν κατακλύζουν τις αναμνήσεις των γηραιότερων, σήμερα, απουσιάζουν εντελώς ή έστω διατηρούνται με τον ελάχιστο δυνατό αριθμό των εκπροσώπων τους; Το newsbeast.gr κάνει μια μικρή αναδρομή στο χθες και στους τότε πρωταγωνιστές της«εργασιακής αρένας».
Γανωτής
Κουβαλώντας στην πλάτη του τα εργαλεία της δουλειάς, συνήθιζε να καλεί με την τραχιά, από το παίδεμα, φωνή του τις νοικοκυρές να φέρουν τα μπακίρια τους για γάνωμα. Τα χάλκινα οικιακά σκεύη, όπως τα ταχριά, τα καζάνια, τα κουτάλια, τα πιρούνια χρειάζονταν, συχνά πυκνά, γαλβανισμό και στίλβωμα με κασσίτερο, ή αλλιώς γάνωμα.
Όταν προέκυπτε πελατεία, ο γανωτής, έστηνε την γκαζιέρα του στην αυλή του σπιτιού, έλιωνε τον κασσίτερο, κι αφού καθάριζε καλά το σκεύος, άλειφε το εσωτερικό του με σπίρτο και το τρίβε με κουρασάνι (τριμμένο κεραμίδι). Στη συνέχεια, κράταγε το σκεύος με την τσιμπίδα πάνω από τη φωτιά και έριχνε μέσα το νησιαντήρι (χλωριούχο αμμώνιο), για να στρώσει καλύτερα το καλάι( κασσίτερος) πάνω στο χάλκωμα. Το άπλωνε σ’ όλη την επιφάνεια του σκεύους μ’ ένα χοντρό βαμβακερό ύφασμα και στη συνέχεια το βουτούσε σε μια λεκάνη με κρύο νερό, που του έδινε η νοικοκυρά του σπιτιού.Το τελικό σκούπισμα γινόταν με βαμβάκι ώστε να αποκτήσει το σκεύος την απαραίτητη γυαλάδα. Το «γάνωμα», το οποίο επιβαλλόταν για λόγους υγείας, κυρίως στα σκεύη που χρησιμοποιούσαν στο μαγείρεμα, προσέφερε πελατεία ολόκληρο το χρόνο.
Αν και το επάγγελμα του γανωτή ακολούθησαν πολλοί τεχνίτες στη συνέχεια, οι πρώτοι που το εξάσκησαν ήταν οι τσιγγάνοι. Σήμερα βέβαια τον χαλκό αντικατέστησε το ανοξείδωτο ή και το πιο σύγχρονο κεραμικό, οπότε η επικασσιτέρωση είναι περιττή. Τα λίγα εναπομείναντα τέτοια σκεύη, που κληροοτήθηκαν στις νεότερες γενιές, κρεμιούνται σε τοίχους ή κοσμούν τις βιτρίνες, κυρίως εξοχικών κατοικιών
Αβδελλάς
Έχοντας τις ρίζες του στον 19ο αιώνα, το επάγγελμα του αβδελλά, συντηρήθηκε μέχρι και τα μισά του προηγούμενου, όσο οι βδέλες χρησιμοποιούνταν ακόμα για θεραπευτικούς σκοπούς. Σε περιπτώσεις πίεσης ή πονοκεφάλων, οι βδέλλες ήταν το «εργαλείο» για τις τοπικές αφαιμάξεις. Οι πρώτοι που εξάσκησαν το εν λόγω επάγγελμα, ήταν οι αθίγγανοι, οι οποίοι έμπαιναν ξυπόλητοι στα νερά και συνέλεγαν τις βδέλλες με τα χέρια. Στη συνέχεια τις τοποθετούσαν, συνήθως ανά δυάδες, σε μικρά βαζάκια, τα οποία διέθεταν προς πώληση.
