Θωμάς Σιταράς
1938. Επίσκεψη στα λαϊκά λουτρά. Όλα ομού δραχμαί δύο!
«Θ’ ακούτε τώρα τελευταία «λαϊκά λουτρά» κι’ η φαντασία σας θα τρέχη φυσικά –και με το δίκηο της- σε καμμιά διαδήλωσι γαλαρίας εκτάκτων παραστάσεων λαθροβίων θιάσων παιζόντων «ακατάλληλα», που στριμώχνεται έξω από καμμιά ερειπωμένη πόρτα κτιρίου της κακής ώρας, περιμένοντας σειρά.Κι’ ακόμα πώς μόλις ο τυχερός θα πάρη το εισιτήριο να μπή, επί τέλους, θα βρεθή μέσα σε κανέναν απέραντο λουτρώνα, όπου ένας καταιωνιστήρας θα βρέχη με πλήρη ισότητα επί δικαίους και αδίκους!
Και γιατί αλήθεια να μην είνε έτσι; Μήπως δεν πρέπει να ταξιδέψετε έως τα Μέθανα για να πάρετε με τον τρόπο αυτό το ιαματικό σας μπάνιο;
Μήπως ακόμα δεν παίρνετε και το «χαμάμι» σας μ’ αυτό τον πλήρη δημοκρατισμό, αν, εννοείται, θέλετε να είνε καλό;
Τι πληρώνετε επί τέλους! Ένα δίφραγκο όλα ομού.
Ως τόσο δεν είνε έτσι τα πράγματα στα λαϊκά λουτρά. Και ομολογώ πώς με κάποια αμήχανη έκπληξι πρωταντίκρυσα τα περίφημα αυτά λαϊκά λουτρά πού λειτουργούν εδώ και μερικές μέρες.
Πού είνε; Στη θέσι «Βούθουλας» κοντά στον Άγιο Γεώργιο του παλαιού Νεκροταφείου, αριστερά της οδού Λένορμαν.
Σήμερα λοιπόν θα πάμε εκεί.
Είνε ένα μονόροφο κτίριο εντελώς μοντέρνο πού λέει μόνο του πώς εκεί μέσα παίρνει κανείς το μπάνιο του. Στην είσοδο δυό-τρείς ευπρεπέστατοι συμπολίτες, πού έχουν σωστή αντίληψι της αξίας του ζεστού και του κρύου νερού, περιμένουν σειρά.
Πέρασαν δύο λεπτά κι’ ήρθε και η δική μου σειρά. Δεξιά στην είσοδο το γκισέ. Είνε το ταμείο. Στο άνοιγμά του κορνιζάρεται η αυστηρή σιλουέττα του Ραζάτου, από το Ληξούρι. Αυτός είνε ο διευθυντής και ο ταμίας.
-Ο κύριος;
-Θέλω να κάνω μπάνιο.
Ο Ραζάτος κόβει ένα εισιτήριο…
-Δραχμαί δύο! Λέει.
-Σαπούνι δεν έχει;
-Έχει και τιμάται δραχμήν μίαν.
-Σεντόνια και πετσέτες;
-Δεν χορηγεί το κατάστημα. Πρέπει νάχετε δικές σας.
-Κι’ αν δεν έχω;
Ο Ραζάτος δεν απαντά, γιατί δεν θέλει άγονο κουβεντολόϊ. Αντί γι’ αυτόν όμως απαντά ο επόμενος πού περιμένει σειρά.
-Πατριώτη, δυό δραχμές δίνεις. Μήπως θέλεις και ορχήστρα να παίζη όταν θα παίρνης το μπάνιο σου;
Καμμιά απάντησις. Μπαίνουμε απλώς.
Περνώντας από το ταμείο προβάλλει μπροστά στον επισκέπτη μια ολόλευκη πόρτα. Την ανοίγεις και βρίσκεσαι αμέσως στην αίθουσα αναμονής των λουτρών. Έξ καθίσματα, τρείς καναπέδες, ένα τραπεζάκι. Αυτά είνε όλα τα έπιπλα. Όλα μοντέρνα, ολόλευκα, σε φόντο με φυστικί χρώμα. Σωστό σαλονάκι αναμονής χειρούργου. Στους τοίχους μια πινακίδα με παραινέσεις -Ρωμηοί είνε, βλέπετε, οι λουόμενοι- «Κρατείτε τους λουτήρας καθαρούς. Όπως θέλετε εσείς να εύρετε καθαρό το λουτρό σας, έτσι θέλει και εκείνος πού θα έλθη ύστερα από σας να είνε καθαρό. Μη σπαταλάτε το νερό, γιατί κοστίζει στο Δήμο».
Η σειρά σας δεν αργεί καθόλου, μα καθόλου. Τρία λεπτά το πολύ.
Μια πλάγια πόρτα του σαλονιού ανοίγει και προβάλλει μπροστά σας ένας διάδρομος μακρύς πού αστράφτει από καθαριότητα. Στη σειρά δέκα λουτήρες.
Η σειρά μου οδηγεί στον πέμπτο. Οδηγήτρια μου η υπάλληλος βοηθός του Ραζάτου, πεντακάθαρη.
«Εδώ είνε η καμπίνα σας» λέει και ανοίγει την πορτίτσα της, η οποία κλείνει αμέσως από πίσω σας.
