http://www.domushop.gr
Το Ρομάντσο είναι ένα κλασικό παράδειγμα περιοδικού για το πόσο συμβάλλουν οι επιτυχημένες μακροχρόνιες στήλες στη δημιουργία δεσμού του περιοδικού με αξιόπιστα σταθερή αναγνωστική βάση.
Μετά την εξόρμηση προστέθηκαν νέες στήλες και έγινε η οριστική τοποθέτηση των στηλών στην ίδια πάντα θέση για τα επόμενα 25 χρόνια τουλάχιστον.
...και η συμβολή της ελληνικής γελοιογραφίας
Ειδικό βάρος δόθηκε στη σημασία που έχει για ένα ψυχαγωγικό περιοδικό ο θεμα-τολογικός άξονας, του χιούμορ.
Γελοιογραφίες και πεζές ή έμμετρες ρουμπρίκες με εύθυμους τύπους ήταν τα δυο σκέλη του χιουμοριστικού άξονα στο περιοδικό.
Το δυνατό χαρτί ήταν οι γελοιογραφίες. Απόκτησε τις διαστάσεις της προσφοράς του από την εκ βάθρων ανανέωση του περιοδικού το 1956.
Τότε, όταν στο δυναμικό του περιοδικού προστέθηκαν Έλληνες γελοιογράφοι, καθώς έως τότε η ελληνική γελοιογραφία ήταν ανύπαρκτη στο περιοδικό.
Δεκάδες γελοιογραφίες κοινωνικού περιεχομένου σε κάθε τεύχος από μια πλειάδα κορυφαίων Ελλήνων γελοιογράφων.
Χρωματιστές ή ασπρόμαυρες αποτύπωναν την εξέλιξη της αστικής κοινωνίας στην Ελλάδα, τις συνήθειες, τα καθημερινά μικροπροβλήματα, πχ. από τον καλοκαιρινό καύσωνα, τα θερινά τα σινεμά και τον 7ο αμερικανικό στόλο ως τον πλάγιο πίδακα της Ομόνοιας, το σουβλάκι του φτωχοτουρίστα και το μποτιλιάρισμα στους δρόμους.
Ξεφυλλίζοντας το Ρομάντσο με χρονολογική τάξη από τα παλιότερα ίσαμε τα πιο πρόσφατα τεύχη θα περιδιαβούμε νοσταλγικά μέσα από τις απεικονίσεις των γελοιογραφιών στις ξεθωριασμένες αναμνήσεις από τις περιφερειακές γειτονιές της Αθήνας με τις χαμηλές κεραμιδοσκέπαστες μονοκατοικίες, τις αυλές, τις αλάνες και τους άδειους χωματόδρομους. Και προοδευτικά θα φτάσουμε στις ίδιες αθηναϊκές γειτονιές με τις πολυκατοικίες της αντιπαροχής και τους μποτιλιαρισμένους δρόμους.
Στα σκηνικά που στήνουν οι γελοιογράφοι στα σκίτσα τους πρωταγωνιστούν σε πρώτο πλάνο οι γελοιογραφικές φιγούρες των ανθρώπων που βίωναν τις ραγδαίες αλλαγές μέσα σε μια μόλις εικοσαετία (1956-1976).
Το στίγμα της βαρύτητας που το Ρομάντσο έδινε στην ελληνική γελοιογραφία δίνεται με την γελοιογραφική πινακοθήκη στο οπισθόφυλλό του.
Δεν είναι του παρόντος να αναλυθεί η αναγνωστική δύναμη του οπισθόφυλλου σε κάθε έντυπο. Πάντως, οι διαφημιστές την ξέρουν πολύ καλά και την πλήρωσαν ακριβά, ώστε να σπρώξουν τη σελίδα σήμα κατατεθέν του περιοδικού μια σελίδα μέσα, ώστε να αξιοποιήσουν διαφημιστικά τη δύναμη του εξωφύλλου του Ρομάντσου.
Μόνιμες στήλες & σελίδες, τύποι και ιστορικά αφηγήματα
Οι ρουμπρίκες, που με τους διάφορους τύπους και χαρακτήρες πρόσθεταν εύθυμες πινελιές σε πεζό λόγο με χαρακτηριστικά γλωσσάρια, αλλά και σε έμμετρο από ταλαντούχους στιχοπλόκους, είναι πλέον ένα είδος που έχει εκλείψει από τα περιοδικά, ίσως γιατί η ευρηματική στιχοπλοκή θεωρείται ως ντεμοντέ λόγος.
Το χιουμοριστικό οπλοστάσιο του Ρομάντσου το πλαισίωναν δυο μεγάλοι ευθυμογράφοι: ο Νίκος Τσιφόρος και ο Πολύβιος Βασιλειάδης (συγγραφικό δίδυμο σε θέατρο και σε σενάρια δεκάδων κινηματογραφικών ταινιών), που έγραψαν σπαρταριστά διηγήματα για πολλές εκατοντάδες τευχών.
Ο Τσιφόρος, μάλιστα, συνέχισε να συνεργάζεται και μετά τον… θάνατο του τον Αύγουστο του 1970, αφού η σειρά συνέχισε να αναδημοσιεύει αρκετά από τα παλαιοτέρα ευθυμογραφήματά του.
Τα αισθηματικά και αστυνομικά διηγήματα ήταν κατά κανόνα μεταφράσεις από ξένα ανάλογα περιοδικά της εποχής, αλλά τα περισσότερα από τα μυθιστορήματα ήταν συνήθως από Έλληνες συγγραφείς, όπως και οι σειρές με ιστορικά θέματα.
Πιστούς αναγνώστες είχαν οι ιστοριογράφοι.