Αγγειοπλάστης
Στη λίστα με τα προς εξαφάνιση επαγγέλματα θα μπορούσε να προστεθεί κι εκείνο του αγγειοπλάση, παρόλο που κάποτε η περιοχή του Κεραμικού, έβριθε από εργαστήρια τεχνητών που κατασκεύαζαν πιθάρια, ποτήρια, αγγεία, λυχνάρια και πολλά άλλα. Το κύριο εργαλείο τους, σχετικά απλό, αποτελείτο από έναν τροχό, έναν δίσκο δηλαδή στερεωμένο πάνω σε έναν κάθετο άξονα. Εκεί τοποθετούσε ο τεχνίτης τον πηλό και περιστρέφοντας τον, έδινε στον πηλό το απαραίτητο σχήμα με τα χέρια. Μόλις το δημιούργημα είχε ολοκληρωθεί, είτε έβγαινε στον ήλιο για να ξεραθεί είτε ψηνόταν στον φούρνο ώστε να ξεκινήσει στη συνέχεια η διαδικασία της διακόσμησης.
Αχθοφόρος ή χαμάλης
Σαν να βγήκαν από ξεθωριασμένη καρτ ποστάλ , οι εναπομείναντες του είδους, τριγυρίζουν μέχρι και σήμερα με το καρότσι τους σε σταθμούς λεωφορείων και λιμάνια συνήθως χωρίς να βρίσκουν πελατεία. Παλαιότερα βέβαια ο αχθοφόρος δεν μετέφερε τις βαλίτσες από το πλοίο ως το αυτοκίνητο ή το κοντινότερο μέσο μαζικής μεταφοράς. Κυκλοφορούσε στην αγορά, κι όταν έβρισκε πελάτη, έβαζε τα ψώνια στην πλάτη για να τα μεταφέρει μέχρι την πόρτα του σπιτιού. Έπαιρνε το χαρτζιλίκι και επέστρεφε ταχύτατα στο πόστο του, αφού το μεροκάματο ήταν ανάλογο των δρομολογίων. Στην εξέλιξη του επαγγέλματος η πλάτη ή το καρότσι αντικαταστάθηκε από τα τρίκυκλα και οι μεταφορές γινόνταν γρηγορότερα και φυσικά πιο ξεκούραστα.
Ρινιαστής
Λιγότερο γνωστό ίσως σήμερα αλλά συνήθης φιγούρα σε επαρχίες πρότερων χρόνων, υπήρξε και το επάγγελμα του ρινιαστή. Οι έρινοι, ορνιοί ή, στην κοινή, τα αρσενικά σύκα, χρησιμοποιούνται για την γονιμοποίηση των θηλυκών συκιών. Οι ρινιαστές ήταν εκείνοι που συνέλεγαν τα αρσενικά σύκα, αγριόσυκα, τα περνούσαν σε κλωστές, και στη συνέχεια τα αποθήκευαν ή τα πωλούσαν στους ενδιαφερόμενους. Όσοι τα έπαιρναν τα κρεμούσαν στις θηλυκές ώστε όταν έσκαγαν ο αέρας και τα έντομα να μεταφέρουν τα ωάρια για γονιμοποίηση
Σαματατζής
Πανομοιότυπος με τον αυτοφοράκια, με τη διαφορά ότι το δεύτερο συναντάται μέχρι και σήμερα, ο σαματατζής ήταν σε ελεύθερη μετάφραση ο «πληρωμένος ταραξίας δημοσίων συγκεντρώσεων».
Ο Σαματατζής συνήθως χρηματοδοτείτο από κάποια πολιτική ή συντεχνιακή παράταξη ή ακόμα κι από κάποιον μεμονωμένο υποψήφιο, ούτως ώστε να είναι έτοιμος να «παρέμβει» την κατάλληλη στιγμή. Κατά την άσκηση του «επαγγέλματος» , η συνήθης πρακτική λειτουργούσε κάπως έτσι: όταν ο «εργοδότης» τα έβρισκε σκούρα σε κάποια διαφωνία, ο σαματατζής επενέβαινε άμεσα με φωνές και ακατονόμαστες φράσεις, με αποτέλεσμα να διεγείρει το θυμό των παρευρισκομένων και να «διακοπεί η συνεδρίασης».
