...o δολοφόνος του γιατρού Ν. Γιαννόπουλου που συγκλόνισε την Ελλάδα το 1962 - Τον σκότωσε στο δρόμο με καραμπίνα! Όλη η ιστορία!
Πρωινό της 17ης Απριλίου του 1962. Ο 33χρονος Στέφανος Σιγουρέτας παραμόνευε έξω από την πολυκατοικία της οδού Μουρούζη, αριθμός 7
Στις 8.30 ξεπρόβαλε από την είσοδο της πολυκατοικίας ο 56χρονος γιατρός Νίκος Γιαννόπουλος. Κρατούσε ένα γράμμα και κατευθύνθηκε προς το κτίριο του Ε.Ι.Ρ., κοντά στο οποίο υπήρχε γραμματοκιβώτιο. Το γράμμα προοριζόταν για την 19χρονη κόρη του, Κλαίρη, που σπούδαζε στο Μόναχο.Την ενημέρωνε ότι θα την επισκεπτόταν για να γιορτάσουν μαζί το Πάσχα. Ο γιατρός είχε χάσει τη σύζυγό του πριν από έξι μήνες, από λευχαιμία.
Νίκος Γιαννόπουλος
Σταμάτησε σε ένα περίπτερο, αγόρασε εφημερίδα και συνέχισε τον δρόμο του. Ο Σιγουρέτας τον πήρε στο κατόπι, κρατώντας ένα μονόκαννο τουφέκι, τυλιγμένο σε χαρτί. Όταν τον πλησίασε, έσκισε το χαρτί και ακούμπησε την κάννη του όπλου στο πίσω μέρος του κεφαλιού του γιατρού. Πυροβόλησε και ο Γιαννόπουλος σωριάστηκε στο πεζοδρόμιο. Δίπλα στη λίμνη αίματος που δημιουργήθηκε, έπεσε και το καφέ καπέλο που φορούσε.
Ο Σιγουρέτας απομακρύνθηκε τρέχοντας, αλλά τον είδε ένας διερχόμενος αστυνομικός.
Κατά μια περίεργη σύμπτωση, ο αστυνομικός ήταν δρομέας και στα νιάτα του είχε υπάρξει πρωταθλητής στα 400 μέτρα. Έτσι τον έφτασε αμέσως, τον ακινητοποίησε και τον συνέλαβε. Το 1962 δεν υπήρχαν πολλά περιπολικά και δεν ήταν σπάνιο οι προσαγωγές να γίνονται με ταξί. Σταμάτησε το πρώτο που βρήκε και έφυγαν για το αστυνομικό τμήμα.
Όταν ο οδηγός ρώτησε τον δολοφόνο γιατί σκότωσε τον Γιαννόπουλο, ο Σιγουρέτας απάντησε: “Γιατί μου έφαγε τη γυναίκα”.
Κατά μια περίεργη σύμπτωση, ο αστυνομικός ήταν δρομέας και στα νιάτα του είχε υπάρξει πρωταθλητής στα 400 μέτρα. Έτσι τον έφτασε αμέσως, τον ακινητοποίησε και τον συνέλαβε. Το 1962 δεν υπήρχαν πολλά περιπολικά και δεν ήταν σπάνιο οι προσαγωγές να γίνονται με ταξί. Σταμάτησε το πρώτο που βρήκε και έφυγαν για το αστυνομικό τμήμα.
Όταν ο οδηγός ρώτησε τον δολοφόνο γιατί σκότωσε τον Γιαννόπουλο, ο Σιγουρέτας απάντησε: “Γιατί μου έφαγε τη γυναίκα”.
Την επόμενη μέρα έφτασε στην Αθήνα η κόρη του θύματος. Την υποδέχτηκε στο αεροδρόμιο η Αμαλία Μεγαπάνου, σύζυγος του πρωθυπουργού, Κωνσταντίνου Καραμανλή. Ο Γιαννόπουλος ήταν συμμαθητής και φίλος του Καραμανλή, ο οποίος παρευρέθηκε και στην κηδεία του γιατρού στις 19 Απριλίου.
Η κόρη του θύματος, Κλαίρη Γιαννοπούλου
Ο Σιγουρέτας ήταν κουρέας και μόνιμος κάτοικος Καβάλας. Το 1954 παντρεύτηκε την αγαπημένη του Τζούλια. Για χρόνια προσπαθούσαν αποκτήσουν παιδιά, αλλά η γυναίκα του απέβαλε τρεις φορές. Ο γιατρός που την εξέτασε συνέστησε εγχείρηση για να διορθωθεί μία βλάβη στη μήτρα, αλλά η εγχείρηση δεν έφερε αποτελέσματα. Η Τζούλια απέβαλε για ακόμα μία φορά και οι νέες εξετάσεις έδειξαν ότι το πρόβλημα της υγείας της ήταν πολύ πιο σοβαρό. Έπασχε από κίρρωση του ήπατος και η κατάστασή της ήταν κρίσιμη.
Το ανδρόγυνο ήρθε στην Αθήνα για να εξετάσουν τη Τζούλια οι γιατροί στον Ευαγγελισμό. Έκριναν ότι χρειαζόταν επειγόντως να εγχειριστεί και την προγραμμάτισαν για τις 6 Μαρτίου. Το προηγούμενο βράδυ, ο Σιγουρέτας επισκέφθηκε το σπίτι του διευθυντή της α’ χειρουργικής κλινικής του Ευαγγελισμού, Νίκου Γιαννόπουλου και του ζήτησε να αναλάβει προσωπικά την επέμβαση της γυναίκας του Το χειρουργείο κράτησε περίπου μία ώρα και ο Σιγουρέτας περίμενε, εμφανώς ταραγμένος.
Πρώτος βγήκε απ’ το χειρουργείο βοηθός του Γιαννόπουλου, Νικόλαος Λυγιδάκης. Όταν τον είδε ο Σιγουρέτας του είπε: “Αν πεθάνει η γυναίκα μου, θα πεθάνετε όλοι εδώ μέσα”. Ο Λυγιδάκης τον ενημέρωσε ότι η εγχείρηση δεν βοήθησε την κατάσταση και ήταν αδύνατο να αποτραπεί ο θάνατός της. Ο Σιγουρέτας έχασε τον έλεγχο. Τον χτύπησε με το κεφάλι του και άρχισε να φωνάζει: “Θα μου το πληρώσετε”.
Πρώτος βγήκε απ’ το χειρουργείο βοηθός του Γιαννόπουλου, Νικόλαος Λυγιδάκης. Όταν τον είδε ο Σιγουρέτας του είπε: “Αν πεθάνει η γυναίκα μου, θα πεθάνετε όλοι εδώ μέσα”. Ο Λυγιδάκης τον ενημέρωσε ότι η εγχείρηση δεν βοήθησε την κατάσταση και ήταν αδύνατο να αποτραπεί ο θάνατός της. Ο Σιγουρέτας έχασε τον έλεγχο. Τον χτύπησε με το κεφάλι του και άρχισε να φωνάζει: “Θα μου το πληρώσετε”.