Ο Ιωάννης Σκουτερόπουλος, ο Ι.Β. Ιωαννίδης (που υπέγραφε και σαν Ι. Βηλαράς), ο Π. Κουσουλάκος, καθώς επίσης ο περιπετειογράφος Νίκος Μαράκης και η μεγάλη κυρία του ελληνικού κοινωνικού αισθηματικού μυθιστορήματος Ιωάννα Μπουκουβάλα-Αναγνώστου.
Από τις αρχές της δεκαετίας του ’70 και έως το κλείσιμο του περιοδικού στο δυναμικό του περιοδικού προστέθηκε ένα ακόμα βαρύ όνομα της δημοσιογραφίας στο καλλιτεχνικό ρεπορτάζ: η δημοσιογράφος Κική Σεγδίτσα, οι συνεντεύξεις της οποίας έδιναν πλέον το cover story, δηλαδή τη συνέντευξη με δημοφιλή πρόσωπο από ολόκληρο το φάσμα του καλλιτεχνικού κόσμου.
Το επώνυμο αυτό πρόσωπο από τον χώρο του ελληνικούshowbiz έδινε και το εξώφυλλο-κράχτη του περιοδικού στην εποχή που το lifestyle άρχιζε να καθορίζει για τα καλά το περιεχόμενο των περιοδικών.
Εξώφυλλα με αστέρια από τον κινηματογράφο και το τραγούδι είχαν υπάρξει, βέβαια και στην πριν του lifestyle εποχής, αλλά δεν υποστηρίζονταν στις εσωτερικές σελίδες με συνεντεύξεις ή παρουσιάσεις.
Ωστόσο, εξώφυλλα όπως με τη Βουγιουκλάκη, τηνΚαρέζη, τον Παπαμιχαήλ ή τον Κούρκουλο ήταν από παλιά γκαραντί θεαματικής αύξησης της κυκλοφορίας και όχι μόνο στο Ρομάντσο, μα σε όλα τα περιοδικά του είδους.
Παρακμή και τέλος
Τον Αύγουστο του 1987 η πλειοψηφία των μετοχών του εκδοτικού οίκου μαζί με τους τίτλους των τριών περιοδικών που κυκλοφορούσαν μεταβιβάστηκαν στο συγκρότημα Λαμπράκη.
Ο Νίκος Θεοφανίδης είχε πεθάνει από τον Φεβρουάριο της ίδιας χρονιάς, ενώ είχε αποχωρήσει από την ενεργό δράση από το 1984. Ούτε ο Μιχάλης Χανούσης υπέγραφε πλέον το Ρομάντσο.
Έναν χρόνο νωρίτερα, με το τεύχος 2268 (23 Σεπτεμβρίου 1986) κλείνει η περίοδος του Ρομάντσου ως λαϊκού περιοδικού. Από το επόμενο τεύχος το σχήμα του γίνεται μεγαλύτερο και μπαίνει στον χώρο των πολυτελών περιοδικών.
Στις 20 Φεβρουαρίου του 1990 (τεύχος 2446), το "Συν", που είχε προστεθεί συμπληρωματικά στον τίτλο του περιοδικού, πλάι στην ονομασία "Ρομάντσο"στην περίοδο έκδοσης του περιοδικού από τον ΔΟΛ,, υποκαθιστά ολοκληρωτικά την ονομασία "Ρομάντσο", που διαγράφεται τόσο στο εξώφυλλο όσο και στην ταυτότητα του περιοδικού.
Οκτώ εβδομάδες αργότερα (10 Απριλίου 1990) κυκλοφορεί στοτεύχος 2454 αναγγέλλεται η διακοπή της έκδοσης του περιοδικού.
Θεωρητικά, τίτλοι τέλους για το Ρομάντσο δεν έπεσαν ποτέ. Το περιοδικό που έκλεισε ως αποτυχημένο και αδύναμο να αντιμετωπίσει τον ανταγωνισμό λεγόταν "Συν"και δεν είχε καμιά σχέση με το Ρομάντσο που γνώρισαν οι αναγνώστες του στην περίοδο 1946-1986.
Άλλωστε, από καιρό το είχαν εγκαταλείψει με συνέπεια να μην υπάρχουν εκείνοι που θα λυπόνταν για το κλείσιμο του υποκατάστατού του.
Για αυτούς τους ίδιους παλιούς αναγνώστες, ούτε συναισθηματικά έχει κλείσει, αφού το αναζητούν ακόμα στα παλαιοβιβλιοπωλεία για τις νοσταλγικές επιστροφές τους στους κόσμους που είχαν ζήσει με τη συντροφιά του.
Και μια σύμπτωση (ας μη την χαρακτηρίσουμε ως τραγική ειρωνεία): ο κλήρος του λουκέτου έλαχε στον Μάνο Αντώναρο, που ήταν ο τελευταίος διευθυντή σύνταξης του περιοδικού, με μοναδικό πια τίτλο το "Συν". Ο Αντώναρος είναι γιος του γελοιογράφου Αρχέλαου, ο οποίος είχε ταυτιστεί με το Ρομάντσο της χρυσής εποχής του.
