'Οταν έφθασαν στον Πειραιά οι πρόσφυγες της Μικράς Ασίας προσπαθούσαν να βρούν συντοπίτεςπροκειμένου να είναι μαζί στην ίδια γειτονιά εκεί που θα τους όριζε το Ελληνικό Κράτος...
Έλεγε ο παππούς....
"Άρχισα να ρωτάω από πού είσαι εσύ οπότε βρέθηκα σε μια ομάδα και άρχισε
η γύρα....
Παντού πηγαίναμε γαντζωμένοι ο ένας με τον άλλον με τον μπόγο αναμάσχαλα
όπου είχαμε την "περιουσία"μας.
Μια αλλαξιά ρούχα και μια εικόνα από το εικονοστάσι που πρόλαβα να πάρω.
(αυτή την έχω εγώ τώρα).
Μια ομάδα πέρασε μπροστά μου με ένα μακρινό συγγενή που την πήγαιναν
στην Καισαριανή όπου είχαν έτοιμες τις παράγκες.
Δεν με άφησαν να πάω μαζί τους και βρεθήκαμε με την γιαγιά σας και άλλους
σε άλλη γειτονιά.
Στήθηκαν οι παράγκες στο άψε σβήσε με μεσοτοιχία...χώριζε ένα πισόχαρτο
την μια οικογένεια από την άλλη.
Δίπλα στην παράγκα στήσαμε μια κοινόχρηστη κουζίνα από τενεκέδες...
μας κοιτούσαν περίεργα οι γείτονες...πώς θα επιβιώσουν αυτοί οι άνθρωποι
σκεφτόντουσαν.
Το βράδυ τα ροχαλητά των διπλανών ακουγόντουσαν λες και κοιμόμαστε
όλοι σε μια κάμαρα.
Τι να σου κάνει η μεσοτοιχιά από πισόχαρτο ήταν.
Αμοληθήκαμε από την άλλη ημέρα για να βρούμε κάτι να κάνουμε.
Κάλφας εγώ σε τσαγκάρικο στου Ψυρρή...με πήραν αμέσως.
Γνώριζα την τέχνη...
Στη συνέχεια σειρά είχε ο καλλωπισμός του "σπιτιού" (και γελούσε)...
Άδειοι τενεκέδες παλιοί από τον μπακάλη έγιναν γλάστρες και μπήκαν
μπροστά στην είσοδο ...
Με ασβέστη ασπρίσαμε τα πάντα και ψόφιοι πέφταμε για ύπνο το βράδυ...
ψάξαμε τους συγγενείς στις άλλες προσφυγικές γειτονιές...στην Κοκκινιά
στην Καισαριανή.
Παράγκες παντού και όνειρα για το πότε θα γίνουν τούβλινες.
Στην Κοκκινιά ένας αδερφός μου... τσαγκάρης και αυτός...στην Καισαριανή
ένας ξάδερφος αυτός μου είπε για έναν άλλο αδερφό μου που ήθελε
να μείνει στην Πατρίδα ισχυριζόμενος ότι ποτέ δεν πείραξε κανένα.
Τον έσφαξαν ...μου είπε.
Σειρά είχε να ομορφήνουμε το πεζοδρόμιο με δέντρα ...μας ακολούθησε
και η γειτονιά που άρχισε να έρχεται περισσότερο κοντά μας για να γίνουμε αργότερα όλοι μια μεγάλη οικογένεια.
πίσω στα παλιά