Καθώς η ατμόσφαιρα είναι γεμάτη από πολιτικά παραμύθια,
η στήλη καταθέτει το δικό της. Πιό αληθοφανές, καθόλου πολιτικό και σίγουρα πιό ανθρώπινο κι ελπιδοφόρο από όσα θ'ακούσουν σε λίγο τ'αυτιά μας!
ΤΟ ΤΟΠΙ ΤΟΥ ΑΡΟΥΛΗ
Η ιστορία που θα σας διηγηθώ σήμερα και μοιάζει με πρωτοχρονιάτικο παραμύθι, συνέβη πριν πολλά-πολλά χρόνια σε κάποια μεγάλη πόλη της Ελλάδας, που τότε και ήταν και φάνταζε μικρή, στην Αθήνα.
Την εποχή εκείνη όλα τα σπίτια ήσαν μικρά, φτωχικά και τις νύχτες σκοτεινά. Τα περισσότερα ήσαν πέτρινα, όπως πέτρινα ήσαν και τα χρόνια που ζούσαν οι άνθρωποι. Η φτώχεια ήταν απλωμένη σαν αόρατο μαγικό δίχτυ απάνω από τις περισσότερες συνοικίες της, όμως οι άνθρωποι τότε -παρ’ όλη τη μιζέρια και την κακομοιριά τους- μπορούσαν να χαμογελούν και η καρδιά τους ξεχείλιζε από καλοσύνη και αθωότητα. Οι γειτονιές ήσαν ήσυχες και ασφαλείς και μόνο οι παιδικές, χαρούμενες κι αμέριμνες, φωνές διατάραζαν την απέραντη σιωπή τους, γεμίζοντας με ζωή κι αισιοδοξία την ατμόσφαιρα και ζεσταίνοντας τις ψυχές των μεγάλων, που απέβλεπαν στους μικρούς αεικίνητους διαβόλους τους γιά ένα καλύτερο αύριο.
Οι νύχτες, ιδίως τον χειμώνα, ήσαν σκοτεινές, κατάμαυρες όπως σκοτεινή και μαύρη ήταν κι η ζωή των ανθρώπων. Τότε, στις ατέλειωτες χειμωνιάτικες νύχτες το κρύο ήταν τσουχτερό κι ο παγωμένος αέρας -φαρμάκι- ξύλιαζε το σώμα και μαζί την ήδη παγωμένη τους ψυχή. Μόλις ο ήλιος έπεφτε και χανόταν στο βάθος του ορίζοντα, πίσω από το βουνό, ερχόταν βιαστικά η νύχτα κουβαλώντας μαζί της ένα απόλυτο σιωπητήριο στα σπίτια και μιά απέραντη ακινησία στους δρόμους. Τα μικρά, ξύλινα πατζούρια σφάλιζαν βιαστικά γιά να κρατήσουν μέσα, όσο μπορούσαν, τη σπιτική θαλπωρή εμποδίζοντας -κατά το δυνατόν- το άγριο κρύο να μπει και να περονιάσει τα κόκαλα των κατοίκων.
Τότε έπιαναν δουλειά οι σόμπες του κωκ, του ανθρακίτη, ή των ξύλων, καθώς και τα ταπεινά μαγκάλια, που μάζευαν γύρω τους τα μέλη της οικογένειας. Γιά να ζεσταθούν και ν'αποτελειώσουν οι μικροί τη μελέτη των αυριανών μαθημάτων και οι μεγάλοι -μαμάδες, γιαγιάδες, θείες- να καταπιαστούν με τις συνηθισμένες γυναικείες ασχολίες τους. Σίδερο, ράψιμο, μπάλωμα, κέντημα.
Ο μικρός Αρούλης, μαζί με τα άλλα τρία μικρότερα αδελφάκια του, καθόταν κι αυτός κατάχαμα, πάνω στο παλιό τριμμένο χαλί με τα ζωγραφισμένα ελάφια στην περίμετρο, που σκέπαζε το κέντρο του δωματίου, ενώ ολοτρίγυρα αυτό συμπληρωνόταν από μικρές κουρελούδες, που -όλα αυτά μαζί- προσπαθούσαν να κόψουν το κρύο που ξετρύπωνε, σαν φαρμακερό φίδι, μέσα από τα τετράγωνα μωσαϊκά πλακάκια με τα οποία ήταν στρωμένο το κεντρικό δωμάτιο του σπιτιού. Ένας μεγάλος χώρος που ήταν σαλόνι, τραπεζαρία και καθημερινό μαζί. Ένα δωμάτιο γιά όλες τις χρήσεις.