Επίλογος
Ως επίλογο δανειζόμαστε επιλογές από ένα νοσταλγικό σχόλιο του Δημήτρη Χανού στο βιβλίο του "Τα Λαϊκά Περιοδικά" -Β’ τόμος (σελ.118)
«Ξεφυλλίζοντας ένα από αυτά τα τεύχη μετά την απομάκρυνση του Μιχάλη Χανούση αναρωτιέται κανείς: ποια σχέση μπορεί να έχει το περιοδικό αυτό με το παλιό Ρομάντσο;
Εκείνο το παλιό Ρομάντσο, που έφερνε γλυκές ανατριχίλες στους αναγνώστες του και που περίμεναν με πραγματική λαχτάρα κάθε καινούργιο τεύχος εβδομάδα με εβδομάδα. Που το έπαιρναν με αγάπη και στοργή στα χέρια τους και γύριζαν μια-μια τις όμορφες σελίδες του χαϊδεύοντας με το βλέμμα τα αγαπημένα τους θέματα. (…)
Το περιοδικό γεννήθηκε, μεγάλωσε και έζησε μέρες δόξας σαν παραδοσιακό περιοδικό ποικίλης ύλης και διαβάστηκε και αγαπήθηκε από κάθε ελληνική οικογένεια.
Ο για πολλά χρόνια αρχισυντάκτης του (σημ. διευθυντής σύνταξης ήταν πάντα) Μιχάλης Χανούσης το κράτησε αυστηρά στην παραδοσιακή ιδιοσυστασία του, του λαϊκού ομογενειακού περιοδικού ποικίλης ύλης…»
Εξώφυλλα
Σε ένα σύνολο τευχών που ξεπερνάει τα 2.500 εξώφυλλα είναι δύσκολο να θεωρηθούν ως αντιπροσωπευτικά της εξέλιξής του τα εξώφυλλα που παρατίθενται.
Άλλωστε, οι αλλαγές που υπήρξαν στην αισθητική του έχουν να κάνουν περισσότερο με τη βελτίωση της τυπογραφικής τεχνικής, παρά με τη φιλοσοφία έκδοσής του.
Ωστόσο, στην πρώτη, τουλάχιστο δεκαετία της τρίτης περιόδου του κάποια λιθόγραφα ζωγραφιστά εξώφυλλα είναι ξεχωριστά και μερικά από αυτά παρουσιάζουμε.
Μυθιστορήματα
Σε κάθε τεύχος του Ρομάντσου έως και τη δεκαετία του ’70 υπήρχαν τρία με τέσσερα μυθιστορήματα συνεχείας σε κάθε τεύχος. Κοινωνικά, αισθηματικά, αστυνομικά, περιπετειώδη… Για όλα τα γούστα.
Γραμμένα από γνωστούς Έλληνες συγγραφείς στη λογοτεχνία του pulp, καθώς και μεταφράσεις. Η"συνέχεια στο επόμενο"με το οποίο έκλεινε καθένα από αυτά ήταν ένα από τα σίγουρα "αγκίστρια"για την αγορά και του επομένου τεύχους.
Μικρό δείγμα και αυτών μέσα από τις "τραβηχτικές"προμετωπίδες τους. Σταφωτορομάντσα συνεχείας του Ρομάντσου συνειδητά δεν αναφερθήκαμε. Τα θεωρούμε ως αποτυχημένη επιλογή να μπει σε χωράφια άλλων πιο ειδικευμένων σε αυτό το είδος περιοδικών της ίδιας οικογένειας.
Οι μεγάλες σειρές
Οι ιστορικές μονοσέλιδες επιφυλλίδες δοσμένες σαν αφηγήματα από τα "ψιλά"της ιστορίας ήταν από τις πιο δημοφιλείς ρουμπρίκες του περιοδικού στο αντρικό αναγνωστικό κοινό του περιοδικού μιας και οι περισσότερες από αυτές ήταν καθαρά περιπετειώδεις με ισχυρές δόσεις ιστορικών πληροφοριών.
Τα ηρωικά περιστατικά από την Αντίσταση στην Κατοχήεντεταγμένα σε κύκλους με διαφορετικούς τίτλους, τα αφηγήματα "φουστανέλας"από την περίοδο της Ληστοκρατίας στην Ελλάδα (Ιππότες των Ορέων), καθώς και τα fiction"Εξωτικό διήγημα"και "Ιστορίες από την Ανατολή"ήταν οι πλέον μακρόβιες σειρές στην εκδοτική πορεία του περιοδικού.
Οι τύποι και οι χαρακτήρες
Πολυάριθμες στήλες με τις καθημερινές ιστορίες χαρακτήρωνκαι τύπων πέρασαν από τις σελίδες του Ρομάντσου προσθέτοντας ένα ακόμα αναγνωρίσιμο στοιχείο στην ταυτότητα του περιοδικού. Άλλοι αφηγούνταν τα περιστατικά τους σε πεζό λόγο και άλλοι έμμετρα.
Η στιχοπλοκία ήταν ένα είδος λόγου που άκμασε μεν προπολεμικά, αλλά και έως ολόκληρη τη δεκαετία του ’60συντηρούταν από ταλαντούχους συγγραφείς στιχοπλόκους με το Ρομάντσο, κατά κύριο λόγο ως προπύργιο της δημιουργικής τους
και οι σε εβδομαδιαία βάση γελοιογραφίες στο οπισθόφυλλο"Από τη ζωή του Κόμματος των Βαρελοφρόνων", καθώς και ο"Σπαγγοραμμένος"του Πολενάκη. Παρακάτω παρουσιάζονται οι περισσότεροι από αυτούς τους απολαυστικούς τύπους.
Γελοιογραφίες
Από την μεγάλη ανανέωση του περιοδικού το 1956 και μετά μια πλειάδα Ελλήνων γελοιογράφων, που εντάχθηκε στο επιτελείο του Ρομάντσου εμπλούτισε την ανθολογία της ελληνικής κοινωνικής γελοιογραφίας με χιλιάδες σκίτσα που αποτύπωναν σατιρικάτις συνήθειες, τα καθημερινά μικροπροβλήματα και μικρογεγονότα τηςαστικής, κυρίως, κοινωνίας, ενώ αρκετές από αυτές εν είδη επικαιρότητας επεσήμαιναν με το χιουμοριστικό στιγμιότυπό τους και το πλαίσιο της εποχής του χρόνου, όπου διαδραματιζόταν το ενσταντανέ τους. Η επιλογή τους είναι φυσικά, τυχαία.