Απαραίτητα προσόντα για την άσκηση του επαγγέλματος ήταν να στερείται ιδεολογίας, και ως πολυπράγμων να μπορεί είτε να παριστάνει τον ευκαιριακό χειροκροτητή, είτε τον τοιχοκολλητή, ενώ δεν έλειπαν κι οι φορές που έπρεπε να προσαρμοστεί στο ρόλο του αβανταδόρου και του παρατρεχάμενου.
Χαρακτηριστικό ήταν πως η πληρωμή έπρεπε να προκαταβάλλεται καλύπτοντας έτσι την πιθανότητα σπρωξίματος ή και ξυλοδαρμού. Υποκατηγορία θα μπορούσε να θεωρηθεί ο καρπαζοεισπράκτορας, αυτός που συνηθέστερα τις «μάζευε» από υποτιθέμενους παλικαράδες, με την διαφορά πως η πληρωμή ακολουθούσε πάντοτε του ξύλου.
Οι καριερίστες του επαγγέλματος άλλων εποχών, στην ερώτηση «τι επαγγέλλεσαι» απαντούσαν γενικά κι αόριστα «επιχειρήσεις». Και δεν είχαν άδικο άλλωστε, εκείνοι επιχειρούσαν κι ότι βγει…
Καπνοδοχοκαθαριστής
Αν και οι καμινάδες και τα συνεργεία που αναλαμβάνουν τον καθαρισμό τους, δεν έχουν εκλείψει, ο σημερινός καπνοδοκαθαριστής σίγουρα δεν διατηρεί την παραδοσιακή έννοια του όρου. Το τότε συνεργείο αποτελούμενο από δύο ή και περισσότερα άτομα, επισκέπτονταν σπίτια, γραφεία, δημόσια κτίρια ταβέρνες και φούρνους, για να καθαρίσει τις καμινάδες με παραδοσιακά εργαλεία και τρόπο.
Αφού επιθεωρούσε τον χώρο, ένας ανέβαινε στην κορυφή της καμινάδας, κρεμώντας το σκοινί που έπιανε ο άλλος από την άλλη είσοδο της καμινάδας. Σε αυτό έδεναν τα φρόκαλα, τσαλιά, τις αφάνες, και ότι άλλο εργαλείο υπήρχε διαθέσιμο ικανό να ξύσει το εσωτερικό της καμινάδας. Όταν έριχναν όλη την μουτζούρα στο τζάκι, ή στο φούρνο, και πάνω σε εκείνον που τύγχανε να κρατάει το σκοινί έμελλε μόνο το σκούπισμα κι είχαν τελειώσει. Στις περιπτώσεις που η κάπνα ήταν λαδωμένη, το σαπούνι ήταν απαραίτητο βοηθητικό για να αφαιρεθεί. Έτσι συνηθέστερα , τον πρωί διατηρούσαν ένα σκούρο ηλιοκαμένο ή ακόμα και μαύρο χρώμα, το οποίο έφευγε μόνο όταν επέστρεφαν σπίτι. Αυτός ήταν ο λόγος που οι συστάσεις της επαγγελματικής σταδιοδρομίας ήταν περιττές.
Ντιβανάς
Πλανόδιος και περιπλανώμενος από γειτονιά σε γειτονιά ήταν και ο ντιβανάς άλλων εποχών. Η φθαρτή φύση των κρεβατιών που ήταν φτιαγμένα από συρματένιο δίχτυ, επέβαλε εκτός από την ύπαρξη του κατασκευαστή κι εκείνη του συντηρητής ή επισκευαστής τους.