Στο κέντρο του το μεγάλο μαγκάλι, φτιαγμένο από ένα πελώριο στρογγυλό λαμαρινένιο ταψί, στηριγμένο σε χαμηλό σιδερένιο τρίποδο, είχε μέσα του απλωμένη πάνω σ’ ένα παχύ υπόστρωμα στάχτης και χόβολης, μιά στρώση πυρήνα ελιάς που σιγοκαιγόταν τριζοβολώντας και λαμπυρίζοντας και σκορπούσε ολοτρίγυρα αλλόκοτες, μαγικές φωτεινές ανταύγειες μαζί με τη γλυκιά τoυ ζέστη.
Οι μικροί, λουσμένοι από το αχνό φως της μεγάλης λάμπας πετρελαίου που την σιγοντάριζαν οι κόκκινες φωτίτσες του μαγκαλιού, ήσαν σκυμμένοι πάνω από τα βιβλία και τα τετράδια, απορροφημένοι στη μελέτη τους, σ’ ένα σκηνικό που θύμιζε κρυφό σχολειό τηςΤουρκοκρατίας!
Έγραφαν, έσβηναν, λογάριαζαν ή σιγοψιθύριζαν συλλαβίζοντας τα μεγάλα γράμματα των αναγνωστικών, έτοιμοι γιά την αυριανή εξέταση της δασκάλας.
Όμως το μυαλό του Αρούλη, όσο ζύγωναν οι γιορτές των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, τριβελιζόταν από μία και μόνη -την ίδια πάντα- πολύ επίμονη κι ανομολόγητη σκέψη, που πλησίαζε κι αυτή με τις γιορτές σαν… τραίνο. Όπως τα τραίνα που έβλεπε να έρχονται από μακριά, καθώς στεκόταν ανάμεσα στις γραμμές τους, εκεί στη ΒΙΟ, και τα κοιτούσε κατάφατσα που ολοένα μεγάλωναν και μεγάλωναν, καθώς πλησίαζαν βιαστικά, μέχρι που ο μηχανοδηγός να σφυρίξει θυμωμένα γιά να διώξει τον ανόητο μικρό που στεκόταν ασυλλόγιστα κι επικίνδυνα στην πορεία του. Τα μάτια του ήσαν καρφωμένα, σαν μαγεμένα, στις εναλλασσόμενες κόκκινες ανταύγειες κι η σκέψη του κόλλαγε στα κόκκινα ρούχα του αγαπημένου Άγιου, του Άγιου Βασίλη, που του θύμιζε η αναμμένη πυρήνα στο μαγκάλι.
Η μητέρα στη διπλανή κουζίνα ετοίμαζε, σαν τελευταία ασχολία της ημέρας όπως πάντα, το βραδινό φαγητό. Λιτό και φτωχικό πάντοτε, περιμένοντας τον πατέρα να γυρίσει, ξεθεωμένος, από τη δουλειά. Έτσι, όλοι μαζί να κλείσουν τον ημερήσιο κύκλο μ’ ένα βαθύ πιάτο σούπα χυλοπίτες, ή τραχανά, που έφτιαχνε μόνη της το φθινόπωρο, γιά να γεμίζει τις χειμωνιάτικες νύχτες το στομάχι και να ζεσταίνει, συνάμα, όλο το κορμί των μελών της οικογένειας. Και μετά, όλοι μαζί τρεχάτοι, να χωθούν κάτω από τις βαριές φλοκάτες των κρεβατιών τους, φορώντας τις πυτζάμες που είχαν προηγουμένως ζεστάνει, ένας-ένας, στη ζεστή ανάσα που έβγαζε το μαγκάλι.
Τα Χριστούγεννα πλησίαζαν κι έφερναν μαζί τους μιά αλλιώτικη ατμόσφαιρα στο σπίτι. Η μητέρα, αναστατωμένη και φουριόζα, πάντα τέτοιες ημέρες αλαφιαζόταν περισσότερο! Καθαριότητα γενική και ειδικές ετοιμασίες. Μιά μεγάλη λαμαρίνα, δανεική από το φούρνο, γέμιζε με λαχταριστά μελομακάρονα και μυρωδάτους κουραμπιέδες. Λιχουδιές εποχιακές που έρχονταν στο σπίτι γιά λίγες ημέρες και μετά χάνονταν στη λήθη και την νοσταλγία, γιά να ξανάρθουν πάλι του χρόνου, μαζί με τους… καλικάντζαρους! Στο μυαλό των τεσσάρων μικρών διαβόλων της οικογένειας, Χριστούγεννα σήμαινε σχολικές διακοπές και απέραντο παιχνίδι στις οδούς και τις ρούγες της γειτονιάς. Όχι σχολείο, όχι διαβάσματα, όχι πειθαρχία!
