Η AV έκανε βόλτα στη γειτονιά
Μια μπάλα κύλησε στα πόδια μου. Σηκώνω το κεφάλι και βλέπω ένα σκουρόχρωμο αγοράκι: «Μου δώσεις μπάλα;. Του τη δίνω. Πριν προλάβω να ρωτήσω πώς τον λένε αρχίζει να τρέχει μαζί με ένα άλλο μελαμψό πιτσιρίκι προς τη Χέυδεν. Τους βγάζω φωτογραφία. «Γιατί κάνει φωτογραφία εσύ;με ξαναρωτάει από μακριά με μισόκλειστα μάτια από τον ήλιο. Σηκώνω τους ώμους. Τα παρακολουθώ να κυνηγιούνται, με οδηγούν στην πλατεία Βικτωρίας. Τα παγκάκια είναι γεμάτα. Κάθονται ηλικιωμένοι, πιτσιρικάδες που παίζουν χαρτιά, γκέι ζευγάρια με ασύμμετρα κουρέματα και ντεκαπάζ μαλλιά, χρήστες. Σε μια γωνία έχουν μαζευτεί περιστέρια. Ένας γέρος κομματιάζει με τη μαγκούρα του ένα ξεροκόμματο για να τους το δώσει.
Περιοχή Αττική, οδός Αχαρνών, ηλιόλουστο απόγευμα Παρασκευής. Ο δρόμος μοιάζει σαν εργατική συνοικία κάπου στο Μπαγκλαντές. Οι ταμπέλες είναι γραμμένες με «ιερογλυφικά», μιλούν αραβικά, μπενγκάλι και έχουν τα δικά τους μαγαζιά. Μικρά μακρόστενα μαγαζιά, το ένα δίπλα στο άλλο. Ψιλικατζίδικα που πουλάνε μπανάνες με 1,40 το κιλό, κουζινόχαρτα, σαμπουάν, βαφές για τα μαλλιά, νουντλς από την Ινδονησία, μπικουτί κι ό,τι άλλο μπορείς να φανταστείς. Οι ταμπέλες μπορεί να λένε πάνω «Καλλυντικά» αλλά μέσα θα βρεις μέχρι πλάστη για να ανοίξεις φύλλο. Μπήκα σε ένα που οι ιδιοκτήτες φαίνονταν συμπαθητικοί. Πήρα δύο πακέτα νουντλς 1 ευρώ και έπιασα κουβέντα. «Έχει κόσμο;» «Έτσι κι έτσι, παλιά πιο καλά. Πριν τέσσερα χρόνια, τώρα δεν έκει δουλειά».
Οι άνθρωποι είναι ήσυχοι και ευγενικοί. Γνωρίζονται μεταξύ τους και αν περάσεις από δίπλα χαιρετάνε κι ας μη σε ξέρουν. Το μάτι μου πιάνει πολλά μαγαζιά με μεταχειρισμένα κινητά, φωτογραφεία, κομμωτήρια ανδρών-γυναικών ΒΑΦΗ 15 ΕΥΡΩ, ΡΕΦΛΕ 5, ΧΤΕΝΙΣΜΑ 10. Ένας τύπος δίπλα ψάχνει με μια τσουγκράνα στα σκουπίδια και δυο Έλληνες σχολιάζουν ότι «παλιά έβρισκες χρυσάφι στους κάδους, τώρα τα ξαφρίζουν όλα οι Πακιστανοί». Πιο κάτω τρία τέσσερα φαλαφελάδικα γεμάτα, 1 ευρώ το φαλάφελ, 1,5 ο γύρος κοτόπουλο. Μυρίζει ωραία, παίζει κάτι σαν ύμνους, ζητάω ένα καλαμάκι κοτόπουλο σκέτο, μου βάζει μέσα και μερικές πατάτες και μου παίρνει μισό ευρώ.