Αυτός ήταν και ο λόγος που με ένα ζεμπίλι, μια κουλούρα σύρμα, τανάλιες, πένσες, καρφιά και σφυριά, ο ντιβανάς τριγύριζε στις γειτονιές διαλαλώντας την ιδιότητά του μέχρι να εμφανιστεί κάποια νοικοκυρά που χρειαζόταν τις υπηρεσίες του.
Τότε το ντιβάνι έβγαινε στην αυλή κι ο ειδικός, μετά την εκτίμηση, όριζε το κόμιστρο της επισκευής. Βέβαια πάντα υπήρχαν επιλογές για αυξομειώσεις της τιμής, όπως το τι σύρμα, ανοξείδωτο ή γαλβανιζέ, θα επιλεγόταν χωρίς να λείπουν βέβαια και τα γνωστά παζάρια… Η συμφωνία έκλεινε κι ο μάστορας έπιανε δουλειά. Έσφιγγε με τη μέγγενη τις άκρες ώστε να τεντώσουν καλά και να μην πάρουν κάνουν γούβα. Μετά έπαιρνε τα κάθετα σύρματα, γνωστά και ως υφάδια, τα τέντωνε και αυτά και τα κάρφωνε στις σανίδες. Στη συνέχεια τοποθετούσε το στρώμα και το κρεβάτι ήταν έτοιμο να χρησιμοποιηθεί καλά.
Σαλεπιτζής
Εν έτει 2015, στην Ομόνοια ή στους γύρω δρόμους, δεν είναι απίθανο να συναντήσει κανείς, τους τελευταίους εκπροσώπους του εν λόγω επαγγέλματος, αν και κατά γενική ομολογία κι αυτός ο επαγγελματικός προσανατολισμός τείνει προς εξαφάνιση…
Το σαλέπι, η σκόνη δηλαδή που βγαίνει από τους αποξηραμένους κονδύλους διαφόρων ειδών της οικογένειας των ορχεΐδων, καθώς και το ζεστό αφέψημα που παρασκευάζεται από αυτό, όταν η σκόνη βράζεται με ζάχαρη ή μέλι και αρωματίζεται με πιπερόριζα ή κανέλα, αποτέλεσε για χρόνια το δυναμωτικό της χώρας τόσο για τους ξενύχτηδες όσο και για τους πρωινούς ανθρώπους του μεροκάματου.
Ο σαλεπιτζής, με τον άσπρο σκούφο και την λευκή ποδιά του, τα πολύπλοκα και καλογυαλισμένα μπρούτζινα σκεύη, που συνήθιζε να κουβαλά στον ώμο κρεμασμένα από μια ξύλινη σανίδα, αποτελεί μια γραφική και συνηθισμένη εικόνα άλλων εποχών. Περιτριγυρισμένος σχεδόν πάντα από παρέες, ψήνοντας το ρόφημα σε εύθυμο κλίμα, κρατούσε το ενδιαφέρον των πελατών ανοίγοντας πάντα κάποιο πολιτικό ή άλλο θέμα για συζήτηση , γι αυτό κι από πολλούς θεωρείται πως έβαλε τις βάσεις για τα εξελιγμένα υπαίθρια καφενεία που ακολούθησαν στην Ελλάδα, αφού οι θαμώνες πίνοντας το ποτό τους ενημερώνονταν για την καθημερινότητα και αντάλλασσαν τις απόψεις τους.
Λατερνατζής
Λατέρνα Φτώχεια και Φιλότιμο, ήταν ο τίτλος της κλασσικής ελληνικής ταινίες, που σκιαγραφούσε ένα ακόμα επάγγελμα που χάνεται στο χρόνο καθώς και τα λοιπά χαρακτηριστικά της εποχής της ακμής του. Ο λατερνατζής του χθες, μετέφερε στην πλάτη το ογκώδες όργανό του και σε κάθε στάση γυρνούσε την μανιβέλα της «ρομβίας», διασκέδαζε τους κατοίκους της κάθε γειτονιάς με κλασσικές ή και νέες μελωδίες.
