tην είχαν ονομάσει οδό Ανακτόρων, τη συνοικία Καλαμιώτη (Βρύση του Λέκκα), γιατί περνούσε από την περιοχή που βρισκόταν το ακίνητο όπου πρωτοκατοίκησε ο βασιλιάς Όθων όταν εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Περίπου εκεί όπου είναι σήμερα η Παλαιά Βουλή. Αλλά ποτέ και σχεδόν κανείς -ούτε καν η διοίκηση- δεν ανέφερε αυτό το όνομα. Στον “δρόμο του Γέρου” έλεγαν οι ντόπιοι όταν ήθελαν να προσανατολιστούν ή στην οδό του Κολοκοτρώνη παρέπεμπαν τους επισκέπτες που πήγαιναν προς εκείνο το μέρος, το οποίο βρισκόταν στην άκρη της πόλης. Έτσι, πολλά χρόνια αργότερα καθιερώθηκε και επισήμως το όνομα της καθημερινής χρήσης.
1925, το άγαλμα του Κολοκοτρώνη στην παλιά του θέση, Σταδίου και Κολοκοτρώνη. Μετά τον πόλεμο μετακινήθηκε μπροστά στο κτήριο της Παλιάς Βουλής.
1925, το άγαλμα του Κολοκοτρώνη στην παλιά του θέση, Σταδίου και Κολοκοτρώνη. Μετά τον πόλεμο μετακινήθηκε μπροστά στο κτήριο της Παλιάς Βουλής.
Η βαριά σκιά του Γέρου του Μοριά σκέπασε κάθε άλλη ονομασία, παλαιότερη ή νεότερη, όπως συνοικία Καλαμιώτη ή Βρύση του Λέκκα. Διότι εκεί όπου συμβάλλουν σήμερα οι οδοί Κολοκοτρώνη και Λέκκα και στον σημερινό αριθμό 25 της οδού Κολοκοτρώνη, βρισκόταν το ακίνητο που έμεινε ο αρχιστράτηγος όταν έφτασε στην πρωτεύουσα. Το μεσαιωνικό τοπωνύμιο της περιοχής ήταν Παλιοχώρι ή Κερατοχώρι, γεγονός που οδήγησε στην εικασία πως εκεί πρέπει να υπήρχε κάποιος από τους δήμους των αρχαίων Αθηνών.
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνη ήρθε στην Αθήνα, αμέσως μετά την αποφυλάκισή του από το Ναύπλιο (1835). Η κατάσταση στην αρτισύστατη πρωτεύουσα ήταν σχεδόν δραματική. Τα ελάχιστα ακίνητα που υπήρχαν ή βιαστικά είχαν ανεγερθεί δεν έφταναν για να στεγάσουν ακόμη και αυτές τις δημόσιες υπηρεσίες. Επικρατούσε ένας οικοδομικός οργασμός. Οι κερδοσκόποι είχαν βρει πεδίο δράσης και οι ελλείψεις τροφίμων και αγαθών ήταν έντονες. Τότε, πώς ο πολέμαχος με τη σύντροφό του Μαργαρίτα, χωρίς οικονομικά μέσα, ακόμη και με κλονισμένη την υγεία του, κατόρθωσε να βρει στέγη σε ένα από τα καλύτερα ακίνητα της εποχής και μάλιστα στη γειτονιά που στεγαζόταν ο βασιλιάς;
Ένας από τους σημαντικούς αρχιτέκτονας της εποχής, ο Κωνσταντινίδης -ορισμένες αναφορές τον θέλουν να είναι ο αρχιτέκτων της κατεδαφισθείσης Αγγλικής Πρεσβείας που ήταν στην πλατεία Κλαυθμώνος- είχε ανεγείρει εκεί το ακίνητο με απώτερο σκοπό να το παραχωρήσει για να κατοικήσει ο βασιλιάς Όθων μέχρι να αποκτήσει δικό του ανάκτορο. Αλλά ως γνωστόν ο Όθων προτίμησε το ακίνητο του Κοντόσταυλου και αμέσως μετά τα δύο ακίνητα της πλατείας Κλαυθμώνος. Εκεί, λοιπόν, έζησαν ο Γέρος του Μοριά με τη σύντροφό του Μαργαρίτα και απέκτησαν το τελευταίο παιδί τους, τον Παναγιώτη (1836-1893), τον οποίο αναγνώρισε με τη διαθήκη του.