Έχει καλή μέρα και όλοι κοντοστέκονται έξω από τα μαγαζιά τους. Χαχανίζουν, χαιρετάνε, λένε κάτι στη γλώσσα τους, οι μεγάλοι καπνίζουν, οι μικροί κάνουν ποδήλατο. Οι 20ρηδες πουλάνε τσιγάρα. Μόλις αρνήθηκα το τρίτο πακέτο στα 200 μέτρα. Ο Καρίμ, ένας 50άρης με ταλαιπωρημένα χαρακτηριστικά, έχει μπροστά του ένα καφάσι ψάρια. «Δεν μπορώ εγκώ να πουλάω τσιγάρα, γιατί άμα με πκιάσουνε…» και σταυρώνει τα χέρια. «Παλιά δούλευα σε εργοστάσιο με υφάσματα αλλά τώρα δεν έκει δουλειά». Όλοι τα ίδια μου λένε. Δουλειές δεν υπάρχουν και οι περισσότεροι έχουν γυρίσει στην πατρίδα τους. Με τους Έλληνες τα πάνε καλά, «δεν γκίνεται εδώ φασαρίες, όπως στην Ομόνοια». Ένα φορτηγάκι με καρότσα σταματάει δίπλα μας. Ένας μουστακαλής ασπρομάλλης με κουστούμι και τσιγάρο στην άκρη των χειλιών του αρχίζει να κατεβάζει τα φρούτα. Μου δίνει στο χέρι μια τσάντα με τέσσερα πεπόνια. «Δύο ευρώ πάρε». Του εξηγώ ότι είναι βαριά και ότι θα πάρω μόνο το ένα. «Εντάξει» λέει, μου ζητάει ένα ευρώ και μου βάζει στην τσάντα και πέντε πορτοκάλια. «Ό,τι κρειαστείς εδώ θα είμαι και αύριο».
Νυχτερινή ζωή για τους Μπαγκλαντεσιανούς δεν υπάρχει. Αργά το απόγευμα γυρίζουν σπίτι. Υπάρχουν ωστόσο λίγες καφετέριες με νέο κόσμο, όλες καρμπόν. Απλωμένες κατά μήκος του δρόμου με μεγάλες ταμπέλες με κεφαλαία ελληνικά, αγγλικά, μπενγκάλι. Και έχουν όλες ναργιλέ. «Οι πελάτες είναι κυρίως Μπαγκλαντεσιανοί;» Ο Μπασίν, ιδιοκτήτης μιας από τις μεγαλύτερες, σμίγει τα φρύδια. «Όχι, όχι, εμείς δεν έχουμε Μπαγκλαντές. Εδώ έρχονται Αιγύπτιοι, Σύριοι, κάποιοι Έλληνες και Αλβανοί». Κάνουν ναργιλέ, παίζουν τάβλι, τρώνε κεμπάπ, φαλάφελ και αραβικά πιάτα. «Το αγαπημένο τους είναι οι φακές, όπως τις φτιάχνουμε εμείς». «Πόσο έχει ο ναργιλές;» «3 ευρώ και κάνεις όσο θες. Το βράδυ έχει πιο πολύ κόσμο. Έλα στις δώδεκα και θα δεις τι γίνεται. Σήμερα θα έχουμε και οριεντάλ». Τους έδωσα μερικά από τα πορτοκάλια μου και προχώρησα παρακάτω.
Συνεχίζω την Αχαρνών, τρώω ένα καλαμάκι κοτόπουλο και ένας πιτσιρικάς, μάλλον Μπαγκλαντεσιανός, με ακολουθεί με το ποδήλατο. Κρατάει μια μπίρα και λέει συνέχεια: «Γεια σου, τι κάνεις; Πώς σε λένε;». Δεν του απαντάω, χάνομαι στις σκέψεις μου. Τι είναι αυτό τελικά που μας κάνει ακατάδεκτους με τους μετανάστες; Οι φόβοι μας βασίζονται σε ρεαλιστικούς παράγοντες ή είμαστε απλά ρατσιστές; Στο στίβο της ζωής, γιατί Έλληνες και μετανάστες τρέχουμε σε διαφορετικά κουλουάρ; Ο Μπαγκλαντεσιανός με το ποδήλατο με ακολουθεί ακόμα. «Γεια σου, τι κάνεις; Πώς σε λένε;» Τον κέρασα την επόμενη μπίρα και πήγαμε μαζί μέχρι τον κοντινότερο σταθμό του μετρό.