Η ιστορία της γέννησης του μικρού Χριστού στην ταπεινή φάτνη, μιά ιστορία που η καλή θεία Μαρία, με την αργή, ζεστή και λίγο βραχνή, φωνή της διηγιόταν γλαφυρά, ζωντανά και παραστατικότατα, μετέφερε το εκστατικό παιδικό ακροατήριο κατ’ ευθείαν μέσα στη φάτνη της Βηθλεέμ και συγκινούσε μέχρι δακρύων τις αθώες και τρυφερές ψυχές τους. Γοητευμένοι παρακολουθούσαν την τόσο ζωντανή αφήγηση της θείας και ένοιωθαν εκστατικοί, να τους ζεσταίνει πιότερο η ανάσα των αλόγων της φάτνης, παρά η χόβολη του μαγκαλιού! Καθώς η διήγηση προχωρούσε το μισοσκότεινο δωμάτιο μεταμορφωνόταν σε φάτνη, έτσι που όλοι περίμεναν ν’ ανοίξει ξαφνικά η πόρτα και να εμφανιστούν οι τρεις μάγοι με τα δώρα!
Στην παιδική τους φαντασία και μέσα στην έξαψη της αφήγησης, οι γύρω σκιές εξέφραζαν τους βοσκούς, τον Ιωσήφ, την Παναγία και όλοι, μέσα τους, έβλεπαν την αφεντιά τους σαν τον μικρό, νεογέννητο Ιησού! Η μαγεία των στιγμών κατίσχυε των πάντων και κάλυπτε κάθε γωνίτσα της παιδικής ψυχής. Νικούσε την φτώχεια, τη στέρηση, την ανέχεια και τα οδηγούσε, με την αθωότητα της ηλικίας, κατ’ ευθείαν στον ουρανό, να κολυμπούν ανάερα κι ανάλαφρα παίζοντας με τα Χερουβείμ!
Ο μικρός Αρούλης, ο μεγαλύτερος, ένας μπόμπιρας της 5ης Δημοτικού, ήταν ο πιό προβληματισμένος απ’ όλα τ’ αδέλφια. Οι συγκινητικές αφηγήσεις της θείας Μαρίας δεν σταματούσαν στη γέννηση του Χριστού, αλλά προχωρούσαν, λόγω των ημερών, και στη γοητευτική ιστορία του Άγιου Βασίλη. Του μεγάλου κι αγαπημένου φίλου των παιδιών. Και τί δεν έλεγε πιά η θεία η Μαρία γι’ αυτόν τον καλοκάγαθο, χοντρούλη Άγιο. Όλο τον χρόνο, αποτραβηγμένος στο εργαστήρι του στον βορά, στην παγωμένη κι απρόσιτη Λαπωνία, κάπου στην άκρη του κόσμου, κατασκευάζει μαζί με τους βοηθούς του, τα ξωτικά και τις νεράιδες, χιλιάδες παιχνίδια. Αυτοκινητάκια, τραινάκια, ποδηλατάκια, κούκλες, επιτραπέζια και διάφορα άλλα παιχνίδια, πέρα από κάθε φαντασία και την παραμονή της Πρωτοχρονιάς τα φορτώνει σ’ ένα μεγάλο έλκηθρο που το σέρνουν δώδεκα δυνατοί τάρανδοι, κάτι σαν τεράστια ελάφια με μεγάλα υπέροχα κι επιβλητικά κέρατα, και ξεκινάει από τα βάθη της Ανατολής, την πατρίδα του την Καισαρεία, να τα μοιράσει στα αγαπημένα του παιδιά. Όμως όχι σε όλα. Μόνο σε όσα εκείνο το χρόνο ήσαν φρόνιμα στο σπίτι και καλοί μαθητές στο σχολείο! Ο Άγιος Βασίλης, σαν Άγιος που ήταν, γνώριζε τα καμώματα όλων των μικρών του φίλων και επιβράβευε πάντοτε τα καλά παιδιά, δίνοντας ταυτόχρονα ένα καλό μάθημα στα άτακτα γιά το τί θα παθαίνουν στη ζωή τους, αν δεν συμμορφωθούν και δεν γίνουν καλοί άνθρωποι.