Η λατέρνα, το αυτόματο μουσικό όργανο που αν και ογκώδες, συνήθως χρησιμοποιείται σε ανοιχτούς χώρους, υπήρξε απαραίτητο συστατικό της διασκέδασης άλλων εποχών, συμβάλλοντας μάλιστα στη διάδοση νέων, για την εποχή, μουσικών ήχων. Βέβαια τα προβλήματα που αντιμετώπισαν οι λατερνατζήδες μέσα στα χρόνια, κατάφεραν να περιθωριοποιήσουν την στολισμένη λατέρνα, με αποτέλεσμα σήμερα να διαχέει τους ξεκούρδιστους πια ήχους της, σε ελάχιστες και πολυσύχναστες, αποκλειστικά, γειτονιές.
Αμαξάς
Κι αν οι σύγχρονες διαφημίσεις τετράτροχων, διατυμπανίζουν με καμάρι τα επιπλέον άλογα, ικανά να μας μεταφέρουν γρηγορότερα στον επιθυμητό προορισμό, οι προκάτοχοι των αυτοκινήτων , που συνήθιζαν να χρησιμοποιούν ζωντανά άλογα για να κινήσουν τους τροχούς τους, ήταν αδύνατο να εκμηδενίσουν τις αποστάσεις..
Τα κάρα, ως τα πρώτα του είδους, ακολούθησαν την ανακάλυψη του τροχού και στην αρχή ήταν ανθρωποκίνητα. Αργότερα βέβαια, τους ανθρώπους αντικατέστησαν τα ζώα, στην αρχή μουλάρια ή γαϊδούρια, και ο οδηγός του κάρου ονομάστηκε αραμπάς.
Η εξέλιξη βέβαια συμπορεύτηκε με τον ερχομό της ιππήλατης άμαξας. Από εκεί και πέρα η ταχύτητα μπορούσε να αυξηθεί με την προσθήκη επιπλέον αλόγων, ενώ η πολυτέλεια αφορούσε κυρίως τον ευφάνταστο στολισμό της «καμπίνας», με τα δερμάτινα καθίσματα, τις κορδέλες και τα κρόσια να ανήκουν στα πιο χαρακτηριστικά διακοσμητικά εφέ. Σήμερα έχουν απομείνει ελάχιστοι αμαξάδες, αφού ο μόνος λόγος για να χρησιμοποιήσει κανείς το συγκεκριμένο μέσο μεταφοράς είναι για να ανακόψει την ταχύτητα της καθημερινότητας, πηγαίνοντας μια γραφική και νοσταλγική βόλτα.
Ο Τσαμπάσης
Λαλίστατος και ατσίδα στις διαπραγματεύσης, ήταν ο τσαμπάσης, ο μεταπράτης ζωέμπορος της προ αυτοκινήτου εποχής. Επίκεντρο των αγοραπωλησιών αποτελούσαν οι ζωοπανηγύρεις που συνόδευαν συνήθως τις εορταστικές και εμπορικές δραστηριότητες των μεγάλων πανηγυριών .
Πριν την αναγγελία της εκτίμησης, ζύγιζε το ζώο «με το μάτι» και το ψηλάφιζε. Έτριβε με χοντρό αλάτι το πάνω χείλος του, μέχρι να ματώσει, και πειραματιζόταν με διάφορους τρόπους για να διαπιστώσει τα ζακόνια του , δηλαδή τα ελαττώματά του. Αν κλώτσαγε, δάγκωνε, σκόνταφτε, ή δεν έκανε καλό καμάτι(όργωμα), τότε το ζώο δεν άξιζε και πολλά.