Είσθε πιά στο διαμέρισμά σας. Ένα μικρό χώλ πού έχει ένα κάθισμα και στο πίσω μέρος της πόρτας νικέλινες κρεμάστρες, είνε το ιδιαίτερο σαλόνι σας. Γδύνεσθε εκεί με άνεσι. Κατόπιν παραμερίζεται την κουρτίνα από ολόλευκο καουτσούκ και βρίσκεσθε στο διαμέρισμα του ντούς. Στους τοίχους λευκόχρωμα γερμανικά πλακάκια. Στο δάπεδο μια ξύλινη σχάρα και πάνω ξύλινα πασούμια πού περιμένουν τον λουόμενον. Ένας νικέλιος σωλήνας έρπει στον τοίχο. Στο ύψος του στήθους δύο στρόφιγγες. Μια με κόκκινο και άλλη με μπλέ σήμα. Είνε οι διακόπται του ζεστού και του κρύου νερού. Ο σωλήνας ανεβαίνει έρποντας πάντα ως πού καμπυλώνεται για να καταλήξη στο τρυπητό χωνί του ντούς.
Μπαίνοντας θα κανονίσης τη θερμότητα του νερού και ύστερα θα στρέψης τα μάτια προς τα ουράνια. Τότε, ανάμεσα σ’ ένα ευχάριστο, χλιαρό καταιωνισμό νερού, θα ιδής το φυστικογάλαζο ταβάνι του λουτήρος, πού θα φαντάζη στα λιγάκι θαμπωμένα μάτια σου σαν πραγματικός ουρανός.
Αν όμως δεν ξέρης να κανονίσης το νερό και αφήσης μόνο το ζεστό, τότε θα ιδής βέβαια πάλι τον ουρανό, αλλά σφοντύλι αυτή τη φορά. Και δεν την έχουν πάθη ούτε ένας ούτε δυό. Τα πρώτα βήματα των συμπολιτών προς την συμφιλίωσι με το νερό δεν είνε για όλους και πολύ ευχάριστα. Το νερό εκδικούμενο για την προαιώνια εγκατάλειψι του, τιμωρεί. Ένας συμπολίτης ζεματισθείς έμπηξε τις φωνές γιατί δεν ήξερε πώς να σταματήση την αχνίζουσαν θεομηνίαν πού ξεσπούσε αδιάκοπα από τα ύψη και έπεφτε κατ’ ευθείαν πάνω στο κεφάλι του. Ευτυχώς έτρεξε ο μπανιέρης.
Μια άλλη πάλι λουόμενη, ζεματισθείσα και αυτή, φώναξε εις βοήθειαν το … Ραζάτο, αφού δεν ήταν πρόχειρη η μπανιάρισσα.
Ο Ραζάτος όμως, μη γνωρίζων τι συγκεκριμένως του εζητείτο, παρέμεινε ελαφρώς ουδέτερος. Μα η λουομένη εζεματίζετο συνεχώς πράγμα που την έκανε να παραμερίση τις επιφυλάξεις και να ζητήση την άμεση επέμβασί του για να σταματήση η καυτερή βροχή.
Κάτι τέτοιες φαιδρότητες εσημειώθησαν στις αρχές. Τώρα όμως επήλθε η εξοικείωσις και συμπολίται και συμπολίτιδες απολαμβάνουν την χαρά του νερού.
Ποιες είνε οι τελικές εντυπώσεις μας; Οι ακόλουθες: Τα λαϊκά μας λουτρά είνε μια πραγματική απόλαυσις και ταυτόχρονα ένα είδος πρωτίστης ανάγκης πού έλειπε από τον τόπο μας.
Εκείνα που υπήρχαν και υπάρχουν είνε απλησίαστα για τον φτωχό.
Τα λαϊκά έν τούτοις δεν έχουν τίποτε να ζηλέψουν από τα άλλα τα ακριβά. Είνε εξ ίσου πολυτελή, αστράφτουν από καθαριότητα, εργάζονται με τάξι υποδειγματική πού θυμίζει Εσπερίαν και τιμώνται όλα ομού δραχμάς δύο.
Πώς λοιπόν να μη συγκινηθή το πλήθος των συμπολιτών πού αναγκαστικά δεν είχαν πολύ στενή γνωριμία με το νερό;
Το ευτύχημα είνε, μού έλεγε ο κ. Κοτζιάς, ότι θα οργανωθούν ανάλογα σ’ όλες τις συνοικίες μας, όσο κι’ αν είνε δαπανηρά για το Δήμο. Γένοιτο!»
(«ΕΘΝΟΣ» 1938 ρεπορτάζ Π. Κατηφόρης)
Πώς λοιπόν να μη συγκινηθή το πλήθος των συμπολιτών πού αναγκαστικά δεν είχαν πολύ στενή γνωριμία με το νερό;
Το ευτύχημα είνε, μού έλεγε ο κ. Κοτζιάς, ότι θα οργανωθούν ανάλογα σ’ όλες τις συνοικίες μας, όσο κι’ αν είνε δαπανηρά για το Δήμο. Γένοιτο!»
(«ΕΘΝΟΣ» 1938 ρεπορτάζ Π. Κατηφόρης)