«Πες μου μια συνοικία στην Αθήνα καλύτερη από δω. Το Κολωνάκι; Και τι είναι το Κολωνάκι; Σπίτια, πήχτρα, κολλημένα το ένα πάνω στο άλλο. Να μου πεις, εδώ, είναιΠετράλωνα το όνομά του, και δεν έχει την ίδια αξία, αλλά αυτόν τον αέρα τουΦιλοπάππου δεν τον βρίσκεις πουθενά». Και πώς να της φέρεις αντίρρηση; Όταν τα περισσότερα από τα 90 χρόνια της ζωής της η Ελένη Αγγελόγλου τα πέρασε εκεί μέσα, σε ένα μικρό διαμέρισμα, στην πολυκατοικία του Ασυρμάτου. Σε 63 τετραγωνικά έχει συγκεντρώσει αναμνήσεις μιας ολόκληρης ζωής. Οι κορνίζες της στοιβαγμένες σε ένα παλιομοδίτικο, αλλά περιποιημένο έπιπλο, μαρτυρούν την ηλικία της. Σε αυτές στρέφεται κατά τη διάρκεια της συζήτησης μας και όλο καμάρι φιλάει τη φωτογραφία του εγγονού της που μόλις γύρισε από την Αγγλία. «Και να πάω πού;», συνεχίζει, λες και διαφώνησα. «Όπου και να πάω θα βλέπω την κρεβατοκάμαρα του άλλου. Σε ποια άλλη πολυκατοικία δεν έχεις τον άλλο αντίκρυ; Σε όλες έχουν τα παράθυρα κλειστά για να μη φαίνονται και τα φώτα ανοιχτά. Κοίταξε εδώ, το σπίτι μου είναι ολόφωτο», λέει και ανοίγει διάπλατα τα χέρια της.
Ήταν, βέβαια, χρόνια πριν, το 1967, όταν η Ελένη Αγγελόγλου πέρασε το κατώφλι του «ολόφωτου» σπιτιού της. Μέχρι τότε χώριζε τη ζωή της ανάμεσα σε Κύπρο και Ελλάδα. Εδώ, έμενε στα Ατταλιώτικα, όπου έφτιαξε το πρώτο της σπίτι. «Το δικό μου ήταν χτιστό, όχι παράγκα όπως τα άλλα», λέει με νόημα και συνεχίζει περιγράφοντας τη ζωή στη γειτονιά των ξεριζομένων από την Αττάλεια. «Οι συνθήκες διαβίωσης ήταν χάλια. Δεν υπήρχαν υπόνομοι και νερό. Το νερό μάλιστα ήταν δυσεύρετο και όταν πηγαίναμε στις γειτονιές, δε μας έδιναν και μας έκλειναν την πόρτα γιατί ήμασταν πρόσφυγες. Δεν μας ήθελαν. Ήταν τόσο πυκνοκατοικημένα που ένα σοκάκι χώραγε ίσα ίσα να περάσει ένας άνθρωπος. Αποχωρητήρια μας είχε φτιάξει δύο ο δήμος, αλλά δεν ήταν αρκετό. Χάλια μαύρα. Οι οικογένειες όλες ήταν μεγάλες. Μέσα σε ένα δωματιάκι ήταν έως και 7 άτομα. Η οικογένεια με τους παππούδες. Άνθρωποι αμόρφωτοι που δεν ήξεραν και τη γλώσσα. Υπέφερε ο κόσμος πολύ, αλλά πάντα κάτι προσπαθούσε να κάνει. Δεν ήταν τεμπέληδες να κάθονται στα καφενεία. Άλλοι ήταν λούστροι, άλλοι οικοδόμοι, άλλοι παγωτατζήδες ή κουλουράδες».
800 σχεδόν οικογένειες σε 30 στρέμματα στην περιοχή για περισσότερα από τριάντα χρόνια. Στοιβαγμένες η μία πάνω στην άλλη, με γκαζοτενεκέδες για σκεπές, χωμάτινα εδάφη για πατώματα, κουρέλια και πρόχειρες φωτιές για ζεστασιά. Μέχρι το 1956, όταν με πρωτοβουλία της Φρειδερίκης ανεγέρθηκαν πολυκατοικίες προς αποκατάσταση των προσφύγων. Ο πρώτος συνοικισμός με λιθόκτιστα σπίτια, σώζεται μέχρι σήμερα και μετρά γύρω στις 150 οικίες. Χωρίς αυτό να είναι όμως αρκετό δημιουργήθηκαν και άλλες πολυκατοικίες. «Υπουργός Πρόνοιας τότε ήταν ο Βρανόπουλος», θυμάται η κ. Αγγελόγλου. «Ήταν μία κυρία εδώ, σε ένα μικρό σπίτι, πολύ χάλια, με ολόκληρη οικογένεια, και πώς τόλμησε, έγραψε ένα γράμμα και το έστειλε στη Βασίλισσα Φρειδερίκη και αυτό έφτασε στα χέρια της. Και από τότε η Βασίλισσα ήρθε εδώ απέναντι, εκεί που είναι οι τετρακατοικίες, θεμελίωσε και χτίστηκαν αυτά. Λέγονται της Βασίλισσας Φρειδερίκης και κάθε ένας είχε και μία φωτογραφία της γιατί την ευγνωμονούσε τότε ο κόσμος που ήρθε να τους βγάλει από το βούρκο μέσα. Από εκεί ξεκίνησε η στέγαση των προσφύγων και έπειτα έκαναν στον Περισσό, την Κολοκυνθού, τον Ταύρο και έφυγε ο κόσμος. Εμείς που δεν είχαμε μεγάλη οικογένεια μείναμε εδώ. Εγώ ήμουν με τη μητέρα μου μόνο και αφού παντρεύτηκα και έκανα ένα παιδί, έβαλα και αυτό στο φάκελο μου και αφού χτίστηκε αυτή η πολυκατοικία του Ασυρμάτου ήρθαμε εδώ».