Ο Αρούλης πάντα προσπαθούσε να είναι καλό, ευγενικό και υπάκουο παιδί. Πρόσεχε, όσο μπορούσε, να μην κάνει σκανταλιές, να μην στενοχωρεί και θυμώνει τη μητέρα και να είναι καθαρός κι επιμελής στο σχολείο. Προσπαθούσε! Όμως φαίνεται πως δεν τα κατάφερνε πάντοτε γιατί, άθελά του, όλο και κάποια ζαβολιά και αταξία θα έκανε την οποία ο καλός Άγιος, που όλα τα έβλεπε και όλα τα πρόσεχε, την κατέγραφε αμέσως στα κατάστιχά του. Έτσι, κάθε χρόνο μάταια ο Αρούλης περίμενε να του φέρει ο Άγιος εκείνο το δώρο που ποθούσε με όλη τη δύναμη της ψυχής του και που πάντα ανέφερε, ανελλιπώς, στην καθημερινή του προσευχή. Ένα μόνο δώρο λαχταρούσε η καρδούλα του και ένα μόνο ζητούσε, ο μικρός Αρούλης, από τον Άγιο Βασίλη. Ένα και μόνο ένα. Και το ίδιο πάντα! Αυτό που χρόνια έβλεπε να παίζουν κάτι πλουσιόπαιδα στην πάνω γειτονιά, στον Κολωνό, ενώ αυτός και όλη η μικρή παλιοπαρέα του, μόνο στα καλύτερά τους όνειρα έβλεπαν ότι έχουν. Ένα τόπι! Ένα ωραίο, μεγάλο τόπι. Ένα τόπι λαστιχένιο, που να πηδάει και να γκελάρει μέχρι εκεί πάνω!
Όλοι στη γειτονιά ήξεραν πως αυτό που η μαμά του Ζήση, η μοδίστρα, έφτιαχνε, παραγεμίζοντας με κουρέλια μιά παλιά κάλτσα και ράβοντάς την σφιχτά, μόνο τόπι δεν ήταν, αφού ούτε τη μισή δουλειά του δεν έκανε! Δεν «μπίσταγε» στο χώμα, ούτε κλωτσιόταν σωστά και μακριά! Κι αυτό το κλοτσοσκούφι που έπαιζαν με δαύτο, μόνο ποδόσφαιρο δεν μπορούσε να είναι, αλλά άθλιο σουράβλι.
- Αχ, και να είχαν ένα αληθινό τόπι! Ένα ολοστρόγγυλο, μεγάλο άσπρο τόπι! Τί ωραίο ποδόσφαιρο θα έπαιζαν. Αν……
Όμως όλα τα παιδιά στη γειτονιά είχαν φτωχούς γονιούς. Κι ο Στράτος, κι ο Στέλιος κι ο Ζήσης κι ο Νότης, όλοι. Και κανένας δεν μπορούσε ν’ αγοράσει στο παιδί του ένα αληθινό,πραγματικό άσπρο τόπι! Έτσι τα όνειρα και οι ελπίδες του Αρούλη είχαν εναποτεθεί, αποκλειστικά, πάνω στον Άγιο Βασίλη. Μαζί με τα θερμά παρακάλια και τις ικεσίες που κάθε βράδυ, όλο το χρόνο, με βουρκωμένα μάτια του έστελνε.
-Αχ’, Άγιε μου Βασίλη, σε παρακαλώ, φέρε μου ένα τόπι! Θα είμαι καλό παιδί!
Αλλά, όπως φαινόταν, οι παιδικές αταξίες ήσαν αναπόφευκτες κι έτσι ο καλός Άγιος, αυστηρός αλλά δίκαιος, του έφερνε πάντοτε μόνο μικρά ή άσχετα δώρα, τιμωρώντας τον γιά όλες τις αταξίες της χρονιάς και αρνούμενος να πραγματοποιήσει την σφοδρή του επιθυμία. Όπως έλεγε η μητέρα, ο σοφός Άγιος Βασίλης, που ήξερε την φτώχεια και τις ανάγκες της οικογένειας, του έφερνε πρακτικά και χρήσιμα δώρα και όχι περιττές πολυτέλειες. Κανένα πουλοβεράκι, τίποτε παπούτσια ή καμιά κασετίνα με μολύβια. Τέτοιες αηδίες, έλεγε μέσα του ο Αρούλης, και ποτέ τόπι!
Γι’ αυτό, όταν η μητέρα πήγαινε επίσκεψη, βαρετή καθ’ όλα, στη θεία τη Χαρίκλεια, πέρα από τον Κολωνό κατά τον Λόφο του Στρέφη, με πολλή χαρά την ακολουθούσε, με την κρυφή ελπίδα να ξεκλέψει λίγη ώρα, να ξεγλιστρήσει από τα φουστάνια των γυναικών κι ανακατωμένος με τους άλλους μπόμπιρες της περιοχής, να κλωτσήσει λίγο ένα πραγματικό τόπι! Με τα γκελ και τα φάλτσα του. Να παίξει αληθινό ποδόσφαιρο, με τα δυνατά σουτ των επιθετικών και τα θεαματικά πλονζόν των τερματοφυλάκων. Στιγμές άφθαστης απόλαυσης. Τί ευτυχία, Θεέ μου!
