(Από την στήλην «Σημειώσεις ενός Αθηναίου».)
Ο Ραδιοφωνικός Σταθμός Αθηνών πολύ συχνά ευρίσκεται μεταξύ τριών άκρων. Το ένα άκρον είναι μερικά τραγούδια τα οποία αρέσουν μόνον εις τους τραμπούκους, τους χασισοπότας και τους ζηλωτάς των. Το δεύτερον άκρον είναι η λεγομένη μουσική του 20ού αιώνος, της οποίας τα μεγάλα προσόντα είναι αρνητικά: Κατά κανόνα, τον οποίον επιβεβαιώνουν ολίγαι μόνον εξαιρέσεις: αγνοεί την αρμονίαν, την μελωδίαν και τον ρυθμόν. Η μοντέρνα μουσική του εικοστού αιώνος δεν χρειάζεται παρά μόνον διά ν’ αποδεικνύη πόσον θείον πράγμα είναι η κλασσική μουσική του δεκάτου ενάτου. [Η μουσική του 20ού αιώνος] λανσάρεται ως σύγχρονος κλασσική μουσική και ουδείς έχει το θάρρος να πη ότι δεν του αρέσει, διά τον φόβον ότι θα του πουν πως δεν έχει ιδέαν μουσικής. Ενώ λοιπόν το Εθνικόν Ιδρυμα Ραδιοφωνίας από το ένα μέρος μας σερβίρει αυτά τα δύο άκρα, (ως ποδαράκια, ας είπω, που πωλούν τα ακροπωλεία της Αγοράς) από το άλλο, εις το Τρίτον Πρόγραμμα μας οδηγεί εις το τρίτον άκρον: «παληά μουσική», ήτοι μουσική επτά αιώνων. Ηκουσα προχθές έργα του σωτηρίου έτους 1300. Δεν υποτιμώ την ιστορικήν αξίαν της μουσικής που εγράφετο επί της εποχής των Σταυροφοριών και της Φραγκοκρατίας εν Ελλάδι, όπως δεν υποτιμώ τα απολιθώματα που μας έχουν αφήσει οι τριλοβίται ή τα δεινοθήρια. Αλλά μου φαίνεται ότι το να ακούη κανείς την παλαιάν μουσικήν σήμερον ομοιάζει περίπου ως εάν ήθελε να κατοικήση εις τα ερείπια του Μιστρά, χωρίς μάλιστα καμμίαν ανακαίνισιν. […] Με την μουσικήν των τραμπούκων διαφθείρεται όχι μόνον το μουσικόν συναίσθημα, αλλά κάθε συναίσθημα της νεολαίας. Με την μοντέρναν και μάλιστα με την υπερμοντέρναν μουσικήν το μουσικόν συναίσθημα δεν διαφθείρεται βέβαια, πάντως όμως φθείρεται. Τα απολιθώματα της παλαιάς μουσικής είναι δύσκολον να την αναπαραστήσουν, όπως είναι δύσκολον να αναπαρασταθή ένα εξαφανισθέν ζωικόν είδος, από τα λείψανά του.
[Σημ. “Φ”: Το σημείωμα του Αθηναίου -ψευδώνυμον διαφόρων στην στήλη, αλλά κυρίως
του Αιμιλίου Χουρμουζίου- είναι πιθανόν να απηχεί και ενδοεφημεριδιακές διαστάσεις αισθητικής και στάσεως καθώς μαρτυρείται ότι η τότε ιδιοκτήτρια της εφημερίδας Ελένη Βλάχου είχε κρυφό θαυμασμό για τα ρεμπέτικα και τα λαϊκά τραγούδια.