Η θεμελίωση της Πολυκατοικίας του Ασυρμάτου. ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗ: Από το 0:22 εμφανίζεται η Φρειδερίκη.
Η ονομασία της προήλθε από τον παρακείμενο Ασύρματο του Ναυτικού, ο οποίος εξυπηρετούσε τη Σχολή Πολέμου του Πολεμικού Ναυτικού, όπου εκπαιδεύονταν όσοι προβιβάζονταν σε ανώτερους βαθμούς, ενώ εκεί στεγαζόταν και η Σχολή Τηλεγραφητών-Ασυρματιστών. Σχεδιασμένη από την αρχιτέκτονα Έλλη Βασιλικιώτη στο πλαίσιο μελέτης της Υπηρεσίας Οικισμού του Υπουργείου Δημοσίων Έργων, με σκοπό την στέγαση οικογενειών με χαμηλά εισοδήματα, η πολυκατοικία του Ασυρμάτου είναι λιτή εξωτερικά, ενώ κατά τον σχεδιασμό της είχε δοθεί έμφαση στην εναρμόνιση με το φυσικό τοπίο τουΦιλοπάππου με αποτέλεσμα οι εξωτερικοί της χώροι να αποτελούν το πιο χαρακτηριστικό της στοιχείο. Οι κοινόχρηστοι χώροι μετρούν πολλά τετραγωνικά, με έναν από αυτούς, στο δεύτερο όροφο να λειτουργεί ως γκαράζ, πλέον μόνο για δίκυκλα. Δημιουργήθηκε σε δύο φάσεις, με δύο κτίρια, το ένα συνέχεια του άλλου, να ενώνονται και να έχουν ως το πιο χαρακτηριστικό στοιχείο της ένωσης αυτής μία γέφυρα από την πλευρά του λόφου. Πόσο κόντα έφερε όμως, η πολυκατοικία τις ζωές των ενοίκων της; «Εγώ να σκεφτείς, 56 οικογένειες εδώ, μόνο σε δύο σπίτια πηγαίνω φιλικά», μου λέει η κ. Αγγελόγλου. «ΣταΑτταλιώτικα, πέρναγα καλύτερα. Τα βράδια μαζευόμασταν στα σπίτια πίναμε καφέ, λέγαμε παραμύθια, το καλοκαίρι βγαίναμε όλοι στο δρόμο, ασπρίζαμε τα πεζοδρόμια να είναι καθαρά. Ήταν μία γειτονιά μία οικογένεια. Αφού ήρθαμε αποκλείστηκε η καθεμία οικογένεια στο σπίτι της. Από κοινωνικής άποψης, λοιπόν, ήταν καλύτερα γιατί έβγαινες και έλεγες μία καλημέρα».
Ο κήπος της πολυκατοικίας του Ασυρμάτου έχει δημιουργηθεί από τους ενοίκους. «Η οικογένειά μου φύτεψε αυτά τα δέντρα», μου λέει η Μαρία Νικολάου. «Εδώ είχαμε και έναν υπέροχο φοίνικα, αλλά μας χάλασε πρόσφατα», συνεχίζει ο σύζυγός της Μπάμπης Τριανταφύλλου. Οι δυο τους αγόρασαν ένα διαμέρισμα στον δεύτερο όροφο «για να παραμείνει στην οικογένεια». «Το σπίτι αυτό είχε μεγάλη συναισθηματική αξία για μένα», λέει η κ. Νικολάου που έκανε την αγορά από τη θεία της. Εκεί έμειναν αρχικά οι παππούδες της που ήρθαν από την Αττάλεια. «Εμένα με έφεραν εδώ μωρό. Έμενα εδώ με τη μητέρα μου γιατί ο πατέρας μου ήταν φαντάρος, τη θεία μου και την οικογένειά της και τους παππούδες», μου εξηγεί και συνεχίζει. «Πάντα μου άρεσε ο περιφερειακός. Σκέψου ότι σε δύο λεπτά είσαι πάνω στου Φιλοπάππου και ενώ βρίσκεσαι στο κέντρο της Αθήνας είναι σα να ζεις στην επαρχία». Το γεγονός ότι η πολυκατοικία ήταν κάποτε περιζήτητη μου το επιβεβαιώνει και ο σύζυγός της. Γέννημα θρέμμα Πετραλώνων θυμάται πόσο ξεχωριστή του φαινόταν η πολυκατοικία όταν ήταν μικρός. «Έχει πάρα πολύ κόσμο, όμως, και δε μπορείς να συνεννοηθείς για το κοινό όφελός της», καταλήγει.