Τα βιβλία του Ρομάντσο
Στη δεκαετία του ’50 το Ρομάντσο προχώρησε και στην ξεχωριστή έκδοση μεγάλων μυθιστορημάτων ιστορικών κυρίως, αλλά μεταφρασμένα από την παγκόσμια κλασική λογοτεχνία.
Μετά την έκδοση του κάθε βιβλίου από αυτά, προχωρούσε και στην ένθετη έκδοσή του με μορφή φυλλαδίων μέσα στα τεύχη του περιοδικού. Κυκλοφόρησαν περίπου είκοσι τέτοια βιβλία.
Στη διαφημιστική βινιέτα μέσα στις σελίδες του Ρομάντσου προαναγγέλλονται δύο ακόμα βιβλίων της σειράς.
Η επίσημη ληξιαρχική πράξη γέννησης τουΡομάντσου αναφέρει, ότι το περιοδικό γεννήθηκε στις 17 Νοεμβρίου 1934 με γεννήτορες τους Ν. Θεοφανίδη και Σπ. Λαμπαδαρίδη. Ο Θεοφανίδης υπήρξε ο εκδότης του έως το1984.
Τρία χρόνια αργότερα, το1987, το Ρομάντσο και τα μικρότερα "αδέλφια"τουΠάνθεον και Βεντέτααγοράστηκαν από τονΔημοσιογραφικό Οργανισμό Λαμπράκη και το στρατηγείο των "Εκδόσεων Θεοφανίδη"στην οδό Αναξαγόρα 5υποβαθμίστηκε σε αρχείο-αποθήκη.
Στα οκτώ πρώτα χρόνια της ζωής του (1934-1942), δηλαδή στην προϊστορία του, το Ρομάντσο είχε τη μορφή βιβλιοπεριοδικού, όπου ακολουθώντας τα πρότυπα των αμερικάνικωνpulps, δημοσίευε σε κάθε τεύχος ένα μικρό αυτοτελές μυθιστόρημα. Κι αυτό ήταν όλο κι όλο.
Πιθανώς και από εκεί να προέρχεται και ονομασία"Ρομάντσο", που σημαίνει"Μυθιστόρημα".
Πιθανώς και από εκεί να προέρχεται και ονομασία"Ρομάντσο", που σημαίνει"Μυθιστόρημα".
Μικρό αυτοτελές μυθιστόρημα του "Ρομάντσο"
Το Ρομάντσο ως βιβλιοπεριοδικό ολοκλήρωσε τον εκδοτικό του κύκλο σε δύο περιόδους, οι οποίες τυπικά έχουν να κάνουν με τις διαστάσεις του (14Χ21 και 17Χ24 αντίστοιχα). Εκδόθηκαν 212 τεύχη στην πρώτη περίοδο και 71 στη δεύτερη.
Ουσιαστικά, όμως το Ρομάντσο, όπως το γνωρίσαμε, σαν περιοδικό ποικίλης ύλης, κυκλοφόρησε πρώτη φορά μέσα στην Κατοχή. Και συγκεκριμένα στις 19 Σεπτεμβρίου 1942.
Παρ’ ότι στην προμετωπίδα του εξώφυλλου ο επεξηγηματικός υπότιτλος βεβαίωνε ότι πρόκειται για εβδομαδιαία έκδοση, οι συνθήκες που επικρατούσαν στην σκλαβωμένη Ελλάδα (και εν προκειμένω η έλλειψη του χαρτιού) δεν επέτρεπαν τη συνεπή τήρηση της εβδομαδιαίας συχνότητας.
Παρ’ ότι στην προμετωπίδα του εξώφυλλου ο επεξηγηματικός υπότιτλος βεβαίωνε ότι πρόκειται για εβδομαδιαία έκδοση, οι συνθήκες που επικρατούσαν στην σκλαβωμένη Ελλάδα (και εν προκειμένω η έλλειψη του χαρτιού) δεν επέτρεπαν τη συνεπή τήρηση της εβδομαδιαίας συχνότητας.
Ακμή και παρακμή
Την ταυτότητα του περιοδικού ποικίλης ύλης το Ρομάντσο την απόκτησε μετά το τεύχος 17 της Γ΄ περιόδου, όταν από τις 14 Ιανουαρίου 1943 τη διεύθυνση σύνταξής του την ανέλαβε ο κορυφαίος "μάστορας"των λαϊκών περιοδικών Απόστολος Μαγγανάρης, ο οποίος σε εκείνη την περίοδο είχε αναστείλει την έκδοση της Μάσκας.
Την ταυτότητα του περιοδικού ποικίλης ύλης το Ρομάντσο την απόκτησε μετά το τεύχος 17 της Γ΄ περιόδου, όταν από τις 14 Ιανουαρίου 1943 τη διεύθυνση σύνταξής του την ανέλαβε ο κορυφαίος "μάστορας"των λαϊκών περιοδικών Απόστολος Μαγγανάρης, ο οποίος σε εκείνη την περίοδο είχε αναστείλει την έκδοση της Μάσκας.
Ο Μαγγανάρης κράτησε τη διεύθυνση του περιοδικού έως και το τεύχος 97, δηλαδή κοντά δυο χρόνια. Από το τεύχος 98 ανέλαβε τη διεύθυνση σύνταξης ο ιστορικός διευθυντής του ο Μιχάλης Χανούσης.