Αυτή τη χρονιά, μεγαλύτερος και προσεκτικότερος, είχε βάλλει τα δυνατά του να είναι φρόνιμος και καλός και πίστευε ακράδαντα πως ετούτη τη φορά ο καλός του Άγιος δεν θα είχε καταγράψει πολλά στο μεγάλο βιβλίο με τις παιδικές σκανταλιές, οπότε θα του κάνει, επί τέλους, το χατίρι. Δεν είχε τραβήξει καμιάς γάτας την ουρά, δεν είχε σπάσει με την σφεντόνα κανένα τζάμι γειτόνισσας, δεν είχε στήσει ξόβεργες γιά σπουργίτια και ούτε είχε σουφρώσει με το διχαλωτό καλάμι τα σύκα από τη συκιά του γείτονα, που τα κλαδιά της βρίσκονταν σύρριζα με τη μάντρα της αυλής τους. Ήταν ένα πολύ καλό κι υπάκουο παιδάκι. Και στην τάξη πρώτος. Δέκα με τόνο στον έλεγχο και διαγωγή κοσμιωτάτη! Άρα είχε κάθε δικαίωμα να ελπίζει ότι, επί τέλους, ο Άγιος θα εκτιμούσε την καλή του συμπεριφορά και θα του έφερνε το δώρο που λαχταρούσε. Δεν τον ένοιαζαν τα μεγάλα κουρδιστά αυτοκινητάκια, οι εντυπωσιακές τορπιλάκατοι, οι χοντρές γυάλινες γκαζές και, βεβαίως, οι κούκλες. Αυτές τις βλακείες που έπαιζαν, γλυκανάλατα, τα κορίτσια! Αυτός περίμενε ένα μεγάλο, καλοφουσκωμένο και ολοστρόγγυλο τόπι. Άσπρο με κόκκινες και μπλε βούλες, που θα το χτυπάς κάτω και θα γκελάρει ίσαμε τον ουρανό!
Όσο πλησίαζε η μεγάλη ημέρα, η παραμονή πρωτοχρονιάς, η μέρα που ο Άγιος Βασίλης θα έκανε τη διανομή των δώρων του, τόσο η καρδιά του Αρούλη χτυπούσε όλο και πιό δυνατά. Δυνατότερα κι από το μεγάλο ρολόι στον τοίχο με τον κούκο, που κάθε ώρα έσκαγε μύτη και διαλαλούσε τις ώρες.
- Τικ-τακ. Τικ-τακ, τικ-τακ! Κούκου! Ολοένα πιό δυνατά, όλο και πιό ανυπόμονα.
Είχε βάλει στο μυαλό του μιά πονηριά. Όμως μιά πολύ αθώα πονηριά! Είχε σκεφτεί, το βράδυ που όλοι στο σπίτι θα έπεφταν γιά ύπνο, κουκουλωμένοι κάτω από τις χοντρές φλοκάτες, μπας και γλιτώσουν το κρύο που ερχόταν, σβέλτο και τσουχτερό μόλις έσβηνε η σόμπα και η πυρήνα στο μαγκάλι γινόταν άσπρη στάχτη, και αφού θα άφηνε να περάσει κάμποση ώρα, ώστε να βεβαιωθεί πως ο βαθύς ύπνος τους είχε πάρει όλους στην αγκαλιά του, αυτός θα σηκωνόταν αθόρυβα, θα έπαιρνε μαζί του την κουβέρτα και πατώντας στις μύτες των ποδιών θα έβγαινε στην αυλή κι από εκεί, με τη σιδερένια στριφογυριστή σκάλα, γραμμή γιά την ταράτσα!