Όταν η αγοροπωλησία αφορούσε άλογα , για τον προσδιορισμό της τιμής, συνυπολογιζόταν πάντα και η γιοργάδα του ζώου, δηλαδή η ικανότητα του να τρέχει γρήγορα και χωρίς καλπασμό. Βέβαια ο καλός επιχειρηματίας του είδους προτιμούσε συνήθως το αδύνατο και καχεκτικό άλογο του στάβλου, το οποίο τάιζε, εκπαίδευε και φρόντιζε για ένα μικρό χρονικό διάστημα, ώστε να πετύχει μεγαλύτερη τιμή πώλησης από εκείνη της αγοράς, αυξάνοντας κατά πολύ το κέρδος.
Μεταπράτης
Ο λιανοπωλητής που δεν είχε πρωτογενή παραγωγή άλλοτε ονομαζόταν μεταπράτης. Αγόραζε την πραμάτεια του από παραγωγούς ή χοντρέμπορους και στη συνέχεια την μεταπωλούσε σε γειτονιές και πανηγύρια.Κάλτσες πουκάμισα κι άλλα ήδη ρουχισμού, είδη σπουτιού ακόμα και τρόφιμα αποτελούσαν το εμπόρευμά του. Οι πελάτες του, μόνιμοι ή ευκαιριακοί, ήταν κυρίως νοικοκυρές οι οποίες αγόραζαν ακόμα και είδη προικός για τα κορίτσια του σπιτιού , τα οποία απολήρωναν με δόσεις ή και με την γνωστή μέθοδο του τεφτεριού. Για μια καλή σταδιοδρομία στο επάγγελμα του μεταπράτη, χρειαζόταν ισχυρή διαπραγματευτική ικανότητα, αφού το παζάρι αποτελούσε χαρακτηριστικό της αγοραπωλησίας, και πολυλογία ώστε υπογραμμίζοντας ή και εφευρίσκοντας ανάγκες να πρωωθεί καλύτερα τα προϊόντα.
Νερουλάς ή Νεροκόπος
Τότε που η ΟΥΛΕΝ δεν υπήρχε ακόμα, ο γνωστός ολυμπιονίκης Σπύρος Λούης συνήθιζε να μεταφέρει νερό στα λίγα τότε σπίτια του Αμαρουσίου. Το επαγγελμά του ήταν νερουλάς , και έπρεπε ν απρομηθεύει με νερό την σταθερή του πελατεία.
Τον πρώτο καρό η μεταφορά του νερού γινόταν με τενεκέδες ή μπακιρένια γκιούμια. Ο νερουλάς γέμιζε τους τενεκέδες από την κεντρική βρύση , τους έδενε έπειτα σ’ ένα γυρτό ξύλο και τους κουβαλούσε στον ώμο.Ήταν δε στους δρόμους από το πρωί ώς το βράδυ αφού για να εξυπηρετήσει όλη του την πελατεία έκανε αμέτρητα δρομολόγια. Με τον καιρό βέβαια που οι ανάγκες πολλαπλασιάστηκαν, το νερό κουβαλούσε κάποιο ζώο , γαϊδούρι ή μουλάρι, το οποίο φόρτωνε με μεγάλα ξύλινα βαρέλια των 30 περίπου οκάδων. Στα βαρέλια υπήρχε και μια κάνουλα από την οποία γέμιζαν οι κανάτες του κάθε σπιτιού. Δεν έλειπαν βέβαια και οι νερουλάδες με τις βοϊδάμαξες, στις οποίες μετέφεραν βαρέλια των 100 οκάδων, πουλώντας το νερό με τον κουβά για οικιακή κυρίως χρήση...
Εφημεριδοπώλης
Εφημερίδες , εφημερίδες, έκτακτο παράρτημα, ο βασιλιάς..."έλεγαν οι πλανόδιοι εφημεριδοπώλες που περιφέρονταν στους δρόμους διατυμπανίζοντας τα νέα της ημέρας. Παραλάμβαναν τις εφημερίδες από τα Πρακτορεία Διανομής Τύπου και προωθούσαν την καθημερινή κυκλοφορία του ελληνικού τύπου περπατώντας στους κεντρικούς δρόμους της πόλης το. Εκτός από τους περαστικούς έκανε και την διανομή στα σπίτια, που αποτελούσαν και τους μόνιμους πελάτες του.