Ήταν αυτός που, αναλαμβάνοντας να τρέξει την εξόρμηση που σχεδίασε ο Θεοφανίδης το 1956 και συνδυασμό με τη δραστική μείωση της τιμής του από έξι δραχμές σε τρεις, εκτόξευσε το Ρομάντσο σε κυκλοφοριακά ύψη με απλησίαστες κυκλοφορίες για οποιοδήποτε άλλο ελληνικό περιοδικό.
Το ρεκόρ του με τιράζ280.000-300.000 φύλλωνεβδομαδιαίως (δεν διασώζονται στοιχεία συνολικής πώλησης), δεν θα πρέπει να έχει ξεπεραστεί από άλλο ελληνικό περιοδικό.
Το ρεκόρ του με τιράζ280.000-300.000 φύλλωνεβδομαδιαίως (δεν διασώζονται στοιχεία συνολικής πώλησης), δεν θα πρέπει να έχει ξεπεραστεί από άλλο ελληνικό περιοδικό.
Τα εξωπραγματικά αυτά τιράζ οφείλονται κατά πολύ και στο ότι το Ρομάντσο διανεμόταν ταυτόχρονα (και όχι εξ επιστροφών) στον πολυπληθή απόδημο ελληνισμό (Αμερική, Αυστραλία, Αφρική και στη Δυτική Γερμανία των Ελλήνων μεταναστών"γκασταρμπάιτερ"στη δεκαετία του ’60).
Η παρακμή του Ρομάντσου συνέπεσε με το τέλος της περιόδου"Χανούση", αλλά η ραγδαία πτώση που το οδήγησε στο κλείσιμο, συνέπεσε με την αλλαγή του ιδιοκτησιακού καθεστώτος
Η παρακμή του Ρομάντσου συνέπεσε με το τέλος της περιόδου"Χανούση", αλλά η ραγδαία πτώση που το οδήγησε στο κλείσιμο, συνέπεσε με την αλλαγή του ιδιοκτησιακού καθεστώτος
και στη λάθος στρατηγική επιλογή της νέας ιδιοκτησίας να μετατρέψει το περιοδικό-ευαγγέλιο της λαϊκής μάζας σε πολυτελέςlifestyle περιοδικόυπακούοντας στις επιταγές των νέων αναγνωστικών συνθηκών.
Ίσως, όμως, πάλι να είχε την ίδια μοίρα και αν ακόμα παρέμενε λαϊκό περιοδικό ποικίλης ύλης.
Οι εποχές είχαν αλλάξει και το Ρομάντσο είχε ταυτιστεί με όλα εκείνα που χαρακτήριζαν την εποχή της ακμής του∙ τον τρόπο ζωής της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς της μεσοαστικής τάξης.
Ίσως, όμως, πάλι να είχε την ίδια μοίρα και αν ακόμα παρέμενε λαϊκό περιοδικό ποικίλης ύλης.
Οι εποχές είχαν αλλάξει και το Ρομάντσο είχε ταυτιστεί με όλα εκείνα που χαρακτήριζαν την εποχή της ακμής του∙ τον τρόπο ζωής της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς της μεσοαστικής τάξης.
Ο Χανούσης χρησιμοποιώντας τη συνταγή παλαιοτέρων περιοδικών ποικίλης ύλης, επέλεξε να στήσει το περιοδικό του εργοδότη του με ραχοκοκαλιά τιςρουμπρίκες, δηλαδήμόνιμες στήλες και μόνιμες σελίδες, κάτω από τη θεματολογική ομπρέλα των οποίων απλώς αλλάζουν ενότητες σειρών.
Σύμφωνα με τη θεωρία για το πώς στήνεται ένα περιοδικό, οι ρουμπρίκες αποτελούν σημαντικό παράγοντα δημιουργίας σταθερών αναγνωστών του περιοδικού.
Σύμφωνα με τη θεωρία για το πώς στήνεται ένα περιοδικό, οι ρουμπρίκες αποτελούν σημαντικό παράγοντα δημιουργίας σταθερών αναγνωστών του περιοδικού.
Για να συμβεί αυτό οι ρουμπρίκες θα πρέπει να υπακούουν σε έναν βασικό κανόνα πλάνου περιεχομένων του περιοδικού: να βρίσκονται πάντα στην ίδια σελίδα, ή έστω μετά από μια συγκεκριμένη άλλη, την ίδια πάντοτε, και πριν από μια συγκεκριμένη άλλη, ώστε να εντοπίζονται εύκολα προκειμένου να γίνουν συνήθεια.
Το Ρομάντσο είναι ένα κλασικό παράδειγμα περιοδικού για το πόσο συμβάλλουν οι επιτυχημένες μακροχρόνιες στήλες στη δημιουργία δεσμού του περιοδικού με αξιόπιστα σταθερή αναγνωστική βάση.
Μετά την εξόρμηση προστέθηκαν νέες στήλες και έγινε η οριστική τοποθέτηση των στηλών στην ίδια πάντα θέση για τα επόμενα 25 χρόνια τουλάχιστον.
...και η συμβολή της ελληνικής γελοιογραφίας
Ειδικό βάρος δόθηκε στη σημασία που έχει για ένα ψυχαγωγικό περιοδικό ο θεμα-τολογικός άξονας, του χιούμορ.
Γελοιογραφίες και πεζές ή έμμετρες ρουμπρίκες με εύθυμους τύπους ήταν τα δυο σκέλη του χιουμοριστικού άξονα στο περιοδικό.
Το δυνατό χαρτί ήταν οι γελοιογραφίες. Απόκτησε τις διαστάσεις της προσφοράς του από την εκ βάθρων ανανέωση του περιοδικού το 1956.