Μέρες πριν, είχε καταστρώσει το καταπληκτικό του σχέδιο, πιστεύοντας πως, στην απίθανη περίπτωση που ο Άγιος Βασίλης, καταλογίζοντάς του κάποια αταξία που ο ίδιος έκανε ακούσια, χωρίς να το καταλάβει, δεν τον υπολόγιζε και φέτος στα καλά παιδιά και δεν σκόπευε να του ικανοποιήσει την παραγγελία, όταν θα τον έβλεπε -περνώντας από ψηλά- να τον περιμένει με τόση αγάπη και τόση λαχτάρα μέσα στο κρύο, σίγουρα θα συγκινιόταν, θα τον συγχωρούσε και θα του έδινε κι εκείνου το τόπι που καρτερούσε τόσα χρόνια! Σίγουρα, όλο και κάποιο τόπι θα περίσσευε του Άγιου. Είναι αδύνατον να μην είχε σκεφτεί να έχει και κάποια παιχνίδια ρεζέρβα, γιά κάποια καλά παιδιά, που μέσα στους πολλούς μπελάδες και τις φούριες των ημερών θα τα είχε ξεχάσει. Και ο ίδιος ήξερε καλά πως ο Άγιος Βασίλης, ποτέ μα ποτέ, δεν άφησε παραπονεμένο κανένα, πραγματικά καλό, παιδάκι. Άρα απόψε, ο Αρούλης είχε πάρα πολλές πιθανότητες.
Από τις διηγήσεις της θείας Μαρίας, ο Αρούλης ήξερε πως το έλκηθρο του Άγιου Βασίλη ερχόταν από την ανατολή, γι’ αυτό και διάλεξε γιά να κουρνιάσει τη γωνία του στηθαίου με το πλυσταριό. Ήταν σχετικά απάνεμο και αντίκριζε, κατάφατσα, την εκκλησία του Άι Γιώργη, που όπως έδειχνε η μικρή πυξίδα που ήταν κολλημένη στη σφυρίχτρα που του είχε χαρίσει ο θείος ο Σταύρος στα γενέθλιά του, ήταν στη μεριά της ανατολής.
Μόλις έσβησε κι η τελευταία λάμπα και στο σπίτι απλώθηκε απόλυτη σιωπή που την διέκοπτε κάποιο απότομο, στιγμιαίο, ροχάλισμα του κουρασμένου πατέρα, ο Αρούλης εφαρμόζοντας το σχέδιό του, βγήκε με τις πιτζάμες, τα παντοφλάκια και τη βαριά φλοκάτη, διπλωμένη στην πλάτη, στην ταράτσα. Κούρνιασε στη γωνία που είχε διαλέξει και διπλοκουκουλώθηκε με την κουβέρτα, όντας απόλυτα σίγουρος πως ο καλοκάγαθος Άγιος θα εντόπιζε αμέσως τον μικρό σκούρο όγκο στην γωνιά της ταράτσας και θα καταλάβαινε ποιός τον περίμενε με αγωνία κάτω από την φλοκάτη. Τα μάτια του δεν ξεκολλούσαν απ'τον ουρανό, εκεί στο βάθος του ανατολικού ορίζοντα και περίμενε!
Ναι, όσο το σκεφτόταν τόσο σιγουρευόταν πως το κόλπο του θα έπιανε. Ήταν απόλυτα σίγουρος και περίμενε να φτάσουν τα μεσάνυχτα. Πίστευε στον Άγιο Βασίλη και την ιστορία του, ακριβώς όπως τους την διηγιόταν η θεία Μαρία, η οποία τα ήξερε καλά αυτά, αφού κάθε μέρα τριγύριζε από εκκλησία σε εκκλησία. Πίστευε με όλη τη δύναμη της ψυχής του και αδιαφορούσε γιά όσα, κάτι κακόπιστα και άτακτα παλιόπαιδα, διέδιδαν στο σχολείο. Ότι, δήθεν, δεν υπάρχει Άγιος Βασίλης, ότι όλα είναι φαντασίες και παραμύθια των μεγάλων γιά να κρατούν τα παιδιά φρόνιμα όλη τη χρονιά και πως τα δώρα τα αγόραζαν οι γονείς από τα παιχνιδάδικα της οδού Αιόλου! Ήξερε πως όλα αυτά ήσαν κακοήθειες, ζήλιες και δικαιολογίες όλων εκείνων των άτακτων παιδιών που ο Άγιος Βασίλης αγνοούσε με το δίκιο του. Έτσι ήθελαν, από ζήλια και φθόνο, να κλονίσουν την πίστη των καλών στον Άγιο και να τα παρασύρουν στις αταξίες τους.
Όχι, ο Αρούλης δεν τα δεχόταν αυτά. Δεν θα του την έσκαγαν οι πονηροί. Πίστευε στο καλό, την καλοσύνη, τις καλές πράξεις και στον Άγιο Βασίλη που τις επιβραβεύει με τα δώρα του! Και απόψε, σε λίγες ώρες, θα τους το απόδειχνε.