Για τους αγωνιστές της Επανάστασης και την κοινωνία το σπίτι που κατοικούσε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης λειτουργούσε ως εμβληματικό τοπόσημο και παρέπεμπε στις πολύχρονες θυσίες του ελληνικού λαού. Όσο βρισκόταν ακόμη εν ζωή ο Γέρος, το όνομά του είχε αποκτήσει μυθικές διαστάσεις. Άγνωστο ακόμη παραμένει το γεγονός ότι ο πρώτος εορτασμός της 25ης Μαρτίου, με μάλλον ημιεπίσημο χαρακτήρα, έγινε έξω από σπίτι του, στη συμβολή των οδών Κολοκοτρώνη και Λέκκα. Αποκαλύψαμε άλλοτε, με ανέκδοτα έγγραφα και τεκμήρια, τα της καθιέρωσης του εορτασμού και της πρώτης επίσημης εκδήλωσης που πραγματοποιήθηκε το 1938 στην πλατεία Κλαυθμώνος. Αλλά το θέμα έχει σημαντικό και άγνωστο ιστορικό υπόβαθρο.
Ένα χρόνο νωρίτερα (1837), όταν σε αντικατάσταση του Άρμανσπεργκ πρωθυπουργός ανέλαβε ο Ρούντχαρντ, δήμαρχος Αθηναίων ήταν ο Καλλιφρονάς και διοικητής (νομάρχης) ο Αξιώτης• οι δύο τελευταίοι έχοντας αρωγούς αγωνιστές και παράγοντες της Επανάστασης εξήγησαν στον πρώτο ότι ήταν κοινή επιθυμία ο εορτασμός της 25ης Μαρτίου. Του ανέπτυσσαν μάλιστα και την πρόταση τους, σύμφωνα με τα κρατούντα της εποχής που ήταν το στήσιμο αψίδας και ο πάνδημος εορτασμός όλης της επαρχίας. Ο Ρούντχαρντ, ο οποίος ανέλαβε τα καθήκοντα του τον Ιανουάριο 1837, αφού έλαβε υπόψη του τα υπομνήματα που υπήρχαν στο αρχείο του υπουργείου Εσωτερικών (παλαιότερες εισηγήσεις Κωλέττη) διαπιστώνοντας πως δεν είχε τον χρόνο και τα οικονομικά μέσα να πραγματοποιήσει όσα προβλέπονταν, συναίνεσε να πραγματοποιηθεί η γιορτή σύμφωνα με τις προτάσεις του δημάρχου διοικητή.
Το τι συνέβη αφηγήθηκε με ακρίβεια και δημόσια ο μάρτυς Ρήγας Παλαμήδης. Αφού εξασφαλίσθηκε η έγκριση του Ρούντχαρντ, στη θέση όπου ήταν η οικία Κολοκοτρώνη στήθηκε η πρώτη αψίδα, η οποία στολίστηκε με κλαδιά μύρτου και δάφνης και διάφορες επιγραφές. Ακόμη τοποθετήθηκαν πάνω στην αψίδα όπλα που είχαν χρησιμοποιηθεί στην Επανάσταση, αλλά και πάσης φύσης ενδύματα της περιόδου του Αγώνα, ακόμη και τσαρούχι! «Μεταξύ των κοσμητόρων της αψίδος διεκρίνετο προ παντός άλλου ο αείμνηστος Γέρων Κολοκοτρώνης, όστις απετέλει τότε μέλος του Συμβουλίου της Επικρατείας», όπως έλεγε ο Ρ. Παλαμήδης. Η τελετή έγινε «μεθ’ όλης της πομπής και επισημότητος» και παρευρέθηκαν όλες οι δημοτικές αρχές της Αττικής και πλήθος κόσμου από τα περίχωρα με σημαίες, όπλα και τύμπανα. Ο εορτασμός μετατράπηκε σε ένα πραγματικό πανηγύρι, όπου επικράτησε πρωτοφανής τάξη.