Τότε, όταν στο δυναμικό του περιοδικού προστέθηκαν Έλληνες γελοιογράφοι, καθώς έως τότε η ελληνική γελοιογραφία ήταν ανύπαρκτη στο περιοδικό.
Δεκάδες γελοιογραφίες κοινωνικού περιεχομένου σε κάθε τεύχος από μια πλειάδα κορυφαίων Ελλήνων γελοιογράφων.
Χρωματιστές ή ασπρόμαυρες αποτύπωναν την εξέλιξη της αστικής κοινωνίας στην Ελλάδα, τις συνήθειες, τα καθημερινά μικροπροβλήματα, πχ. από τον καλοκαιρινό καύσωνα, τα θερινά τα σινεμά και τον 7ο αμερικανικό στόλο ως τον πλάγιο πίδακα της Ομόνοιας, το σουβλάκι του φτωχοτουρίστα και το μποτιλιάρισμα στους δρόμους.
Ξεφυλλίζοντας το Ρομάντσο με χρονολογική τάξη από τα παλιότερα ίσαμε τα πιο πρόσφατα τεύχη θα περιδιαβούμε νοσταλγικά μέσα από τις απεικονίσεις των γελοιογραφιών στις ξεθωριασμένες αναμνήσεις από τις περιφερειακές γειτονιές της Αθήνας με τις χαμηλές κεραμιδοσκέπαστες μονοκατοικίες, τις αυλές, τις αλάνες και τους άδειους χωματόδρομους. Και προοδευτικά θα φτάσουμε στις ίδιες αθηναϊκές γειτονιές με τις πολυκατοικίες της αντιπαροχής και τους μποτιλιαρισμένους δρόμους.
Στα σκηνικά που στήνουν οι γελοιογράφοι στα σκίτσα τους πρωταγωνιστούν σε πρώτο πλάνο οι γελοιογραφικές φιγούρες των ανθρώπων που βίωναν τις ραγδαίες αλλαγές μέσα σε μια μόλις εικοσαετία (1956-1976).
Το στίγμα της βαρύτητας που το Ρομάντσο έδινε στην ελληνική γελοιογραφία δίνεται με την γελοιογραφική πινακοθήκη στο οπισθόφυλλό του.
Δεν είναι του παρόντος να αναλυθεί η αναγνωστική δύναμη του οπισθόφυλλου σε κάθε έντυπο. Πάντως, οι διαφημιστές την ξέρουν πολύ καλά και την πλήρωσαν ακριβά, ώστε να σπρώξουν τη σελίδα σήμα κατατεθέν του περιοδικού μια σελίδα μέσα, ώστε να αξιοποιήσουν διαφημιστικά τη δύναμη του εξωφύλλου του Ρομάντσου.
Μόνιμες στήλες & σελίδες, τύποι και ιστορικά αφηγήματα
Οι ρουμπρίκες, που με τους διάφορους τύπους και χαρακτήρες πρόσθεταν εύθυμες πινελιές σε πεζό λόγο με χαρακτηριστικά γλωσσάρια, αλλά και σε έμμετρο από ταλαντούχους στιχοπλόκους, είναι πλέον ένα είδος που έχει εκλείψει από τα περιοδικά, ίσως γιατί η ευρηματική στιχοπλοκή θεωρείται ως ντεμοντέ λόγος.
Το χιουμοριστικό οπλοστάσιο του Ρομάντσου το πλαισίωναν δυο μεγάλοι ευθυμογράφοι: ο Νίκος Τσιφόρος και ο Πολύβιος Βασιλειάδης (συγγραφικό δίδυμο σε θέατρο και σε σενάρια δεκάδων κινηματογραφικών ταινιών), που έγραψαν σπαρταριστά διηγήματα για πολλές εκατοντάδες τευχών.
Ο Τσιφόρος, μάλιστα, συνέχισε να συνεργάζεται και μετά τον… θάνατο του τον Αύγουστο του 1970, αφού η σειρά συνέχισε να αναδημοσιεύει αρκετά από τα παλαιοτέρα ευθυμογραφήματά του.
Τα αισθηματικά και αστυνομικά διηγήματα ήταν κατά κανόνα μεταφράσεις από ξένα ανάλογα περιοδικά της εποχής, αλλά τα περισσότερα από τα μυθιστορήματα ήταν συνήθως από Έλληνες συγγραφείς, όπως και οι σειρές με ιστορικά θέματα.
Πιστούς αναγνώστες είχαν οι ιστοριογράφοι.
Ο Ιωάννης Σκουτερόπουλος, ο Ι.Β. Ιωαννίδης (που υπέγραφε και σαν Ι. Βηλαράς), ο Π. Κουσουλάκος, καθώς επίσης ο περιπετειογράφος Νίκος Μαράκης και η μεγάλη κυρία του ελληνικού κοινωνικού αισθηματικού μυθιστορήματος Ιωάννα Μπουκουβάλα-Αναγνώστου.
Από τις αρχές της δεκαετίας του ’70 και έως το κλείσιμο του περιοδικού στο δυναμικό του περιοδικού προστέθηκε ένα ακόμα βαρύ όνομα της δημοσιογραφίας στο καλλιτεχνικό ρεπορτάζ: η δημοσιογράφος Κική Σεγδίτσα, οι συνεντεύξεις της οποίας έδιναν πλέον το cover story, δηλαδή τη συνέντευξη με δημοφιλή πρόσωπο από ολόκληρο το φάσμα του καλλιτεχνικού κόσμου.
Το επώνυμο αυτό πρόσωπο από τον χώρο του ελληνικούshowbiz έδινε και το εξώφυλλο-κράχτη του περιοδικού στην εποχή που το lifestyle άρχιζε να καθορίζει για τα καλά το περιεχόμενο των περιοδικών.