Το συνήθειο του εφημεριδοπώλης των αρχών του 20ού αιώνα να διαλαλεί την πραμάτεια του: το «Σκριπ», το «Άστυ», την «Ακρόπολη» αλλά και ενημερώνει για τα μεγάλα γεγονότα ήταν ένα κόλπο για να αυξάνει τις πωλήσεις του.
Αγωγιάτης ή κιρατζής
Οι πρόδρομοι των αυτοκινιτιστών, ή αλλιώς αγωγιάτες εκτελούσαν επί πληρωμή ιδιωτικές μεταφορές εμπορευμάτων , διακινούσαν ταξιδιώτες, γιατρούς για επίσκεψη σε ασθενείς, κρατικούς λειτουργούς για την εκτέλεση της υπηρεσίας και φυσικά και προϊόντα.
Τις μεταφορές οι κιρατζήδες, όπως ονομάζονταν διαφορετικά, τις έκαναν συνήθως με μουλάρια μέχρι και την δεκαετία του '30 ενώ σε μερικές περιοχές μέχρι και τη δεκαετία του '50. Το επάγγελμα συνήθως εξασκούσαν οι ακτήμονες αγρότες των χωριών και των κωμοπόλεων ενώ παράλληλα μπορούσαν να εργάζονται και σε εργοστάσια, ελαιοτριβεία, ταλκορυχεία ή άλλες βιομηχανικές ζώνες.
Aρκουδιάρης
Με το όνομα ακρουδιάρης ή και αρκουδόγυφτος, φερόταν συνήθως εκείνος που γυρνούσε τις περιοχές με την αρκούδα του, δίνοντας υπαίθριες παραστάσεις στην πλατεία της γειτονιάς τείνοντας στο τέλος το κασκέτο του για την καταβολή της πληρωμής. Κατάλοιπο του βάρβαρου αυτού επαγγέλματος είναι η ανάπαρσταση του σε κάποιες περιοχές, όπως αυτή της Σάμου, κατά την περίοδο της αποκριάς. Δύο άντρες, ο ένας υποδυόμενο τον αρκουδιάρη κι ό άλλος την αρκούδα φορώντας περιλαίμιο με αλυσίδα χορεύουν προς αστεϊσμό τον «αρκουδιάρικο» χορό, σε μίμηση κατά μελωδία και χορό εκείνου της αρκούδας του αρκουδόγυφτου.
Εισπράκτορας Συγκοινωνιών
Κάποια χρόνια πριν υπήχρε περίπτωσε σε κάποια απομακρυσμένη γραμμή λεωφορείου της συμπρωτεύουσας να συναντήσει κανείς την γνωστή ούρα που σχηματιζόταν κατά την είσοδο λόγω του εισπράκτορα. Καθισμένος συνήθως σε ειδικά διαμορφωμένη θέση στο πίσω μέρος του λεωφορείου, εκοβε κατά την είσοδο των επιβατών τα εισιτήρια, ανήγγειλε τις στάσεις των λεωφορείων, ή συνέβαλε στο ανεβοκατέβασμα των επιβατών, δίνοντας οδηγίες.
Ήταν επίσης δέκτης των παραπόνων των επιβατών αφού θεωρούνταν υπαίτιος για τυχόν καθυστερήσεις ή προβλήματα που προέκυπταν.. Την εποχή του εισπράκτορα άλλωστε σε κάθε λεωφορείο υπήρχε η ενδεικτική πινακίδα: «ΜΗΝ ΟΜΙΛΕΙΤΑΙ ΣΤΟΝ ΟΔΗΓΟ»
Όταν η θέση θεωρήθηκε ασύμφορη, υπουργικές ή συντεχνιακές αποφάσεις σταμάτησαν τις προσλήψεις και εκείνοι που δεν συνταξιοδοτήθηκαν αναβαθμίστηκαν σε οδηγούς και ελεγκτές.