Ένας χειμωνιάτικος, μα καθαρός ουρανός, γεμάτος αστέρια φώτιζε πολύ την κατασκότεινηγειτονιά, παρ’ όλο που δεν φαινόταν πουθενά το φεγγάρι. Όλος ο κόσμος κοιμόταν, περιμένοντας να ξημερώσει ο καινούριος χρόνος και μόνο, πού και πού, κάποιο μακρινόγαύγισμα έσπαγε τη σιωπή και τρόμαζε, ξαφνικά όπως ακουγόταν, τον κουκουλωμένο Αρούλη,που γιά πρώτη του φορά έμενε τόσο αργά έξω στην ταράτσα και μάλιστα χειμωνιάτικα.
Οι μόνες υπαίθριες διανυκτερεύσεις γινόντουσαν κάποιες πολύ ζεστές καλοκαιριάτικες νύχτες, όπου ολόκληρη η οικογένεια, στρωματσάδα ο ένας δίπλα στον άλλο, αναζητούσε στον ύπνο τη δροσιά της ταράτσας. Όμως τώρα, τα πράγματα ήσαν τελείως διαφορετικά. Όσο περνούσε η ώρα τόσο το κρύο γινόταν όλο και πιό δυνατό, σε βαθμό που η φλοκάτη δεν μπορούσε, πλέον, να το σταματήσει. Κουλουριαζόταν όλο και περισσότερο μέσα της, μικραίνοντας το κορμί του και χουχούλιαζε με την ανάσα τις χούφτες του, προσπαθώντας να ζεστάνει τα παγωμένα του δάχτυλα που, λίγο-λίγο, έπαυε να τα αισθάνεται.
Ήταν αδύνατον να προσδιορίσει πόσος χρόνος είχε περάσει και πόσος απέμενε μέχρι το πέρασμα του Άγιου Βασίλη. Το μόνο που καταλάβαινε καλά ήταν το πώς θα ένοιωθε ο νεογέννητος Χριστός, γυμνός και μικρός, μέσα στην παγωμένη φάτνη, ζεσταμένος μόνο με την ανάσα λίγων αλόγων, μιά βδομάδα νωρίτερα!
Γιά να φύγει, ούτε λόγος. Καμία δύναμη και κανένα κρύο δεν θα τον έκανε να εγκαταλείψει την ταράτσα γυρίζοντας στο ζεστό του κρεβάτι. Θα έμενε εκεί περιμένοντας τον Άγιο Βασίλη. Ο κόσμος να χαλάσει, αφού ήταν απόλυτα σίγουρος ότι απόψε θα τον συναντούσε. Όσο κι αν αργούσε αυτός κι όσο κρύο κι αν έκανε. Θα έμενε κι έναν ολόκληρο χρόνο, αν χρειαζόταν. Πάει και τελείωσε!
Δεν ήξερε πιά αν χρόνος κυλούσε, ή είχε σταματήσει εντελώς. Ούτε κι αν οι ώρες προχωρούσαν στο ρολόι του τοίχου. Εκείνο που καταλάβαινε μόνο ήταν ότι, σιγά-σιγά, είχε πάψει να αισθάνεται τα πόδια του, που είχαν παγώσει. Το ίδιο όπως και τα χέρια του, που ήταν αδύνατον πλέον να ζεστάνει με την ανάσα του. Δεν ήξερε αν κι αυτή ακόμα έβγαινε ζεστή ή κρύα! Μόνο η καρδιά του χτυπούσε ακόμη και ένιωθε τον αργό της χτύπο, συνεχώς και αργότερο. Καταλάβαινε μόνο πως συνέχιζε να δουλεύει, όπως και τα μάτια του που έμεναν καρφωμένα στην ανατολή, πάνω από τον τρούλο του Αϊ Γιώργη και περίμεναν ανυπόμονα.
Ξάφνου, καθώς το βλέμμα του είχε θολώσει αρκετά από το κρύο, ένα άστρο του φάνηκε σαν να κουνιόταν λίγο. Ναι, ναι!, ένα άστρο είχε ξεκολλήσει από τον ουρανό και πλησίαζε προς την ταράτσα με μεγάλη ταχύτητα. Καθώς σίμωνε γινόταν όλο και πιό μεγάλο, όλο και πιό φωτεινό, σε βαθμό που τον θάμπωνε. Ο Αρούλης μισόκλεισε τα μάτια γιά ν’ αντέξουν το εκτυφλωτικό φως. Όταν μπόρεσε να διακρίνει καθαρά πάλι, είδε ένα μεγάλο έλκηθρο να κατεβαίνει στην ταράτσα. Δώδεκα τεράστιοι τάρανδοι, με δυνατά στήθη και μεγάλα επιβλητικά κέρατα, σαν βασιλικά στέμματα, στο κεφάλι, ξεφυσώντας σαν ατμομηχανές το προσγείωσαν σαν πούπουλο μπροστά του. Ένα έλκηθρο γεμάτο κουτιά τυλιγμένα με πολύχρωμα χαρτιά και δεμένα με παρδαλές γιορταστικές κορδέλες. Ακριβώς όπως το περιέγραφε στις αφηγήσεις της η θεία Μαρία!