Εξώφυλλα με αστέρια από τον κινηματογράφο και το τραγούδι είχαν υπάρξει, βέβαια και στην πριν του lifestyle εποχής, αλλά δεν υποστηρίζονταν στις εσωτερικές σελίδες με συνεντεύξεις ή παρουσιάσεις.
Ωστόσο, εξώφυλλα όπως με τη Βουγιουκλάκη, τηνΚαρέζη, τον Παπαμιχαήλ ή τον Κούρκουλο ήταν από παλιά γκαραντί θεαματικής αύξησης της κυκλοφορίας και όχι μόνο στο Ρομάντσο, μα σε όλα τα περιοδικά του είδους.
Παρακμή και τέλος
Τον Αύγουστο του 1987 η πλειοψηφία των μετοχών του εκδοτικού οίκου μαζί με τους τίτλους των τριών περιοδικών που κυκλοφορούσαν μεταβιβάστηκαν στο συγκρότημα Λαμπράκη.
Ο Νίκος Θεοφανίδης είχε πεθάνει από τον Φεβρουάριο της ίδιας χρονιάς, ενώ είχε αποχωρήσει από την ενεργό δράση από το 1984. Ούτε ο Μιχάλης Χανούσης υπέγραφε πλέον το Ρομάντσο.
Έναν χρόνο νωρίτερα, με το τεύχος 2268 (23 Σεπτεμβρίου 1986) κλείνει η περίοδος του Ρομάντσου ως λαϊκού περιοδικού. Από το επόμενο τεύχος το σχήμα του γίνεται μεγαλύτερο και μπαίνει στον χώρο των πολυτελών περιοδικών.
Στις 20 Φεβρουαρίου του 1990 (τεύχος 2446), το "Συν", που είχε προστεθεί συμπληρωματικά στον τίτλο του περιοδικού, πλάι στην ονομασία "Ρομάντσο"στην περίοδο έκδοσης του περιοδικού από τον ΔΟΛ,, υποκαθιστά ολοκληρωτικά την ονομασία "Ρομάντσο", που διαγράφεται τόσο στο εξώφυλλο όσο και στην ταυτότητα του περιοδικού.
Οκτώ εβδομάδες αργότερα (10 Απριλίου 1990) κυκλοφορεί στοτεύχος 2454 αναγγέλλεται η διακοπή της έκδοσης του περιοδικού.
Θεωρητικά, τίτλοι τέλους για το Ρομάντσο δεν έπεσαν ποτέ. Το περιοδικό που έκλεισε ως αποτυχημένο και αδύναμο να αντιμετωπίσει τον ανταγωνισμό λεγόταν "Συν"και δεν είχε καμιά σχέση με το Ρομάντσο που γνώρισαν οι αναγνώστες του στην περίοδο 1946-1986.
Άλλωστε, από καιρό το είχαν εγκαταλείψει με συνέπεια να μην υπάρχουν εκείνοι που θα λυπόνταν για το κλείσιμο του υποκατάστατού του.
Για αυτούς τους ίδιους παλιούς αναγνώστες, ούτε συναισθηματικά έχει κλείσει, αφού το αναζητούν ακόμα στα παλαιοβιβλιοπωλεία για τις νοσταλγικές επιστροφές τους στους κόσμους που είχαν ζήσει με τη συντροφιά του.
Και μια σύμπτωση (ας μη την χαρακτηρίσουμε ως τραγική ειρωνεία): ο κλήρος του λουκέτου έλαχε στον Μάνο Αντώναρο, που ήταν ο τελευταίος διευθυντή σύνταξης του περιοδικού, με μοναδικό πια τίτλο το "Συν". Ο Αντώναρος είναι γιος του γελοιογράφου Αρχέλαου, ο οποίος είχε ταυτιστεί με το Ρομάντσο της χρυσής εποχής του.
Επίλογος
Ως επίλογο δανειζόμαστε επιλογές από ένα νοσταλγικό σχόλιο του Δημήτρη Χανού στο βιβλίο του "Τα Λαϊκά Περιοδικά" -Β’ τόμος (σελ.118)
«Ξεφυλλίζοντας ένα από αυτά τα τεύχη μετά την απομάκρυνση του Μιχάλη Χανούση αναρωτιέται κανείς: ποια σχέση μπορεί να έχει το περιοδικό αυτό με το παλιό Ρομάντσο;
Εκείνο το παλιό Ρομάντσο, που έφερνε γλυκές ανατριχίλες στους αναγνώστες του και που περίμεναν με πραγματική λαχτάρα κάθε καινούργιο τεύχος εβδομάδα με εβδομάδα. Που το έπαιρναν με αγάπη και στοργή στα χέρια τους και γύριζαν μια-μια τις όμορφες σελίδες του χαϊδεύοντας με το βλέμμα τα αγαπημένα τους θέματα. (…)
Το περιοδικό γεννήθηκε, μεγάλωσε και έζησε μέρες δόξας σαν παραδοσιακό περιοδικό ποικίλης ύλης και διαβάστηκε και αγαπήθηκε από κάθε ελληνική οικογένεια.
Ο για πολλά χρόνια αρχισυντάκτης του (σημ. διευθυντής σύνταξης ήταν πάντα) Μιχάλης Χανούσης το κράτησε αυστηρά στην παραδοσιακή ιδιοσυστασία του, του λαϊκού ομογενειακού περιοδικού ποικίλης ύλης…»
Εξώφυλλα
Σε ένα σύνολο τευχών που ξεπερνάει τα 2.500 εξώφυλλα είναι δύσκολο να θεωρηθούν ως αντιπροσωπευτικά της εξέλιξής του τα εξώφυλλα που παρατίθενται.