Την επόμενη χρονιά και με την έκδοση ιδιαίτερου βασιλικού διατάγματος γιορτάστηκε πλέον η 25η Μαρτίου στην πλατεία Κλαυθμώνος.
Οκτώ ολόκληρα χρόνια, από τότε που έφθασε στην Αθήνα μέχρι το θάνατο του (1835-1843) έζησε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης στο ακίνητο αυτό. Εκεί πρωτοκατοίκησε και ο γιος του Γενναίος Κολοκοτρώνης. Από εκεί έβλεπαν να βγαίνει, οι Αθηναίοι της εποχής, ο Γέρος του Μοριά φορώντας την κατάλευκη φουστανέλα του. Απ’ όπου περνούσε οι φουστανελάδες έβγαζαν τα φέσια τους και οι φραγκοφορεμένοι τα καπέλα τους σε ένδειξη τιμής. Όταν έφυγε από τη ζωή ο Κολοκοτρώνης χιλιάδες πολίτες κάθε ηλικίας συγκεντρώθηκαν έξω από το σπίτι. Με διάταγμα ο Όθων διέταξε τριήμερο πένθος στο δημόσιο, ενώ χωρίς καμία διαταγή έκλεισαν τις πόρτες τους και όλα τα καταστήματα της πόλης. Από τη βρύση του Λέκκα μέχρι την Αγία Ειρήνη της οδού Αιόλου παρατάχθηκαν πεζοί, ιππείς, έφιππη αστυνομία και σκαπανείς για να περάσει ο τιμημένος νεκρός, υπό τον ήχο ασταμάτητων κανονιοβολισμών. Η κηδεία του Κολοκοτρώνη, με επίκεντρο την κατοικία του μετατράπηκε στο μεγαλύτερο βουβό εθνικό συλλαλητήριο που είχε σημειωθεί μέχρι τότε.
Στην ίδια αυλή, όπου έμενε ο Γέρος του Μοριά, έπαιζε σαν παιδί και ένας από τους ευεργέτες της πόλης των Αθηνών, ο Θεόδωρος Αρεταίος (1829-1893).Το πραγματικό επώνυμο του ήταν Κωνσταντινίδης και δεν ήταν άλλος από τον γιο του αρχιτέκτονα που είχε το ακίνητο. Εκεί έζησε τα μαθητικά και φοιτητικά του χρόνια. Οι πηγές αναφέρουν πως το ακίνητο που σώζεται στην ίδια θέση ανεγέρθηκε τη δεκαετία 1920 από τον αρχιτέκτονα Βασίλειο Κουρεμένο. Ο έγκριτος Χρήστος Αγγελομάτης όμως, γράφοντας το 1930, μας βεβαιώνει πως σωζόταν ακόμη το παλαιό δίπατο ακίνητο, το οποίο είχε μεταρρυθμιστεί και προσαρμοστεί στις σύγχρονες ανάγκες. Άρα η κατεδάφιση και ανέγερσή του σε σχέδια Κουρεμένου έγινε σε μεταγενέστερο χρόνο. Εν πάση περιπτώσει ο Θεόδωρος Αρεταίος άφησε όλη την περιουσία του στο Πανεπιστήμιο, την πατρική του οικία κληροδότησε στους σπουδαίους ανεψιούς του, παιδιά της αδελφής του, δηλαδή τον πολιτευτή και γερουσιαστή Ηλία Ζέγγελη (1864-1912) και τον καθηγητή Πανεπιστημίου Κωνσταντίνο Ζέγγελη (1870-1957). Απόγονοί τους διατηρούν την ιδιοκτησία μέχρι τις ημέρες μας.
Από την εφημ. «Μικρός Ρωμηός»