Μόλις προσγειώθηκε το έλκηθρο -Ω’, Θεέ μου- πρόβαλε μέσα από τους σωρούς των δώρων, ο Άγιος Βασίλης! Ο ίδιος, αυτοπροσώπως, με το ίδιο γλυκό καλόκαρδο γέλιο, ακριβώς όπως στις περιγραφές και τις φωτογραφίες που ήξερε ο Αρούλης από τις εφημερίδες. Ο Άγιος πλησίασε, τον πήρε αγκαλιά, του χάιδεψε τρυφερά τα μαλλιά, ζεσταίνοντας με το χοντρό μάλλινο γάντι του το παγωμένο του πρόσωπο και είπε αργά, με τη βαριά του φωνή.
- Αρούλη, είσαι ένα πολύ καλό παιδί. Το πιό καλό παιδί του κόσμου! Αυτό που έκανες γιά μένα, ποτέ κανένα άλλο παιδάκι δεν σκέφτηκε και δεν τόλμησε να κάνει μέχρι σήμερα!
Τον φίλησε στοργικά στο μέτωπο και τον τύλιξε απαλά με μιά ζεστή φλοκάτη, δίνοντάς του συνάμα και ένα μεγάλο, ολοστρόγγυλο, καλοφουσκωμένο και γυαλιστερό τόπι που έβαλε στηναγκαλιά του. Ένα μεγάλο άσπρο τόπι με ωραίες κόκκινες και μπλε βούλες. Ο Αρούλης έκλεισε τα μάτια τρισευτυχισμένος. Δεν ένιωθε πιά κανένα κρύο. Μιά γλυκιά ζέστη τον είχε αγκαλιάσει ολόκληρο.
*
Όταν ξύπνησε, ίσως το άλλο πρωί, ίσως το παρ’ άλλο, ίσως πολλά πρωινά μετά, δεν έχει σημασία, βρισκόταν σ’ ένα λευκό δωμάτιο, κουκουλωμένος σ’ ένα άσπρο κρεβάτι όπου πάνω και γύρω του κρέμονταν διάφορα σωληνάκια. Η μητέρα, με πρόσωπο σφιγμένο και την αναστάτωση ζωγραφισμένη επάνω του, καθόταν σε μιά καρέκλα δίπλα του κι η θεία Μαρία, όρθια στο κάτω μέρος του κρεβατιού, τον σταύρωνε από απόσταση. Τα πόδια και τα χέρια του ήσαν τυλιγμένα με άσπρους επιδέσμους και δίπλα, πάνω σε ψηλό λευκό κομοδίνο, το μεγάλο, ολοστρόγγυλο και καλοφουσκωμένο άσπρο τόπι, με τις μεγάλες κόκκινες και μπλε βούλες. Το τόπι που του έφερε ο αγαπημένος φίλος των καλών παιδιών, ο Άγιος Βασίλης! Ο Αρούλης ξανάκλεισε πάλι τα μάτια γιά να ζήσει στα μικρά του όνειρα, το μεγάλο όνειρο της μικρής του ζωούλας. Ένα πλατύ χαμόγελο ευδαιμονίας σφράγιζε το πρόσωπό του και δεν αισθανόταν πλέον κανένα πόνο στο σώμα, ούτε έβλεπε τα δάκρυα στα μάτια της μητέρας και της θείας του, καθώς έπαιζε «δίτερμα» στον ουρανό με τους αγγέλους. Εννοείται με το μεγάλο άσπρο τόπι που του έφερε, ως πρωτοχρονιάτικο δώρο, ο αγαπημένος του Άγιος Βασίλης. Ο αγαπημένος Άγιος όλων των φρόνιμων μικρών και των αγαθών μεγάλων. Ο Άγιος των δώρων και της ελπίδας, αυτής που προσδοκούμε και σήμερα, περισσότερο από ποτέ.
ΤΕΛΟΣ
Αφιερωμένο στον μικρό εγγονό μου Αριστείδη και χαρισμένο σε όλα τα "παιδιά"του κόσμου, μεγάλα και μικρά, που εξακολουθούν να κάνουν όνειρα και, κυρίως, να τα κυνηγούν, πιστεύοντας σ’ αυτά και ξεπερνώντας τα όρια.
Α. Π.
Χριστούγεννα ’14