Άλλωστε, οι αλλαγές που υπήρξαν στην αισθητική του έχουν να κάνουν περισσότερο με τη βελτίωση της τυπογραφικής τεχνικής, παρά με τη φιλοσοφία έκδοσής του.
Ωστόσο, στην πρώτη, τουλάχιστο δεκαετία της τρίτης περιόδου του κάποια λιθόγραφα ζωγραφιστά εξώφυλλα είναι ξεχωριστά και μερικά από αυτά παρουσιάζουμε.
Μυθιστορήματα
Σε κάθε τεύχος του Ρομάντσου έως και τη δεκαετία του ’70 υπήρχαν τρία με τέσσερα μυθιστορήματα συνεχείας σε κάθε τεύχος. Κοινωνικά, αισθηματικά, αστυνομικά, περιπετειώδη… Για όλα τα γούστα.
Γραμμένα από γνωστούς Έλληνες συγγραφείς στη λογοτεχνία του pulp, καθώς και μεταφράσεις. Η"συνέχεια στο επόμενο"με το οποίο έκλεινε καθένα από αυτά ήταν ένα από τα σίγουρα "αγκίστρια"για την αγορά και του επομένου τεύχους.
Μικρό δείγμα και αυτών μέσα από τις "τραβηχτικές"προμετωπίδες τους. Σταφωτορομάντσα συνεχείας του Ρομάντσου συνειδητά δεν αναφερθήκαμε. Τα θεωρούμε ως αποτυχημένη επιλογή να μπει σε χωράφια άλλων πιο ειδικευμένων σε αυτό το είδος περιοδικών της ίδιας οικογένειας.
Οι μεγάλες σειρές
Οι ιστορικές μονοσέλιδες επιφυλλίδες δοσμένες σαν αφηγήματα από τα "ψιλά"της ιστορίας ήταν από τις πιο δημοφιλείς ρουμπρίκες του περιοδικού στο αντρικό αναγνωστικό κοινό του περιοδικού μιας και οι περισσότερες από αυτές ήταν καθαρά περιπετειώδεις με ισχυρές δόσεις ιστορικών πληροφοριών.
Τα ηρωικά περιστατικά από την Αντίσταση στην Κατοχήεντεταγμένα σε κύκλους με διαφορετικούς τίτλους, τα αφηγήματα "φουστανέλας"από την περίοδο της Ληστοκρατίας στην Ελλάδα (Ιππότες των Ορέων), καθώς και τα fiction"Εξωτικό διήγημα"και "Ιστορίες από την Ανατολή"ήταν οι πλέον μακρόβιες σειρές στην εκδοτική πορεία του περιοδικού.
Οι τύποι και οι χαρακτήρες
Πολυάριθμες στήλες με τις καθημερινές ιστορίες χαρακτήρωνκαι τύπων πέρασαν από τις σελίδες του Ρομάντσου προσθέτοντας ένα ακόμα αναγνωρίσιμο στοιχείο στην ταυτότητα του περιοδικού. Άλλοι αφηγούνταν τα περιστατικά τους σε πεζό λόγο και άλλοι έμμετρα.
Η στιχοπλοκία ήταν ένα είδος λόγου που άκμασε μεν προπολεμικά, αλλά και έως ολόκληρη τη δεκαετία του ’60συντηρούταν από ταλαντούχους συγγραφείς στιχοπλόκους με το Ρομάντσο, κατά κύριο λόγο ως προπύργιο της δημιουργικής τους
και οι σε εβδομαδιαία βάση γελοιογραφίες στο οπισθόφυλλο"Από τη ζωή του Κόμματος των Βαρελοφρόνων", καθώς και ο"Σπαγγοραμμένος"του Πολενάκη. Παρακάτω παρουσιάζονται οι περισσότεροι από αυτούς τους απολαυστικούς τύπους.
Γελοιογραφίες
Από την μεγάλη ανανέωση του περιοδικού το 1956 και μετά μια πλειάδα Ελλήνων γελοιογράφων, που εντάχθηκε στο επιτελείο του Ρομάντσου εμπλούτισε την ανθολογία της ελληνικής κοινωνικής γελοιογραφίας με χιλιάδες σκίτσα που αποτύπωναν σατιρικάτις συνήθειες, τα καθημερινά μικροπροβλήματα και μικρογεγονότα τηςαστικής, κυρίως, κοινωνίας, ενώ αρκετές από αυτές εν είδη επικαιρότητας επεσήμαιναν με το χιουμοριστικό στιγμιότυπό τους και το πλαίσιο της εποχής του χρόνου, όπου διαδραματιζόταν το ενσταντανέ τους. Η επιλογή τους είναι φυσικά, τυχαία.
Τα βιβλία του Ρομάντσο
Στη δεκαετία του ’50 το Ρομάντσο προχώρησε και στην ξεχωριστή έκδοση μεγάλων μυθιστορημάτων ιστορικών κυρίως, αλλά μεταφρασμένα από την παγκόσμια κλασική λογοτεχνία.
Μετά την έκδοση του κάθε βιβλίου από αυτά, προχωρούσε και στην ένθετη έκδοσή του με μορφή φυλλαδίων μέσα στα τεύχη του περιοδικού. Κυκλοφόρησαν περίπου είκοσι τέτοια βιβλία.
Στη διαφημιστική βινιέτα μέσα στις σελίδες του Ρομάντσου προαναγγέλλονται δύο ακόμα βιβλίων της σειράς.
(Αναδημοσίευση από το εξαιρετικό
Δεινοθήσαυρος ο φιλομαθής / Εικόνες από: "Δεινοθήσαυρος ο φιλομαθής"και ""Comics Trades"")