Δώρου και Σατωβριάνδου. Ο «Ελικών», στην ακτίνα της Ομόνοιας.
Οταν κάνει πολύ κρύο, η Αθήνα αποκτά μια ησυχία που προδιαθέτει για εξερεύνηση. Δεν πήγα μακριά, έφτασα στην Ομόνοια, αλλά το θέμα που είχα στο μυαλό μου μου άνοιγε την όρεξη για περπάτημα. Τα παλιά ξενοδοχεία γύρω από την πλατεία, και κυρίως από τη μεριά της 3ης Σεπτεμβρίου προς τις οδούς με τα γοητευτικά ονόματα Σατωβριάνδου και Βερανζέρου, έμοιαζαν μισόκλειστα, αλλά ίχνη ζωής, σε όλους αυτούς τους οίκους ημιδιαμονής με τα εξωτικά ονόματα, επιβεβαίωναν τη σύνδεσή τους με τη ζωή της πόλης.
Αρχικά, ήθελα να δω το παλιό Εφετείο, στην οδό Σωκράτους, που όταν χτίστηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1950, ήταν το ξενοδοχείο Ambassadeur. Τίποτε δεν θυμίζει ότι εκεί υπήρχε η οικία Θεοτόκη, από τα πιο ρομαντικά σπίτια της Αθήνας, σχεδιασμένο από τον Κλεάνθη. Αλλά, ούτως ή άλλως, όλη η περιοχή μοιάζει χωρίς χυμούς, έχει μια αύρα αναμονής και παράδοξης ακινησίας. Το παλιό Εφετείο, σε σχέδια του αρχιτέκτονα Σπύρου Στάικου, παραμένει φάντασμα. Οπως και το Mediterranean, το μεσοπολεμικό ξενοδοχείο στη γωνία Βερανζέρου και Σωκράτους, κτίριο του αρχιτέκτονα Βασίλη Τσαγρή. Το είχα φωτογραφήσει τελευταία φορά το 2008, κι έκτοτε έχει ερειπωθεί.
Δεν εντόπισα, όμως, το ξενοδοχείο «Ελβετία» στην οδό Σατωβριάνδου, προς την Πατησίων. Με οδήγησε στα ίχνη του ένα από τα πιο ωραία «αθηναϊκά» διηγήματα που διάβασα πρόσφατα στη συλλογή «Εν οίκω» του Δημήτρη Πετσετίδη (εκδ. Μεταίχμιο, 2012). Στο «Hotel Ελβετία, 3ος όροφος», μέσα σε λίγες σελίδες, βρήκα τη διαδρομή της Αθήνας από το τότε (’50-’60) στο τώρα. Αυτήν την πορεία συμπυκνώνουν και αυτά τα μικρά ξενοδοχεία, στα οποία κάποτε κατέλυαν «Μωραΐτες οικογενειάρχες, έμποροι, επαγγελματίες, σοβαροί άνθρωποι». Σαράντα χρόνια μετά, στο ίδιο δωμάτιο, συντροφιά με τη «Χριστίνα», «υπήρχε η ίδια οσμή». «Στο διάδρομο ηχούσαν, κατά διαστήματα, κουβέντες και δυνατά γέλια από γυναίκες και άντρες, πόρτες ακούγονταν ν’ ανοίγουν και να κλείνουν».
Αυτή η υγρασία από την παλιά «Ελβετία» μιας νεανικής πρώτης γνωριμίας με την Αθήνα επιζεί ακόμη, αν θέλει κανείς να δει πίσω από σφραγισμένα παράθυρα, μισόκλειστες κουρτίνες και επιγραφές μιας θεριεμένης φαντασίας. Στην οδό Βερανζέρου, ένα ταπεινό νεοκλασικό σπίτι, κλειστό πια, φέρει ακόμη την επωνυμία «Hotel Σαβόγια» και στον ίδιο δρόμο, κάτω από την 3ης Σεπτεμβρίου, είδα το «Ξενοδοχείον Πριγκηπικόν», στεγασμένο σε ένα μεσοπολεμικό κτίριο της δεκαετίας του 1930. Στη Σατωβριάνδου, βρήκα την «Ευρώπη» σε ένα λιτό νεοκλασικό, πλησίον της οδού Δώρου, αλλά το πιο εντυπωσιακό ήταν το Hotel Hellas, σε μία από τις πιο πολυφωτογραφημένες γωνίες της περιοχής, 3ης Σεπτεμβρίου και Σατωβριάνδου.
Το βλέμμα μου έπιασε χαμηλά και το «Ακταίον», λίγο πιο πάνω, το «Κοσμοπολίτ» στην Κοτοπούλη, και προς το φάντασμα του Μινιόν, το «Αλμα» και απέναντι τον «Ελικώνα». Αυτό το τελευταίο, στην οδό Δώρου, αφουγκράζεται τον βόμβο της Ομόνοιας, και μου θυμίζει, με τα έντονα χρώματά του, τα γαλάζια, τα κίτρινα και τα πράσινα, αυτήν την παράδοξα θελκτική και απωθητική ταυτόχρονα ώσμωση της Αβάνας και του Καΐρου, που εκβάλλει σε αυτούς τους αθηναϊκούς δρόμους με τα μεγαλόπρεπα ονόματα.